για τον καλό το χρόνο που θα' ρθή;
- Παιδί μου, το κορμί, το λιονταρίσο
και, το παλληκαρίσο το σπαθί,
και τη νεραϊδογέννητη τη χώρα
μαζή με το δικέφαλον αϊτό!
Δε θέλω 'γώ καινούργια ή ξένα δώρα.
Παληά δικά μου πλούτη σου ζητώ.
- Μητέρα, τα δικά σου τα στολίδια
Τα χαίροντ' άλλοι μέσ' στην οικουμένη.
Και λάμιες τα φυλάν, τα ζώνουν φίδια.
Και χάνοντ' εκεί μέσ' αντρειωμένοι...
- Παιδί μου, όταν τη δόλια σου μητέρα,
με του παιδιού τον πόνο αγαπάς,
με την αγάπη μόνο μιαν ημέρα
την παλαιάν τη δόξα θα της πας!
Από τον Δωδεκάλογο του
Γύφτου:
“...κι απάνω του ξάναβε
φωτιά, και γύρω της ρασοφόροι, καλογέροι, χριστιανοί τηνε θρέφαν, και το
ρύθμιζε το βήμα τους μια τρομάρα, μια ηδονή. Κι έκαιγε η φωτιά τα μαυροχάραχτα
φύλλα και χαρτιά, κι ήταν σαν κορμιά και σα χεράκια, και σαν πρόσωπα, και μέσ’
απ’ τους καπνούς με τις φλόγες, με τις σπίθες κάποια πνέματα πετούσαν προς τα ύψη,
και ζευγαρωτό το πέταμά τους με τους ορθρινούς κορυδαλλούς...
...Και παράμερα μιαν άλλη
συντροφιά στέκονταν, κι από το στάσιμό της δείχνεται ακατάδεχτη μια σκέψη και
μια θλίψη ευγενικιά. Και τους γνώρισα· ήταν οι πολύθεοι κι οι χριστιανομάχοι κι
οι εθνικοί,κι οι φιλόσοφοι, του ονείρου οι κυνηγοί...
...Τρέμε, γύφτε, κι οι
άπιστοι όλοι! Καίμε το βιβλίο τ’ αφορισμένο, το κακούργο, το γραμμένο απ’ τον Γεμιστό...
...Άναβε φωτιές, καλόγερε,
κάψε, κάψε, στα χαµένα καις· απ' τη στάχτη της φωτιάς σου της Ιδέας ο χρυσαητός
τις φτερούγες του τεντώνει πιο πλατιές προς τα ύψη, προς το φως. Κι εσύ πλάθε
και ξανάπλαθε, φιλόσοφε, την πολύθεη τη λατρεία...
...Τ' όνειρό σου τ' άσαρκο το
προσκυνώ και βωµό του υψώνω εγώ, φιλόσοφε, σου το φύσηξ' ένας νους ωραίος...
...Μακαρισµένος εσύ που µελέτησες να τον ορθώσεις απάνω στους ώµους σου το συντριμμένο ναό των Ελλήνων! Του Νόµου τ’ άγαλµα σταίνεις κορώνα του, στις µαρµαρένιες κολώνες του σκάλισες τους λογισµούς των Πλωτίνων. Είδες τον κόσµο κι ατέλειωτο κι άναρχο ψυχών και θεών, µαζί κύριων και υπάκουων, σφιχτοδετά κρατηµένη αρµονία· και των καπνών και των ίσκιων τα είδωλα παραµερίζοντας όλα, ίσα τράβηξες προς την Αιτία· και σε κρυψώνα ιερό, και σωπαίνοντας έσπειρες, έξω απ’ το µάτι του βέβηλου, κι έπλασες λιόκαλη εσύ σπαρτιάτισσα τη θυγατέρα σου την Πολιτεία. Στους χριστιανούς τους μισόζωους ανάµεσα ξαναζωντάνεψες Όλυμπους άγνωρους, έθνη καινούργιων αθάνατων κι άστρων· µέσα σε σένα Λυκούργοι και Πλάτωνες απαντηθήκαν· το λόγο ξανάνιωσες των Ζωροάστρων. Κι αφού το τέκνο µεγάλωσες, ένιωσες τότε µονάχα την κούραση, κι έγειρες ζωή κατόχρονη ισόθεης σκέψης, κι αλαφροπήρε σε ο θάνατος κι έφυγες το µυστικό, τρισμακάριε, τον ίακχο µε τους Ολύμπιους θεούς να χορέψεις. Σοφός, κριτής και προφήτης µάς µοίρασες από το γάλα που εσένα σε πότισε της ουρανίας Αφροδίτης η ρώγα. Του κόσµου αφήνεις το τέκνο, το θάµα σου· µα ο µισερός κι ο στραβός κι ο ζηλόφτονος λυσσοµανάει και το ρίχνει στη φλόγα. 'Οµως ο αέρας τριγύρω στη φλόγα σου πνοή σοφίας κι αλήθειας πνοή γίνεται, κι από τη θράκα της φλόγας πετάχτη στον ήλιο ολόισα ένας νους µεγαλόφτερος· τ’ αποκαΐδια σου κρύβουµε γκόλφια µας, και θησαυρός της φωτιάς σου είν’ η στάχτη!...”
Καὶ τ᾿ ἄγαλμα
ἀγωνίστηκα γιὰ τὸ ναὸ νὰ πλάσω
στὴν πέτρα τὴ δική
μου ἀπάνω,
καὶ νὰ τὸ στήσω
ὁλόγυμνο, καὶ νὰ περάσω,
καὶ νὰ περάσω,
δίχως νὰ πεθάνω.
καὶ τό ῾πλασα. Κ᾿
οἱ ἄνθρωποι, στενοὶ προσκυνητάδες
στὰ ξόανα τ᾿
ἄπλαστα μπροστὰ καὶ τὰ κακοντυμένα,
θυμοῦ γρικῆσαν
τίναγμα καὶ φόβου ἀνατριχάδες,
κ᾿ εἴδανε σὰν
ἀντίμαχους καὶ τ᾿ ἄγαλμα κ᾿ ἐμένα.
Καὶ τ᾿ ἄγαλμα στὰ
κύμβαλα, κ᾿ ἐμὲ στὴν ἐξορία.
Καὶ πρὸς τὰ ξένα
τράβηξα τὸ γοργοπέρασμά μου
καὶ πρὶν τραβήξω,
πρόσφερα παράξενη θυσία
ἔσκαψα λάκκο, κ᾿
ἔθαψα στὸ λάκκο τ᾿ ἄγαλμά μου.
Καὶ τοῦ ψιθύρησα:
«Ἄφαντο βυθίσου αὐτοῦ καὶ ζῆσε
μὲ τὰ βαθιὰ
ριζώματα καὶ μὲ τ᾿ ἀρχαῖα συντρίμμια,
ὅσο ποὺ νἄρθ᾿ ἡ ὥρα
σου, ἀθάνατ᾿ ἄνθος εἶσαι,
ναὸς νὰ ντύση
καρτερεῖ τὴ θεία δική σου γύμνια!»
Καὶ μ᾿ ἕνα στόμα
διάπλατο, καὶ μὲ φωνὴ προφήτη,
μίλησ᾿ ὁ λάκκος:
«Ναὸς κανείς, βάθρο οὔτε, φῶς, τοῦ κάκου.
Γιὰ δῶ, γιὰ κεῖ,
γιὰ πουθενὰ τὸ ἄνθος σου, ὦ τεχνίτη!
Κάλλιο γιὰ πάντα νὰ
χαθῆ μέσ᾿ στ᾿ ἄψαχτα ἑνὸς λάκκου.
Ποτὲ μὴν ἔρθ᾿ ἡ ὥρα
του! Κι ἂν ἔρθη κι ἂν προβάλη,
μεστὸς θὰ λάμπη καὶ
ὁ ναὸς ἀπὸ λαὸ ἀγαλμάτων,
τ᾿ ἀγάλματα
ἀψεγάδιαστα, κ᾿ οἱ πλάστες τρισμεγάλοι
γύρνα ξανά,
βρυκόλακα, στὴ νύχτα τῶν μνημάτων!
Τὸ σήμερα εἴτανε
νωρίς, τ᾿ αὔριο ἀργὰ θὰ εἶναι,
δὲ θὰ σοῦ στρέξη τ᾿
ὄνειρο, δὲ θάρθ᾿ ἡ αὐγὴ ποὺ θέλεις,
μὲ τὸν καημὸ τ᾿
ἀθανάτου ποὺ δὲν τὸ φτάνεις, μεῖνε,
κυνηγητὴς τοῦ
σύγγνεφου, τοῦ ἴσκιου Πραξιτέλης.
Τὰ τωρινὰ καὶ τ᾿
αὐριανά, βρόχοι καὶ πέλαγα, ὅλα
σύνεργα τοῦ πνιγμοῦ
γιὰ σὲ καὶ ὁράματα τῆς πλάνης
μακρότερη ἀπ᾿ τὴ
δόξα σου καὶ μία τοῦ κήπου βιόλα
καὶ θὰ περάσης,
μάθε το, καὶ θὰ πεθάνης!»
Κ᾿ ἐγὼ ἀποκρίθηκα:
«Ἂς περάσω κι ἂς πεθάνω!
Πλάστης κ᾿ ἐγὼ μ᾿
ὅλο τὸ νοῦ καὶ μ᾿ ὅλη τὴν καρδιά μου
Να οι Μανιάτες!
Χολιαστικοί,
αλαζονικοί,
μ’ όλα τα
καταφρόνια,
κι άσεβοι
προς την αφεντιά,
και σε
δικούς και ξένους σκληροί,
με κύρη τους
το κούρσος,
ερωτιά το
κέρδος,
πρωτομαστόροι
της χωσιάς,
και μέσα
τους κρατώντας,
και
χριστιανοί κι ας λέγονται,
μια σπίθα
από την πίστη
των
τσακισμένων είδωλων,
των πρωτινών
Ελλήνων,
ακόμα
αχώνευτη σε στάχτη μέσα.
Νά οι
Μανιάτες!
Κι είναι
όπως είναι οι βράχοι τους,
και
σουβλεροί και ολόρθοι,
και
ολόγυμνοι και απάτητοι
και
ξεμοναχιασμένοι…
Κοντάρια,
όπλα πετρόβολα,
κριάρια,
σκορπιοί, σφεντόνες,
μεριάστε,
ορμή του πέλεκα,
του δοξαριού
ριχτιά.
Της γης οι
στρίγλες τρέμουνε
και του
νερού οι γοργόνες
Τη μαγική φωτιά.
Από το "Η φλογέρα
του Βασιλιά" / Λόγος τέταρτος".
ΠΗΓΗ: Γ. Λεκάκης "Ανθολογία ελληνικής ποιήσεως".
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook