Τα παιχνίδια που μεγαλώσαμε, παίζοντας μικροί, μεγάλοι στις γειτονιές

Τα παιχνίδια που μεγαλώσαμε, παίζοντας μικροί,
μεγάλοι στις γειτονιές

Του Βάιου Φασούλα


«Αρένα είναι η μικρή πλατεία της εκκλησιάς και η χλαλοή επικρατεί παντού. Τα περιστέρια του Ανέστη βολτάρουν πάνω στο φωτεινό ουρανίσκο της γειτονιάς κάνοντας χαρές και τ’ άσπρα τους φτερά, καθώς στραφταλίζουν στις χρυσές αχτίνες του ήλιου, μοιάζουν λες κι είναι άγγελοι που άκουσαν αυτή τη χλαλοή και κατεβαίνουν κάτω να δούνε τι έγινε και χάλασε ο ντουνιάς. Κι όπως κατεβαίνουν σα να πέφτουν άσπρες μυτερές πέτρες που μοιάζουν σαν βλήματα, μόλις φτάνουν στην επιφάνεια του καμπαναριού, γυρίζουν απότομα πάλι στον ουρανίσκο κι εκεί ο Ανέστης με τον μεγάλο του αδερφό κάνουν σαν παλαβοί από χαρά, που τα περιστέρια τους κάνουν βουτιές «θανάτου», όπως έλεγε ο Ανέστης.

Τα χελιδόνια τρέχουν κάτω απ' το τετράγωνο υπόστεγο ψαλιδίζοντας και σκορπίζοντας μελωδίες και χαρές στον αέρα και οι στρατιές των σπουργιτιών συναγωνίζονται εκείνες των ψαλιδοπουλιών. Στο μικρό καμπαναριό τέσσερις πελεκάνοι άρχισαν τα κροταλίσματά τους με τινάγματα των φτερών, για να ακούσουν, πέρα στα τοίχοι του κάστρου, οι σύντροφοί τους και να κάνουν το ίδιο τρομάζοντας τα καλιακούδια απ’ τις φωλιές τους.

Στη μια άκρη, εκεί που τελειώνει το σπίτι με το σπασμένο τζάμι, δίπλα του δυο ακακίες παίζουν με τα κλωνιά τους καθώς το απαλό αεράκι αγκαλιάζεται μαζί τους και κάτω στα πόδια τους είναι ξαπλωμένος στα δίπλα ο μπάρμπα-Θάνος και σιγοτραγουδά.

Πίσω του ο αρχοντόβλαχος σε μια από πανί για ξεκούραση καρέκλα αναπαύεται σαν βασιλιάς και με την κλίτσα του ζουπά καμιά φορά το Θάνο να παίξει κάνα τραγουδάκι βουνίσιο.
-Άιντε το λοιπόν κι γκασρτώθ’ κα π’ ανάθεμά σ, ζούπα του σου λέου να ξυπνήσουν λίγο τα αίματα.

Ο μπάρμπα-Θάνος τον κοίταξε με μια αλλήθωρη ματιά γιομάτη τεμπελιά. Δεν ήθελε να τον μπαίνουν στη μύτη όταν αυτός έκανε την ετοιμασία του. Κάτι μάσησε μέσα απ’ τα κίτρινα και αραιά δόντια του κι ο βλάχος λίγο πειράχτηκε. Κι όταν είδε πως εκείνος ετοιμάζονταν να του ζητήσει το λόγο, κάτι του είπε με αθώα ματιά που ο αρχοντόβλαχος με τη σειρά του κάτι μουρμούρισε.

Λίγο πιο κει μια ομάδα ανδρών και γυναικών σε θέση αναμονής για τη μεγάλη μάχη και ακριβώς απέναντι, εκεί που τελειώνει η μικρή πλατεία με το γκρεμό των δυο μέτρων, ντυμένος κι αυτός με πράσινο και με πολλές σαύρες που βγαίνουν περίπατο και φτάνουν στην πλατεία, εκεί λοιπόν, ακόμα μια παράταξη, όμοια στον αριθμό, με άντρες και γυναίκες περιμένει κι αυτή την αναμονή του συνθήματος που ο Χρήστος θα έδωνε.

Τα παιδιά απλωμένα στις διάφορες μεριές της πλατείας που είχε μετατραπεί σε αρένα, περιμένουν το σύνθημα για να δούνε, ποιανού θα είναι ο νικητής πατέρας και η νικήτρια μάνα. Στην πρώτη μεριά του ενός μετώπου, ο «νεκροθάφτης» έχοντας στις πλάτες του την τυφλή και βαρυκόκαλη Λενιώ, που άρχισε να κουράζεται περιμένοντας το σύνθημα που η μεγάλη χλαλοή καθυστερούσε και από την αντίπερα ο «ντάβανος», έχοντας τζιτζίνα την γεροδεμένη κυρά-Βαγγελή, ο οποίος κι αυτός άρχισε να ταλαντεύεται πιότερο απ’ τον αντίπαλό του, λόγου μεγαλύτερου όγκου.

Ο όχλος τριγύρω από μωρά μέχρι και είκοσι χρονών και από ανθρώπους της γειτονιάς καθώς και άλλων περαστικών και περίεργων. Ακόμα και ο λοχίας με τις δυο σαρδέλες και δυο φαντάρους, ήταν εκεί. Έτσι δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά όχλος και στα παιχνίδια των μεγάλων δεν είχαν να κάνουν γι’ αυτή τη στιγμή. Έπρεπε λοιπόν να κάνουν τρία δρομολόγια απ’ το ένα τέρμα στο άλλο με το φορτίο στις πλάτες και στη συνέχεια θα ακολουθούσε το επόμενο. Έτσι τώρα ξεκινούσε το πρώτο.
-Έτοιμοι! Μάρς!, ακούστηκε επί τέλους ο Χρήστος και έτρεξε να φύγει απ’ τη μέση πηγαίνοντας στη μεριά του, γιατί το τρέξιμο δεν είχε καμιά διαφορά από κείνο των άγριων αλόγων. Το τρέξιμο άρχισε με ζητωκραυγές και ξεφωνητά. Οι τζιτζινοκουβαλητές με τις γυναίκες στις πλάτες τους και τα κεφάλια τους πάνω απ’ τα δικά τους να πάνε πέρα δώθε, στον κοντινό τοίχο της εκκλησιάς καθώς ο ήλιος χαμογελά και παίζει κι αυτός με τις αχτίνες του σα να ’ναι παιδάκι, δείχνουν οι σκιές τους, σαν άλογα που αφήνιασαν και προσπαθούν να ρίξουν τους καβαλάρηδες κάτω. 

Οι πνεύμονες του «ντάβανου» πρώτοι άρχισαν να διαμαρτύρονται καθώς ο μπόγος του όλο και γλιστρούσε να πέσει κάτω, και δως του εκείνος αναγκάζονταν να χουφτιάζει τα χοντρά της μπούτια, πράγμα που εκείνη τσίριζε γελώντας και τον έριχνε και καμιά φάπα πεταχτή στο ιδρωμένο του πρόσωπο. Του αντιπάλου τού «νεκροθάφτη» το πρόβλημα ήταν μικρότερο. Μόνο που εκείνος πείραζε ξεπίτηδες την Λενιώ ψάχνοντας με ευκολία τα κοκαλιάρικα μεριά της, η οποία άρχιζε να φωνάζει και να τον χτυπά με το ένα της χέρι γροθιές στους ώμους του και να βρίζει:
-Σταμάτα, σταμάτα βρε αφηνιασμένο μπλάρι (μουλάρι) κι μου ’κανες ρεζίλη, πανάθεμά σ’ παλιονικροθάφτ’ κακό ψόφο ναχ’ σ’, σταμάτα ρε κι θα με τσακίσ’ τη δόλια.
-Έλα, έλα Λενιώ και θα νικήσουμε κι όλο χούφτιαζε τα αδύνατα μπούτια της Λενιώς τσιμπώντας τα καμιά φορά, να γίνεται χαβαλές μεγάλος και να περνά ο «νεκροθάφτης» στην αρχή του τρίτου γύρου, ενώ ο «ντάβανος» ξεφόρτωσε αναγκαστικά.

Με μιας άρχισε το γιουχάισμα της μαρίδας, να ξαπλώνει εκείνος τ’ ανάσκελα κάτω στο χορτάρι να πάρει λίγο ανάσα και τα μάτια του να τρυπώνουν αθώα κάτω απ’ τα φουστάνια των γυναικών, πιάνοντας την κοιλιά του απ' τα γέλια:
-Πω! Πω! Πω! Ρε Βαγγελιό και πως να μη χάσω ο δόλιος που μου ’καψες πανάθεμα την πλάτη μου, χο! χο! και αμέσως τρώει μια κλωτσιά απ’ το ξυπόλητο πόδι της γυναίκας.

Στο μεταξύ είχε ξεκινήσει ο δεύτερος γεροδεμένος αθλητής, ο κυρ-Σπύρος ο «μπασκίνας», έχοντας στην πλάτη του την Ευγενία και άρχισε να πηδά με μεγάλα βήματα καγκουρό, που η Ευγενία έβλεπε ένα αναπόφευκτο πέσιμο. Μα καθώς ήταν δυνατά πιασμένη στον παχύ σαν λύκου σβέρκο του, γρήγορα τερμάτισε το γύρω του δίνοντας χαρά στην ομάδα για να ξεκινήσει η τελευταία γύρα και τυχερή.

Απ’ την άλλη μεριά ο καυγάς είχε δυναμώσει με την Λενιώ και το «νεκροθάφτη», τον οποίο έψαχνε και αυτός συνέχιζε να την πειράζει, χωρίς να εμποδίσει τον δεύτερο αθλητή, ο «γκαβάραπας» αυτή τη φορά, ο πολύ πειραχτήριος που καταμαύρισε τα μπούτια της κυρά-Παναγιώτας, η οποία πολλές φορές κόντεψε να γκρεμιστεί απ’ τα γέλια για να φτάσουν ισότιμα στον τρίτο γύρο.

Ο αθλητής, ο πατέρας του «μεμέτη», ο Παντελής ή «μάγκας» και πολύ παραπονιάρης, με φορτίο την γυναίκα του Θάνου, που εκείνος εκεί παρέκει τραγουδούσε πνιγμένος στα παιχνίδια της δικιάς του επιλογής. Στο μεταξύ ο Λάμπης του είχε φέρει το λαούτο καθώς και λίγο κρασί, κι ας πάει να: «μπη, μπη, μπηδηχτή!» η γυναίκα του Σοφία, απ’ την ομάδα του «ντάβανου» και απ’ την άλλη του «νεκροθάφτη».

Ο μπακάλης, πολύ αγαπητός στη γειτονιά και τα παιδιά τον έλεγαν «γιαουρτόβλαχο» θα κουβαλούσε την φιλενάδα της Ευγενίας, που κανείς δεν μπορούσε να διαλέξει μεταξύ αυτών των δυο γυναικών, την ωραία Όλγα, που παρόλο που περνούσε τα σαράντα της δεν πάψανε οι άντρες να τη θαυμάζουν και να την τραγουδούν.

Ξεκίνησαν λοιπόν και την τρίτη γύρα τρικλίζοντας, ένας μπροστά, ένας πίσω να τρέχουν σαν στρουθοκάμηλες ποιος θα βγάλει την ομάδα νικητή, και εκεί που έδειχναν τα πράγματα πως ο αθλητής για την ομάδα του «νεκροθάφτη» θα τερμάτιζε ο «μάγκας», άρχισε να κάνει κάποια ελαφρά οχτάρια, για να μπορέσει ο «γιαουρτόβλαχος» να τον ξεσκίσει χάρη στα φτερά που του έδωνε το βάρος της Όλγας ενώ η ίδια βόγκαγε· αμάν μέχρι να ’ρθει το τέλος· οι αναθυμιάσεις από γάλατα, τυριά και λουκάνικα του παντοπώλη την ανακάτωσαν.
-Άιντε κυρ-γείτονα θα σου τέλειωσαν φαίνεται τα σαπούνια ή η πολύ δουλειά σ’ έφαγε, πανάθεμά σε.
-Έλα βρε Ολγίτσα και μη τα παραλές. Εγώ τα παράτησα σαν άκουσα για το παιχνίδι κι εσύ μου λες τώρα παραμύθια και δε κοιτάς που κερδίσαμε, λέει ο παντοπώλης και οι ζητωκραυγές έκαναν τον τόπο να κουνηθεί.
-Όχι δηλαδή, αλλά άπαξ και η κυρά-Σοφία δε κουνούσε τόσο πολύ τα μεριά της δε θα πάθαινα αυτό το μασκαραλίκι. Φτου! Να πάρει η ευχή! Αλλά ήθελα αυτόν το γιαουρτόβλαχο να τον ξεσκίσω, το μπαγάσα, που το φορτίο του τον έδωσε φτερά, ενώ εμένα, λέει και κουνά το χέρι του κάνοντάς το μια γύρα κοιτώντας τη Σοφία που ευτυχώς είχε πάει προς τη μεριά του γέρου της και δεν άκουγε.
-Τώρα ρε παιδιά, συνέχισε να λέει και τα πνευμόνια του σφυρίζουν, πως να το κάνουμε να πούμε; Και το φορτίο παίζει ρόλο! Αν έχεις ένα σάψαλο δεν μπορείς και να τρέξεις. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα· δεν κάνεις κέφι δηλαδή να πούμε! Και τι κέφι μπορείς τώρα να κάνεις με τη γριά που πανάθεμα, είχε κάτι αναθυμιάσεις, ρε μάγκες, σκέτος βόθρος, θαρρώ θα τσουρλίστηκε η φουκαριάρα γι’ αυτό και πρόγκηξε!

Ξέσπασε η παρέα του στα γέλια τόσο πολύ, που μερακλωμένος ο Θάνος που έχασε η ομάδα της γριάς γυναίκας του, έτσι την έλεγε που δεν έφτανε εξήντα, άρχισε ένα τρίτο τραγούδι, που έσκισε τη σιγαλιά της ρομαντικής νυχτιάς...

Πλάνταξε ο Πετρής. Πετάχτηκε και το μυρμήγκιασμα στα σαγόνια του γινόταν όλο και πιο έντονο. Άφησε τον Θάνο στα τραγούδια του και έφυγε.

ΠΗΓΕΣ: Β. Φασούλας, Απόσπασμα από: «Στο σταυροδρόμι της γειτονιάς» (Από τα παιχνίδια των μεγάλων στη γειτονιά, δεκαετία του 1950). Ε.Ε. Ελλάδα, Τρίκαλα, Μάρτιος 29  2017  pelasgos@fasoulas.de   www.fasoulas.de

Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ