Αρχαιολογικοί χώροι στις νησίδες της Νισύρου - The Nisyros outliers project 2000 - ΕΘΝΟ-ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟ-ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΤΩΝ ΕΡΗΜΟΝΗΣΩΝ ΤΗΣ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ 2000 - Των καθηγητών Ν. Βερνίκου και Σ. Δασκαλοπούλου

Αρχαιολογικοί χώροι

στις νησίδες της Νισύρου


The Nisyros outliers project 2000



ΕΘΝΟ-ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟ-ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ
ΤΩΝ ΕΡΗΜΟΝΗΣΩΝ ΤΗΣ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ
2000

Των καθηγητών Νικόλα Βερνίκου και Σοφίας Δασκαλοπούλου,
Πανεπιστήμιο Αιγαίου (Μυτιλήνη)
(Πρόγραμμα του Υπουργείου Αιγαίου)[1]



Το μικρό ηφαιστειογενές αρχιπέλαγος της Νισύρου, ή πολύνησο της Νισύρου, εξερεύνησε το 2000 επιστημονική ομάδα του Πανεπιστημίου Αιγαίου, υπό τη διεύθυνση των καθηγητών Βερνίκου Νικόλα και Δασκαλοπούλου Σοφία, με χρηματοδότηση του Υπουργείου Αιγαίου.
Στόχος του προγράμματος είναι να δείξουμε ότι οι νησίδες και ερημονησίδες του Αιγαίου είναι τμήμα ενός ανθρωπογενούς κατοικημένου τοπίου, μέσα στο οποίο ανέκαθεν κινούντο οι άνθρωποι. Αποβλέπαμε, με τον τρόπο αυτό στην άσκηση εθνικής κυριαρχίας στις νησίδες του Ανατολικού Αιγαίου και του Καρπάθιου πελάγους.
Η ανθρώπινη παρουσία συνδέεται τόσο με τις θαλάσσιες διαδρομές που γίνονται από ασφαλές αγκυροβόλιο σε ασφαλές αγκυροβόλιο, και χαρακτηρίζεται με τις εποχικές καλλιέργειες των επιφανειών στις οποίες υπάρχει χώμα και έχουν διαμορφωθεί με όχτους ή τράφους (αναβαθμίδες και περιτειχίσματα από ξερολιθιές), και από τη βόσκηση της βλάστησης που υπάρχει στην περίοδο από Νοέμβριο μέχρι Απρίλιο. Σε πολλές νησίδες, εξ άλλου, ξερολιθικά τειχίσματα, χωρίζουν στα δύο, από γιαλό σε γιαλό, την χρήσιμη επιφάνεια, επιτρέποντας την γεωργική και κτηνοτροφική αμειψισπορά, όπως συμβαίνει π.χ. στην νησίδα Περγούσα ή στη νησίδα Μεγάλος Ανθρωποφάς των Φούρνων.

Η καταγραφή των κτισμάτων, των υποσκάπτων χώρων αποθήκευσης και καταφυγής, όπως και των στερνών συλλογής βρόχινου νερού, αποδεικνύει ότι τα ελληνικά αρχιπελάγη, και ειδικότερα εκείνο της Δωδεκανήσου και των Λειψών, περιλαμβάνουν και περιστοιχίζονται από ένα πλήθος νησιδίων που μπορούν να υποστηρίξουν ανθρώπινη κατοίκηση και προσφέρονται για οικονομικές δραστηριότητες, ήδη από την πρώιμη αρχαιότητα.
Με άλλα λόγια δεν πρόκειται για βραχονησίδες, οι οποίες σύμφωνα με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θαλάσσης του 1982 δεν διαθέτουν περιβάλλουσα αποκλειστική οικονομική ζώνη και υφαλοκρηπίδα.[2]
(Βλέπε στο παράρτημα εδώ αγγλικά αποσπάσματα από τη Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας.)

Η ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου Αιγαίου έκανε 900 περίπου φωτογραφικές λήψεις στα νησιά, συγκέντρωσε ορισμένα δείγματα από την χλωρίδα, κελύφη από τους δύο πληθυσμούς σαλιγκαριών που ζουν στην Περγούσα, όπως και ενδείξεις από την παρουσία τρωκτικών, πουλιών και του ενδημικού είδους σαύρας[3]. Φωτογράφισε, επίσης, επιφανειακά αρχαία όστρακα.
Στις νησίδες Γυαλί / Γιαλί, Περγούσα, Παχειά, Αγιος Αντώνιος διαπιστώθηκε η ύπαρξη απολιθωμένων ακτογραμμών σε μορφή beachrocks σε διάφορα βάθη υποθαλάσσια. Στη νησίδα Γιαλί διαπιστώθηκε η ύπαρξή τους και πάνω από το σημερινό θαλάσσιο επίπεδο, στοιχείο που δηλώνει πρόσφατη τεκτονική ενεργοποίηση της περιοχής. Επίσης, εντοπίσθηκαν θαλάσσιες αναβαθμίδες σε διάφορα επίπεδα. Σε όλες τις νησίδες βρέθηκε ηφαιστειακή τέφρα ιζηματογενούς μορφής, που σχετίζεται με σχετικά πρόσφατη ηφαιστειακή δράση. Πραγματοποιήθηκε δειγματοληψία από τις διάφορες εμφανίσεις ηφαιστειακής τέφρας, καθώς επίσης και από διάφορους παλαιοεδαφικούς ορίζοντες. Σκοπός της δειγματοληψίας είναι η εργαστηριακή ανάλυση των δειγμάτων, στο τμήμα Μεσογειακών Μελετών του Πανεπιστημίου Αιγαίου, για την επίλυση των διαφόρων φάσεων δημιουργίας τους, καθώς επίσης και η χρονολόγηση των φάσεων αυτών.
Έγιναν ακόμη υποβρύχιες φωτογραφικές λήψεις της μέρους της βυθισμένης ακτογραμμής, μέσα στην οποία υπάρχουν αρχαία κεραμικά όστρακα. Γεωλογικά, τέλος δείγματα δόθηκαν από το τμήμα Μεσογειακών μελετών του Πανεπιστημίου Αιγαίου για ανάλυση στα εργαστήρια του Δημόκριτου.

Μέρος του φωτογραφικού υλικού είχε αρχίσει να αναρτάται στην ιστοσελίδα του Τμήματος Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου, ενώ έχει ψηφιοποιηθεί το φωτογραφικό υλικό και ενσωματώθηκε σε ένα CD που περιλαμβάνει την περιήγηση στο πολύνησο της Νισύρου και εδόθη στο Υπουργείο Αιγαίου, μικρό τμήμα του οποίου δημοσιεύτηκε το 2001.

Επίσης, έχει συγκεντρωθεί επαρκής βιβλιογραφία και έγινε η προετοιμασία για ένα επόμενο στάδιο της εθνολογικής και αρχαίο-οικολογικής εξερεύνησης των νησίδων του Ανατολικού Αιγαίου, στην οποία προβλέπεται και η ανθρωπολογική έρευνα των οικογενειών που εκμεταλλεύονταν ή ήσαν ενοικιαστές των διαφόρων αυτών νησιδίων. Έρευνα που θα εξαρτηθεί από την δυνατότητα χρηματοδότησής της.
Υπόσκαπτο αρχαίο κτίσμα
στην νησίδα Στρογγυλή της Νισύρου!


Στη συνέχεια, εδώ, θα επικεντρωθούμε στις νησίδες Περγούσα και Παχειά, καθώς η νήσος Γυαλί θα αποτελέσει αντικείμενο χωριστής αρχαίο-οικολογικής έρευνας υπό τη διεύθυνση του καθ. Διαμαντή Σάμψων, o οποίος από δεκαετίες το ερευνά και ανέδειξε τον νεολιθικό οικισμό. Οι νησίδες Στρογγυλή, Κανδελιούσα και το πολύνησο της Αστυπάλαιας προβλέπεται να ερευνηθούν συστηματικά στο δωδεκάμηνο από Σεπτέμβριο 2001 ως Σεπτέμβριο 2002.[4]

Η νησίδα Στρογγυλή της Νισύρου.

Γενικές παρατηρήσεις:

Το πολύνησο της Νισύρου


Η ηφαιστειογενής νησιωτική ομάδα της Νισύρου αποτελεί μια ουσιαστική γεωγραφική, οικονομική και πολιτική οντότητα, που όπως διαπιστώσαμε έχει και μια μακραίωνη ιστορική διάσταση όπως μαρτυρούν τα μνημεία και τα ίχνη ανθρώπινης παρουσίας που βρίσκει κάνεις τόσο στη ξηρά, όσο και πάνω στις βυθισμένες ακτογραμμές.

Η απόσταση από την Κω στην Νίσυρο.

Το μικρό αυτό αρχιπέλαγος περιλαμβάνει, εκτός από τη νήσο Νίσυρο, τη νησίδα Γυαλί (455,8 εκτάρια), και τη συστάδα των νησιδίων Στρογγυλή (21,1 εκτάρια), Παχειά (116,5 εκτάρια, 106 μ. υψ.), Περγούσα (118 εκτάρια), Άγιος Αντώνιος (7,9 εκτάρια). Κάπως μακρύτερα, σε ΝΔ κατεύθυνση προς το μέσο του Αιγαίου, 8 μίλια από το άκρο Κάτερος, βρίσκεται και η νησίδα Κανδελιούσα ή Αντελέουσα, (134,6 εκτάρια). Παρατηρούμε πως οι νησίδες είναι διατεταγμένες κατά μήκος ενός Β-ΝΔ άξονα που συνδέει την περιοχή της Κνίδου και καταλήγει στη νησίδα Κανδηλέουσα στο μέσο του Αιγαίου

Αξίζει να προσθέσουμε ότι ήδη στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, αναφέρεται ότι στην επαρχία (μουδιρλίκι) της Νισύρου ανήκαν «οι μικρότατες νήσοι Πυργούσα, Εσδιρέγγιλος, Ενδολογούσα[5] και Γυαλί» που είχαν παραχωρηθεί από το Οθωμανικό κράτος στην κοινότητα Νισύρου και για τα οποία υπήρχαν οθωμανικοί τίτλοι ιδιοκτησίας
Το Ανατολικό τμήμα (με στοιχείο Α΄) της νησίδας Γυαλί με τα συστατικά και τα παραρτήματα του παραχωρήθηκε, όμως, στο δήμο Νισύρου μόνο στις 28 Ιουλίου 2017 με νομοθετική πράξη. Την δεκαετία του 1950, το τμήμα αυτό είχε (αντικανονικά) εγγραφεί στο ελληνικό Δημόσιο, αντί να εγγραφεί στην τότε κοινότητα του Εμπορειού Νισύρου, όπως έγινε με το Δυτικό τμήμα του νησιού όπου είναι τα κοιτάσματα ελαφρόπετρας, που δόθηκε στον Δήμο Μανδρακίου Νισύρου, μετά από τις προσπάθειες του τότε Δημάρχου Γεωργίου Γιαλούρη. Έκτοτε παρά τις προσπάθειες διαδοχικών Δημοτικών Αρχών δεν είχε καταστεί δυνατό να επανέλθει και το Ανατολικό τμήμα στην ιδιοκτησία της κοινότητας Εμπορειού.

Όλα τα τμήματα ξηράς του συγκροτήματος έχουν αρχαία και ιταλικά κτίσματα, σημαντικά ιστορικά μνημεία, εγκαταλελειμμένες στέρνες, βλάστηση και καλλιεργήσιμη γη. Στις νησίδες Παχειά, Πυργούσα και Στρογ-γυλή (βλ. ό.π. εικόνες) υπάρχουν υπόσκαπτοι χώροι που στην πλειοψηφία τους έχουν διαβρωθεί. Τα καλλιεργήσιμα μέρη είναι οργανωμένη με μια σειρά από χαμηλές αναβαθμίδες που είναι πάντα ορατές (ακόμα και στις δορυφορικές εικόνες) και θα μπορούσαν να συντηρηθούν.

Συμπερασματικά διαπιστώθηκε πως στις ακατοίκητες σήμερα νησίδες Παχειά και Περγούσα και δευτερευόντως στη Στρογγυλή υπάρχουν εκτεταμένες καλλιεργήσιμες εκτάσεις, παλιά αλώνια, αναβαθμίδες (πεζούλες, σέτια, βασταοί), καταστραμμένες στέρνες συλλογής βρόχινου νερού, και δύο κτίσματα της δεκαετίας του 1930 ιδιοκτησίας δήμων της Νισύρου.
Επίσης, σε όλες τις νησίδες υπάρχουν μαντριά και στάνες διαφόρων εποχών, καθώς και καταλύματα κτηνοτρόφων, τα οποία φωτογραφήθηκαν.
 
Υπόσκαπτο μαντρί κοντά στην εκκλησία (βλ. συνέχεια)
στην νησίδα 
Πέργουσα.

Μέχρι το 1998 τουλάχιστον, αρκετές από τις νησίδες φιλοξενούσαν κατσίκες, ένα κοπάδι μάλιστα είχε κατορθώσει να επιζήσει, τον Σεπτέμβριο του 2000, πάνω στην Περγούσα. Ελαιόδεντρα, εξ άλλου υπάρχουν γύρω από τον κρατήρα της Στρογγυλής.
Το επίκεντρο της οικονομικής ζωής των νησίδων βρίσκεται στο Γυαλί όπου (το 2000) δύο μεταλλευτικές εταιρείες εκμεταλλεύονταν τα κοιτάσματα κίσσηρης και περλίτη. Διατηρούν έναν οικισμό με 21 κατοίκους (το 2011) και έχουν οργανωμένες θαλάσσιες επικοινωνίες με το Μανδράκι της Νισύρου και κυρίως με την Καρδάμαινα της Κω, κοντά στην οποία είναι το διεθνές αεροδρόμιο.[6]

Λευκές επιφάνειες κίσσηρης (ή περλίτη) βρίσκουμε στην Παχειά και στην Περγούσα, όπως και στο νησίδιο του Άγιου Αντώνιου, που είναι ουσιαστικά εξάρτημα του Γυαλιού. Αντίστοιχα κοιτάσματα υπάρχουν και στη Νίσυρο, όπου μας είναι γνωστές οι προσπάθειες εκμετάλλευσης τους, ήδη από το 1947[7].

Μέρος του κοιτάσματος οψιανού στην νησίδα Γυαλί.

Το γεωλογικό πάντως υλικό που χαρακτηρίζει το Γυαλιού είναι ο οψιανός / οψιδιανός που βρίσκεται στο ΒΑ τμήμα της νησίδας, 500 περίπου μέτρα μετά από τον επίπεδο λαιμό με τις αμμοθίνες, και σχηματίζει ολόκληρους βράχους από το μαύρο ηφαιστειογενές γυαλί. Όπως είναι γνωστό ο οψιανός του Γυαλιού, με τις χαρακτηριστικές φυσαλίδες που περιέχει, χρησιμοποιείτο από την νεολιθική εποχή για την κατασκευή εργαλείων και μικροαντικειμένων. Παρ’ όλη την κάπως χαμηλή ποιότητα του οψιανού του Γυαλιού, σε σχέση με τον καθαρό οψιανό της Μήλου, έχουμε την εντύπωση πως στο αρχαίο νταμάρι έχει γίνει εντατική εκμετάλλευση και έχει εξαντληθεί το μεγαλύτερο μέρος του επιφανειακού κοιτάσματος.[8]

Επιφανειακά θραύσματα οψιανών στην νησίδα Γυαλί.
(Τα 4 πρώτα φαίνονται να προέρχονται από εξωγενή πηγή;).

Η πρώτη εντύπωση από την επίσκεψη στο συγκρότημα των περιφερειακών νησιδίων της Νισύρου δίνει την αίσθηση πως ο χώρος περνάει μια μεταβατική περίοδο. Παντού η έντονη παρουσία μνημείων του ιστορικού παρελθόντος όλων των εποχών, συνοδεύεται από τη σημερινή εγκατάλειψη των υποδομών που, στη δεκαετία του 1930 στήριζαν την γεωργό-κτηνοτροφική εκμετάλλευση και τη κατοίκηση των νησιδίων και καθιστού-σαν τις νησίδες κατοικήσιμες και εκμεταλλεύσιμες σύμφωνα με τον ορισμό του Δικαίου της Θάλασσας. Από τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν στο Γιαλί και στις δύο άλλες παρακείμενες νησίδες είναι δυνατή μια πρώτη αξιολόγηση των βλαστικών διαδοχών, που προέκυψαν από τη μακροχρόνια διακοπή της βόσκησης. Συγκεντρώθηκε φωτογραφικό υλικό για την φθινοπωρινή κατάσταση του οικοσυστήματος θινών (αιολικές αποθέσεις σύγχρονες και απολιθωμένες) το οποίο ενδέχεται να έχει σήμερα (2018) εν μέρει καταστραφεί από την συστηματική εξόρυξη περλίτη.
Ταυτόχρονα, όμως, στο Γυαλί βέβαια δημιουργήθηκε ένας βιομηχανικός πόλος, ενώ σε όλη την έκταση του νησιωτικού μικρόκοσμου που περιλαμ-βάνει αθροιστικά τις αιγιαλίτιδες ζώνες πέντε νησιδίων, κινούνται πλοιάρια αναψυχής και ντόπιοι ερασιτέχνες ψαράδες που στέκουν κοντά στα ερημικά παράλια. Διαφαίνεται ήδη πως η εποχική τουριστική βιομηχανία της Καδάρμαινας και της Νισύρου προχωρεί στην εκμετάλλευση των παράκτιων περιοχών της πολυνήσου.

Με τον τρόπο αυτό, μέσα από τον τουρισμό, η γεωγραφική και διοικητική οντότητα των νησιδίων της Νισύρου τείνει να αποκτήσει και πάλι μια οικονομική ενότητα και χρηστικότητα. Για τον λόγο αυτό είναι απαραίτητο να αναδειχθούν όλα τα στοιχεία των προηγουμένων ιστορικών εποχών, όπως και η γεωλογική και οικολογική ιδιαιτερότητα της νησιωτικής αυτής συστάδας και να ενταθεί μια περιβαλλοντικά ήπια υποστηρικτική ανθρώπινη παρουσία. Μια μακροχρόνια «αειφόρα» οίκο-τουριστική βιομηχανία πρέπει να στηρίζεται στο τρίπτυχο της αξιοποίησης, αναβάθμισης και διατήρησης της πολιτισμικής και της οικολογικής κληρονομιάς από την τοπική κοινωνία. Υποστηρίζουμε πως η αθροιστική υπαγωγή των νησίδων στο δίκτυο Natura 2000 αντί να συμβάλλει στην διατήρηση των ανθρωπογενών οικολογικών ισορροπιών που διαμορφώθηκαν στη διάρκεια 10.000 τουλάχιστον ετών, οδηγεί στην ερημοποίηση και σταδιακή αποψίλωση των περισσοτέρων νησίδων.

Βασιζόμενη στη μακροχρόνια αρχαιολογική έρευνα του Αδαμάντιου Σάμψων στο Γυαλί, η εξερεύνηση των νησιδίων το φθινόπωρο του 2000, από την επιστημονική ομάδα του Πανεπιστημίου Αιγαίου έδειξε ότι στο πολύνησο της Νισύρου υπάρχουν οι ακόλουθες σύνθετες ενότητες:

1. Μια γεωλογική ενότητα που περικλείει, όμως, ποικιλία τοπικών ιδιαιτεροτήτων και επεκτείνεται υποθαλάσσια στις βυθισμένες ακτογραμμές. Στη γεωλογία αυτή δεσπόζει η παρουσία του συγκροτήματος των ηφαιστείων της Νισύρου, του Γυαλιού και ο ηφαιστειακό κώνος της Στρογγυλής μέσα στον οποίο συγκεντρώνονται, εποχικά, μικρές ποσότητες νερού.
2. Μια ενότητα βλαστικών και καλλιεργητικών οικοσυστημάτων, που επικοινωνούν μεταξύ τους χάρις σε ανθρώπινες δραστηριότητες που ασκούνται αδιάκοπα εδώ και αρκετές χιλιετίες, μεταφέροντας, από νησίδα σε νησίδα, φυτά, σπόρους, ζώα και κάθε είδους αντικείμενα πολιτισμού και τεχνολογίας.
3. Τη φυτοχλωρίδα των νησιδίων συνοδεύει μια ποικιλόμορφη πτηνοπανίδα και ένα πλήθος από έντομα, ερπετά (σαύρες) και σαλιγκάρια. Οι νησίδες, όμως, φιλοξενούν και θηλαστικά: τρωκτικά (ποντικοί, κουνέλια,) και μερικά αιγοπρόβατα που επιζούν μέχρι σήμερα μετά τη διακοπή της βόσκησης, ενώ παράλληλα άρχισαν να εισάγονται και κατοικίδια (γάτες, σκύλοι).
4. Η παρουσία οψιανού, μιας νεολιθικής πρώτης ύλης για την κατασκευή εργαλείων και κοσμημάτων, όπως και η ύπαρξη αρκετού καλλιεργήσιμου εδάφους οδήγησε στην εκμετάλλευση και στην κατοίκηση των νησιδίων σε όλη τη διάρκεια της προϊστορίας και μέχρι πρόσφατα. Ακόμα και σήμερα βρέθηκαν πάνω στην Περγούσα ένα ντιζελοκίνητο τρακτέρ και ένα μεγάλο άροτρο. Οι νησίδες διαθέτουν έναν αξιόλογο προϊστορικό πολιτισμικό παρελθόν και ένα μέρος από το Γυαλί, με την υποδομή που διαθέτει, θα μπορούσε να αναδειχθεί σε σημαντικό αρχαιολογικό πάρκο.

Το πρώτο αρχαίο κάστρο στο κέντρο της νησίδας Περγούσα.

5. Με κέντρο το αρχαίο φρούριο της Νισύρου[9] (ΝΔ από το Μαντράκι), το πολύνησο διαθέτει ένα σημαντικό σύμπλεγμα αμυντικών κτισμάτων του τέλους της κλασσικής ή ελληνιστικής εποχής[10] που πιστεύουμε ότι οργανώθηκε είτε από τους Εκατομνήδες (Μαύσωλος) είτε από την Ροδιακή Πολιτεία για να αντιμετωπίσει την πειρατεία. Το σύμπλεγμα αποτελείται από το περιτειχισμένο παραλιακό πόλισμα του Γυαλιού[11], τους δύο τετράγωνους πύργους ισόδομης ορθογώνιας τοιχοποιίας της Περγούσας, το συγκρότημα του πύργου της Παχειάς, μια πιθανολογούμενη φρυκτωρία στην κορυφή της Στρογγυλής, και τα παρατηρητήρια της νησίδας Κανδηλέουσας η οποία διαθέτει σήμερα, επιπλέον, έναν οργανωμένο φάρο.
Μετά τον εντοπισμό των τριών τετραγώνων πύργων, (αδημοσίευτων το 2000-1), επιβεβαιώθηκε η ύπαρξη ενός ευρύτερου νησιωτικού αμυντικού συστήματος ελληνιστικών χρόνων και ύστερης αρχαιότητας.
Στη νησίδα Περγούσα, το κεντρικό οχυρό, είχε περίβολο με πύλη που έχει καταρρεύσει, τμήμα όμως της οποίας είναι ακόμα ορατό. Στο σημείο αυτό βρίσκεται εγκαταλελειμμένο ιταλικό κτίσμα και οργανωμένο συγκρότημα στέρνας συλλογής βρόχινου νερού.

Ο δεύτερος αρχαίος πύργος, ο ανατολικός,στην νησίδα Περγούσα.

6. Η γεωγραφική διάταξη των νησίδων Στρογγυλή, Παχειά, Περγούσα και Κανδηλέουσα, κατά μήκος ενός άξονα που δείχνει ΝΔ (γαρμπής, βλ. εικόνα, ό.π.) λειτουργεί σαν πυξίδα και επιτρέπει, επί πλέον, την οπτική επαφή ανάμεσα στην Κω (Κέφαλος-Καρδάμαινα, βενετικό κάστρο), την Νίσυρο και τις Κυκλάδες. Ειδικότερα, οι πύργοι των νησίδων μπορούσαν να επικοι-νωνήσουν οπτικά με τις φρυκτωρίες της Αστυπάλαιας και της Σύρνας και δημιουργούσαν, με τον τρόπο αυτό, ένα οπτικό συνεχές στο κέντρο του Αιγαίου που λειτουργούσε από την αρχαιότητα.

7. Τα χριστιανικά θρησκευτικά κτίσματα και υπόσκαπτα που υπάρχουν στα νησίδια, όπως και τα υπολείμματα αρχαίων λατρευτικών χώρων (βλέπε υπόσκαπτη εκκλησία στην Περγούσα) δημιουργούν την εντύπωση ότι στο νησιωτικό αυτό πολύνησο είχαμε ένα λατρευτικό σύνολο που περιλαμβάνει Σπηλιανές Παναγίες, τον Άγιο Αντώνιο και ένα εκκλησιαστικό μνημείο διπλών αγίων, ίσως τους Κωνσταντίνο και Ελένη. Στις λατρείες αυτές θα πρέπει, ίσως, να προσθέσουμε μία αρχαιολογική θέση του Γυαλιού που ενδέχεται να ήταν ιερό σπήλαιο ή νυμφαίο, την οποία εντόπισε η ερευνητική ομάδα στο κέντρο της νήσου, πίσω από τον οικισμό.

Αρχαιολογικό συγκρότημα στην νησίδα Παχειά.
Στην εικόνα ο καθ. Aδ. Σάμψων.


Τοπωνυμικό των νησιδίων


Στοιχεία για το τοπωνυμικό των νησιδίων μας δίνει ο χάρτης σχεδιάγραμμα του Γυαλιού του Λούη Κοντοβερού και οι διάφοροι παλιοί χάρτες των πορτολάνων του Αιγαίου.
Οι δυτικοί χαρτογράφοι σημειώνουν συστηματικά τα ονόματα Chirana, Lesindra, Caloiero και σπανιότερα το Lardin. Στο χάρτη, του P. Piacenza (1688) διακρίνουμε δύο πύργους πάνω στο νησίδιο Lardin, ένα πύργο πάνω στη Chirana και εκκλησία με παράπλευρο κτήριο πάνω στον Καλόγερο. Εκκλησία με κτήριο υπάρχει και στο γνωστό σχέδιο του νησιδίου Καλόγερο του Ιζολάριου του Bartolommei Soneti (1500), όπου απεικονίζεται και η ανυψωτική μηχανή για πλοιάρια.

Παρατηρούμε, ότι ο Soneti τοποθετεί σωστά τον άξονα της ΝΔ κατεύ-θυνσης στο κέντρο του Καλόγερου. Στην ίδια ΝΔ κατεύθυνση πλεύσης είναι και η γραμμή που περνάει από τον κάβο Μώλος της Νισύρου και αφήνει δεξιά την νησίδα Chirana. Το ναυτικό αυτό πλάνο θα μπορούσε να θεωρηθεί σωστό αν στην πορεία του γαρμπή (ΝΔ), νότια από το Μαντράκι της Νισύρου, πλεύσει κανείς αφήνοντας στο δεξί του χέρι, πρώτα τη Παχειά και αργότερα την Κανδηλέουσα.
Στον ελληνικό πορτολάνο διαβάζουμε πως για να περάσεις στη Νίσυρο «δεξιά σου αφήνεις την Παχίαν. Εις την μερέαν του γρέγου (ΒΑ) έχει ξέρην αλάργο ένα μίλιν και έχει πιθαμαίς τρεις..». Στο σημείο αυτό άλλα αντίγραφα του πορτολάνου προσθέτουν τη φράση «τότε ευρίσκεις την Κυράναν»[12].

Οι παρατηρήσεις αυτές είναι κρίσιμες, τόσο για την θεμελίωση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στο χώρο των θαλασσίων διαδρομών που υποστηρίζουν την οικονομική βιωσιμότητα των νησιδίων, όσο και για την κατανόηση του εθνοαρχαιολογικού περιβάλλοντος των αιγιακών πολύνησων μέσα στο οποίο αναπτύχθηκαν οι ανθρώπινοι οικισμοί των μικρονησίδων, πριν από πολλές χιλιετίες.

Αν δεχτούμε πως το οιονεί μυθικό νησίδιο Καλόγερος είναι η Στρογγυλή - κάτι που όλα τείνουν να μας κάνουν να το αποδεχτούμε – τότε θα πρέπει να υποθέσουμε ότι στο πολύνησο της Νισύρου είχε αναπτυχθεί και ο μοναχισμός, τις εποχές που έδρασαν στο Αιγαίο, οι άγιοι Χριστόδουλος και Ευστράτιος.

Στοιχεία προϊστορικής

αρχαιολογικής έρευνας[13]


Η έρευνα στο πολύνησο της Νισύρου έχει φέρει στο φως σημαντικά προϊστορικά λείψανα. Στο Γυαλί, κατ’ αρχάς, εκτός από το ακέραιο νεολιθικό κτίριο (δημοσιεύτηκε από τον Αδ. Σάμψων) και από τμήματα άλλων κτισμάτων που έχουν ανασκαφεί τα τελευταία χρόνια (1996-1999), οι επιφανειακές έρευνες στο ΝΔ τμήμα του Γυαλιού αποκάλυψαν ένα μεγάλο αριθμό νεολιθικών ευρημάτων, κυρίως κεραμική και λίθινα εργαλεία, όπως τριπτήρες, μυλόλιθους και οψιανούς. Πολύ μικρή είναι, μέχρι στιγμής, η παρουσία προϊστορικών λειψάνων στο ΒΑ τμήμα του Γυαλιού, όπου μόνο μια θέση μπορεί να θεωρηθεί ότι χρησίμευσε σε μια μικρή εγκατάσταση νεολιθικών χρόνων. Όσο για τα κεραμικά λείψανα της Χαλκοκρατίας, αυτά είναι πολύ λιγότερα και εντοπίζονται στην κορυφή του ΝΔ τμήματος της νήσου. Αναφέρονται, επίσης, δυο χωνευτήρια με σκωρίες τήξης χαλκού τα οποία χρονολογούνται από το 6.000 έως το 5.300 π.Χ., που αποδεικνύουν την πρώιμη άσκηση μεταλλουργίας στο Β.Α. Αιγαίο.
Στη διάρκεια της έρευνας των ερημονήσων βρέθηκαν μερικά λίθινα εργαλεία (τριπτήρες) στο κεντρικό τμήμα της νήσου, προς την κατεύθυνση της παραλίας που βλέπει προς την Κω. Στο κεντρικό αυτό τμήμα εντοπί-στηκαν πάνω από ένα διπλό μικρό υπόσκαπτο σπήλαιο που έχει μερικώς καταρρεύσει, νεώτερα αρχιτεκτονικά υλικά και υπάρχουν, κάτω από την πυκνή βλάστηση σχίνων και βάτων, ίχνη κατασκευών ενσωματωμένων μέσα στο βράχο.

Μέρος αρχαίων κτισμάτων,
επάνω από το μικρό σπήλαιο-νυμφαίο (;)
στην νησίδα Γυαλί.

Η επίσκεψη στη νησίδα Περγούσα αποκάλυψε την ύπαρξη ενός νεολιθικού στρώματος σε ένα φυσικό άνδηρο πολύ κοντά στην ακτή της ανατολικής πλευράς, εκεί που δημιουργείται ένας μικρός όρμος και υπάρχει και ο πρόχειρος μόλος. Η κεραμική είναι άβαφη ή μονόχρωμη και παρουσιάζει ομοιότητες με εκείνη που βρέθηκε στο Γυαλί.
Χαρακτηριστικά δείγματα κεραμικής είναι θραύσματα από αγγεία τύπου, που θα χαρακτηρίζαμε, cheese pot, που αφθονούν στα Δωδεκάνησα, όπως λ.χ. στο Παρθένι της Λέρου και στο Γυαλί. Εκατοντάδες επιφανειακά θραύσματα από νεολιθικά αγγεία είναι άβαφα και πολύ φθαρμένα.
Υπάρχουν πολλά θραύσματα οψιανού από το Γυαλί, ενώ απαντούν και μεγάλες φολίδες που πιθανώς να ανήκαν σε εργαλεία. Βρέθηκαν επίσης και θραύσματα καθαρού οψιανού, που ομοιάζουν (βλ. εικόνα) με τον οψιανό της Μήλου και από τον οποία ένα δείγμα δόθηκε για ανάλυση.

Θραύσματα αρχαίων εργαλείων από οψιανό,
και όστρακα, κ.ά. από την νησίδα Γυαλί.

Στο συγκεκριμένο αυτό σημείο, ο αρχαιολόγος Αδαμ. Σάμψων θεωρεί χρήσιμο να γίνει μια δοκιμαστική ανασκαφική τομή.
Στη νησίδα Παχειά, η προϊστορική παρουσία στο εσωτερικό υψηλό μέρος της νησίδας φαίνεται κάπως μικρότερη, απαιτείται όμως μια πιο εντατική έρευνα σε ορισμένες περιοχές όπου συγκεντρώνονται νερά και υπήρχαν δυνατότητες δημιουργίας υποσκάπτων χώρων. Σποραδικά, πάντως βρέθηκαν αρκετά φθαρμένα και άβαφα όστρακα νεολιθικού τύπου, αλλά δεν εντοπίστηκε ζώνη με ιδιαίτερη συγκέντρωση τέτοιων επιφανειακών ευρημάτων. Απολεπίσματα, όμως, οψιανού από το Γυαλί υπάρχουν διάσπαρτα παντού, πολλά από τα οποία, όπως και στην Περγούσα, μπορεί να χρησιμοποιήθηκαν σε γεωργικά εργαλεία (σβάρνες) νεωτέρων εποχών. Σε νεολιθικούς πάντως χρόνους πρέπει να ανήκουν ένας τριπτήρας από ηφαιστειογενή πέτρα και ένα τμήμα από λίθινο πέλεκυ.
Νεώτερης αρχαιολογικής περιόδου αλλά διαφόρων εποχών είναι τα 30 επιφανειακά ευρήματα:

Επιφανειακά όστρακα από την νησίδα Παχειά Νισύρου.

Στη νησίδα Στρογγυλή η πυκνή επιφανειακή βλάστηση (αφάνες, θάμνα) και οι γκρεμισμένες ξερολιθικές πεζούλες (αναβαθμίδες ή αναλημματικοί τοίχοι) εμποδίζουν την επιφανειακή έρευνα, Υπάρχουν όμως παντού φθαρμένα όστρακα προϊστορικού τύπου, ιδίως στο πλάτωμα της κορυφής (όπου το βαθούλωμα της μικρής καλντέρας), η οποία από το γεγονός αυτό φαίνεται ότι καλλιεργείτο από τους προϊστορικούς χρόνους. Εδώ συγκεντρώνονται και μερικές ποσότητες βρόχινου νερού, στο βαθούλωμα και δημιουργείται ένα μικρό έλος. Μερικά μεμονωμένα υποκείμενα δείχνουν πως στη νησίδα είχαν φυτευτεί και πολλά δέντρα είναι τώρα άγρια και με την παρουσία τους δυσκολεύουν την παρατήρηση της επιφανείας του εδάφους.
Θα προσθέσουμε ότι στις βυθισμένες ακτογραμμές των νησίδων είναι ορατά, ενσωματωμένα στον πυθμένα, όστρακα ιστορικών χρόνων.

Μια από τις ανακαλύψεις της αρχαιο-οικολογικής έρευνας, που ανακοινώθηκε από τον καθ. Νικόλα Βερνίκο, στο συνέδριο που οργάνωσε το Υπουργείο Αιγαίου, είναι η δυνατότητα που προσφέρουν οι ρίζες και οι κορμοί των μεγάλων θάμνων που υπάρχουν στα νησιά, για την κατασκευή εργαλείων: βελόνια, σουβλιά, μύτες για βέλη και καμάκια, άγκιστρα. Πειραματικά, ορισμένα βελόνια και σουβλιά φτιαγμένα με τις σκλήθρες και τα θραύσματα ριζών αποδείχθηκαν ικανά να τρυπήσουν δέρματα και να λειτουργήσουν ως εργαλεία και ως φονικά όπλα για μικρά ζώα.

Επιφανειακά όστρακα και θραύσματα στην νησίδα Περγούσα.

Λατρευτικοί χώροι


Τα νησίδια της Νισύρου έχουν τέσσερα εκκλησάκια:

1. Τον Άγιο Αντώνιο στην ομώνυμη νησίδα του Γυαλιού,
2. Τον Άγιο Ιωάννη του Γυαλιού στο ΝΔ τμήμα κοντά στο Ελληνιστικό Κάστρο.
3. Τη δίχωρη υπόσκαπτη εκκλησία της Παναγιάς Σπηλιανή της Περγούσας,
4. Την υπόσκαπτη εκκλησία της Στρογγυλής.
5. Τα ερείπια μονόχωρου ναού που διαμορφώθηκε μέσα στον τετράγωνο πύργο της Παχειάς.

Ορισμένα ανάλογα παλαιοχριστιανικά μνημεία υπάρχουν και στη Νίσυρο, τα περιέγραψε το 1994 ο Ι. Βολανάκης[14]. Αυτά είναι: το υπόσκαπτο ναϊδριο Κωνσταντίνου και Ελένης στη θέση Κήποι στο Μανδράκι, που βρίσκεται σε 4,50 μ βάθος, ο Άγιος Αντώνιος στο νεκροταφείο του Μαντρακίου, Επίσης στην Νίσυρο, όπως ακριβώς έγινε στην Παχειά όπου φτιάχτηκε εκκλησία μέσα στον ελληνιστικό πύργο, μια παλαιοχριστιανική βασιλική είχε κτιστεί μέσα στο Παλαιόκαστρο.[15]. Πρέπει να επισημάνουμε ότι μερικά από τα ναΐδρια της Νισύρου καλύπτονται με κτιστές καμάρες και χρησιμοποιούν ένα ή δύο ενισχυτικά τόξα (σφενδόνια) για τη στήριξη της οροφής τους.

Η υπόσκαπτη εκκλησιά της νησίδος Περγούσας.

Κοντά στο παραλιακό υπόσκαπτο μαντρί, σκαμμένη μέσα στο ίδιο μαλακό πέτρωμα, είναι το εκκλησάκι της Περγούσας. Βρίσκεται όλη κάτω από το έδαφος, η κάθοδος γίνεται με ένα στενό διάδρομο βάθους δυόμιση περίπου μέτρων, και πίσω από την πόρτα της εισόδου κατεβαίνει κανείς δύο σκαλοπάτια. Ο εσωτερικός χώρος είναι διαμορφωμένος σε δύο σκαπτά δωμάτια, στο κυρίως ναό που επεκτείνεται από το χώρο του αγίου βήματος και από ένα μικρό πίσω δωμάτιο που το χρησιμοποιούσαν σαν αποθήκη. Ο διάδρομος της εισόδου ήταν γεμάτος άγρια αγκαθωτά σπαράγγια που αγκάλιαζαν το ξύλινο κινητό φράγμα που έκλεινε την πόρτα, εμποδίζοντας τα ζώα να μπουν μέσα.

Όπως φαίνεται και στην φωτογραφία η εκκλησούλα έχει δύο εικόνες. Η μία είναι μια χάρτινη εικόνα: που φέρει την επιγραφή «Παναγιά η Σπηλιανή της Νισύρου», Νέα Υόρκη απλβ’ (1932) Λούης Κοντοβερός[16]. Και η δεύτερη φέρει τη σημείωση πως έγινε «Δαπάνη Νικολάου Κλεάνθους Πλάκα».

Στον Λούη Κοντοβερό οφείλονται οι πληροφορίες για το πολύνησο που βρίσκει κανείς διάσπαρτες στα διάφορα τεύχη του περιοδικού Νισυριακά.[17]

Στη παραλία της Περγούσας, στο σημείο αποβίβασης και πριν αρχίσει η ανάβαση στο εσωτερικό της νησίδας υπάρχει ένα αφιέρωμα στον Άγιο Νικόλαο, με την ακόλουθη επιγραφή:

Άγιος Νικόλαος
Αφιέρωμα
Ζήσης Γούλας
Πέτρος Σταθόπουλος
Μανώλης Διαληνός

Έχουμε, έτσι, ένα μικρό κατάλογο ανθρώπων που συνδέονται με την Περγούσα, σ’ αυτούς πρέπει να προσθέσουμε και τον τελευταίο ενοικιαστή των νησίδων Νίκο Χαρήτο, με την οικογένεια του, που σήμερα διακινεί με το πλοιάριο του το προσωπικό των μεταλλευτικών εταιρειών του Γυαλιού.
Άλλοι γνωστοί ενοικιαστές υπήρξαν ο Νίκος Σταυριανός, ο επονομαζό-μενος “ο άγιος” και ο Γιάννης ο Κορκής.

Πύργοι και κτίσματα

των νησιδίων της Νισύρου


1. Νησίδα Παχειά (Ραχιά, Πασκιά)

Η Παχειά διαθέτει ένα συγκρότημα ερειπωμένων κτισμάτων που είχε χρησιμοποιηθεί από τους Νισύριους κτηνοτρόφους και ανήκε στον παλιό δήμο Νικιών.


Κέντρο του σύγχρονου κτηνοτροφικού οικιστικού συγκροτήματος είναι ένα ευρύχωρο κτίσμα του 1935 (όπως δηλώνεται στην εντοιχισμένη επιγραφή), που είναι σήμερα σε μεγάλο βαθμό καταστραμ-μένο, αλλά μπορεί σχετικά εύκολα να αναστυλωθεί και να ξενατοποθετηθούν οι πόρ-τες και τα παράθυρα.

Διαπιστώνουμε πως σύμ-φωνα με την επιγραφή αυτή η νησίδα ανήκε ιδιοκτησιακά στο δήμο στη διάρκεια της ιταλικής κατοχής. Ιδιοκτησιακό καθεστώς που χρονολογείται σύμφωνα με στοιχεία, που τηρούνται στο ισχύσαν κατά το παλαιό Κτηματολόγιο του Δήμου Μανδρακίου Νισύρου, (σελ. 282), από την υπ' αριθμ. 52/1.5.1869 βεζιρική διαταγή που παραχώρησε τις νησίδες σε Νισυρίους καλλιεργητές για βοσκή και καλλιέργεια. Στη συνέχεια οι ιδιώτες μεταβίβασαν τα δικαιώματα κυριότητας, με την από 12 Σεπτεμβρίου 1869 πράξη τους στις Κοινότητες της Νισύρου «προς όφελος των πτωχών και απόρων κατοίκων».[18]
Το συγκρότημα της Παχειάς περιλαμβάνει έναν ελληνιστικό τετράγωνο πύργο, διαστάσεων 7,80 μ επί 7,80 μ. Ο πύργος, κατασκευασμένος από μεγάλες ορθογώνιες πέτρες κατά το ισοδομικό σύστημα, είχε κατάρρευση μάλλον την εποχή των μεγάλων σεισμών της ύστερης αρχαιότητας. Το πάχος του εξωτερικού τοίχου της ανατολικής πλευράς φτάνει τα 1,70 μ.
Στη χρονική συνέχεια, μάλλον κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο ή και την περίοδο των ιπποτών της Ρόδου, η βάση του πύργου χωρίστηκε στα δύο. Στο ένα μέρος κατασκευάστηκε μία εκκλησία διαστάσεων 5 μ επί 2,5 μ, η οροφή της οποίας έχει σήμερα καταρρεύσει, και στο άλλο χώρο πρέπει να υπήρχε κατοικία ή αποθήκη που διέθετε μια εξωτερική είσοδο.
Δυτικά του πύργου με την εκκλησία, είχε διαμορφωθεί μια «στάνη» (ή ένα τυροκομείο) ξερολιθικής κατασκευής με ακανόνιστες πέτρες, κάτι το ανάλογο με τις κυφές της Χάλκης[19].

Αρχαιολογικό και κτηνοτροφικό συγκρότημα
στην νησίδα Παχειά
(και εικόνα από 
Google στις 9.9.2017).

Το μήκος του ξερολιθικού αυτού κτίσματος από τη χαμηλή του είσοδο ως το βάθος είναι 4,50 μ., είναι δε ενσωματωμένο στα υπολείμματα του εξωτερικού, περιβόλου του ελληνιστικού πύργου και φτάνει προς το μέρος του απότομης πλαγιάς που κατεβαίνει στη θάλασσα. Στο εσωτερικό, το κτίσμα στηρίζεται με καμάρες πλάτους, από βάση σε βάση 1,20 μ στο εσωτερικό ή 2 μ. αν λάβουμε υπ’ όψη μας το πάχος των αντηρίδων που δημιουργούν τα υποστηρικτικά τόξα. Έξω δε από την κεντρική υποστηρικτική καμάρα και μέχρι το παράθυρο, που βλέπει προς τον πύργο, το εσωτερικό πλάτος της στάνης φτάνει τα 2,10 μ.
Ο χώρος που περιβάλλει το κτίσμα του 1935, τον ελληνιστικό πύργο και τη στάνη, είναι γεμάτος από πέτρες που προέρχονται από τον γκρεμισμένο πύργο και από τους παλαιούς περιβόλους, ήταν διαμορφωμένος σε σειρά από χωρίσματα, όπου συγκεντρώνονταν τα ζώα και υπήρχαν οι αποθήκες των καρπών που προέρχονταν από την καλλιέργεια των χωραφιών της Παχιάς. Το συγκρότημα αυτό φαίνεται αμυδρά στις αεροφωτογραφίες που μας δίνουν όμως μια εικόνα της έκτασης του οργανωμένου αυτού στρατιωτικό-κτηνοτροφικού περιβόλου της Παχειάς.

Δύο από τις κεντρικές υποστηρικτικές καμάρες ή αψίδες (σφενδόνια)
στην νησίδα Παχειά.


Τμήμα του εξωτερικού, περιβόλου του αρχαίου πύργου
επάνω από την απότομη πλαγιά στην νησίδα Παχειά.
  
Κοντά στο συγκρότημα υπάρχει μια στέρνα συλλογής βρόχινου νερού, υποθέτουμε όμως ότι πρέπει να γινόταν συλλογή βρόχινου νερού και στο εσωτερικό του παλιού κτηνοτροφικού περιβόλου. Νερό επίσης συγκεντρώνονταν και στις διάφορες εσωτερικές ρεματιές της νησίδας, όπως φαίνεται από τις λευκές ιζηματογενείς επιφάνειες.

 
Το αρχαίο ξερολιθικό κτίσμα (στάνη τύπου κύφης)
δυτικά του πύργου στην Παχειά.

Πρέπει να προσθέσουμε, πως στο κέντρο της Παχειάς, σε μια ρεματιά τμήματα της οποίας ήταν προστατευμένα με τοιχία, υπήρχε μια σειρά από υπόσκαπτους χώρους. Οι χώροι αυτοί, που έχουν σήμερα καταρρεύσει είχαν σκαφτεί μέσα σε μαλακό άσπρο ηφαιστιογενές πέτρωμα κίσσηρης ή περλίτη. Άλλες πηγές αναφέρουν πως τα πετρώματα της Παχειάς είναι ο ανδεσίτης και ο τόφφος.

Αρχαία συγκρότημα υπόσκαπτων στην Παχειά.

Στο νησί υπάρχουν εξ άλλου μεγάλες διαμορφωμένες ζώνες καλλιέργειας που περιβάλλονται και οριοθετούνται με χαμηλές πεζούλες (40-50 εκατοστών) που οργανώνονται σε αναβαθμίδες. Στο σύνολο του το επιφανειακό καλλιεργήσιμο χώμα έχει διατηρηθεί και δεν παρατηρούνται φαινόμενα έντονης όμβριας διάβρωσης. Το ανάγλυφο της νησίδας πάντως, δεν επιτρέπει την επιφανειακή συγκέντρωση βρόχινων νερών σε μικρά εποχικά έλη, και κάτω από τα υπόσκαπτα της εικόνας μια μικρή ρεματιά χύνεται στη θάλασσα.

Ρεματιά που χύνεται στην θάλασσα, στην Παχειά. 

Εντύπωση προκαλούν ορισμένοι διάσπαρτοι όρθιοι ογκόλιθοι,
που δεν είναι γεωλογικά προφανές
πώς βρέθηκαν στα σημεία
στα οποία τους βλέπουμε σήμερα...

2. Νησίς Περγούσα.

Η νησίδα Περγούσα μπορεί να θεωρηθεί σαν ένα υπόδειγμα συνολικής διαχείρισης του καλλιεργήσιμου χώρου, των αμυντικών δυνατοτήτων και των οικιστικών χώρων που διαθέτει μια νησίδα του Ανατολικού Αιγαίου.
Οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις της νήσου (περίπου το 50% του συνόλου τη επιφανείας) είναι συστηματικά οροθετημένες και συγκροτημένες με τοιχία και πεζούλες από ξερολιθιές. Υπάρχει μάλιστα ένας μεγάλος επίπεδος χώρος όπου μέχρι το 1984 καλλιεργείτο με τη βοήθεια τρακτέρ.
Το νησί, χωρίζονταν εξ άλλου από έναν ξερολιθικό τοίχο ύψους δύο ως δυόμισι μέτρων, σε δύο ζώνες που επέτρεπε την περιοδική καλλιέργεια, βόσκηση και αγρανάπαυση. Διαθέτει δε, μέχρι σήμερα 3 στέρνες βρόχινου νερού και πρέπει, στο παρελθόν, να υπήρχαν και άλλες ζώνες εποχικής συγκέντρωσης όμβριων.[20] Είναι βέβαιο ότι κάποια ποσότητα αποθηκευμένου γλυφού νερού υπάρχει και τη στιγμή αυτή (2000) και έχει πρόσβαση σ’ αυτή το μικρό κοπάδι των 25 περίπου αγριοκάτσικων που επιζούσαν στο νησί (το 2000).

Η Περγούσα διαθέτει μια υπόσκαπτη κτηνοτροφική εγκατάσταση κοντά στο σημείο όπου βρίσκεται ο μόλος και η πρόσβαση προς το εσωτερικό της νησίδας. Εκεί βρίσκεται και η υπόσκαπτη εκκλησία της Παναγιάς της Σπηλιανής. Σε απόσταση 200 μ περίπου, στον περίγυρο των καλλιεργήσιμων εκτάσεων βρίσκονται και άλλοι υπόσκαπτοι χώροι αποθήκευσης και σταυλισμού ζώων.
Σε διάφορα άλλα σημεία της νησίδας βρίσκονται στέρνες, αλώνια, περίβολοι αλλά και ίχνη «λιμνογένεσης», πυθμένες δηλαδή μικρών ελών που δημιουργούνται μετά από τις φθινοπωρινές και τις ανοιξιάτικες βροχές.
Ανάλογα επιφανειακά έγκοιλα με στεγανό πυθμένα που κατακλύζονται υπάρχουν, σε μικρότερη έκταση και στις νησίδες Γιαλί και Στρογγυλή. Χρειάζεται περαιτέρω μελέτη της πτηνοπανίδας και χλωρίδας που αναπτύσσονται γύρω από τα εποχικά αυτά έλη.
Εντυπωσιάζουν όμως τον επισκέπτη οι δύο ελληνιστικοί πύργοι, που έδωσαν στη νησίδα το όνομα Περγούσα.
Ο δυτικός Πύργος, στο κέντρο κατά κάποιο τόπο της νησίδας, είχε έναν ευρύτερο περίβολο που παρουσιάζει μεγάλες αναλογίες με το οχυρό της Νισύρου. Το σώμα του πύργου έχει εξωτερικές διατάσεις 8,25 μ επί 8,25 μ και έχει έναν ερειπωμένο διάδρομο που οδηγεί δεξιά σε ένα ενδιαφέρον, για την εσωτερική του αρχιτεκτονική, τετράγωνο κτίριο που λειτουργούσε μέχρι τα τέλη του β΄ παγκόσμιου πολέμου.
Αριστερά του πύργου διαφαίνονται πέτρες και μια κατασκευή που πρέπει να ήταν πύλη εξωτερικού περιβόλου.

Αρχιτεκτονικά στοιχεία από τον αρχαίο περίβολο του κεντρικού πύργου
στην νησίδα Περγούσα.

Στο ύψος του συγκροτήματος αυτού περνάει ο ξερολιθικός τοίχος που χωρίζει στα δύο τη νησίδα (όπως συμβαίνει με τα μινόρια της νήσου Χάλκης). Το τείχισμα είναι ακόμα (2017) ορατό στην δορυφορική εικόνα του Google earth.

Ένα, ιταλικής εποχής, μεγάλο κτίριο βρίσκεται στο δεξιό μέρος τους γκρεμισμένου περιβόλου. Το κτίριο με εσωτερική διαρρύθμιση διαθέτει μια σημαντική στέρνα βρόχινου και έχει ακόμα εξωτερικά λευκά επιχρίσματα και σώζονται τμήματα της κάσας της πόρτας.
Από τα δεξιά του νεώτερου κτιρίου και κατά μήκος του τοίχου αυτού αρχικά, υπάρχει ένας οιονεί διάδρομος 500-800 μ. μήκους, με διάσπαρτες πέτρες και ξερολιθικά κλείσματα, που οδηγεί στον ανατολικό πύργο.

Εξωτερικός τοίχος του ιταλικού κτηρίου,
με το λούκι συλλογής της βροχής
στην νησίδα Περγούσα.


Ο ανατολικός ελληνιστικός πύργος της Περγούσας, αρκετά κατεστραμμένος (πιστεύουμε από σεισμούς), που βλέπει προς το Γυαλί, έχει διαστάσεις 12,70 μ επί 12,70. Είναι και αυτός κτισμένος από κανονικούς ογκόλιθους που επέτρεπαν μια ισοδομική κατασκευή. Επειδή όμως έχει σε μεγάλο ποσοστό καταρρεύσει θα απαιτηθεί μια συστηματική επιτόπια έρευνα για να έχουμε μια ακριβή εικόνα του συγκροτήματος. Τόσο μέσα στον πύργο, όσο και γύρω του στις πλαγιές υπάρχουν πολλά πήλινα κομμάτια που δηλώνουν συστηματική κατοίκηση (μεγάλα πήλινα κιούπια για λάδι, νερό και καρπούς, μαρμάρινες και πέτρινες γούρνες, κτλ.). Ένα κομμάτι από στόμιο μεγάλου πίθο απεικονίζεται στην εικόνα που ακολουθεί.

Ο δεύτερος αρχαίος πύργος στην νησίδα Περγούσα.


Οι πύργοι της Περγούσας αναφέρονται τόσο από τους παλαιούς πορτολάνους, όσο και από ορισμένα ιταλικά ημερολόγια της εποχής της ιταλικής διοίκησης, όταν δηλαδή συντηρούσαν τις κατοικίες και τις καλλιέργειες.

Λιγότερο γνωστός είναι όμως ο πύργος της Παχειάς, όπως και το τετράγωνο συγκρότημα που φαίνεται στη φωτογραφική λήψη της νησίδας Κανδηλεόυσας και που θυμίζει την εικόνα που δίνει από τη θάλασσα η βάση του πύργου της Παχειάς.

Προσωρινά οικολογικά συμπεράσματα


Η μελέτη του πολυνήσου της Νισύρου έχει μια ευρύτερη σημασία από την άποψη της ανθρώπινης οικολογίας.
Οι νησίδες Γυαλί, Παχιά, Περγούσα, Στρογγυλή, Κανδελιούσα, και ο Άγιος Αντώνιος έχουν όλες κατοικηθεί εδώ και 8.000 χρόνια και διαθέτουν κτίσματα, στέρνες συλλογής βρόχινου νερού (εκτός από τον Άγιο Αντώνιο) και πλήθος από αναβαθμίδες: τα «τραφογυρισμένα» χωράφια . Έχουν δηλαδή, όλες τα χαρακτηριστικά εκείνα που επιτρέπουν να θεωρηθούν διεθνώς ως νησίδες (islets; ilots-ilets, isolotti) που διαθέτουν υφαλοκρηπίδα[21] και οικονομική χωρική θαλάσσια ζώνη.

Από τις πρώτες παρατηρήσεις διαπιστώθηκε ότι τόσο τα επί μέρους μικρονησιακά οικοσυστήματα, όσο και τα τρία μεγάλα γεωλογικά-οικολογικά τμήματα του Γυαλιού μας δίνουν μια ακριβή εικόνα της κατάστασης στην οποία βρίσκονται τα διάφορα ανθρωπογενή αυτά οικοσυστήματα, 5, 25 και 60 χρόνια μετά τη διακοπή των καλλιεργειών και της βόσκησης.
Μπορούμε, έτσι, να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η διαμόρφωση των οικοτόπων, η ποικιλότητα και η πυκνότητα της βλάστησης εξαρτάται κατά κύριο λόγο από τους κλιματικούς κύκλους, την υγρασία, την διάβρωση που προκαλεί ο αέρας, το γεωλογικό υπόβαθρό και δευτερευόντως από την βόσκηση και την ανθρώπινη εκμετάλλευση. Έντονη είναι επίσης η δράση των εντόμων (μερμήγκια, μικρές ακρίδες, μύγες, κτλ.) όπως και των σαλιγκαριών και των σαυροειδών.

Σιαγόνες τρωκτικών που βρέθηκαν στην νησίδα Παχειά.

Μεγάλο μέρος της υγρασίας που διατηρεί τη βλάστηση σε όλο το πολύνησο είναι το πρωινό «πούσι» που τη στιγμή της ανατολής του ηλίου σχηματίζει τοπικό νέφος, το οποίο στις 2-4 Σεπτεμβρίου 2000, έφτανε μέχρι την κορυφή του κεντρικό ορεινού όγκου της Νισύρου. Εντονότατη είναι εξ άλλου, παντού σε όλες περίπου τι επιφάνειες βράχων, η παρουσία βρύων που τον Σεπτέμβριο είναι φαιά και στεγνά, εν αναμονή των πρώτων βροχών. Όπως είναι έντονη η παρουσία η παρουσία μικροσκοπικών μυκήτων που σε ελάχιστο χρονικό διάστημα (μία εβδομάδα μπορούν να αποσυνθέσουν τα δείγματα βλάστησης που είχαν συλλεχθεί στις νησίδες).
Στις νησίδες κυριαρχεί η μεσογειακή μάκκια (λόγκος με παρουσία χαμηλών σχοίνων και ρεικιών) και οι φρυγανότοποι, όπου εκτός από τις αφάνες βρίσκει κανείς μερικά δείγματα από κοκκινόχρωμες (τον Σεπτέμβριο) γαλατσίδες. Το Γυαλί φιλοξενεί τρία μεγάλα οικοσυστήματα, ένα όπου κυριαρχεί η πεύκη, ένα με ανάμεικτη μεσογειακή βλάστηση (σκοίνα, αγριελιές, αγραμιθίες, και μερικά μεμονωμένα πουρνάρια και χαρουπιές), και ένα κεντρικό σύστημα με αμμοθύνες και με μάκκια κέδρων, ρεικιών που πλαισιώνονται από χαμηλά πεύκα. Στην κεντρική αυτή ζώνη, μέσα στον οικισμό έχουν φυτευτεί διάφορα διακοσμητικά «εξωτικά» φυτά.
Σημαντικός παράγοντας στην εξέλιξη της μικρονησιωτικής οικολογίας είναι η χλωρίδα και η πανίδα που εισάγεται από τη θάλασσα[22], καθώς οι παραλίες των νησιδίων είναι γεμάτες από φερτά υλικά. Μεταφέρουν επίσης σπόρους και υλικά από την Κω, τη Νίσυρο και τη Μικρασία τα αποδημητικά πουλιά, και η ορνιθοπανίδα που κυκλοφορεί στα πολύνησα του Αιγαίου, και οι άνθρωποι που πηγαινοέρχονται στα πολύνησα.

Αξιοπρόσεκτη είναι η παρουσία ορισμένων αιωνόβιων φυτών, τόσο κέδρα (φίδες, Juniperus) περιφέρειας κορμού 1,20-1,50 μ, που οι κλιματικές συνθήκες περιορίζουν σε ύψος κάτω των 2 μέτρων, όσο και εντυπωσιακού μήκους και μεγέθους πολύχρονα ποώδη (ρείκια, θυμάρια, αγκάθια) που εξελίσσονται σε μήκος 2 ως 3 μέτρων στα σημεία που είναι εκτεθειμένα στον αέρα. Το γεγονός ότι σταμάτησε η βόσκηση πριν από 50 χρόνια δεν άλλαξε ουσιαστικά ούτε την βλαστική ποικιλότητα, ούτε και τη πυκνότητα της τοπικής χλωρίδας.

Ανάλογες παρατηρήσεις των καθηγητών Oliver Rackham (Πανεπιστήμιο του Cambridge UK) και Ν. Βερνίκου στην Χάλκη, τοποθετούν σε νέα βάση την μελέτη της ιστορίας των ανθρωπογενών οικολογικών διαδοχών στα μικρονησιακά οικοσυστήματα του Αιγαίου και μας οδηγούν σε αναζήτηση μορφών διαχείρισης και συντήρησης της φύσης που μόνο οι ντόπιοι μπορούν να αναλάβουν.

Διαπιστώθηκε έτσι, πως μια ήπια ανθρώπινη παρουσία είναι απαραίτητη για τη διαχείριση των οικολογικών ισορροπιών, όπως π.χ, για τον έλεγχο του αριθμού των ποντικών που πολλαπλασιάζονται επικίνδυνα (όπως συμβαίνει στη Στρογγυλή). Η συστηματική επιτήρηση θα αποτρέψει, επίσης, τις βιολογικές εισβολές και τον «επιθετικό» πολλαπλασιασμό ορισμένων φυτών σε βάρος άλλων πληθυσμών της τοπικής πανίδας και των ενδημικών ειδών που έχουν τα τελευταία 7000 χρόνια ζήσει συμβιωτικά με τους ανθρώπους.
Η ανθρώπινη παρουσία είναι επίσης απαραίτητη για τη συντήρηση των ιστορικών και αρχαιολογικών μνημείων, των κυριότερων ξερολιθικών τοιχίων των ξερολιθικών κτισμάτων (μάντρες, μητάτα, κύφες) και των υπόσκαπτων χώρων. Όπως είναι απαραίτητη η ανθρώπινη παρουσία για να κατοχυρώνει την κατοικισημότητα και την διατήρηση των υπαρχόντων οικονομικών πόρων των νησίδων (στέρνες νερού, χωράφια, βλάστηση, μεταλλευτικοί πόροι, ορνιθοπανίδα, σαλιγκάρια και προσβάσιμες παραλίες για αναψυχή).

Χωρίς αυτή την παρουσία υπάρχει κίνδυνος κατάρρευσης ανθρωπογενών οικοσυστημάτων 7.000 χρόνων, όπως υπάρχει και κίνδυνος πυρκαγιάς (εντοπίσαμε σε αρκετά σημεία ίχνη παλαιότερης φωτιάς στη βλάστηση).

Το κυριότερο όμως είναι πως αν εγκαταλειφθούν τα νησίδια – μετά από επτά χιλιετίες ανθρώπινης χρήσης, η σημερινή «φύση» και οι φυσικές ισορροπίες θα καταρρεύσουν και αυτό θα οδηγήσει, μέσα στην επόμενη δεκαετία, στη θεμελίωση της άποψης ότι πρόκειται για μη κατοικήσιμους τόπους που δεν έχουν εκμεταλλεύσιμους πόρους, και γι’ αυτό πρέπει να θεωρηθούν βραχονησίδες, γεγονός που περιορίζει σημαντικά τα κυριαρ-χικά δικαιώματα της Ελλάδας στο Αιγαίο και τα οικονομικά συμφέροντα των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης στους οποίους ανήκουν σήμερα οι νησίδες.

Παράρτημα:

Τμήμα αγγλικής έκθεσης παρατηρήσεων επιτόπιας έρευνας


The ethno-archaeological project of Nisyros outliers (Yali, Pergousa, Pacheia, Strongyli - Sept. 2000).
University of the Aegean Department of Cultural Technology and Communication


Pergousa

At the mooring point of the islet, a small wall of friable white rocks rises above the volcanic bedrock lying at the sea level. One is immediately attracted by the view of the eroded remains of a series of four to five rock shelters carved into the white rock just under the edge of the elevation. Reaching the top of the first coastal cliff the interior of the island appears flat with low rising hills at the distance.
Due to the configuration of the land surface everywhere the basins and the smooth slopes are cultivable and there are extensive stretches of rather well developed soils in almost all places. Dry-stone walls mark the relief and delimit most of the level lines of the hilly grounds preventing rainfall erosion. Actually, in several of the terraces rain forms large puddles of water that evaporate leaving a flat white bottom with almost no vegetation. On Pergousa the terraces have managed to contain the water flow and we have not observed rain water gullies, as in the case of Pachia. Rain water has however pitted on a couple of points the edges of some of the westward cliffs of the coast that are exposed to the open sea.
On Pachia, in two places, covering some 15 to 20 sq m each, we observed a tendency for cementation of the brownish soil surface.
*In the past there were extensive barley fields on both Pergousa and Pachia.
There are no springs on the islet of Pergousa as a result of its small dimension and of the volcanic bedrock. The last tenant (Mr. Nic. Kharitos) of the islet informed us that there are five underground cisterns storing rainwater. We have only seen an empty one, under the old house that has been built by the Italians, near the central antique tower. We believe that the small flock of goats that has survived on Pergousa, must have an intermittent access to a reserve of brackish water. On Pachia an important cistern can be seen on the flat ground near the shepherds’ enclosures and archaeological remains of the ancient church and tower.

Vegetation of the islets
Cultivation, browsing, wind and fire, along with the seasonal dry hot periods are the factors limiting vegetation variety and quantity on the surface of the Pergousa. Obviously a large part of the plants lay dormant in seeds roots and bulbs in the soil waiting for the rains of autumn and spring to grow, when small marches are formed on some areas. During our visit a relatively small number of Drimia numidica (σκυλοκρεμύδες) were on flower, and several others have been dug around and exposed by animals.
In some places lentisk form hedge-like boundaries between terraces of previously cultivated fields. Cultivation and fire has not allowed them to spread on to the fields themselves.
The tree species, lentisk (Pistacia lentiscus) and juniper (Juniperus phoenicea), overlap on the same area. They are reduced to wind-pruned bushes no more than 2 m high, covering up to half the ground, with phrygana between them.
In summary the most visible plants, on both islets are:
luxuriant bushes of lentisk (Pistacia lentiscus)
Juniper (Juniperus phoenicea)
possibly a Rhamnus lycioides subspecies oleoides,
Euphorbia dendroides, an undershrub which loses its leaves in summer and has vivid brown-red “autumn” colours in May. It is not palatable?
The only Cistus is Cistus incanus (σκίτσος), abundant in small areas. As already mentioned we observed numerous bulbs of Drimia numidica  (σκυλοκρομύδα, μποτσίκι or ασκύλα)  which in several cases were partly eaten by the goats.

One dandelion in flower growing on a protected side of a rock on the space linking the two towers indicates that a botanical survey carried by a specialist will reveal a large number of distinct plant species on the islet. Both birds and men are constantly introducing seeds on the islets, furthermore insects profit by the remains of fish carried by seagulls and eaten inside the island as proven by the presence of scattered cuttlefish flat bones.
Fire traces on the end of old stacks of lentisks (σκοίνα) indicate that those who cultivated and grazed  the, used fire to manage the vegetation, both in the cultivated areas as in the pastures. This is a well known practice in the Cyclades that allows for the periodic elimination of the cover formed by dry thorny brooms of Calicotome villosa (ασπάλαθοι) and to check the proliferation of non edible lentisks, Euphorbia dendroides and spiny broom ασπάλαθοι. Impressive dry bushes with their tortured spiky forms can be seen in several places on the edges of the terraced areas and around the remains of the rock shelters.
Two fire places, at least, have functioned on the island. Still, we found a considerable number of old woody roots and masses of large trunks of Pistacia lentiscus (σχοινα) and Calicotome villosa (ασπάλαθος) that were not used to build fires. Interestingly on the islet small creeks, under the exposed coastal cliffs, substantial quantities of driftwood, mainly planks, can be seen. An important fact to take into consideration as wood and objects continuously washed ashore; they were and still are considerable resources for both the islets life forms and the humans, especially during previous historical periods. Some of the these drift planks have been incorporated into the dry stone walls of the rock shelters.
**On Pergousa the browzing of goats continues (2000). The island’s ecology is therefore affected by these animals’ preferences for some species of plant and dislike of others.
We should also consider previous effort by humans to eliminate plants that competed with the cultivated cereals and leguminous plants. In all cases our islets, in many ways, do not look like bare rock desert places and have good agricultural potentials.

Insects and invertebrates

Judging from the empty shells, there are two distinct snail populations. One occupies the area near the shepherd’s shelter, the large cultivated stretches and even the wind exposed edge. We have seen a live individual in a protected rock at the entrance of a rock shelter cavity. Empty shells of the second population are scattered in the area around and below the second tower.
Bees started flying around us when we reached the middle of the --- linking the two towers, and by the sheep pen. They have followed us on most of the way round the slope of the central area and down to the edge of the main cultivated areas.
Flies, on the other hand, greeted us as soon as we climbed the cliff over the mooring and occasionally reappeared in the central tower's area.
Spiders do exist on the islet and we have taken the picture of a well developed web inside a cistern. We have seen a few other spider nests in the vegetation but no webs have been observed as the wind and the scarcity of insects do not favor them.
As in Pachia, Pergousa carries a fair population of ants and we met the usual small locusts we have seen on Pachia and on Gyali, they seem to be in fewer numbers.

Animals and birds

The younger of the sons of the last tenant, Nikos, said that a couple of cats were introduced to fight the rabbits. We have seen no trace of them, but they may be responsible for the killing of a bird the remains of which lay on the soil. No obvious traces of living rabbits were observed confirming the information that they were almost eradicated from the islets, allegedly because of an epidemic. This implies that some form of myxomatose was introduced in the islets sometimes during the last ten years.
A cave shelter on the exposed cliffs houses a population of rock pigeons (πετροπερίστερα), one of which flew away when we reached the central tower. Several feathers were scattered on the surface. In one case we observed the small rather, blackish, bird flying on the low shrubs and we encountered two relatively large birds the body of which had a vivid yellow color. They were unknown to the tenant who stated that they must be migratory birds,  possibly the  Western Yellow Wagtail Motacilla flava.
** The extensive and still subsisting dry stone walls imply the presence of workers during the idle periods of the Mediterranean annual cultivation cycle at the end of winter and during a good part of spring, and after the summer harvests. During these weeks some of the major Christian festivals occur and this explains the need of churches or sanctuaries

Erosion

On Pachia there are two big gulleys, cut into the white pumice soil and still active in places; they still wash small amounts of soil into the sea or on the flat area with the bush thickets. The gulleys may be recent since there are traces of dry stone walling that should have contained the rain-water flow. They are clearly visible under the eroded under-rock shelters.

In summary, all Nisyros islets had habitats and human made rock shelters.
Monuments from the classic and hellenistic antiquity, as well as traces of Neolithic tools and, as result, parts of all the islets could count as open air archaeological sites.
Cisterns for the collection of rain water
Enclos and sheep pens (στάνες).
Muret, dry stones walls (murettes) and terraces
Natural features (large boulders that were either used or cleared looking like standing stone menhirs)

Finally there is a rich past  story of  land property rights, of tenants and users of the islets, while nowadays abandoned or washed ashore rubbish pollute the coast.

Yali (preliminary report)[23]

Yali island is situated south of Kos and not far from Nisyros, the main volcanic insular centre of the area. It consists of two mountain masses joined by a long and narrow sandy isthmus of alluvial coast deposits which probably was a shallow sea in the prehistoric period:
The NE part of the island mainly consists of perlite, while obsidian is either found in thin layers within the perlites or in limited massive deposits. It is possible that all these ryoliths of the NE part are due to the activity of one or more volcanic centres, existing today in the sea area between Yali and Nisyros and between Yali and Kos. The SW part mountain massif consists basically of a uniform deposit of pure pumice, more than 160 m. high and has been exploited by a mining company for the last two decades. On the top of it one can observe a layer of argil, 0.30-0.60 m. thick (palaeosol 1), probably formed during a glacial period. Also a second argilic layer (palaeosol 2) is found on top of it. Finally the younger palaeosol is covered by pumice of variable thickness, reaching several metres in some cases.
Of particular importance is the new dating produced by thermo luminescence on four surface eruption samples, taken from Kamara, in the east side of the NE part of the island. The mean age was 1460 ± 460 years cal B.C., which is a significant date concerning the volcanic activity in the Aegean during the 2nd millennium B.C., because of the Santorin eruption occurring about the same age35. The new result is of considerable significance, because it proves that volcanic centres on Yali and/or Nisyros were active until about three millennia ago. Moreover the obsidian outcrops in Kamara are dated about the same time, as the Belgian volcanologist R. Brousse has suggested.
R Analysis of the well stratified tephra and  pumice samples from the top pumice deposit of Yali’s S.W. part had, for  the first time, connected Yali deposits with similar with similar layer on the islands  of Kos and Rhodes by producing overlapping radionuclide signatures.
On the island of Kos two sites were sampled: Kephalos on the island’s west side, which falls within the same isotopic characteristics with Yali, and the in nearby city of Kos on the East, the latter however pointing towards a provenance from the eruption of Santorin.
The Yali Archaeological Project was initiated in the SW part of the island in 1986 by Adam. Samson. This area was divided in sections and was systematically surveyed in squares yielding abundant Neolithic pottery and stone tools. The prehistoric material was lying all over the surface of the peak, between the upper palaeosol 2 and the lower surface pumice deposit. The almost flat area around the top is more likely to have been used for cultivation or herding rather than residence, while some sporadic structures or huts of poor materials cannot be excluded.
To the north, parts of Neolithic buildings were excavated, on a slope protected by the south and north-eastern winds. The layers of aeolic pumice and argil were completely corroded in that area, and the calcareous sandstone was exposed to the surface, offering building material in abundance. Because of the inclined bedrock, the constructions were erected on terraces supported by walls. However, the corrosion and the later Hellenistic occupation of the area caused major damage to the Neolithic structures.
A Neolithic building of good preservation came to light in a small plateau, and represent a complete specimen of Neolithic architecture, the best so far known in the Aegean. The building, of an overall length 17 m. long and width 7.5 m., consists of three areas; the two major rooms are divided by a strong wall on the axis NE-SW, which was used to support the roof, possibly of an V-shape. A long-narrow room is attached along the north part and was used as a kitchen or storing place, as is implied by the remains of fire and the abundance of coarse cooking vases, such as cheese-pots, and pithoids. An irregular area, detached to the main room, ends to an apsidal wall to the west side and was interpreted as a yard or a shelter for animals. The architectural type of the building is unusual and the division in two unequal areas appears for the first time in the Neolithic house of the Aegean.
The same Neolithic stage also includes the site in the islet of Alimnia, and in the settlement at Partheni in the island of Leros, as well as on the surface of many other unexcavated sites in the Dodecanese. More stratified remains of this phase have been found in the caves Koumelo and Ag. Georgios in Rhodes. Although Yali pottery has affinities with closed western Anatolian Neolithic cultures[24], many particularities exist, such as the large variation of a coarse open basin known as «cheese-pot». The large quantities of this vase in the Dodecanesian sites possibly suggest a local origin of the shape. The spread of this form to the rest of the Aegean, mainland Greece and Asia Minor seems to be limited.
In the Neolithic layers a big number of ceramics and other artifacts were found. In the archaeological collection in Nisyros there are intact vases, stone artifacts and especially obsidian tools from Melos. Some of these finds have already been exposed in the Goulandris Museum in Athens a few years ago. Not far from the Neolithic building, together with characteristic Neolithic pottery, two ceramic vases with remains of copper were identified as melting pots. Both bear holes to adapt wooden handles. These rare examples are compared with similar pots found in Kephala in Keos and Sitagroi



Αεροφωτογραφία της νησίδας Γυαλί.
Island of Yali, the large white excavated areas are clearly seen
(picture by Cinzia Travalazzi, 2012).

Copper in general is scarce in Neolithic, although found in most neolithic sites in minor quantities (Sesklo, Pefkakia in Thessaly, Alepotrypa in the Peloponnese, Tharrounia (Euboea), cave of Kitsos (Attica), cave of Zas (Naxos), Kephala (Keos), Ftelia in Myconos. All samples are supposed to come from copper sources in a short distance, such as the mines of Lavrion in Attica. In the Dodecanese copper artifacts have been found in the cave of Ag. Georgios in the island of Rhodes. Given the proximity of the Dodecanese to the coast of Asia Minor it was logical to expect that copper artifacts found in neolithic levels would originate from sources of Anatolia. Recent isotopic analysis in the “Isotrace Laboratory” of the University of Oxford showed surprisingly that the copper residues found inside the two above melting pots from Yali come from Lavrion deposits in Attica.[25]
The question of obsidian plays a great role in the study of the island, since up until the present day all theories concerning prehistoric life in Yali were based upon it. Followed the recent excavations, all the specimens from the local material were formless and may have been used occasionally as substitute tools. The most vital evidence is that in every part of Yali blades of obsidian from Melos were found. The fact that the people of Yali and nearby islands travelled long distances crossing the Aegean Sea to obtain material from Melos means that the local material was not suitable for making sharp-edged blades, because of the irregular way in which it fractured. However, the raw material of Yali in Minoan period was used for the construction of stone vases of excellent quality as those in the Heraklion Museum in Crete.
In the NE part surface of the island Hellenistic and roman pottery were collected from many spots, however to date no prehistoric remains have been located, with the exception of a Neolithic site on the east side.
More buildings and about seventy graves of the same date were excavated inside pumice further to the South of the Yali SW part. No grave offerings were found since most of the graves seem to have been plundered in the past, while all human bones were totally destroyed by pumice’s chemical acidity. The existence of a cemetery during the Neolithic period on Yali suggests dense population and intense occupation, which is striking for such a small island. It seems that the Neolithic communities of Yali were orientated to productive activities such as cultivation and herding. The big quantity of millstones everywhere testifies to the cultivation of cereals, as well as to an intensive occupation on a permanent basis; seasonality cannot be excluded however, and the island transhumance pattern revealed by ethnographic analogy for the 19th c. communities of Yali provides us with a good implication for prehistoric seasonality.

Ethnoarchaeology

The existence on Yali’s NE part of a dense assemblage of farming and herding constructions (around 300) dated to the 19th c. changed for a few years the orientation of Yali Project towards an ethno archaeological study of the area and the search for the type of subsistence strategies the modern population from Nisyros had adapted to exploit the land of Yali. Between the years 1990-1995 a team of archaeologists and topographers effectuated the location, mapping and typological separation of the structures ranging from habitation constructions, storerooms and food-preparation huts to pens, cisterns, wells and threshing floors. Problems like seasonality, island transhumance, expanse of private properties and variety of land use raised in the course of the research, revealing the socioeconomically idiosyncrasies of the area. The pattern implied can be used as an explanatory parallel to the type of the Neolithic occupation of Yali.
Structures of Yali attest a variety of types, sizes and functions, which makes their shape typology and function identification very interesting. In general, the agricultural structures of Yali are less carefully constructed compared to the well-erected storehouses of Nisyros, destined to function on a permanent basis. The function of Yali structures is variable and can be easily identified. The cheese-making creamery (the so called tyrokòmi) is a typical one-chambered vaulted building of small size, always low and usually half cut in the earth. It should be noticed however that buildings of similar use in Nisyros bore differences in size and were much better constructed. Small circular or rectangular rooms are far more numerous than any other type of structure in Yali, and they had various uses, the main being that of storage.
Almost 50 properties were distinguished among the total of about 300 structures and surrounding fields, which was a difficult task and was highly based on information gathered from old-aged farmers and agriculturers from Nisyros who, they and their families, would seasonally commute to Yali in early 20th c. Each property was estimated to comprise a residential area, a creamery (tyrokomiò) and a threshing floor, pens and more than one circular or ovoid storage structures. However, the distribution of properties seems rather unequal, which certainly reflects social difference and/or overpopulation. This is a useful ethno archaeological observation, also assignable to the property distribution of the pastoral / agricultural communities of the Neolithic phases in cases of population rise.
The few architectural remains of the Hellenistic and Roman periods may also indicate a similar kind of transhumance occurring since such an early stage. It is noteworthy that excavations at some pen and residence structures of the 19th c. revealed underlying constructions of the Hellenistic period. It is then fairly possible that some contemporary cisterns (impluvia) may date in late antiquity and were reused by the occupants of Yali, recently. Scanty byzantine potsherds and the ruins of a palaeochristian church probably imply that seasonal settlements existed also during that time. A considerable church existed on the nearby islet of Pacheia inside a ruined fortress. However, during the Middle and Late Byzantine periods the raids and pillaging of the Saracens, who at this period menaced the entire Mediterranean, must have discouraged any attempt of permanent or even seasonal settling of the local residents on Yali.


Εγκαταλελειμμένο τρακτέρ του Νίκου Χαρήτου
στην καλλιεργήσιμη ζώνη της νησίδας 
Περγούσας, το 2000.


Ενδεικτική Βιβλιογραφία


● Το Ημερολόγιο του Αρχιπελάγους 1884
(Ο Σαλναμές των Νησιών)

Η Οθωμανική διοίκηση (νομαρχία) των Νησιών του Αρχιπελάγους εξέδιδε κάθε χρόνο, από το τυπογραφείο της Χίου, ένα δίγλωσσο Ημερολόγιο. Οι διάφορες νησίδες της περιοχές απαριθμούνται, κατά δήμο και επαρχεία, έτσι το 1884 το Ημερολόγιο της Οθωμανικής Νομαρχίας του Αρχιπελάγους, έγραφε:

«Κως

«Υπαγονται εις αυτήν 4 νήσοι, ων αι 3 μικραί και η μία μεγάλη. Αι μικραί καλούνται Δζεμπελί, Οράκ και Καρά Αδά.
Η πρώτη και η δευτέρα έχουσι μήκος ενός μιλίου και πλάτος ημίσεως. Η δε Καρά Αδά έχει μήκος ενός και ημίσεως μιλίου και πλάτος ημίσεως και ανήκει εις τον εκ Καλύμνου Εμμανουήλ Μαγγλάν, και η νήσος 80| Οράκ ανήκει εις τον επίσης εκ Καλύμνου Ιωάννην.
Την Νήσον Δζεμπελί διαχειρίζεται το Κράτος. Δεν υπάρχουσι κάτοικοι.

«Νίσηρος

Η Νίσηρος έχει περίπου 13.000 κατοίκων και οικίας 840. Πέριξ κείνται αι μικρώταται νήσοι Πυργούσα, Εσδριρέγγιλος, Ενδολογούσα και Γιαλί, ων αι γαίαι παρεχωρήθησαν δωρεάν υπό του Κράτους εις την κοινότητα Νισήρου.
Αιγοπρόβατα υπάρχουσιν εν τη νήσω Κω περίπου 21.152, εν Νισήρω 1.620 και εν τη νήσω Οράκ 380.

«Κάλυμνος

σελις 85
«Εις την υποδιοίκησιν Καλύμνου υπάγονται 9 νήσοι καλούμεναι: Άγιος Νικόλαος, Μπιλαλής, Αιγονήσι, Φεζόλινδος, Μέγας Γαλανής, Μικρός Γαλανής, Δάρανδος, Απαστόρ και Κερμίτ.

«Αστυπάλαια

«Η επαρχία Αστυπαλαίας σύγκειται από τας εξής 11 μικράς νήσους:
Μουτσομύτην, Αγίαν Κυριακήν, Μουνδούρν, Δύο αδελφοί, Σερίνα, Πλακίδι, Κωνώπα, Λεονίς, Βατονάς, Φωκαινίς και Ποντικός.
Αι εις την Αστυπάλαιαν υπαγόμεναι νήσοι είναι ακατοίκητοι και βραχώδεις

Περιοδικά και συγγράμματα.

Clara Rhodi. Istituto Storico-Archeologico di Rhodi. Ετήσια περιοδική έκδοση από το 1928.
Anapliotis, A., 1966, "Tyrrhenian strata in islets Pyrgousa-Yali (Nisyros area)". Proceedings of the Academy of Athens XLIV, 271-280.
Buchholz, H.G., E. Althaus,  1982, Nisyros, Giali, Kos. Ein Vorbericht uber Archaologisch- Mineralogische Forschungen auf Griechischen  Inseln.
Clara Rhodi. Istituto Storico-Archeologico di Rhodi. Ετήσια περιοδική έκδοση από το 1928.
Davis, E.N., 1968, “Zur Geologie und Petrologie der inseln Nisyros und Giali”, Proceedings of  the Academy of Athens XLII, 235.
Delatte, Andre. Les Portulans Grecs. Liege-Paris, Faculte de Philosophie et lettres de l’Universite de Liege, 1947.
Galloway, R. B., I. Liritzis, A. Sampson, T. Marketou, 1990, “Radioisotope analysis of Aegean tephras: Contribution to the dating of Santorini volcano”, in  C. Doumas (ed.), Thera and the Aegean World III, London, 43-54.
Galloway, R. B., I. Liritzis, 1992, “Provenance of Aegean volcanic tephras by high resolution  gamma-ray spectrometry”, Nuclear Geophysics, 6 (1992), 405-411.
Keller, J., P. Gillot, T. Rehren and E. Stadlbauer, 1989, “Chronostratigraphic data for the volcanism in the eastern Hellenic arc: Nisyros and Kos”, Abstract OS 06-26, Terra Abstracts, 354.
Κοντοβερός Λάζαρος. «Το νησίδιον Γυαλί», περιοδικό Η Νίσυρος εικονογραφημένη, Ιάκωβος Καζαβής, Νέα Υόρκη, 1955.
Κουτελάκης Χάρης. Η Νίσυρος και τα γύρω μικρονήσια στο βιβλίο Ναυσιπλοΐας του Piri Reis. Νισυριακά, τόμος 11, 1990.
Livadiotti Monica e Giorgio Rocco. La Presenza Italiana nell Dodecaneso tra il 1913 3 il 1948. Prisma, Catania, 1966.
Λογοθέτης Μιλτιάδης. Τα κτηματολόγια της Νισύρου κατά τα χρόνια της δουλείας (1785-1945). Νισυριακά, τόμος 10, 1987.
A.M. (Maiuri A.) “Musei, Esplorazioni e Scavi nelle Isole Minori”, Clara Rodi, I, 1928-26. pp. 92-117.
Martelli A. Il gruppo eruttivo di Nisyro nel mare Egeo. Mem.Societa Italiana Sc. Detta dei XL, seria 3a, vol. XX.
Νισυριακά, περιοδικό Νισυριακών μελετών (Οδός 3ης Σεπτεμβρίου 25, Αθήνα)
Παπαδόπουλος Γεώργιος. Γενική γεωγραφική και ιστορική περιγραφή- αρχαία και νεωτέρα της νήσου Νισύρου μετά των πέριξ μικρών νήσων και θερμοπηγών αυτής. Νίσυρος 1909.
Παπαχριστοδούλου Χριστόδ. Τοπωνυμικό Νισύρου. Νισυριακά, τόμος 3, 1969.
Di Paola, G. M. 1974, “Volcanology and petrology of Nisyros island”, Bull. Volcanologique XXXVIII,  944.
Papageorgakis, I., 1978, “Geological research in the pumice deposits of the island Yali”, Inst. of Geol. and Miner. Research.
Pasteels P., N. Kolios, N. Boven, E. Saliba 1986,
“Applicability of the K-Ar method to whole-rock samples of acid lava and pumice: case of the upper Pleistocene domes and pyroclasts on Kos island”, Chemical Geology 57, 145.
Pentarakis, E., M. Markoulis, 1974, “Pumice deposits of the SW part of the island Yali”, Inst. of Geol. and Mineral. Research, Athens. 
Πλοηγός, τόμος 4. Υδρογραφική Υπηρεσία του Πολεμικού Ναυτικού, 1987.
Ρωμανός Κύριλλος (αρχιμανδρίτης). Η Νίσυρος διαμέσου των αιώνων. Νισυριακά, τόμος 5, 1976.
Σάμψων Αδαμάντιος. Νεολιθικοί οικισμοί στο Γυαλί της Νισύρου. Νισυριακά, τόμος 8, 1982.
Σάμψων Αδαμάντιος. Η νεολιθική κατοίκηση στο Γυαλί της Νισύρου. Ευβοϊκή Αρχαιόφιλος Εταιρεία. Αθήνα 1988
Sampson, A., 1984, “The Neolithic of Dodecanese and the Aegean Neolithic”, Annual BSA 79 , 239.
Sampson, A., 1981, “Minoan finds from Tilos”, Athens Annals of Archaeology, XIII (1981), 68-73.
Sampson, A., 1987, The neolithic period in the Dodecanese. Athens.
Sampson, A., 1988, The neolithic settlement at Yali, Nissiros, Athens.
Sampson,  A. 1988,  “Seasonal and periodical usage of two Neolithic caves in Rhodes”, in S. Dietz- I. Papachristodoulou (eds), Archaeology in the Dodecanese, Copenhagen.
Sampson, A, 1993, “Ethnoarchaeological research in Nissiros and Yali in the Dodecanese”, Νισυριακά 11 1993.
Σκανδαλίδης Μιχάλης. Το πολύνησο της Νισύρου (Γεωγραφική, ιστορική και ονοματολογική προσέγγιση). Νισυριακά, τόμος 13, 1994.
Stiros, S.C., G. Vougioukalakis, 1997, “The 1970, Yali (SE edge of the Aegean volcanic arc) earthquake swarm: surface faulting associated with a small earthquake”, Annales Tectonicae, (in press 2002).
Torrence, R., J. Cherry, 1976, “Archaeological survey of the obsidian source on Giali in the Dodecanese”, unpublished dissertation in the British School of Athens 1976.
Αεροφωτογραφίες της Γεωγραφικής Υπηρεσίας του Στρατού, Αθήνα.
Χάρτες της Υδρογραφικής Υπηρεσίας του Πολεμικού Ναυτικού.
Φιλήμονος-Τσοποτού, «Πυργούσα», εις Σταμπολίδη, Τασούλας, Φιλλήμονος-Τσοποτού, 2011, σ.332-335
Κτίσματα σε δωδεκανησιακές παράκτιες νησίδες της Μικρασίας.

Scolio di Papa nisi (p. 120_
“Una grande piramide a mattoni di 4 metri di lato con cellla sepolcrale all’interno elevantesi sullo soglio per circa 10-12 ;etri di altezza; sepolcro romano di tipo egittizante che si ricollega e alla piramide di C. Cesto e ai numerosi mausolei della Siria e dell Africa con basamento quadrato e copertura a cuspide.

Vid. Tombe lelego-caria nell isola di Orak-ada (που ανήκε στην Κάλυμνο και στην οικογένεια του Μανώλη Μαγγλή, βλέπε παραπάνω. ).

Clara Rodi, II, p. 169
Επιγραφή από την Cova (της Ρόδου) στο Μουσείο της Ρόδου σχετικά με ναυτική επιδρομή κατά των Αντικυθήρων (Αίγιλα).

Η επιγραφή αναφέρεται στην εποχή όπου της Ροδιακής θαλασσοκρατίας, στα τέλη του 3ου αιώνα, όταν «προεστάναι εδόκουν οι Ρόδιοι των κατά θάλατταν» (Οπως λεέι ο Πολύβιος ΙV, 47.1 περιγράφοντας τα πολεμικά γεγονότα του 226-220 πΧ.)
Τα ταχύπλοα ροδιακά καταδρομικά πλοία που χρησιμοποιούνται κατά των πειρατών ονομάζονταν «φυλακίδες» [βλέπε IG, XII, I, 45g.]

Ταν  στρατειάν ταν ες Αίγιλα (Τσιριγότο)
Σκυλλίνος Επικράτεος Φύσκιος συνταγματάρχης επί των ξένων
ΠολέμαρχοςΤιμακράτεος Κασαρεύς καταπαλταφέτας
Δαμόκριτος Εργοτέλεος Ιστάνιος επιβάται επί τας τετρήρεος
Φιλτατίδας Σωπάτρου Αργειος
Λοχαγός των ξένων μισθοφόρων:
Αμώμητος Καλύμνιος
Χαρικλής Κώιος
Αρμόδιος Αλείος
[…] Καρύσιος.

Λατρείες στην αρχαία Νίσυρο.
Η λατρεία του Διός Μελίχιου στη Νίσυρο πιστοποιείται από την ύπαρξη ένος collegio di Διός Μιλιχιασταί (επιγραφή δημοσιευμένη στις IG, XIII, 3, n. 104 15.

Στη Clara Rodi, ΙΙ (σελ. 213-214) δημοσιεύνται δίο άλλες επιγραφές σχετκές με τη λατρεία αυτή του Διός στη Νίσυρο:
(α) Ω Κλυτή Νείσυρος Ζηνός Μειλιχίοιο, άειδε(ι)
Καλλικράτην ιερήα, έργα πατρός Θέωνος.
(β) Ζευ μ(ο)ίρων Νείσυρον, σώζε απήμονα Θέωνα
Καλλικράτους, ό (έ)στεψας, επεί τεός είρος ετύχθη. (CR II, σ. 214).
Προέρχονται επίσης από τη Νίσυρο (μαρμάρινη βάση από σημείο κοντά στην Αγία Παρασκευή) οι επιγραφικές αναφορές στους:
103 Θεύδωρος Αρχίωνος
104 Τιμοκλεύφωντος ενθάδε Ευξίππου του Κριτονίκου
105 Φίλτωνος του Γορίδα | του Φίλτωνος  (Clara Rodi II, 228).

Παράρτημα:

Αποσπάσματα από το επίσημο

αγγλικό κείμενο της

Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών

για το Δίκαιο της Θαλάσσης

12 Δεκεμβρίου 1980


UN Law of the Sea Convention 10 Dec 1982


Άρθρο 15. Οριοθέτηση των χωρικών θαλάσσιων υδάτων ανάμεσα σε κράτη με αντικριστές ή συνεχόμενες ακτές

Article 15. Delimitation of the territorial sea between States with opposite or adjacent coasts


Where the coasts of two States are opposite or adjacent to each other, neither of the two States is entitled, failing agreement between them to the contrary, to extend its territorial sea beyond the median line every point of which is equidistant from the nearest points on the baselines from which the breadth of the territorial seas of each of the two States is measured. The above provision does not apply, however, where it is necessary by reason of historic title or other special circumstances to delimit the territorial seas of the two States in a way which is at variance therewith.

Μέρος τέταρτο: Αρχιπελαγικά Κράτη

Part IV  ARCHIPELAGIC STATES

Άρθρο 46. Χρήση της Ορολογίας. - Article 46  Use of terms

For the purposes of this Convention:
(a) "archipelagic State" means a State constituted wholly by one or more archipelagos and may include other islands;
(b) "archipelago" means a group of islands, including parts of islands, interconnecting waters and other natural features which are so closely interrelated that such islands, waters and other natural features form an intrinsic geographical, economic and political entity, or which historically have been regarded as such.

Μέρος όγδοο: Το καθεστώς των Νήσων.

Part VIII REGIME OF ISLANDS


Άρθρο 121. Το Καθεστώς των Νήσων. - Article 121: Regime of islands

1. An island is a naturally formed area of land, surrounded by water, which is above water at high tide.
2. Except as provided for in paragraph 3, the territorial sea, the contiguous zone, the exclusive economic zone and the continental shelf of an island are determined in accordance with the provisions of this Convention applicable to other land territory.
3. Rocks which cannot sustain human habitation or economic life of their own shall have no exclusive economic zone or continental shelf.


Μέρος ένατο: Κλειστές και Ημι-Κλειστές Θάλασσες.

Part IX ENCLOSED OR SEMI-ENCLOSED SEAS


Άρθρο 122. Ορισμοί - Article 122  Definition

For the purposes of this Convention, "enclosed or semi-enclosed sea" means a gulf, basin or sea surrounded by two or more States and connected to another sea or the ocean by a narrow outlet or consisting entirely or primarily of the territorial seas and exclusive economic zones of two or more coastal States.

Άρθρο 123. Συνεργασία ανάμεσα σε χώρες που περιβάλλουν κλειστές ή Ημι-κλειστές θάλασσες.  -  Article 123. Co-operation of States bordering enclosed or semi-enclosed seas

States bordering an enclosed or semi-enclosed sea should co-operate with each other in the exercise of their rights and in the performance of their duties under this Convention. To this end they shall endeavour, directly or through an appropriate regional organization:
(a) to co-ordinate the management, conservation, exploration and exploitation of the living resources of the sea;
(b) to co-ordinate the implementation of their rights and duties with respect to the protection and preservation of the marine environment;
(c) to co-ordinate their scientific research policies and undertake where appropriate joint programmes of scientific research in the area;
(d) to invite, as appropriate, other interested States or international organizations to co-operate with them in furtherance of the provisions of this article.

Άρθρο 149. Αρχαιολογικά και ιστορικά αντικείμενα. - Article 149. Archaeological and historical objects

All objects of an archaeological and historical nature found in the Area shall be preserved or disposed of for the benefit of mankind as a whole, particular regard being paid to the preferential rights of the State or country of origin, or the State of cultural origin, or the State of historical and archaeological origin.

(1)           "Area" means the sea-bed and ocean floor and subsoil thereof beyond the limits of national jurisdiction.

Ένα ταξίδι με καΐκι από την Κω στο Γυαλί το 1950.
Αριστερά είναι ο Πέτρος Νομικός,
ο οποίος επισκέφθηκε το Γυαλί για να επιθεωρήσει τα λατομεία
και τα συστήματα φόρτωσης.
Δεξιά ο συνταγματάρχης Σπύρος Μαλασπίνας,
διευθυντής των λατομείων.
Το ταξίδι χρειάστηκε περίπου μία ώρα.



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:


[1]Κείμενο συμπληρωμένο το 2018. Βλέπε: Η συμβολή του Υπουργείου Αιγαίου στην ανάδειξη του πολιτισμού του Αρχιπελάγους, Αθήνα 2001, σελ. 67-68. Εικόνες από το φωτογραφικό αρχείο Νικόλα Βερνίκου.
[2] Άρθρο 121, παράγραφος 3. Rocks which cannot sustain human habitation or economic life of their own shall have no exclusive economic zone or continental shelf.
[3] Στο Μυλωνάς ανέφερε ότι πρόκειται για είδος σαμιαμιδιού, κυκλαδόσαυρας (Polarcis erhardii).
[4] Οι έρευνες είχαν αρχικά χρηματοδοτηθεί από τον Υπουργό Αιγαίου της κυβερνήσεως Κων. Σημίτη,  Νικ. Σηφουνάκη (13.4.2000 –10.3.2004).
[5] Πρόκειται για παραφθορά του ονόματος Αντελέ(γ)ουσα> αντε-λεγούσα/ ενδο-λεγούσα. Βλέπε παρακάτω στη βιβλιογραφία, όπως και στο Νικ. Βερνίκος, Το Ημερολόγιο του Αρχιπελάγους, Αθήνα, εκδ. Τσουκάτου 2017.
[6] Βλ. Το 2017 η ελαφρόπετρα στην Ελλάδα παράγονταν εξ ολοκλήρου στο ορυχείο της νησίδας Γυαλί από την εταιρεία ΛΑΒΑ Μεταλλευτική & Λατοµική, η είναι η πρώτη εξαγωγική εταιρία ελαφρόπετρας παγκοσµίως.▪ http://www.lava.gr/whoweare/facilities/mine-pumice-Giali/
[7]  Στο αρχείο της Μονής της Σπηλιανής υπάρχει αίτηση, με ημερομηνία 5 Σεπτ. 1947, των εργολάβων Χ. Εμμανουηλίδη και Αθ. Βερδελή για άδεια εξόρυξης πορτσελάνης από το μοναστηριακό κτήμα Άγιος Ιωάννης. Στ. Κέντρη, περιοδικό Νισυριακά 13, 1994, σελ. 200
[8] Μεγάλο μέρος της ΝΑ παραλίας του Γυαλιού έχει (2015-2017) εξορύχτηκε και δεν είναι σαφές αν σώζονται πια τα ίχνη των ανθρώπινων δραστηριοτήτων της αρχαιότητας και του μεσαίωνα που είχαμε δει το 2000.
[9] Βλέπε Νίσυρος: Τοπογράφηση αρχαιολογικών μνημείων στη Νίσυρο, στο Φαρμακονήσι και στη Νύμο (Μ. Φιλήμονος, Α. Δρελιώση, Ε. Φαρμακίδου).
[10] Βλέπε επίσης το οχυρωματικό έργο στη θέση Δράκανο της Ικαρίας (Μαρία Βιγλάκη).
[11] Το ελληνιστικό πόλισμα του Γυαλιού, στην ακτή που βλέπει προς την Νίσυρο, δεν έχει ερευνηθεί και παραμένει ανέκδοτο
[12] Delatte (1947), Les Portulans Grecs, Liège-Paris : σελίδα 88.
[13] Παρατηρήσεις του Αδ. Σάμψων (Ιανουάριος 2001)
[14] Βολανάκης Ι. Τα παλαιοχριστιανικά μνημεία της Νισύρου. Νισυριακά 13, 1994, σελ. 143-164.
[15] Βολανάκης 1994, ό. π., σ. 159.
[16] Ο Λάζαρος (Λούης) Κοντοβερός περιλαμβάνεται στον κατάλογο των μελών της Δωδεκανησιακής Νεολαίας Αμερικής (βλ. Νισυριακά, τόμος 17, 2007.
[17]  Κοντοβέρος Λ., Νισύρου ιστορικά, 1967.
[18] Όπως ήδη αναφέραμε το ελληνικό κράτος δεν φαίνεται να έλαβε υπ’ όψη τους παλαιούς αυτούς τίτλους ιδιοκτησίας  και μόνο το 2018 αποδόθηκε στο δήμο Νισύρου όλη η νησίδα Γυαλί.
[19] Αναφέρουμε τη νήσο Χάλκη επειδή την περίοδο των Ιπποτών, η νήσος αυτή με την Αλιμνιά, ανήκαν στους φεουδαρχικούς άρχοντες της Νισύρου.
[20] Προφορική πληροφορία του παλαιού ενοικιαστή καλλιεργητή της νησίδας.
[21] Επισημαίνουμε όμως πως στην περίπτωση του ηφαιστιογενούς πολυνήσου την Νισύρου, πέρα από τις βυθισμένες αρχαίες ακτογραμμές, περιβάλλονται από βαθιά νερά και δεν διαθέτουν ουσιαστική υφαλοκρηπίδα 200 μ βάθους. Αυτό όμως δεν ισχύει σε άλλες νησίδες του Αιγαίου.
[22] Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του αρμυρικιού (Tamariscus) που φυτρώνει σήμερα στη νησίδα Πηλάβι στο νησί Μαράθι των Λειψών που προέρχεται από κλαδί που ξέβρασε η θάλασσα.
[23] Data provided by Prof. Adamantions  Sampson who had joined the expedition’s team (see photographic evidence provided in the Greek text).
[24] See however Turan Takaoğlu, The Late Neolithic in the eastern Aegean. Excavations at Gülpinar in the Troad . Hesperia 75 (2006), pp.289-315  -who concludes that «Evaluation of the available evidence from Gülpinar thus indicates that the Aegean islands and coastal Troad were part of the same cultural interaction sphere.»
[25]Information provided by Prof. J. Lyritzis.

ΛΕΞΕΙΣ-ΚΛΕΙΔΙΑ: ΝΙΣΥΡΟΣ, ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ, Γυαλι, Γιαλι, Περγουσα, Παχεια, Παχια, Αγιος Αντωνιος, Βερνικος, Δασκαλοπουλου, Σαμψων, Σαμσων, οψιανος, οψιδιανος, υποσκαφο, υποσκαπτο, στερνα, μαντρι, πυργος, βροχη, ηφαιστειο
Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ