Εξ Ερυσιπατρίας άρχεσθαι και Πατριδολύμης παύεσθαι - του Π. Ιωαννίδη


Εξ Ερυσιπατρίας[1] άρχεσθαι
και Πατριδολύμης[2] παύεσθαι

Του Πέτρου Ιωαννίδη, καθηγητή φιλόλογου


«Δεν πρέπει να κρίνουμε τους ανθρώπους απ’ αυτά που δεν ξέρουν, αλλά απ’ αυτά που ξέρουν και κυρίως από το πώς τα ξέρουν».
«Είναι πιο εύκολο να πει κανείς καινούργια πράγματα παρά να συμφιλιώσει αυτά που ήδη έχουν λεχθεί».
(Βωβενάργκ, 1715 - 1747, Γάλλος Γνωμικογράφος)
«Έχουμε το δικαίωμα να κάνουμε λάθη, αλλά το καθήκον να τα διορθώνουμε».
(Πιερ ντε Ρονσάρ, 1524-1585, Γάλλος αναγεννησιακός ποιητής)
«Το να μη διορθώνει κανείς τα λάθη του είναι Μεγάλο Λάθος».                                                                     (Κομφούκιος, 551-479, Κινέζος φιλόσοφος)

ΛΑΟΣ ΑΠΑΙΔΕΥΤΟΣ ΠΑΝΤΑ ΜΕΤΑΝΙΩΜΕΝΟΣ
ΛΑΟΣ ΔΙΧΑΣΜΕΝΟΣ ΠΑΝΤΑ ΑΔΙΚΗΜΕΝΟΣ

«ΦΟΙΝΙΣΣΑΙ»
Η μεγαλύτερη (1766 στίχοι) και ίσως η τελειότερη από τις τραγωδίες του Ευριπίδη. Γράφτηκε το 409 ή 408 π.Χ. κατά τα  τελευταία χρόνια της διαμονής του ποιητή στην Αθήνα. Αποτελούσε τριλογία με τις τραγωδίες “Ονόμαος” και “Χρύσιππος”. Όταν πρωτοδιδάχθηκε, ο Ευριπίδης έλαβε τα δευτερεία. Το δράμα επιγράφεται έτσι από το Χορό που αποτελείται από Φοίνισσες, γυναίκες από τη Φοινίκη, τις οποίες έστειλαν οι Αγηνορίδες ως ακροθίνια (= απαρχές, το εκλεκτό και άριστο μέρος καρπών ή λείας αφιερωμένο στους θεούς), της άλωσης της Τύρου προς το Μαντείον των Δελφών,  για να υπηρετήσουν το θεό Απόλλωνα. Το πώς ευρέθησαν στη Θήβα το διηγούνται αυτές οι ίδιες στην Πάροδο (στ. 202-260). Βλέποντας οι "Φοίνισσες" τη Θήβα πολιορκημένη από τους Αργείους εκφράζουν την ανησυχία τους. Οι “Φοίνισσαι” είναι το μόνο δράμα που περισώθηκε από την ευριπίδεια τριλογία.

Ο μύθος των “Φοινισσών” ήταν ήδη γνωστός στους δυο άλλους τραγικούς (Αισχύλο και Σοφοκλή) αλλά ο Ευριπίδης διασκεύασε αυτόν και προσπάθησε έτσι να αναζωπυρώσει το ενδιαφέρον του κοινού προς την παλιά υπόθεση.
Η Ιοκάστη (= τά α = μενεξέδες, βιολέτες + κάζω, μέλλ. κάσω = στολίζω, κοσμώ, άρα η όμορφη ως μενεξές/βιολέτα ή η στολισμένη με μενεξέδες) έπεισε το γιο της Πολυνείκη να εισέλθει στην πόλη υπόσπονδος και να συνομιλήσει\διαπραγματευτεί με τον αδελφό του Ετεοκλή για τη διανομή της εξουσίας. Αφού αυτός συζήτησε με τη μητέρα του για την πατρίδα, υπόσχεται στον Ετεοκλή πως θα απομακρύνει το στρατό  του απ’ τη χώρα, με τον όρο  να τηρηθούν τα συμπεφωνηθέντα  (Pacta sunt servanda), ήτοι να βασιλεύει ο καθένας τους διαδοχικά από ένα χρόνο. Την πρότασή του επιδοκιμάζει ο Χορός, αλλά ο Ετεοκλής την απορρίπτει ισχυριζόμενος  ότι ο Πολυνείκης έπρεπε να κλείσει τη συμφωνία χωρίς τα όπλα· διαφορετικά φαίνεται ότι αυτός εκβιάστηκε για να τη συνάψει.
Η Ιοκάστη προσπαθεί μάταια να πείσει το γιο της Ετεοκλή να αποδεχθεί τη δίκαιη πρόταση του Πολυνείκη, αυτός όμως μένει άκαμπτος και διατάζει τον αδελφό του να φύγει από την πόλη για να μη τον φονεύσει. Ο μάντης Τειρεσίας (από το ρήμα τείρω = κατατρίβω, ταλαιπωρώ, στενοχωρώ, βασανίζω, καταβάλλω) προμηνύει στον Κρέοντα (από το Κρείων -οντος = αρχηγός, άρχων, κύριος· ρήμα κραίνω = άρχω, εξουσιάζω, είμαι αρχηγός) ότι το μέλλον της πόλης είναι δυσοίωνο. Το θέσφατον απαιτεί να θυσιάσει ο Κρέων το γιο του, τον Μενοικέα (από το μένω + οίκος, διότι δεν εγκατέλειψε την πατρίδα του αλλά θυσιάστηκε γι’ αυτήν) χάριν της πατρίδος. Υποκρινόμενος ότι θα απέλθει στους Δελφούς, ο Μενοικέας αυτοκτονεί. Οι Θηβαίοι φονεύουν τους στρατηγούς των πολιορκητών και τα δύο αδέλφια ετοιμάζονται να μονομαχήσουν. Η δυστυχισμένη μητέρα μαζί με την κόρη της την Αντιγόνη (από το αντί + γένος, αντίθετη στη γενιά της) σπεύδει στον αγώνα αλλά βρίσκει αυτούς θανάσιμα πληγωμένους. Ο Πολυνείκης, ημιθανής, ανασαίνοντας ακόμη, απευθύνει στη μητέρα του αξιολύπητα λόγια παρακαλώντας την να του κλείσει τα μάτια και να τον θάψει. Αλλά η Ιοκάστη όταν αντικρίζει τους δυο γιους της νεκρούς, παίρνει απ’ αυτούς το ξίφος και αυτοκτονεί. Αφού παραλαμβάνει την εξουσία, ο Κρέων διατάζει τον Οιδίποδα (από το οδάω/οδέω = φουσκώνω, είμαι πρησμένος + πούς -δός, άρα ο Φουσκοπόδης) να φύγει από τη χώρα. Ακόμη διακηρύσσει ότι ο Ετεοκλής θα ταφεί με τιμές μέσα στην πόλη, ενώ ο Πολυνείκης θα μείνει άταφος εκτός των ορίων της χώρας, όπως ήταν συνήθεια για τους προδότες, και θα τιμωρηθεί με θάνατο όποιος τολμήσει να θάψει ή συλήσει τον νεκρό. Η Αντιγόνη όμως αρνείται να αποδεχθεί τις αποφάσεις του τυράννου, φιλονικεί μαζί του και κατανεύει να παντρευτεί τον Αίμονα (από το αμα - αματώδης ή αμων -ονος = δαήμων = ειδήμων, έμπειρος), αλλά ακολουθεί με μεγάλη ευσέβεια τον πατέρα της, ο οποίος της προμηνύει ότι πρόκειται να αποθάνει στον Κολονό (είναι η συνέχεια των δύο τραγωδιών του Σοφοκλή “Οδίπους Τύραννος” και Οδίπους πί Κολον).
Αντιλαμβάνεστε τη μεγάλη σημασία που είχε αυτή η “από σκηνής” διδασκαλία για τους ακροατές/θεατές, καθώς ακόμη διαδραματιζόταν επί της ευρείας και πραγματικής σκηνής του Ελληνικού Κόσμου, η φοβερή και ζωντανή Τραγωδία, ο Πελοποννησιακός Πόλεμος.
Όπως η Σπάρτη και η Αθήνα, έτσι και ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης έμπηξαν/κάρφωσαν ο ένας στο στήθος του άλλου αδελφοκτόνο ξίφος και πάνω στα πτώματά τους ξεψύχησε η μητέρα τους Ιοκάστη, όπως και η μητέρα της Αθήνας και της Σπάρτης Ελλάς, θανάσιμα ήδη πληγωμένη από τον αδελφοκτόνο - εμφύλιο πόλεμο έμελλε μετά από λίγο να πέσει νεκρή στη Χαιρώνεια (338 π.Χ.) και στην Κόρινθο (146 π.Χ.).

Οι “ΦΟΙΝΙΣΣΑΙ”, του Ευριπίδη έχουν την ίδια περίπου υπόθεση με τους πτά πί Θήβας” του Αισχύλου αλλά είναι πολύ εκτενέστερες και πλουσιότερες σε επεισόδια. Ο Ευριπίδης συγκέντρωσε σε μια τραγωδία υλικό που άλλοι ποιητές είχαν χρησιμοποιήσει σε πολλές τραγωδίες. Αλλά εκεί που πρωτοτύπησε ήταν στην οικονομία του δράματος. Στους πτά πί Θήβας, ο Χορός συνίσταται από Θηβαίες παρθένες, οι οποίες έντρομες κατέφυγαν στους βωμούς των θεών. Ο Ευριπίδης χρησιμοποίησε παρθένες από τη Φοινίκη, οι οποίες πέρασαν από τη Θήβα καθώς στέλνονταν στους Δελφούς.
Η καινοτομία του αυτή δεν ήταν πολύ επιτυχής, γιατί η οδός των ερχομένων διά θαλάσσης στους Δελφούς (στ. 202) δεν οδηγούσε διαμέσου της Θήβας. Έδινε όμως το πλεονέκτημα στον ποιητή τα χορικά άσματα, το αναφερόμενο στον Κάδμο (στ. 638-689) και την Σφίγγα (στ. 1019-1066) να συσχετίζονται με το πρόσωπο του Χορού.
Στον Αισχύλο δεν μετέχουν της πράξεως ούτε η Ιοκάστη ούτε ο Οιδίπους, ενώ ο Ευριπίδης, σε αντίθεση με την παράσταση του Σοφοκλή, παριστάνει αυτούς να ζουν ακόμη στη Θήβα και καρπώνεται κατάλληλα την παρουσία τους για να δημιουργήσει πιο συγκινητικές σκηνές. Ο ποιητής με τους νεωτερισμούς/καινοτομίες που εισήγαγε και με την τέχνη της γλωσσικής παράστασης κατέστησε το δράμα πιο πλούσιο, πιο συγκινητικό και συγχρόνως περισσότερο ταιριαστό στην αίσθησή μας.

ΟΙ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΩΝ “ΦΟΙΝΙΣΣΩΝ”
Τραγωδία “ΦΟΙΝΙΣΣΑΙ” είχε συνθέσει και ο Φρύνιχος, τραγικός ποιητής του 5ου αιώνα π.Χ., της οποίας η υπόθεση είναι η ίδια με αυτή των “Περσών” του Αισχύλου.
Επίσης για τον κωμικό ποιητή Στράττιν τον Αθηναίο, που άκμασε το 420-390 π.Χ., δραματικό  ποιητή της “Μέσης” αττικής κωμωδίας, αναφέρεται στο Λεξικό του “Σούδα” ότι μια από τις 14 ή 15 κωμωδίες του ήταν οι “ΦΟΙΝΙΣΣΑΙ”, αλλά και ο Αριστοφάνης (445-386) συνέθεσε παρόμοιο έργο, αμφότεροι ίσως για να παρωδήσουν την ευριπίδεια τραγωδία.
Ο Πόπλιος Παπίνιος Στάτιος, 45-96, Ρωμαίος ποιητής από τη Νεάπολη, μιμήθηκε τον Ευριπίδη στο επικό του ποίημα “Θηβαΐς”, με υπόθεση την εχθρότητα των αδελφών Ετεοκλή και Πολυνείκη, σε 12 βιβλία. Χρειάστηκε 12 χρόνια για να συνθέσει το έργο του. Αλλά και ο Λούκιος / Λεύκιος Ανναίος Σενέκας ο Νεώτερος, 4 π.Χ. - 65 μ.Χ., Ρωμαίος πολιτικός, ρήτορας δραματουργός και στωικός φιλόσοφος, έγραψε τραγωδία "ΦΟΙΝΙΣΣΑΙ”, που διασώθηκε αποσπασματικά. Από τους νεότερους χρησιμοποίησε το μύθο ο Βιτόριο Αλφιέρι, 1749-1803, Ιταλός ποιητής δραματουργός με τίτλο: “Polinice” (1781).

ΕΚΚΛΗΣΗ (ΑΠΕΥΘΥΝΣΗ) ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ
«Μή ποιήσητε τερόφθαλμον τήν λλάδα”
Η Μεγαλοψυχία των Φωκέων αλλά και τῶν Λακεδαιμονίων
«λλά μήν τι τήν ναντίαν (ψῆφον)»: μετά τόν Πελοποννησιακόν πόλεμον κατακρατήσαντες ίσχυρς ο Λακεδαιμόνιοι τν θηναίων προέθεντο ψφον περί τν θηναίων τος δίοις συμμάχοις στε ποκρίνασθαι καστον τί βούλεται παθεν τούς θηναίους. Ετα Εανθός τις Θηβαος ψηφίσατο τήν μέν πόλιν ατν κατασκαφῆναι, τήν δέ χώραν μηλόβοτον γενέσθαι, ἵνα ἐκεῖ νέμωνται τά πρόβατα τῶν Βοιωτῶν. οἱ δέ Φωκεῖς ὄντες καί αὐτοί τότε ὑπό τούς Λακεδαιμονίους ἀντέλεξαν, συμβουλεύοντες μή ἑτερόφθαλμον τἠν Ἑλλάδα ποιῆσαι, αἰνιττόμενοι δύο ὀφθαλμούς εἶναι τῆς Ἑλλάδος τήν τε Ἀθηναίων πόλιν καί τήν Λακεδαιμονίων. Καί οὕτω πεισθέντες οἱ Λακεδαιμόνιοι οὐ κατέσκαψαν λοιπόν τήν πόλιν.
(Σχόλια στο “Λόγο 19”,  του Δημοσθένη, 165α.1 - 165α.10,  από το έργο του: “Περί της Παραπρεσβείας”, § 65, 8).

ΠΗΓΗ: εφημερίδα «ΕΒΔΟΜΗ ΤΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ», 6.4.2019, από την στήλη του "ΕΤΥΜΟΛΟΓΩ ΑΡΑ ΥΠΑΡΧΩ - ἄπιτε»!

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:


[1] ρυσιπατρία: η προστασία, η διαφύλαξη, η υπεράσπιση της πατρίδας, των εδαφικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, η ακεραιότητα των εθνικών συνόρων. Παράγεται από το επίθετο ὁ, ἡ ἐρυσίπατρις -ιδος = ο υπερασπιζόμενος την πατρίδα του και τα ζωτικά της εθνικά συμφέροντα. Ετυμολογείται από το ρήμα ἐρύομαι και εἰρύομαι (ιωνικά) μέλλ. ἐρύσομαι = σώζω, φυλάττω, προστατεύω, υπερασπίζω, αποκρούω + ἡ πατρίς -ίδος ή ἡ πάτρα / πάτρη -ης.
Σχηματίστηκε αναλογικά προς τα: ρυσίβιος (προσωνυμία Απόλλωνος),  ρυσιβία (προσωνυμία Δήμητρος), ρυσινηΐς -ίδος  (= η φυλάττουσα και σώζουσα την ναῦν = άγκυρα),  ὁ, ἡ ἐρυσίπτολις -ιδος  (= η προστατεύουσα, η υπερασπίζουσα την πόλιν - προσωνυμία της Αθηνάς -, φύλακας της πόλεως, πολιούχος).
«Πότνι’  θηναίη, ρυσίπτολι, δα θεάων, ἆξον δή ἔγχος Διομήδεος». (= Όμηρος, “ΙΛΙΑΣ”, Ραψωδία ΣΤ΄, στ. 305-306)
(= Σεβαστή Αθηνά, προστάτιδα του κάστρου μας, θεά ξεχωριστή, σπάσε το κοντάρι του Διομήδη).
Αυτή είναι η δέηση / προσευχή της καλλιπαρείου (= με τα ωραία μάγουλα) Θεανώς, ιέρειας της Αθηνάς, κόρης του Κισσέα, γυναίκας του αλογοδαμαστή Αντήνορα, που απευθύνει προς τη θεά Αθηνά, για να απομακρύνει από τα τείχη της Τροίας τον Διομήδη, γιο του Τυδέα, άγριο κονταρομάχο. Αξιοσημείωτη εδώ η μεγάλη θρησκευτικότητα των Ιδεολατρών Προγόνων μας. Σέβονταν τις ΙΔΕΕΣ / ΙΔΑΝΙΚΑ / ΑΞΙΕΣ / ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ, απεχθάνονταν τα ΕΙΔΩΛΑ / ΔΟΓΜΑΤΑ / ΙΔΕΟΛΗΨΙΕΣ, γιατί τα πρώτα αναφέρονται σε ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΣ / ΑΥΤΟΝΟΜΟΥΣ  ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ, ενώ τα δεύτερα σε ΔΟΥΛΟΠΡΕΠΕΙΣ / ΕΤΕΡΟΚΑΘΟΡΙΖΟΜΕΝΟΥΣ.

[2] Πατριδολύμη: ο όλεθρος, ο αφανισμός, η εξολόθρευση, η καταστροφή, η βλάβη, η κακοποίηση, η κακομεταχείριση της πατρίδας. Παράγεται από το ουσ. πατρίς -ίδος + το ουσ. λύμη -ης = όλεθρος, καταστροφή, βλάβη, ζημία, από το ρήμα λυμαίνομαι = καταστρέφω, βλάπτω, αφανίζω. Άλλα παράγωγα: λυμαντήρ - ῆρος = καταστροφέας, λυμαντήριος = ολέθριος, καταστρεπτικός και λυμεών - νος = καταστροφέας, διαφθορέας, εκμεταλλευτής.


ΛΕΞΕΙΣ-ΚΛΕΙΔΙΑ: Ιωαννιδης, πατριδα, πατριδοφιλια, φιλοπατρια
Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ