Η λίμνη Οζερός, τα… «Σόδομα και Γόμορα» της Ελλάδας - του Ν. Γ. Πολίτη

Η λίμνη Οζερός,
τα… «Σόδομα και Γόμορα»
της Ελλάδας

Πίσω από το χωριό Ποδογόρα[1] της Λάκκας του Σουλιού, κοντά ’ς τούς μύλους τής Τσιρόπολης[2], είναι μιά μικρή, μά βαθειά λίμνη, που δέν μπορεί νά μπη κανείς ’ς αύτή, γιατ’ έχει μάτι καί όποιος έμπη τον τραυάει. Γι’ αυτή λένε πως ήταν παλαιά μεγάλο χωριό, που τό λέγαν Βαλτίτσα κ’ εβούλιαξε, γιατί τ ’ ωργίστηκεν ο θεός.

’Σ αυτό το χωριό κατοικούσαν δύο αδερφαίς, η μία πλούσια, η άλλη πολύ φτωχή, κ’ είχαν καθεμία τους απο δύο παιδιά.

Η φτωχή εδούλευε τήν πλούσια, κ’ εζούσε κ’ αυτή και τά παιδιά της μέ τά πλύματα του σκαφιδιού. Ό,τι περίσσευε ’ς το σκαφίδι που ζύμωνε, τό κανε πίττα, τό ψενε καί τό τρώγαν. Τά παιδιά τής πλούσιας, που έτρωγαν πάντα καθάριο ψωμί καί πλούσια φαγητά, κ’ είχαν όλα τά καλά τους, ήσαν αδύνατα καί κακοτυχιασμένα, καί τής φτωχιάς όλο δυνάμωναν καί μεγάλωναν. Η πλούσια εφτονούσε γι’ αυτό τήν αδερφή της, καί μιά μέρα τή ρώτησε πώς γίνεται, τά δικά της παιδιά που καλοτρώγουν νά είναι αρρωστιάρικα, κ’ εκεινής που δεν έχουν νά φάγουν νά είναι εύρωστα καί γερά. Καί όταν εμαθε πώς τά τρέφει από τά πλύματα του σκαφιδιού, τήν εμπόδισε νά το ματακάμη.

Η καημένη η φτωχιά έμεινε τρεις ημέραίς νηστική, γιατί και κανείς άλλος ’ς το χωριό δέν τής έδινε τίποτα, καί πήγε νά πεθάνη άπό τήν πείνα κι’ αύτή καί τά παιδιά της. ’Σ το ύστερο, γιά νά ξεγελάση τήν πείνα τους πήρε σβουνιά[3], καί την έπλασε σαν καρβέλι, καί τήν εβαλε ‘ς τή φωτιά νά ψηθή. Εκεί νά σου κ’ έρχεται ενας άγγελος Κυρίου, και παρουσιάζεται ’ς αυτή σαν άνθρωπος καί της ζητά ενα κομμάτι ψωμί. Αυτή αναγκάστη τότε νά του είπη πώς δεν εχει ψωμί και πως κείνο που είναι ’ς τή φωτιά είναι σβουνιά. «Δεν πειράζει, της λέγει έκείνος, δός μου απ’ αυτό που εχεις». Πήγε νά το βγάλη από τή φωτιά, καί βλέπει πως ή σβουνιά έγινε ψωμί καθάριο. Εκάθησαν λοιπον νά φάγουν. ’Σ τό φαγεί απάνω της λέγει πάλι ο άγγελος: «Σύρε νά μου φέρης και λίγο κρασί άπο το βαρέλι». Η γυναίκα, που είδε αύτο που εγινε μέ το ψωμί, δεν αντιμίλησε νά είπή πώς δέν εχει κρασί, μόν’ έτρεξε αμέσως ’ς το βαρέλι, και αληθινά, ενώ ήξευρε πώς ήταν ξερό, το βρήκε γεμάτο κρασί. Παίρνει τότε τά παιδιά της καί πέφτει ’ς τά πόδια του ξένου, καί του κανε μετάνοιαις καί του φιλούσε τά χέρια.

Τότε τής λέγει ο ξένος: «Παρε αύτο το ψωμί καί το κρασί καί έβγα άμέσως μέ τά παιδιά σου από τά σύνορα του χωριού. Γιατί μ’ έστειλε ο θεός νά το εξολοθρέψω, νά το βουλιάξω καί νά το κάμω λίμνη».

Η γυναίκα άμα τ’ άκουσε αυτά έφριξε, και άρχισε τα κλάματα. Της είπε όμως ο άγγελος νά μήν κλαίη, μόν’ νά πάρη τα παιδιά της καί νά φύγη ’ς τή στιγμή, κι’ ό,τι κι’ άν άκούση, πίσω της νά μή γυρίση νά ιδή. Εκείνη όμως μ’ όσα κι’ αν της έκαμε ή αδερφή τής, τήν επονούσε, καί εγύρισε το πρόσωπο νά φωνάξη καί αυτή καί τους άλλους συγγενείς της, να γλυτώσουν. Αλλά για την παρακοή της εμαρμάρωσε μέ τά τα παιδιά της καί είναι ακόμη ετσι, λίγο παραπάνω από τη λίμνη, τό ‘να παιδί της τό χει ’ς τον ώμο, καί τ’ άλλο το κρατεί απο το χέρι.

ΠΗΓΗ: Ν. Πολίτης «ΜΕΛΕΤΑΙ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΒΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ – ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ», τ. α΄, κεφ. Δ, ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΟΙ ΤΟΠΟΙ ΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑΙΣ»: «Η Οζερό(*) (Άρτα)» (κρατήθηκε η ορθογραφία του γράφοντος), 1904. Γ. Λεκάκης "Οι λίμνες της Ελλάδος". ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 5.4.2015.

(*) Η λίμνη Οζερός ετυμολογείται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα ὄζω (δωρ. ὄσδω)< οσμή, που σημαίνει μυρίζω, έχω κάποια οσμή / οδμή, είτε ευχάριστη είτε δυσάρεστη - βλ. Όμηρο,

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:


[1] Η Ποδογορά / Παιδαγώρα είναι πεδινό χωριό της Αμφιλοχίας Αιτωλοακαρνανίας, στον 38ο παράλληλο [38°51′26″N 21°20′12″E], δυτικά του ποταμού Ινάχου, και βόρεια της σημερινής τεχνητής λίμνης Κρεμαστών. Απέχει 73 χλμ. από το Μεσολόγγι και 25 χλμ. από την Αμφιλοχία.

Αναφέρεται, για πρώτη φορά, από τον Μητροπολίτη Άρτας Σεραφείμ Ξενόπουλο (1884), και τον Ν. Γ. Πολίτη (1904). Μετά με το όνομα (ο) Ποδογοράς το 1928 ως ανήκον στην τότε κοινότητα Βαρετάδου. Γνωστή και για το ομώνυμο πέτρινο γεφύρι επί του Ινάχου ποταμού.

[2] Η Τσιρόπολις ήταν κάποτε πόλις αρχαία, ίσως η Άσσως / Άσσος, καταβυθισθείσα πλέον, Στην θέση της η μικρή λίμνη Μαυρή, της περιοχης του Λούρου, σχηματισθείσα εκ του ποταμίσκου της Μεγίστης Λάκκας, του εισερχομένου δια καταβόθρας εις τον ποταμόν Λούρον ή Άραχθον. Υπάρχει αυτόθι και τις λιθόκτιστος γέφυρα αρχαία, οικοδομηθείσα χρήμασι της Μονής Καστρίου επί της ηγουμενείας Λεοντίου. Εκ Ποδογόρας εξέρχονται πηγαί άφθονοι υδάτων, δι’ ων σχηματίζεται ο ποταμός της Μαυρής, ενούμενος και μετά του ημιχειμάρρου της Λάκκας, καλούμενος Μαυρής, όστις εισερχόμενος εις καταβόθραν κειμένην πλησίον του χωρίου Καντζά, εξέρχεται εις την Σκάλαν του Λούρου και συνενούται τω ποταμώ Αράχθω». ΠΗΓΗ: Μητροπολίτης Άρτας Σεραφείμ Ξενόπουλος ο Βυζάντιος «Δοκίμιον περί Άρτης», 1884.

[3] Σβουνιά < βουνιά < βοῦς, βόδι = βουνό από κόπρανα βοδιού.




Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ