Η τέχνη της μουσικής στην Νάξο - του Βαγγέλη Κονιτόπουλου


Η τέχνη της μουσικής στην Νάξο

Του Βαγγέλη Κονιτόπουλου


Η Νάξος είναι το μεγαλύτερο νησί των Κυκλάδων, εκεί όπου γεννήθηκε και άκμασε ο πρώτος αρχαίος ελληνικός πολιτισμός, ο λεγόμενος «Κυκλαδικός». Έκτοτε, ξεκινάει η σημαντική ιστορία του νησιού. Οι Νάξιοι πήραν μέρος στη Μάχη του Μαραθώνα. Φεύγοντας από εκεί ηττημένος ο Αρταφέρνης, ο αρχηγός του περσικού στρατού πέρασε και την έκαψε ως αντίποινα, καθώς τη βρήκε αφύλαχτη. Ο πλούτος και η δύναμή της ήταν μεγάλη και σύμβολό της υπήρξε η Ναξιακή Σφίγγα ως αφιέρωμα στο Μαντείο των Δελφών.
Αποτελεί επίσης πατρίδα του Διόνυσου, θεού του κρασιού, του κεφιού και του γλεντιού, ο οποίος κατοικούσε στο παλάτι του θεού Απόλλωνα, ερείπια του οποίου σώζονται έως τις μέρες μας, με τη γνωστή παγκοσμίως «Πορτάρα» - σήμα κατατεθέν της Νάξου. Στον Διόνυσο έκανε «δώρο» την Αριάδνη, τη μονάκριβη κόρη του Μίνωα (βασιλιά της Κρήτης), ο Θησέας, γιος του Αιγέα, ερχόμενος από την Κρήτη, αφού πρώτα νίκησε και σκότωσε τον Μινώταυρο. Ο θεός Διόνυσος παντρεύτηκε την Αριάδνη, και το γλέντι άρχισε με μόναυλους και δίαυλους.
Ύστερα, στο αποκορύφωμα του γλεντιού τη σκυτάλη πήραν οι άσκαυλοι (τσαμπούνες - γκάιντες) και τα τουμπάκια. Μέχρι το 1893, τα παραπάνω σε συνδυασμό με τα σουβλιάρια ή σουράβλια (φλογέρες από καλάμι) ήταν, κατά ένα τρόπο, τα μοναδικά μουσικά όργανα του νησιού.
Το 1772 ήρθε από την Κρήτη κυνηγημένος από τους Τούρκους στη Νάξο ένα εικοσάχρονο παλικάρι με τ’ όνομα Γιώργης Προκοπάκης. Είχε λάβει μέρος στην επανάσταση του Δασκαλογιάννη. Αποβιβάστηκε μαζί με άλλους επαναστάτες στην θέση Μουτσούνα της Ανατολικής Νάξου, ενώ στη συνέχεια εγκαταστάθηκε και δημιούργησε οικογένεια στην Απείρανθο, εκεί όπου οι κάτοικοι του χωριού είναι ως επί το πλείστον Κρήτες. Για να χαθούν τα ίχνη του, άλλαξε το όνομά του από Προκοπάκης σε Κουνιτόπουλος. Χρησιμοποίησε, δηλαδή, το παρωνύμιο «Κουνιτός: Κουνιτόπουλος» (Κουνιτός: χορευταράς). Το παρωνύμιο αυτό εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να υπάρχει στους Προκοπάκηδες της Κρήτης. Εκτός των άλλων, αυτός έπαιζε τσαμπούνα και θεωρείται ο γεννήτορας της μεγάλης μουσικής οικογένειας των Κονιτοπουλαίων, η οποία αριθμεί μέχρι σήμερα οχτώ γενιές μουσικών και είναι, ίσως, η αρχαιότερη μουσική οικογένεια στα Βαλκάνια και στην Ευρώπη (Κουνιτόπουλος: Κονιτόπουλος, 1927). Το τρισέγγονο του Γιώργη Προκοπάκη ή Κουνιτόπουλου, που ανήκε στην πέμπτη γενιά, ήταν εκείνος που έπαιξε πρώτος βιολί το 1893 στη Νάξο. Για τον λόγο αυτό, του κόλλησαν το παρωνύμιο «Βιολιτζής» (Γιώργης Κουνιτόπουλος κι αυτός ή Πουλο[γ]ιώργης). Από τα οχτώ παιδιά του, τρεις έγιναν οργανοπαίχτες (μουσικοί): ο Νικολής (θείος μου), ο Μιχάλης (πατέρας μου) και ο Φλώριος (θείος μου). Οι δύο πρώτοι έπαιξαν βιολί, και ο τρίτος σαντούρι. Είναι δε αυτοί που μαζί με άλλον έναν από το χωριό Κωμιακή της Νάξου, τον Θεοφάνη Παντελιά, δημιούργησαν σχεδόν όλο τον πλούτο της ναξιακής μουσικής παράδοσης. Έγραψαν καινούργιους σκοπούς και τραγούδια, εξέλιξαν δε και ανέπτυξαν μουσικά, με προσθήκες, τα υπάρχοντα, που προέρχονται ως επί το πλείστον από τη Μικρά Ασία, τη Σμύρνη, τα Βουρλά, το Αϊβαλί, την Κωνσταντινούπολη και από άλλα νησιά και περιοχές της ενδοχώρας. Αυτούς τους σκοπούς παρουσιάζω στο παρόν έργο μου, με τίτλο: «Η Τέχνη της μουσικής στη Νάξο, 19ος και 20ος αιώνας».


ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ...

Στις μέρες μας, τα νέα παιδιά που αγαπούν και στηρίζουν την παραδοσιακή μουσική έχουν μαθητεύσει σε ωδεία, μουσικά λύκεια, ΤΕΙ κ.λπ. Για τον λόγο αυτό, έγραψα τον κάθε σκοπό του έργου, σε φορέα ήχου (cd) και σε παρτιτούρα, έτσι ώστε να μπορούν να ακούσουν και να διαβάσουν. Έγραψα ό,τι ακριβώς έχει παίξει το βιολί και το λαούτο, ως και τα ταξίμια. Βεβαίως, το ταξίμι είναι ελεύθερος αυτοσχεδιασμός του μουσικού, όπως ακριβώς ο αμανές για τον τραγουδιστή. Δίνει, δηλαδή, την ευκαιρία σ' αυτόν να δώσει το προσωπικό του στίγμα και συναίσθημα, και να αναδείξει την προσωπικότητα και το ταλέντο του. Συμπληρώνω εδώ ότι, γενικά, η μουσική παράδοση της χώρας μας προσφέρει αυτή την ελευθερία. Προσωπικά, δε, πιστεύω ότι αυτή ακριβώς είναι η δύναμη και η μαγεία της. Δεν μπορεί κανείς να οριοθετήσει και να πει ότι ένα παραδοσιακό τραγούδι είναι «αυστηρά έτσι». Πάντα από τόπο σε τόπο, από εποχή σε εποχή και από μουσικό σε μουσικό ή τραγουδιστή, υπήρχαν και υπάρχουν μικροδιαφορές. Είναι δικαίωμα και μια ελευθερία που προσφέρει η παράδοσή μας και που κάνει τη διαφορά (προς μεγάλη απογοήτευση ορισμένων σκληροπυρηνικών εθνομουσικολόγων, οι οποίοι προσπαθούν να την «καλουπώσουν», για να την ελέγξουν). Το αντίθετο θα είχε ως αποτέλεσμα το τραγούδι και η μουσική μας να καταντήσει μουσειακό είδος και να «πεθάνει». Η παράδοσή μας εξακολουθεί να ζει και να βαδίζει πλάι-πλάι με τη νέα γενιά, εκφράζοντας κάθε φορά, παράλληλα με την πορεία του λαού μας, το σήμερα.
Αναφέρω τα παραπάνω για να εκφράσω την αγάπη και το δέος που νιώθω, κάθε φορά που προσεγγίζω ένα παραδοσιακό τραγούδι ή οργανικό σκοπό, από οποιοδήποτε γεωγραφικό διαμέρισμα της χώρας μας αυτό κι αν προέρχεται.
Κατά την ακρόαση, θα διαπιστώσετε ότι ο δεξιοτέχνης οργανοπαίχτης της εποχής εκείνης δεν επαναλάμβανε ποτέ ένα μουσικό μέρος (πάρτα) με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Σε κάθε επανάληψη, το εμπλούτιζε και το διαφοροποιούσε, έτσι ώστε να αναδεικνύεται ο πλούτος και η ζωντάνια της «θεϊκής» παρουσίας του. Τη σχολή αυτή δημιούργησαν για τη Νάξο οι τρεις μεγάλοι βιολάτορες, που ανέφερα στον πρόλογο, και συνέχισαν οι επόμενοι: Σταμάτης Μπαρδάνης, Λεωνίδας Κονιτόπουλος, Γιώργος Κονιτόπουλος, Μανώλης Μπαρμπεράκης και άλλοι.

Θα ήθελα επίσης να καταθέσω ότι η εναρμόνιση (ακόρντα) των σκοπών και τα ριφ [οι (μ)πενιές, όπως τις λένε αξώτικα] των ρυθμών, είναι δικής μου αντίληψης. Οι δε τονικές, που έπαιζαν τα κομμάτια εκείνη την περίοδο, είναι ακριβώς οι ίδιες.
Η προσπάθειά μου παρουσιάζοντας το έργο τούτο είναι να αναδείξω τη μουσική παράδοση του νησιού μου και, παράλληλα, τους οργανοπαίχτες-βιολάτορες που έζησαν τότε και τη δημιούργησαν. Γι' αυτό και τα περισσότερα κομμάτια τα παρουσιάζω στην οργανική τους μορφή (42 οργανικά + 10 με στίχο = 52). Έτσι κι αλλιώς, όταν έπαιζαν στα γλέντια της εποχής, περισσότερο από το 50% του συνόλου των κομματιών ήταν οργανικά. Οι λόγοι ήταν τουλάχιστον τέσσερις:
α) Έπαιζαν χωρίς τη βοήθεια ηχητικών μηχανημάτων (δεν υπήρχαν). Ως εκ τούτου, οι τονικές που χρησιμοποιούσαν ήταν ψηλές, δηλαδή στη γυναικεία γκάμα φωνής, έτσι ώστε να ακούγονται.
β) Οι λαουτιέρηδες, οι οποίοι είχαν αναλάβει και τον ρόλο του τραγουδιστή, δυσκολεύονταν μέχρι του σημείου να υποφέρουν, αφού τραγουδούσαν σε τόσο υψηλή κλίμακα! Όσο μπορούσαν, λοιπόν, το απέφευγαν. Καταθέτω εδώ ότι, μέχρι το 1955, δεν υπήρχε τραγουδιστής ή τραγουδίστρια στα νησιώτικα τακίμια (ζυγιές). Η πρώτη που τραγούδησε επαγγελματικά ήταν η δεκάχρονη τότε αδελφή μου Αγγελική Κονιτοπούλου.
γ) Οι νησιώτες αγαπούσαν και αγαπούν υπερβολικά το μαγικό αυτό όργανο που λέγεται βιολί, συνεπώς δε χόρταιναν να το απολαμβάνουν.
δ) Σε αρκετούς σκοπούς, τους οποίους έπαιζαν τότε μόνο οργανικά, πολύ αργότερα προστέθηκαν στίχοι. Τους περισσότερους απ’ αυτούς έγραψε ο Γιώργος Κονιτόπουλος (αδελφός μου].

Σημείωση: α) Σε όλους τους σκοπούς του παρόντος έργου, οι οποίοι αποτελούνται από τρία μέρη (πάρτες) και πάνω, υπάρχουν επάνω στην παρτιτούρα σημειώσεις με αριθμούς. (Β.Κ.)

Σημείωση: β) Όπου Β.Κ., Βαγγέλης Κονιτόπουλος, και όπου Α.Τ., Αχιλλέας Τίγκας.

ΛΕΞΕΙΣ: Κονιτοπουλος, Ναξος, Κυκλαδες, μουσικη
Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ