Μπροστά στο δεσμωτήριο του Σωκράτους

Μπροστά στο δεσμωτήριο
του Σωκράτους

Του Γιάννη Σ. Γκανάσουepeiospanopeus@gmail.com

Οι λεγόμενες "Φυλακές του Σωκράτη" (φωτ. Γ. Λεκάκης).

Εὐθὺς ἐξ ἑωθινοῦ ἐλθόντες.

Έχει καθιερωθεί κάθε Μάιο να διενεργούμε ένα μνημόσυνο στον παππού μας Σωκράτη, που μας χωρίζει ο χρόνος μόλις ογδόντα γενεών.
Τους αγωνιστές της ζωής τους περιμένει ανυπόμονα για να τους αγκαλιάσει η ιστορία, γι’ αυτό κι ο τραγωδός θα πει:

οὔτοι λείψανα τῶν ἀγαθῶν ἀνδρῶν ἀφαιρεῖται χρόνος·
ἁ δ' ἀρετὰ καὶ θανοῦσι λάμπει.
Ευριπίδης Ανδρομάχη. 773-776.

Σε αυτούς, (τώρα) λείψανα αγαθών ανδρών, ο χρόνος δεν υπάρχει,
η δε αρετή, αν και θανόντες, συνεχίζει να λάμπει.

Η ανάμνηση της εικόνας αυτού που έλυσε τα δεσμά της ψυχής του από το φθαρτό σώμα, με το μειδίαμα στα χείλη, εν πλήρη επιγνώσει της αθανάτου πορείας του προς ένα λαμπρό επέκεινα, το καλύτερο μνημόσυνο είναι η μνήμη του.
Δηλαδή, η προβολή και η αποτύπωση, της στάσεως και των πράξεων της ζωής του, στις συνειδήσεις των συνανθρώπων του.
Ο θάνατος είναι πράξη ζωής και στον Σωκράτη επιβεβαιώνεται περιτράνως και απεριφράστως, από το γεγονός ότι ιστορικώς ζει στις μνήμες μας και στις συνειδήσεις μας, ως αιώνιο σύμβολο σεβασμού και μιμήσεως.
Κι αυτό γιατί με την σοφία του και την λογική του, ελευθερώθηκε από τον φόβο του θανάτου, ξεπέρασε μειδιώντας αυτόν τον ίδιο τον θάνατο, υπενθυμίζοντας στον καθένα μας τον προορισμό του ανθρώπου επί της γης.

Να δίνει στην ύπαρξη του ένα κατανοητό περιεχόμενο και συνεπώς μια δικαίωση.

Εις όλους χάριτας πλείστας ομολογώ.

Το ποίημα:

Μπροστὰ στὸ δεσμωτήριον τοῦ Σωκράτους

Στὸ πελιδνό του οὐρανοῦ, στὸ ματωμένο δείλι,
ἀμέριμνη, κρυστάλλινη ὡς θεία ὀπτασία,
ἔλαμψε στὸ στερέωμα καθὼς ἀνυψωνόταν,
καθάρια, ἀκηλίδωτη, Σωκράτη ἡ ψυχή σου.

Προσκυνητὴς στὴν μνήμη σου, στὸν ἄηχόν σου λόγο,
ἀκτῖν’ ἀδράχτω τοῦ φωτός, τὸν μίτο τῆς φυλῆς μας,
καὶ μπρὸς στὸ δεσμωτήριο π’ ἄφησες τὴν πνοή σου
κλίνω τὸ γόν’ εὐλαβικὰ κι ἀφήνω ἕνα ἄνθος,
στὴν πέτρ’ αὐτὴν ποὺ ἔγειρες τὸ γέρικο κορμί σου,
πίνοντας κώνειο πικρὸ μπροστὰ στοὺς μαθητές σου.

Τὸν θάνατο ἀψήφησες, μειδίασες μαζί του,
γιατ’ ἡ ψυχή σου γνώριζε τὴν θεία της πορεία,
σὲ κόσμους ἄλλους φωτεινοὺς κοντὰ στοὺς ἀθανάτους,
τοῦ δαιμονίου μέσα σου ἀκούγοντας τὶς ρήσεις.

Ζάθεο χῶμα ἀττικὸ τὴν χούφτα μου γεμίζω
τὸ σφίγγω πάνω στὴν καρδιὰ καὶ νοιώθω τοὺς παλμούς του,
ἀκούω τὴν ἀνάσα του, τὶς μύχιές του σκέψεις,
τὸ τύπωμα ποὺ ἄφησαν τὰ ἴχνη τῆς ψυχῆς σου.

Στρέφω τὸ βλέμμα στὴν Ἠῶ, στὸ Ζέφυρο καὶ Νότο
καὶ μέσ’ ἀπ’ τὰ ἐρείπια, τὴν νοητὴ αἰγίδα,
τῆς Ἀθηνᾶς ποὺ κάλυψε τὸν θεῖο τοῦτο βράχο,
κραυγὴ ὀρθώνω στοὺς θεούς, καλέω τὴν ψυχή σου.

Σωκράτ’ ἐλθὲ στὴν ἀγορά, ἄρχισε νὰ διδάσκεις,
ἦρθαν νὰ σὲ ἀκούσουνε καὶ ἄλλοι μαθητές σου.

Κρίκοι κι αὐτοὶ ἁλύσεως, ποὺ κάποτε σκορπίσαν,
ξανὰ συγκλίνουν, δένονται, στὸ ἅρμα τῆς Ἑλλάδος.

Ἡ χώρα τούτη δὲν ξεχνᾶ, τὸ ‘χει στὸ κύτταρό της,
προσμέν’ αἰῶνες καὶ σκιρτᾶ, τινάζεται στὰ ὕψη,
τὰ χίλια χρόνια εἲν’ στιγμή, μακρὰ ἡ ὕπαρξή της
κι ἂν τὸ σκεπάρνι κι ἡ φωτιὰ σύντριψε τοὺς ναούς της,
τοῦ Πραξιτέλη, Μύρωνα, Φειδία καὶ Ἰκτίνου,
τὰ ἔργα ποὺ δὲν μπόρεσε κανεὶς νὰ τ’ ἀντιγράψη,
γιατί δὲν φθάνει τὸ σφυρί, ἡ σμίλη καὶ τὸ χέρι,
θέλει ψυχὴ συμπαντική, τὸ πνεῦμα τοῦ Ὀρφέα,
τοῦ Πυθαγόρα μουσική, τοῦ Σόλωνα τὸ ἦθος,
τοῦ Ὅμηρου τὴν ποίηση, τοῦ Ἡρακλῆ τοὺς ἄθλους.

Μέσ’ στὰ συντρίμμια ποὺ ‘σπειραν σ’ ἀνατολὴ καὶ δύση,
οἱ ἄμουσοι καταστροφεῖς μὲ ὅπλο τους τὸ μίσος,
τὴν ζήλεια τους π’ ἀντίκριζαν ἔργα ἀνθρώπων θεία,
δὲν τεμαχίσαν τὴν ψυχὴ ποὺ λέγεται Ἑλλάδα
κι ἃς ἦταν ὁ κρυφὸς καημὸς ποὺ δὲν τὸν λησμονᾶνε.

Πετάει στὰ χάη τ’ οὐρανοῦ φωτοπλανήτης μέγας,
ἔχει ἀκτίνα καὶ τροχιά, ἐμβέλεια καὶ ὕψος,
τοῦ Ἥλιου τὴν ἐνέργεια, τοῦ Δία προστασία,
νέα φωτίζει συνεχῶς, ἀγαλματένια κρίνα,
ἄνθη ψυχῆς καὶ πνεύματος σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη,
στὸν λογισμὸ τῶν ἐκλεκτῶν, στοὺς κήπους φιλοσόφων.

’Εγράφη 12 Μαΐου 2000.
Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ