Η νομιμότητα της αποκτήσεως των Μαρμάρων του Παρθενώνα από τον λόρδο Έλγιν και το βρετανικό μουσείο - Των Έλ. Κόρκα και Αγγ. Μ. Συρίγου


Η νομιμότητα της αποκτήσεως
των Μαρμάρων του Παρθενώνα
από τον λόρδο Έλγιν
και το βρετανικό μουσείο*

Της Έλενας Κόρκα** και
 του Αγγέλου Μ. Συρίγου***


Εισαγωγή

Το αίτημα για επιστροφή των μαρμάρων της Ακροπόλεως από το Βρετανικό Μουσείο στην Ελλάδα οφείλεται στη συμβολική σημασία που αποδίδεται από σύσσωμο τον ελληνισμό στο συγκεκριμένο μνημείο. Αν και εκτός από τα μάρμαρα της Ακροπόλεως στην ίδια περίπου κατηγορία ανήκουν και τα γλυπτά από τους ναούς του Επικουρείου Απόλλωνος στις Βάσσες της Φιγαλείας και της Αφαίας στην Αίγινα[1] δεν υπάρχει από πλευράς συμβολισμού σύγκριση μεταξύ της πρώτης περιπτώσεως και των άλλων δύο. Αντιθέτως σύνδεση των Μαρμάρων του Παρθενώνα με ένα γενικότερο αίτημα περί επιστροφής πολιτιστικών θησαυρών στις χώρες όπου αυτοί γεννήθηκαν, καθιστά απαγορευτική την επιστροφή των γλυπτών του Φειδία και των μαθητών του στην Αθήνα.[2]
            Ξεκινώντας με αυτό το δεδομένο, ο λόγος της επικλήσεως και νομικών πέραν των πολιτιστικών, συμβολικών, ψυχολογικών πολιτικών και άλλων επιχειρημάτων θέλει να αποδείξει ότι τα Μάρμαρα του Παρθενώνα αποτελούν νομικώς μία ιδιάζουσα (sui generis) νομική περίπτωση τελείως διαφορετική από όλες τις άλλες περιπτώσεις αρχαίων αντικειμένων που βρίσκονται μακριά από τις χώρες που δημιουργήθηκαν. Συνεπώς δεν θα αποτελέσει προηγούμενο, που θα σημάνει την εκκένωση του βρετανικού και των άλλων μεγάλων μουσείων του κόσμου από τους πολιτιστικούς θησαυρούς που εκθέτουν.

Τα γεγονότα

Τα γεγονότα της κρίσιμης περιόδου που μας ενδιαφέρουν έχουν εν συντομία ως εξής: το 1801 ο Λόρδος Έλγιν και οι βοηθοί του στην Αθήνα χρησιμοποιώντας ένα οθωμανικό έγγραφο, άρχισαν να αφαιρούν από την εξαιρετικά περιορισμένης προσπελάσεως για τους ξένους Ακρόπολη, ό,τι θεώρησαν πως άξιζε και μπορούσε να μεταφερθεί στην Αγγλία. Μετά την ολοκλήρωση της μεταφοράς των Μαρμάρων στο Λονδίνο, ο Λόρδος ζήτησε το 1815 από τη βρετανική κυβέρνηση να αγοράσει όλα αυτά τα αρχαία αντικείμενα. Για αυτό το σκοπό συστήθηκε το 1816 ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή, η οποία πρότεινε την αγορά των Μαρμάρων έναντι τιμήματος 35.000 λιρών Αγγλίας. Μετά την αγορά τα μάρμαρα παραδόθηκαν στο Βρετανικό Μουσείο. Επ’ αυτών των σημείων πρέπει να γίνουν οι ακόλουθες νομικές παρατηρήσεις[3]:

·     Δικαιούται το ελληνικό κράτος να διεκδικήσει τα μάρμαρα της Ακροπόλεως;
Κατ’ αρχάς η χώρα μας δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη νομική δυνατότητα των Τούρκων να χαρίσουν τα μάρμαρα του Παρθενώνα στον Έλγιν ή σε όποιον άλλον ήθελαν, αφού η Ελλάς ήταν εκείνη την περίοδο υπό την πλήρη και απόλυτη δικαιοδοσία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το θέμα όμως που αυτομάτως θα ανακύψει είναι κατά πόσον το ελληνικό κράτος νομιμοποιείται να απαιτήσει την επιστροφή των μαρμάρων της Ακροπόλεως (locus standi). Αφού το 1801 η Αθήνα, όπως άλλωστε και ολόκληρη η Ελλάς, ήταν τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ελληνικό κράτος δεν υφίστατο, έχει ακουσθεί κατά καιρούς ότι θα μπορούσε ίσως να παρέμβει η σημερινή τουρκική κυβέρνηση και να απαιτήσει την επιστροφή των μαρμάρων σε αυτήν ως νομίμου διαδόχου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
            Αυτό το σημείο είναι ίσως και το πιο απλό ως προς τη νομική επιχειρηματολογία. Στο διεθνές δίκαιο η διαδοχή των κρατών διακρίνεται σε ολική και μερική.

Ολική διαδοχή υπάρχει, όταν ένα κράτος πάψει να υφίσταται παντελώς ως διεθνής οντότητα και αντικατασταθεί από ένα ή περισσότερα.[4]

Μερική διαδοχή έχουμε στην περίπτωση, που ένα τμήμα του κράτους αποσχισθεί και αποκτήσει το ίδιο διεθνή υπόσταση, χωρίς όμως να διαλυθεί και το κράτος, από το οποίο γίνεται η απόσχιση. Στην περίπτωση της Ελλάδος έχουμε μία κλασική περίπτωση μερικής διαδοχής κράτους, όπου ένα εδαφικό τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η σημερινή νότια Ελλάδα, αποσπάσθηκε από την αυτοκρατορία με επανάσταση το 1821 και κερδίζοντας την ανεξαρτησία του, απέκτησε κρατική οντότητα χωρίς όμως να πάψει να υφίσταται η Οθωμανική Τουρκία.[5] Η νομική επιστήμη δέχεται, ότι στις περιπτώσεις μερικής διαδοχής το καινούργιο κράτος διαδέχεται το παλαιό μόνον ως προς τα δικαιώματα, που είναι συνδεδεμένα με το έδαφος που αποκτά το νέο κράτος.[6]
            Η Ελλάς διαδέχθηκε την Οθωμανική Αυτοκρατορία με το πρωτόκολλο του Λονδίνου της 20ής Φεβρουαρίου 1830 (άρθρα 1 και 2), το οποίο αποδέχθηκε η Τουρκία με τη συνθήκη της Κων/πόλεως, που καθόριζε τα σύνορα των δύο κρατών, στις 21 Ιουλίου του 1832 (άρθρο 8).[7] Δηλαδή η Ελλάς διαδέχθηκε την Οθωμανική Τουρκία σε όσα δικαιώματα είχε η τελευταία στο έδαφος των περιοχών που απελευθερώθηκαν. Η Ακρόπολις, η οποία ήταν στα χέρια των Τούρκων από το 1827, παραδόθηκε στο ελληνικό κράτος το 1833. Άρα μετά το 1833 η Ελλάς διαδέχεται πλήρως την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως προς τα δικαιώματα κυριότητος, που αυτή είχε επί της Ακροπόλεως και φυσικά ως προς τις τυχόν απαιτήσεις, που είχαν οι Οθωμανοί έναντι τρίτων.
            Συνεπώς και βάσει των θεωριών περί κρατικής διαδοχής η Τουρκία δεν νομιμοποιείται με κανένα τρόπο να παρέμβει, διότι την Οθωμανική Αυτοκρατορία την διαδέχθηκε όχι ολικά αλλά μερικά, στον περιορισμένο εδαφικά χώρο του νοτίου άκρου της Βαλκανικής, η χώρα μας. Εάν η Βρετανία αμφισβητήσει τη δυνατότητα της Ελλάδος να διεκδικήσει τα μάρμαρα της Ακροπόλεως θα αρνηθεί ουσιαστικά την υπογραφή της στο πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830.

·     Πού είναι το πρωτότυπο κείμενο του οθωμανικού εγγράφου;
Το δικαίωμα των Τούρκων να δώσουν ό,τι ήθελαν στον Ελγίνο είναι αδιαμφισβήτητο. Μπορεί όμως να τεθεί θέμα αυθεντικότητας του οθωμανικού εγγράφου που κατά τον Έλγιν του έδινε δικαίωμα να αφαιρέσει ό,τι ήθελε από την Ακρόπολη. Το συγκεκριμένο οθωμανικό έγγραφο καλύπτεται από ένα πέπλο μυστηρίου. Από τον Έλγιν και τους ανθρώπους του αναφέρεται ως φιρμάνι, αν και δεν είναι.[8] Στην πραγματικότητα ήταν ένα γράμμα που εγράφη το 1801 από τον Καϊματσάν Πασά, που τελούσε καθήκοντα Μεγάλου Βεζύρη, και απευθυνόταν στο Βοεβόδα, δηλαδή τον Τούρκο διοικητή των Αθηνών και τον Καδή. Σύμφωνα με τις δηλώσεις του Ελγίνου στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή το αυθεντικό κείμενο παραδόθηκε στο Βοεβόδα, ενώ ο ίδιος είχε μόνον μία ιταλική μετάφραση, η οποία πιθανότατα έγινε από το δραγομάνο της βρετανικής πρεσβείας στην Κων/πολη και σήμερα βρίσκεται στα χέρια του William St Clair. Εδώ προκύπτει μία αντίφαση με τις συνήθειες της εποχής. Κανονικά το έγγραφο έπρεπε να παραμείνει στα χέρια των ανθρώπων του Ελγίνου, διότι αφορούσε εργασίες που εκείνοι εκτελούσαν. Χρειάζονταν το έγγραφο για να αποδεικνύουν, όποτε εζητείτο, ότι διέθεταν την άδεια να πραγματοποιήσουν τις εργασίες στην Ακρόπολη.
            Η έλλειψη του αυθεντικού κειμένου με το οποίο δινόταν η άδεια στον Ελγίνο να προχωρήσει σε συγκεκριμένες ενέργειες, είναι ένα σοβαρό νομικό ελάττωμα που θέτει αυτομάτως σε αμφιβολίες όχι τόσο ως προς την ύπαρξη του κειμένου (οι πολλαπλές αναφορές σε αυτό του Ελγίνου και των βοηθών του στη μεταξύ τους αλληλογραφία σε ανύποπτο χρόνο δείχνουν ότι μάλλον υπήρξε) όσον ως προς την έκταση των εξουσιών που δόθηκαν στον Ελγίνο.[9]

·     Υπέρβαση των εξουσιών του οθωμανικού εγγράφου
Εάν δεχθούμε ότι το αντίγραφο του οθωμανικού εγγράφου είναι αυθεντικό, προκύπτει  πρόβλημα θέμα υπερβάσεως των δικαιωμάτων που αυτό έδινε στον Έλγιν. Σύμφωνα με το κείμενο κανένας δεν έπρεπε να εμποδίσει το λόρδο ή τους ανθρώπους του
"να εξετάσουν, παρατηρήσουν και αντιγράψουν τα γλυπτά" της Ακροπόλεως,
"να κάνουν εκμαγεία των διακοσμητικών γλυπτών και μορφών από γύψο, να μετρήσουν τις διαστάσεις των ερειπίων παλαιότερων κτισμάτων και να ανασκάψουν τις βάσεις [του Παρθενώνα] όπου το έκριναν σκόπιμο" "ειδικώς δε αφού δεν επρόκειτο να βλάψουν τα γλυπτά και τα οικοδομήματα".

Τέλος δινόταν το δικαίωμα να πάρουν

"κάποια κομμάτια πέτρας με παλαιές επιγραφές και παραστάσεις επιθυμούσαν".
Από όλο το κείμενο είναι φανερό ότι οι Τούρκοι είχαν δώσει το δικαίωμα για αντιγραφή και απαγόρευαν ρητώς την καταστροφή των οικοδομημάτων ή των γλυπτών. Με τον όρο "κομμάτια πέτρας" [pezzi di pietra] εννοούσαν τα συντρίμια, που ήσαν ήδη διασκορπισμένα στο χώρο της Ακροπόλεως μετά την ανατίναξη του Παρθενώνα από τον Μοροζίνι το 1678 και των οποίων η απομάκρυνση δεν μπορούσε να βλάψει τα οικοδομήματα.
            Με τη χρήση του φιρμανιού, την επίκληση του αξιώματος του Ελγίνου και πλάγια μέσα, που περιελάμβαναν δωροδοκίες και απειλές, οι βοηθοί του Λόρδου κατορθώνουν να αρχίσουν να αποσπούν από τον Παρθενώνα και το Ερέχθειο τμήματα των ναών και να τα αποστέλλουν στη Βρετανία. Τα πλάγια μέσα και τις δωροδοκίες περιγράφουν με έγγραφα τους προς τον Έλγιν οι ίδιοι οι βοηθοί του με πρώτον τον Άγγλο Πρόξενο στην Αθήνα Λογοθέτη, καθώς και τον αιδεσιμώτατο Hunt. Ακόμη και ο ίδιος ο Έλγιν αναφέρει σε επιστολή προς τον πρωθυπουργό της χώρας του το 1811, ότι οι Τούρκοι αργότερα "αμφισβήτησαν κατά πόσον τα άτομα που πούλησαν τα μάρμαρα στον Έλγιν είχαν αυτό το δικαίωμα".[10] Χρήσιμες πληροφορίες για το παράνομο της συναλλαγής και της υπερβάσεως των αρμοδιοτήτων που παρείχε το φιρμάνι, παρέχονται από την αλληλογραφία του Λόρδου με τους βοηθούς του στην Αθήνα.[11] Τέλος και η κοινοβουλευτική επιτροπή το 1816 δέχθηκε, όπως επισημαίνεται κατωτέρω ότι υπήρξαν δωροδοκίες.
Συνεπώς δεν πρέπει να υπάρχουν αμφιβολίες ότι οι βοηθοί του Ελγίνου, που με πλάγια μέσα βοήθησαν ώστε να υπερπηδηθούν οι απαγορεύσεις του φιρμανιού και να πραγματοποιηθεί η απόσπαση των μαρμάρων από το ναό της Αθηνάς, καθώς και της μίας καρυάτιδας και μίας κολώνας από το Ερέχθειο, ενήργησαν παράνομα και καθ’ υπέρβαση των δικαιωμάτων που έδινε το φιρμάνι.

·          Υπήρξε άλλο οθωμανικό έγγραφο;
Συχνά αναφέρεται ότι ναι μεν υπήρξε υπέρβαση των αρμοδιοτήτων του οθωμανικού εγγράφου, αλλά οι Τούρκοι με μεταγενέστερο έγγραφο αποδέχθηκαν τη νομιμότητα των ενεργειών του Ελγίνου.[12] Αντίγραφα τέτοιων εγγράφων, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, δεν έχουν αναφερθεί ότι υπάρχουν. Σε σχετική έρευνα που έγινε στα οθωμανικά αρχεία της Κωνσταντινουπόλεως δεν προέκυψε κάποιο καινούργιο στοιχείο. Συνεπώς, η όλη ιστορία για την εκ των υστέρων νομιμοποίηση των ενεργειών από άλλα οθωμανικά έγγραφα, αποτελεί τμήμα της μυθολογίας που καλλιέργησε συστηματικά ο Έλγιν και έκτοτε βαρύνει την υπόθεση των μαρμάρων και δεν μπορεί να της αποδοθεί οποιαδήποτε νομική βαρύτητα. Αυτή τη μυθολογία θα τη συναντήσουμε και πάλι αργότερα.

·     Τα μάρμαρα του Παρθενώνα πρέπει να θεωρούνται κινητά ή ακινήτα;
Η συγκεκριμένη παράνομη ενέργεια θέτει αυτομάτως το πρώτο βασικό νομικό ερώτημα για τα μάρμαρα και πιο συγκεκριμένα ποια είναι η φύση της λεγόμενης συλλογής του Ελγίνου που βρίσκεται στο βρετανικό μουσείο. Θα πρέπει τα Μάρμαρα της συλλογής να θεωρηθούν ως κινητά αγαθά ή ακίνητα; Εάν είναι κινητά αγαθά τότε ισχύει η sale of goods act του 1893 για την οποία γίνεται λόγος κατωτέρω. Εάν όμως είναι ακίνητα, τότε ούτε το βρετανικό μουσείο ούτε η βρετανική κυβέρνηση μπόρεσαν ή στο μέλλον θα κατορθώσουν να αποκτήσουν κυριότητα, έστω και αν ενεργούν με καλή πίστη. Με ποιά λογική όμως τα συγκεκριμένα γλυπτά πρέπει να θεωρηθούν ως ακίνητα;
            Το σκεπτικό είναι το ακόλουθο: Ο λόρδος Έλγιν πήρε εκτός από τη ζωφόρο και τις μετώπες του Παρθενώνα, έναν κίονα από το Ερέχθειο, το τον σπόνδυλο και ένα κιονόκρανο από τον Παρθενώνα και μία καρυάτιδα, η οποία συγκρατούσε την οροφή του Ερεχθείου. Όλα αυτά δεν βρίσκονταν πεσμένα στο έδαφος, αλλά περιέχονταν μέσα στα αρχιτεκτονικά μέλη των ναών με την εξαίρεση ελαχίστων, σπασμένων ως επί το πλείστον γλυπτών που ήσαν θαμμένα στο χώμα (ό,τι  βρισκόταν στο έδαφος το είχε "συλλέξει" ο Γάλλος πρόξενος Φωβέλ πριν από τον Ελγίνο[13]). Για παράδειγμα η ζωφόρος ήταν η εξωτερική ανάγλυφη επιφάνεια των μαρμάρων, που συγκρατούσαν τη στέγη. Οι βοηθοί του Ελγίνου την κατέβασαν από τη θέση της και στη συνέχεια με πριόνια έκοψαν την εξωτερική επιφάνεια διότι, όπως αναφέρει ο βοηθός του Ελγίνου, Luisieri, ήταν τέτοιο το βάρος και οι διαστάσεις της, που ήταν αδύνατον να την μετακινήσουν.[14]
            Ο Λόρδος Έλγιν όμως, όπως αναφέρεται ανωτέρω, δεν είχε το δικαίωμα να πειράξει το οικοδόμημα αλλά μόνον να πάρει "κάποια κομμάτια πέτρες", που ήταν ήδη πεσμένες και διασκορπισμένες γύρω από τα μνημεία. Αποσπώντας και κατεβάζοντας αρχιτεκτονικά τμήματα ενταγμένα στον Παρθενώνα και το Ερέχθειο ενεργούσε παράνομα. Είναι πάγια αρχή του δικαίου, ότι μία παράνομη πράξη δεν μπορεί να αλλάξει τη φύση του αγαθού. Συνεπώς, έστω και εάν τα τμήματα της Ακροπόλεως που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο είναι πλέον κινητά, η νομική τους φύση δεν έχει αλλάξει και πρέπει να θεωρούνται νομικώς ως ακίνητα. Στην περίπτωση των ακινήτων όμως δεν επέρχεται αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος με τον τρόπο που έγινε η αγορά των μαρμάρων από τη Βρετανική κυβέρνηση, ακόμη και εάν εκείνος που τα αποκτά είναι καλόπιστος. Παραμένουν πάντα στην ιδιοκτησία του αρχικού κυρίου ή του διαδόχου του, δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση της Ελλάδος.
            Αυτή η άποψη ενισχύεται και από το γεγονός, ότι αναφερόμαστε σε τμήματα ιερών ναών. Το 1962 το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης επελήφθη της περιπτώσεως του ναού Preah Vihear ο οποίος μεταξύ των άλλων είχε συλληθεί από ταϋλανδικά στρατεύματα και τμήματά του είχαν αποσπασθεί και απομακρυνθεί από το κτίριο. Το Διεθνές Δικαστήριο είχε τότε εξετάσει το αίτημα της Καμπότζης για αποκατάσταση του ναού και είχε αποφανθεί μεταξύ άλλων ότι η επιστροφή κλεμμένων πολιτιστικών αντικειμένων από ναό (όπως π.χ. αγάλματα) είναι έννοια, που σχετίζεται άμεσα και περικλείεται στην εδαφική κυριότητα και την κυριαρχία ενός κράτους.[15]

·     Το καλόπιστο της αγοράς των Μαρμάρων από το βρετανικό κοινοβούλιο το 1816
Τα παρανόμως αποκτηθέντα γλυπτά και λοιπά μάρμαρα της Ακροπόλεως μεταφέρθηκαν στη Βρετανία, όπου και αγοράσθηκαν τελικώς από το βρετανικό Κοινοβούλιο. Βάσει όμως του αγγλικού νόμου περί πωλήσεως αγαθών (Sale of goods Αct, 1893-1979): “εάν αποδειχθεί ότι το αγαθό έχει κλαπεί τότε δεν μπορεί να αποκτήσει την κυριότητα ο αγοραστής, έστω και εάν είναι καλόπιστος. Με βάση αυτό το άρθρο θα ήταν πολύ εύκολη η επιτυχία του ελληνικού αιτήματος για επιστροφή εάν δεν υπήρχε το πρόβλημα της παραγραφής. Σύμφωνα με τον αγγλικό νόμο περί Παραγραφής (Limitation Αct, 1939) εάν τα κλαπέντα αγαθά δεν αναζητηθούν μέσα σε έξι χρόνια από την ημερομηνία που εκλάπησαν ο καλόπιστος αγοραστής αποκτά κυριότητα επί των αγαθών. Επειδή οπωσδήποτε έχουν περάσει πολύ περισσότερα από έξι χρόνια από την ημέρα που τα Μάρμαρα περιήλθαν στο Βρετανικό μουσείο, η επίκληση παρόμοιου επιχειρήματος θα πέσει στο κενό.
            Προαπαιτούμενο όμως για την εφαρμογή του αγγλικού Νόμου περί Παραγραφής είναι η καλή πίστη του αγοραστή. Καλή πίστη δεν υπάρχει, όταν ο αγοραστής αντιλαμβάνεται, ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα με τον τίτλο κυριότητας του πωλητή, αλλά δεν ψάχνει το θέμα, επειδή τον ενδιαφέρει μόνον η απόκτηση των αγαθών. Η limitation act  δεν ισχύει και ο τίτλος κυριότητας δεν αποκτάται ποτέ από τον αγοραστή, όσα χρόνια και αν περάσουν, εάν αυτός είναι κακόπιστος. Αυτό είναι και το δεύτερο κρίσιμο σημείο στην παρούσα νομική επιχειρηματολογία. Η Ελλάς μπορεί να ισχυρισθεί, ότι το Βρετανικό Μουσείο δεν απέκτησε ποτέ κυριότητα, όχι μόνον διότι ο Ελγίνος είχε υπερβεί τα δικαιώματα που του έδωσε το φιρμάνι, αλλά διότι η ίδια η βρετανική κυβέρνηση αγόρασε τα αντικείμενα, παρ’ όλο που αντιλαμβανόταν, ότι οι τίτλοι κυριότητας του Ελγίνου ήσαν προβληματικοί.
            Για να αμφισβητηθεί το καλόπιστο της αγοράς από τη βρετανική κυβέρνηση θα πρέπει να ελεγχθεί κατά πόσον η κοινοβουλευτική επιτροπή, που συνεστήθη από τη βρετανική κυβέρνηση, για να εξετάσει το αίτημα του Λόρδου για πώληση των μαρμάρων της Ακροπόλεως, ήλεγξε ουσιαστικά τη νομιμότητα της κατοχής των γλυπτών από τον Ελγίνο ή κατά πόσον η απόφαση για την αγορά των Μαρμάρων ήταν ουσιαστικά προειλημμένη. Το πέρασμα τόσων ετών αποτελεί σαφώς αρνητικό παράγοντα για τη διακρίβωση των προθέσεων της βρετανικής κοινοβουλευτικής επιτροπής αφού είναι φανερό ότι είναι αδύνατη η εξέταση μαρτύρων.
            Σε άλλες περιπτώσεις η όλη υπόθεση θα τελείωνε άδοξα σε αυτό το το σημείο λόγω ελλείψεως μαρτύρων. Στην προκειμένη όμως περίπτωση τα πράγματα δεν έχουν έτσι, διότι από μία παράδοξη εύνοια της τύχης τα ιστορικά στοιχεία για την υπόθεση είναι πλούσια και είναι πολύ εύκολο να χρησιμοποιηθούν από τον καθένα. Η αναφορά της κοινοβουλευτικής επιτροπής, την οποία συνέστησε το βρετανικό κοινοβούλιο για να εξετάσει την υπόθεση της αγορά των γλυπτών, έχει εκδοθεί υπό τον τίτλο Report from the Select Committee of the House of Commons on the Earl of Elgin's Collection of Sculptured Marbles, στο Λονδίνο από το 1816. Η αναφορά αυτή δεν περιέχει μόνον τις συστάσεις της επιτροπής προς το κοινοβούλιο, αλλά έχει ολόκληρες τις καταθέσεις του Ελγίνου και των βοηθών του, τις γνώμες των κριτικών της εποχής για την ανάγκη αγοράς των γλυπτών και τις απόψεις της επιτροπής για την υπέρβαση του φιρμανιού και τις δωροδοκίες του Λόρδου.

·     Ήταν προειλημμένη η απόφαση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής;
Με βάση την Αναφορά στην οποία κατέληξε η Επιτροπή, αναφέρονται ακολούθως τα σημεία εκείνα από τα οποία φαίνεται εάν η Κοινοβουλευτική Επιτροπή είχε προαποφασίσει να αγοράσει τα Μάρμαρα, χωρίς να ενδιαφερθεί ιδιαιτέρως για τον τρόπο αποκτήσεώς του, λόγω ίσως και του γεγονότος ότι μία τέτοια πράξη ήταν αποδεκτή εκείνη την εποχή.
Σημείο πρώτο: Η Επιτροπή ποτέ δεν εξέτασε το φιρμάνι. Ο Έλγιν ισχυρίσθηκε ότι το αυθεντικό κείμενο βρισκόταν στα χέρια του Βοεβόδα στον οποίον απευθυνόταν. Υπήρχε μόνον μία μετάφραση του κειμένου στα ιταλικά που βρισκόταν στην κατοχή τού βοηθού του Hunt.
Σημείο δεύτερο: Ο Έλγιν απέφυγε να απαντήσει ευθέως στην Επιτροπή εάν το φιρμάνι του επέτρεπε να πάρει τα μάρμαρα ή όχι. Καλύφθηκε πίσω από το γεγονός ότι δεν είχε αντίγραφο.
Σημείο τρίτο: Ο ίδιος ο Hunt, παραδέχθηκε ενώπιον της επιτροπής, ότι ο Βοεβόδας των Αθηνών παρακινήθηκε με πλάγια μέσα "να δώσει ευρύτερες ελευθερίες παρά να εφαρμόσει κατά γράμμα το φιρμάνι", που θεωρητικά παρείχε τη δυνατότητα μεταφοράς των γλυπτών. [16]
Σημείο τέταρτο: Η ίδια η επιτροπή δέχθηκε ότι ο Έλγιν έχοντας το συγκεκριμένο φιρμάνι στα χέρια του άσκησε προσωπικές πιέσεις "στις απομακρυσμένες αρχές" των Αθηνών ως πρέσβυς της Μεγάλης Βρετανίας στην Τουρκία. Επίσης αποδέχθηκε ότι τα συγκεκριμένα διαβήματα του Λόρδου προς τις τουρκικές αρχές σχετικά με τους ακριβείς όρους του φιρμανιού, έγιναν προφορικώς με τους υπευθύνους της πόλεως των Αθηνών μετά από παζάρια και πιο συγκεκριμένα μετά από τη δωρεά δύο ακριβών όπλων στο Βοεβόδα.[17]
Σημείο πέμπτο: Τελικώς η Επιτροπή βασίσθηκε στις προσωπικές μαρτυρίες των πωλητών και μόνον και δεν χρησιμοποίησε καμία γραπτή απόδειξη.
Σημείο έκτο: Ότι ήταν προαποφασισμένο να αγορασθούν τα γλυπτά ασχέτως του τρόπου κτήσεως, φαίνεται και από ένα γράμμα του Ελγίνου, στο οποίο αναφέρεται, ότι το 1815 ο θησαυροφύλακας του κράτους δέχθηκε την παράκληση του Λόρδου για παράταση της αποπληρωμής ενός χρέους του, μέχρι να διεξαχθεί η συζήτηση στη Βουλή και να μπορέσει να πάρει το τίμημα της πωλήσεως των γλυπτών.[18] Θα έδιδε ποτέ ο θησαυροφύλακας του κράτους εγγύηση για ένα υπέρογκο χρέος, εάν πίστευε ότι υπάρχει έστω και μία πιθανότητα η Βουλή να αρνηθεί την αγορά των γλυπτών;

·          Οι προθέσεις του Λόρδου Έλγιν μετά το 1811
Διαβάζοντας κανείς την κατάθεση του Ελγίνου ενώπιον της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής, θα διαπιστώσει ότι πρόθεση του Λόρδου ήταν να βελτιώσει τις καλές τέχνες στην Αγγλία αποκομίζοντας σχέδια, εκμαγεία και αρχαιότητες από την Ελλάδα. Βεβαίως, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι ό Έλγιν ήθελε να ενσωματώσει τα αποκτήματα του στο σπίτι που έχτιζε στο Broomhall, προκύπτει το ερώτημα κατά πόσον θα μπορούσαν πράγματι να ωφεληθούν οι καλές τέχνες… Κατά τα λοιπά, αμέσως μετά την κατάθεσή του ενώπιον της Επιτροπής ο Λόρδος Έλγιν αποστέλλει μία επιστολή, η οποία βγαίνει στο φως της δημοσιότητας για πρώτη φορά σήμερα, διότι είναι προϊόν έρευνας της κ. Έλενας Κόρκα κατά τους τελευταίους μήνες. Στην επιστολή αυτή ο Έλγιν ζωγραφίζει μία εικόνα απόλυτης αποδοχής των ενεργειών του από Έλληνες και Τούρκους, ισχυριζόμενος ψευδώς ότι ο αρχιεργάτης του, Λουζιέρι, συνέχισε αναενόχλητος τις εργασίες του στην Αθήνα και μετά την αναχώρηση του ιδίου από την Κωνσταντινούπολη, όπως ακριβώς έπραττε και κατά την εποχή της θητείας του. Φθάνει δε στο σημείο να μιλήσει για την πρόθυμη βοήθεια, που συνεχώς εισέπραττε από τους Αθηναίους, γεγονός το οποίο αποδεικνύει ότι η επιχείρησή του δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ως σύληση αρχαιοτήτων.

·          Η ιδιότητα του Λορδου Έλγιν ως πρέσβυ και η ιδιωτική του συλλογή
Στο ίδιο αυτό έγγραφο προκύπτει για μία ακόμη φορά η θέση του λόρδου Έλγιν ότι η συλλογή του ήταν ιδιωτικής φύσεως και δεν την απέκτησε με την ιδιότητά του ως πρέσβυς. Αυτό αποδεικνύεται από το διάλογο ενώπιον της Επιτροπής:
Ερωτ. Πιστεύει η υψηλότης σας, ότι, κατά την κρίση σας αποκτήσατε οποιαδήποτε άδεια να αφαιρέσετε αυτά τα Μάρμαρα με την ιδιότητα του πρέσβυ, την οποία άδεια δεν θα είχατε αποκτήσει ως ιδιώτης;
Απάντ. Λόρδου Έλγιν: Οπωσδήποτε δεν θεωρώ ότι απέκτησα οποιαδήποτε άδεια με τη δημόσια ιδιότητά μου.
Στην επιστολή του ο λόρδος Έλγιν τονίζει προς την Κοινοβουλευτική Επιτροπή, ότι, εάν η συλλογή του θεωρηθεί δημόσια, θα κινδυνεύσουν αυτομάτως και άλλες συλλογές όπως του λόρδου Νέλσονα και του Γουέλιγκτον. Η άποψη αυτή κινείται στο γενικότερο θεώρημα ότι κάθε ξένος ταξιδιώτης είχε τη δυνατότητα να επιτύχει μία τέτοια συλλογή, κάνοντας απλώς μία αίτηση. Η άποψη αυτή έρχεται όμως σε ευθεία αντίθεση με την εκδοχή πολλών μαρτύρων ενώπιον της Κοινοβουλευτικής επιτροπής του 1816:
Απάντ. Hunt: Είμαι της γνώμης ότι μία τέτοια αίτηση δεν θα είχε ποτέ υποβληθεί από οποιονδήποτε εκτός από έναν πρέσβυ.
Απάντηση Aberdeen: Δεν πιστεύω ότι ένας ιδιώτης θα μπορούσε να αφαιρέσει τα αρχαία που απέκτησε ο Λόρδος Έλγιν.
Απάντηση Morritt: Δεν θεωρώ ότι τίποτα εκτός από την επιρροή μίας δημόσιας θέσεως θα μπορούσε να οδηγήσει στην απόκτηση αυτής της άδειας.
Η Κοινοβουλευτική Επιτροπή τελικώς απεφάνθη τα ακόλουθα:
Η διττή (ιδιωτική και δημόσια) ιδιότητα του Έλγιν απέναντι στις τουρκικές παραχωρήσεις ήταν δυσδιάκριτη, όπως θα πρέπει να ήταν δυσδιάκριτη και για τους Τούρκους. Λόγω των ευνοϊκών πολιτικών συνθηκών που δημιουργήθηκαν, η Υψηλή Πύλη συναίνεσε σε οτιδήποτε ζητήθηκε από τον Έλγιν. Απλά κανείς άλλος δεν υπέβαλε παρόμοιο αίτημα.

Κριτική από μέλη του Κοινοβουλίου: Το προβληματικό της νομιμότητας της κατοχής από τον Έλγιν υπήρξε από την πρώτη στιγμή αντικείμενο κριτικής από μέλη της Επιτροπής.[19] Γι' αυτό και στα κοινοβουλευτικά πρακτικά κατά τη συζήτηση στη Βουλή του 1816 πολλοί Βρετανοί βουλευτές αρνήθηκαν να δώσουν τη συναίνεσή τους για την αγορά, για να μην προσβάλλουν, όπως ανέφεραν, τη δικαιοσύνη.[20] Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ο βουλευτής Hammersley αντιτάχθηκε στην αγορά λόγω της "ανεντιμότητας της συναλλαγής με την οποία αποκτήθηκε η συλλογή",[21] ενώ ο βουλευτής Best στη κοινοβουλευτική συζήτηση του 1816 ανέφερε χαρακτηριστικά ότι "ποτέ ο Λόρδος δεν θα αποκτούσε τα μάρμαρα χωρίς δωροδοκίες διότι έτσι όπως είχε διατυπωθεί το φιρμάνι δεν επέτρεπε τέτοια ερμηνεία".[22]
            Τα προαναφερόμενα σημεία δείχνουν ότι η Επιτροπή υπό τις συνθήκες πιθανότατα της εποχής δεν ενδιαφέρθηκε τόσο να διακριβώσει τον ακριβή τρόπο κτήσεως των Μαρμάρων. Σε όλη την Αναφορά είναι σαφές ότι η Επιτροπή δεν θέλησε να ψάξει περισσότερο το θέμα. Ουσιαστικά την ενδιέφεραν περισσότερο η ιδιότητα υπό την οποία απέκτησε ο Έλγιν τα γλυπτά, η καλλιτεχνική τους αξία και τα χρήματα που έπρεπε να δοθούν στον Λόρδο παρά η διερεύνηση του θέματος, το οποίο προσεγγίσθηκε μόνον τυπικά και επιφανειακά. Υπ’ αυτές τις συνθήκες η πρόταση για αγορά των Μαρμάρων από την κοινοβουλευτική Επιτροπή δεν πληρούσε τους όρους της καλής πίστεως.[23]

Συμπερασματικά

Η παράθεση των νομικών επιχειρημάτων δεν έχει την έννοια ότι η λύση πρέπει να βρεθεί στα δικαστήρια. Περισσότερο έχει το χαρακτήρα της επιβεβαιώσεως της υπάρξεως ενός σοβαρού θέματος, που συνδέεται με την ηθική της αποκτήσεως των γλυπτών και μαρμάρων του Παρθενώνα, θέματος που, πέραν των άλλων επιχειρημάτων, θίγει το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Είναι γεγονός ότι πέραν του προβλήματος που θα αντιμετωπίσει το Βρετανικό Μουσείο με την εκκένωση των χώρων που σήμερα φιλοξενούν τις αρχαιότητες του Παρθενώνα, ισχυρές αντιδράσεις προέρχονται από τον χώρο της εμπορίας αρχαίων έργων τέχνης.
Τα κράτη-αγορές αρχαίων έργων τέχνης[24] διαμαρτύρονται για την προσπάθεια των κρατών από όπου προέρχονται τα έργα τέχνης προηγούμενων γενεών,[25] να θεωρήσουν ότι τα έργα αυτά αποτελούν κρατική ιδιοκτησία τους. Αυτό το χαρακτηρίζουν ως πολιτισμικό εθνικισμό.[26] Το θέμα δεν σχετίζεται με όσα έργα τέχνης είναι προϊόν κλοπής μετά το 1970.[27] Είναι όμως απόλυτα συνδεδεμένο με το εξαιρετικά επικερδές εμπόριο έργων τέχνης στα «κράτη-αγορές» και τις πιέσεις που ασκούν οι έμποροι έργων τέχνης στις κυβερνήσεις τους και στη διεθνή κοινότητα. Γι' αυτό το λόγο έχει προταθεί να αντικατασταθεί η έννοια της "πολιτιστικής ιδιοκτησίας" από αυτήν της "πολιτιστικής κληρονομιάς", η οποία αναγνωρίζει ότι δεν μπορεί να υπάρξουν ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί θησαυρών ύψιστης πολιτιστικής σημασίας αλλά απλώς κληρονομική μεταβίβαση του δικαιώματος ενός λαού να προστατεύει και να φυλάσσει τους θησαυρούς επ' ονόματι όλης της ανθρωπότητας.[28]
            Συνεπώς, σε αυτούς που επιθυμούν να παραμείνουν τα μάρμαρα του Παρθενώνα στο Βρετανικό Μουσείο πρέπει να προστεθεί και η ομάδα των εμπόρων έργων τέχνης που διαθέτουν και χρήματα και επιρροή. Η χρήση νομικών επιχειρημάτων διευκολύνει το ηθικό μέρος της επιστροφής των μαρμάρων και διαχωρίζει με σαφήνεια τη θέση τους σε σχέση με άλλα αντικείμενα τέχνης που φυλάσσονται σε συλλογές και αποτελούν αντικείμενο εμπορίου.

ΠΗΓΗ: Από τον συλλογικό τόμο Ο Παρθενώνας-η επιστροφή των γλυπτών, ιστορική, πολιτιστική, νομική προσέγγιση, εκδόσεις Ι. Σιδέρη, Αθήνα, 2004, σελ. 266-279. Παραχωρήθηκε δε προς δημοσίευση στο ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ από τον ίδιον τον γράφοντα.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

* Το άρθρο εξετάζει τα ιστορικά στοιχεία που υπάρχουν σχετικά με το θέμα και τα αναλύει από νομικής πλευράς. Για τα ιστορικά στοιχεία της μελέτης υπέυθυνη είναι η Έλενα Κόρκα ενώ για το νομικά ο Άγγελος Συρίγος
**  Προϊσταμένη Τμήματος Ελληνικών και Ξένων Αρχαιολογικών Ινστιτούτων, Υπουργείο Πολιτισμού· υπ. διδάκτωρ της φιλοσοφικής σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών με θέμα Αρχειακή έρευνα για τις αφαιρέσεις των Μαρμάρων του Παρθενώνα από τον Λόρδο Έλγιν.
*** Λέκτορας Διεθνούς Δικαίου στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου.
[1] Για το θέμα της λεηλασίας των ελληνικών μνημείων βλ. μεταξύ άλλων Ο πυρετός των μαρμάρων, μαρτυρίες για τη λεηλασία των ελληνικών μνημείων, 1800-1820, επιμέλεια Γ.Τόλιας, εκδόσεις Ολκός, Αθήνα 1996.
[2] Βλ. χαρ. προσπάθεια να συνδεθούν κάποιες δηλώσεις του τότε Υπουργού Αιγαίου Κ. Σκανδαλίδη το 1994 περί του αγάλματος της Αφροδίτης της Μήλου με συνολική απαίτηση να επαναπατρισθούν όλα τα απομακρυνθέντα αρχαία ελληνικά έργα τέχνης, Binyon, M., “Greece opens its arms to Venus-French to resist demands for Louver Treasure”, The Times, 4 Ιουλίου 1994.
[3] Το θέμα έχει αποτελέσει αντικείμενο αρκετών νομικών αναλύσεων. Βλ. μεταξύ άλλων Greenfield, J., The Return of Cultural Treasures, Cambridge University Press, 1989. Merryman, J., “Thinking about the Elgin Marbles”, Michigan Law Review, 1983 [83]. Stamatoudi, I., “The Law and Ethics deriving from the Parthenon Marbles case”, Web Journal of Current Legal Issues, 1997 [2].
[4] Περί διαχοχής βλ. σχετ. άρθρα 2 των Συμβάσεων της Βιέννης (1978) για τη Διαδοχή Κρατών ως προς τις Συνθήκες και ως προς την Κρατική Περιουσία, τα Αρχεία και το Δημόσιο Χρέος. Επίσης Oppenheim's International Law, 9η έκδοση 1992, σελ. 209 και επ. Brownlie, Principles of Public International Law, Oxford, 5η έκδοση, 1998, σελ. 649-672. Ως πλέον πρόσφατα παραδείγματα ολικής διαδοχής κράτους είναι αυτά της της Σοβιετικής Ενώσεως το 1989 και της Γιουγκοσλαβίας μετά το 1991.
[5] Βλέπε Oppenheim's International Law, 9η έκδοση 1992, σελ.209.
[6] ibid, σελ. 222. Επίσης, Brownlie, Principles of Public International Law, Oxford, 5η έκδοση, 1998, σελ. 653.
[7] Για το κείμενο της συνθήκης βλ.  The foundation of the Modern Greek State, Major Treaties and Conventions (1830-1947), Ministry of Foreign Affairs of Greece, Service of Historical Archives, Kastaniotis Editions, Athens, 1999, σελ. 27.
[8] Την ίδια ορολογία υιοθετεί και ο St. Clair, Lord Elgin and Marbles, the controversial history of the Parthenon sculptures, Oxford University Press, 1998, σελ. 86-97 & 337-341.
[9] Βλ. μεταξύ άλλων Greenfield, J., The Return of Cultural Treasures, Cambridge University Press, 1989, σελ. 93-94.
[10]Το γράμμα αποκαλύφθηκε από τον καθηγητή Browning, Τhe Guardian, 31 Οκτωβρίου 1985.
[11] Η αλληλογραφία του Έλγιν με τους βοηθούς του έχει δημοσιευθεί απο τον Smith, A.H., "Lord Elgin and his collection", Journal of Hellenic Studies, 1916, σελ. 163-371.
[12] Merryman, J., “Thinking about the Elgin Marbles”, Michigan Law Review, 1983 [83], σελ. 1899-1900.
[13] Βλ. μεταξύ άλλων Α. Καλογεροπούλου-Μ. Φιλίπ, «Στοιχεία της ιστορίας της περί των αρχαιοτήτων μερίμνης από της Τουρκοκρατίας μέχρι της Οθωνικής Περιόδου», Εισαγωγή στο Ευρετήριο της Αρχαιολογικής Εφημερίδος των ετών 1837-1874, Αθήναι, 1973, σελ. κγ΄.
[14] Γράμμα Luisieri στον Ελγίνο, 30 Σεπτεμβρίου 1801, JHS, 1916, σελ. 201.
[15] Βλέπε την υπόθεση Temple of Preah Vihear, International Court of Justice Reports, 1962, σελ.2.
[16] Βλέπε σελ. 146 του Report.
[17] Bλέπε σελ. 3-4 και 147, του Report.
[18] Γράμμα Ελγίνου στον Hamilton, 21 Oκτωβρίου 1815, Smith, A.H., "Lord Elgin and his collection", Journal of Hellenic Studies, 1916,, 1916, σελ. 332.
[19] Τελική απόφαση 82 ψήφοι υπέρ της αγοράς 30 εναντίον. HANSARD, 1916, Τόμος 43, 1040
[20] HANSARD, 1816, τόμος 43, σελ. 1037-1038
[21] ibid, σελ. 1031-1034 [Mr. Hammersley said he should oppose the resolution on the ground of the dishonesty of the transaction].
[22] ibid, σελ. 1037-1038 [the firmaun could do nothing without bribery…].
[23] Βλ. σχετ. παρατήρηση βουλευτή Best: “…these marbles had been brought to this country in breach of good faith
[24] Βλ. σχετ. με αυτή τη διάκριση Merryman, J.H., “The retention of cultural property”, University of California, Davis, 1988 [21].
[25] Βλ. σχετ. ορισμό σε άρθρο 1 συμβάσεως UNESCO on the means of Prohibiting and Preventing the Illicit Import, Export and Transfer of Ownership of Cultural Property, International Legal Materials, Τόμος 10, σελ. 289.
[26] Ibid, σελ. 489-495.
[27] Στις 14 Νοεμβρίου 1970 υπεγράφη η Σύμβαση της UNESCO σχετικώς με την παράνομη εισαγωγή, εξαγωγή και διακίνηση έργων τέχνης. International Legal Materials, Τόμος 10, σελ. 289. Βλ. επίσης σχετ. N. Palmer (editor) , The recovery of stolen art, Kluwer Law International, όπου εμπεριέχεται και το ενδιαφέρον σε σχέση με την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς στην Κύπρο άρθρο του Ν. Augoustinos, “The protection of cultural heritage in the event of armed confilct: the Cyprus experience”.
[28] Βλέπε Prott. L., O'Keefe, J., "Cultural heritage or cultrural property?", 1992, (1), International Journal of Cultural Property Law, σελ. 307


ΛΕΞΕΙΣ-ΚΛΕΙΔΙΑ: νομιμοτητα, Μαρμαρα Παρθενωνα, λορδος Ελγιν, βρετανικο μουσειο, Κορκα, Συριγος, Μπρους, γλυπτα Φειδια, Φειδιας, Παρθενωνας, Παρθενων, Ακροπολη, Καρυατιδες, Καρυατιδα, αρχαιοκαπηλια, Βρετανια
Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ