Εξ ομονοητικότητος άρχεσθαι και διχαστικότητος παύεσθαι

ξ μονοητικότητος ρχεσθαι

καί Διχαστικότητος παύεσθαι

Γράφει ο καθηγητής Πέτρος Ιωαννίδης

Οὐ γάρ εὖ φρονεῖ πόλις στάσει νοσοῦσα καί κακοῖς βουλεύμασιν».
(Ευριπίδης, 480-406, “ΗΡΑΚΛΗΣ ΜΑΙΝΟΜΕΝΟΣ”, στιχ. 272-274)
(= γιατί η πολιτεία δεν σκέπτεται ορθά, καθώς βρίσκεται σε εμφύλια διαμάχη και σε κακόβουλες σκέψεις).

ΣΧΟΛΙΟ: Τα παραπάνω λόγια του χορού των Θηβαίων γερόντων είναι διαχρονικά και επίκαιρα. Αυτά απευθύνονται στον Ευβοέα Λύκο, σφετεριστή της εξουσίας της Θήβας, ο οποίος θέλει να αφανίσει την οικογένεια του Ηρακλή.

«νοµίσαι τε στάσιν µάλιστα φθείρειν τάς πόλεις καί τήν Σικελίαν, ἧς γε οἱ ἔνοικοι ξύµπαντες µέν ἐπιβουλευόµεθα, κατά πόλεις δέ διέσταµεν».
(Θουκυδίδης, 460-399/5, Δ’ βιβλίο, κεφ. 61) 
(= έχουμε καθήκον να εννοήσουμε πως οι εμφύλιοι σπαραγμοί προπαντός καταστρέφουν και τις πόλεις ιδιαιτέρως και ολόκληρη την Σικελία, της οποίας, ενώ όλοι οι κάτοικοι απειλούνται από κοινό εχθρό, οι πόλεις είναι διαιρεμένες η μία με την άλλη).

ΣΧΟΛΙΟ: Τα παραπάνω λόγια εκφωνούνται στη συνέλευση των Σικελιωτών από τη μεγαλύτερη στρατηγική ιδιοφυΐα όλου του Πελοποννησιακού Πολέμου και παγκοσμίως, από τον Ερμοκράτη του Έρμωνος του Συρακούσιου. Προτείνει να συμφιλιωθούν μεταξύ τους όλες οι πόλεις της Σικελίας, να αποκαταστήσουν και να εδραιώσουν την ειρήνη και να αντιμετωπίσουν τον κοινό εχθρό, τους Αθηναίους, που σχεδίαζαν να κυριεύσουν ολόκληρη τη Σικελία. Ο ενωτικός και ομόψυχος λόγος του (βιβλίο Δ’ 59-64, αξίζει να τον διαβάσετε έστω κι από μετάφραση) αποτελεί πρότυπο για κάθε σοβαρό και υπεύθυνο ηγέτη, που νοιάζεται για την πατρίδα του και το λαό του, χωρίς να τρέφει αυταπάτες, και που ξέρει να κυβερνά και συγχρόνως να εξουσιάζει. Το σύνθημά του “η Σικελία στους Σικελιώτες”, το μιμήθηκαν πάρα πολλοί μεταγενέστεροι ηγέτες, όπως ο Κεμάλ Ατατούρκ “η Τουρκία στους Τούρκους” και ο Ανδρέας Παπανδρέου “η Ελλάδα στους Έλληνες”.
«ἆρα εἴδη δύο πολέµου καθάπερ ἡµεῖς ἡγῇ και σύ σαφῶς; πῶς;... ὅτι δύο, τό µέν ὅ καλοῦµεν ἅπαντες στάσιν, ὅς δή πάντων πολέµων χαλεπώτατος, ὡς ἔφαµεν ἡµεῖς νυνδή...».
 (Πλάτων, 427-347, “ΝΟΜΟΙ ή ΠΕΡΙ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ”, 629d)
(= είσαι, άραγε, κι εσύ της ίδιας απολύτως γνώμης με εμάς, ότι υπάρχουν δύο είδη πολέμου, ή έχεις άλλη άποψη;... ότι δύο είδη πολέμου υπάρχουν, αφενός αυτό που όλοι ανεξαιρέτως αποκαλούμε στάση (= εμφύλιο) και που είναι ο χειρότερος απ’ όλους τους πολέμους, όπως παραδεχθήκαμε προ ολίγου...)
«ἐν δέ τῷ προνάῳ τῷ ἐν Δελφοῖς γεγραµµένα ἐστίν ὠφελήµατα ἀνθρώποις ἐς βίον, ἐγράφη δέ ὑπό ἀνδρῶν οὕς γενέσθαι σοφούς λέγουσιν Ἕλληνας».
 (Παυσανίας, 110-180, “ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΙΣ”, “ΦΩΚΙΚΑ”, βιβλίο 10ο, § 24)
(= Στον πρόναο του ναού των Δελφών είναι γραμμένα ωφέλιμα για τη ζωή των ανθρώπων αποφθέγματα, γράφτηκαν από ανθρώπους για τους οποίους οι Έλληνες λένε πως υπήρξαν σοφοί).
«ἔχθρας διάλυε» (= να αποφεύγεις τα μίση)
«ἔριν µίσει» (= να μισείς την διχόνοια)
(Ιωάννης Στοβαίος, 5ος μ.Χ., “ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ” βιβλίο Γ’, κεφ. 1, 173, 36 και κεφ. 1, 173, 26)

«Ὡς ἡδύ γ᾽ἐν ἀδελφοῖς ἐστιν ὁµονοίας ἔρως».
(Μένανδρος, 342-292, Fragment, 610,1)
(= αλήθεια πόσο ευχάριστο είναι ο έρωτας της ομόνοιας μεταξύ των αδελφών).

Η ΔΙΧΟΝΟΙΑ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟ

ΠΑΘΟΣ ΤΗΣ ΦΥΛΗΣ ΜΑΣ

“Η Διχόνοια που βαστάει                       Κειό το σκήπτρο που σας δείχνει
ένα σκήπτρο η δολερή                            έχει αλήθεια ωραία θωριά,
καθενός χαμογελάει,                              μην το πιάστε, γιατί ρίχνει
“πάρ’ το”, λέγοντας “και συ”                εισέ δάκρυα θλιβερά”

Mε τους παραπάνω στίχους (144-145) ο εθνικός μας ποιητής της Ελευθερίας, Διονύσιος Σολωμός, περιγράφει τον
“Εθνικό Ύμνο εις την Διχόνοιαν”, το μεγαλύτερο και πιο επικίνδυνο ελάττωμα της φυλής μας. Η διχόνοια έχει γίνει
η σκιά μας και σε περιόδους κρίσης θεριεύει ωσάν να επιδιώκει να κατασπαράξει το γένος μας. Πρέπει κάποτε να
μπορέσουμε να το υπερβούμε και κυρίως τώρα με το “Μακεδονικό” ή Σκοπιανό ζήτημα και την απέλαση ή μη των
Τούρκων αξιωματικών.
Είναι χρέος μας να καταπολεμήσουμε τη ρίζα του κακού, το Συμφέρον, την Ιδιοτέλεια, τον Εγωισμό, που οδηγούν μοιραία στη Διχόνοια, το Διχασμό και την Καταστροφή και να πάψουμε ξανά και ξανά να σταυρωνόμαστε.
Μας διακατέχει μια μαζοχιστική τάση να δημιουργούμε προβλήματα στον εαυτό μας και το χειρότερο να τα αφήνουμε να χρονίζουν και να αφορμίζουν.

Ο οικουμενικός Νίκος Καζαντζάκης (1883-1957) στο κλασικό και διαχρονικό μυθιστόρημά του, “Ο Χριστός ξανασταυρώνεται”, περιγράφει με ρεαλισμό αυτό το παθογενές φαινόμενο της διχόνοιας, που ταλανίζει επί αιώνες τους Έλληνες. Αδυνατώ να κατανοήσω ποιος τελικά ξανασταυρώθηκε. Ο ίδιος ο συγγραφέας, ο Χριστός ή ο Μανωλιός που υποδυόταν το Χριστό. Κάποιος ας μας απαντήσει στο εύλογο αυτό ερώτημα. Το 2017 ήταν έτος αφιερωματικό στα 60 χρόνια από το θάνατό του. Γυρίστηκε και ταινία από τον Γιάννη Σμαραγδή.

Απόσπασμα, κεφ. 20ό, όπου μιλά ο Αγάς στο Τουρκόπουλο Μπραϊμάκι": «Μωρέ, μην είσαι παλαβός, μην ανακατεύεσαι στις ρωμαίικες δουλειές παλιά κατάρα είναι αυτή, από Θεού. Άκου τι μου ‘λεγε ο μακαρίτης ο παππούς μου, να καταλάβεις. Όλα τα ‘καμε καλά ο Αλλάχ, μου ‘λεγε, όλα, μα μια μέρα βρέθηκε μπόσικος, έπιασε φωτιά και κοπριά και έπλασε το Ρωμιό μα ευτύς, ως τον είδε, το μετάνιωσε είχε ένα μάτι, ο αφιλότιμος, που τρυπούσε ατσάλι. "Τί να γίνει τώρα, μουρμούρισε ο Αλλάχ, την έπαθα ας πιάσω τώρα να κάμω τον Τούρκο, να σφάξει το Ρωμιό, να βρει ο κόσμος την ησυχία του". Έπιασε το λοιπόν μέλι και μπαρούτι, τα μάλαξε καλά καλά, έφτιασε τον Τούρκο. Κι’ ευτύς, χωρίς να χασομεράει, βάνει σ’ ένα ταψί τον Τούρκο και το Ρωμιό να παλέψουν. Πάλευαν, πάλευαν, από το πρωί ως το βράδυ, κανένας δεν έριχνε κάτω τον άλλον μα ευτύς, ως σκοτείνιασε, βάνει ο άτιμος ο Ρωμιός τρικλοποδιά, κάτω ο Τούρκος! "Ο διάολος να με πάρει, μουρμούρισε ο Αλλάχ, την έπαθα πάλι, τούτοι οι Ρωμιοί θα φάνε τον κόσμο, πάνε οι κόποι μου χαμένοι… Τί να κάμω; " Όλη νύχτα δεν έκλεισε μάτι ο κακομοίρης μα το πρωί, πετάχτηκε απάνω και χτύπησε τις χερούκλες του: "Βρήκα! βρήκα!" φώναξε έπιασε
πάλι φωτιά και κοπριά, και έφτιαξε έναν άλλο Ρωμιό, και τους έβαλε στο ταψί να παλέψουν. Άρχισε το πάλεμα τρικλοποδιά ο ένας, τρικλοποδιά κι ο άλλος μπηχτές ο ένας, μπηχτές κι ο άλλος… Πάλευαν, πάλευαν, έπεφταν, σηκώνουνταν, πάλευαν πάλι, ξανάπεφταν, ξανασηκώνουνταν, πάλευαν… Κι ακόμα παλεύουν! Κι έτσι ο κόσμος, Μπραϊμάκι μου, βρήκε την ησυχία του"».

ΠΗΓΗ: εφημερίδα "ΕΒΔΟΜΗ ΤΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ", 6.1.2018.
Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ