Η άγια Κατακόμβα των Ζαβών, με την τίμια και άγια «κάρα» Ιωάννου του Προδρόμου και Βαπτιστού, σε χρυσωμένο δίσκο, αναμαλλιασμένη, ματωμένη και με μισόκλειστα μάτια, που εγιάτρευε ανθρώπινες κεφαλές. Χριστιανοί και μουσουλμάνοι από κάθε γωνιά της Ανατολής, Τούρκοι, Αρμένιοι, Μαρωνίτες, Κιζιλμπασήδες, Αφσάρηδες, Γιορούκοι, Ταχτατζήδες και Κούρδοι προσέτρεχαν με τάματα - του Στ. Μαρασλή


Η άγια Κατακόμβα των Ζαβών,

με την τίμια και άγια «κάρα» Ιωάννου
του Προδρόμου και Βαπτιστού,
σε χρυσωμένο δίσκο, αναμαλλιασμένη,
ματωμένη και με μισόκλειστα μάτια,
που εγιάτρευε ανθρώπινες κεφαλές.

Χριστιανοί και μουσουλμάνοι
από κάθε γωνιά της Ανατολής,
Τούρκοι, Αρμένιοι, Μαρωνίτες,
Κιζιλμπασήδες, Αφσάρηδες, Γιορούκοι,
Ταχτατζήδες και Κούρδοι
προσέτρεχαν με τάματα…

Του ΣΤΕΛΙΟΥ ΜΑΡΑΣΛΗ,
εκ Σινασού, της θεοσώστου επαρχίας Καισαρείας



Γιόρταζε το μοναστήρι. Είχε πρωτοχρονιά. Ήταν πρώτη του Σεπτέμβρη, αρχή Ινδικτιώνος. Η παμπάλαιη, μαυρισμένη από την πολύχρονη καπνιά, βυζαντινή εκκλησία του με τους άγαρπους σιδηρένιους πολυελαίους, τα σαρακοφαγωμένα στασίδια και τες αλλόκοτες εικόνες που παρίσταναν στεγνούς χλωμούς και ασθενιάρηδες αγίους, εγέμισε με τους μαθητάδες της ιερατικής του σχολής.
Στη μέση της εκκλησιάς, κοντά στο δεσποτικό θρόνο ένα τρίποδο αναλόγιο βάσταζε ένα ογκώδικο, πετσωμένο και λυδιασμένο βιβλίο. Ήταν ο «κώντικας»[1], έτσι με τον ωνομάτισε ο Ιωσήφ-αγάς ο κανδηλάφτης[2].
Μπροστά στον «κώντικα» αραδιαστήκαμε σε τριάδες, όλοι οι πρωτοείσακτοι μαθητές της χρονιάς εκείνης. Είμεθα όλοι, όλοι 19, οι περισσότεροι Καππαδόκες, μερικοί Λαζοί, ένας Βυθινός[3] κι ένας μελχίτης Δαμασκηνός.
Εμένα, πούμουνα μια σπιθαμή, με βάλανε στην πρώτη, τριάδα άκρο αριστερό. Λειτουργούσε ο Δεσπότης μ’ ένα γέρο παππά και δυο νειούς διάκους. Τον δεσπότη πρώτη φορά έβλεπα, και ας ήμουνα κλεισμένος στο μοναστήρι, που να όψωνται αυτοί που μ’ έκλεισαν, πάνω από μιά εβδομάδα.
Ήταν ένας υψηλός, γεμάτος άνδρας, φαλακρός, με μερικές μπούκλες, σαν μαλλιαρά λοφία πίσω στο κεφάλι, με γένεια αραιά και ψαρρά, με μακρουλή σημειωμένη μύτη και μάτια μεγάλα και γουρλωμένα. Η στηθήσια μεταλλική φωνή του αντηχούσε στην εκκλησιά σαν σάλπιγγα δευτέρας παρουσίας.
Ο δεσπότης ας ευλόγαε, οι διάκοι ας ευχολογούσαν, οι ψάλτες ας υμνολογούσαν, εγώ ούτε έβλεπα, ούτε άκουγα. Το παιδιάτικό μου νοσταλγικό πνέμμα[4] πετούσε ακράτητα και φτερούγιζε επίμονα πάνω στα λατρευτά μου λημέρια, το χωριό μου, το σπήτι μου, την εκκλησιά μας.
Από το βαθύ μου αυτό ονειρόπαρμα με συνέφερε ο κανδηλάφτης, που μ’ έπιασε από το χέρι και με ωδήγησε στον δεσπότη. Ο δεσπότης γονατιστόν με διάβασε μιά κοντή ευχή και μ’ ένα ψαλλίδι[5] κούρεψε από την κορφή του κεφαλιού μου, δυό τουφίτσες μαλλί, άκουσα ύστερα ένα ηχηρό «άξιος, άξιος» και γύρισα στον τόπο μου. Είχα χειροτονηθή αναγνώστης.
Τότε ζύγωσε στον «κώντικα» ο δάσκαλος της ψαλτικής, τον άνοιξε και άρχισε μονά, μονά και κοφτά να απαγγέλλη με στόμφο και να καταγράφη:
—«Αύξων αριθμός 511, Στυλιανός Μαράσογλους. Εδώ τον διέκοψε ο δεσπότης και πρόσταξε βροντερά: «Όχι «ογλούς», γράφτον «Μαρασλής»... και συνέχισε ο δάσκαλος: «του Ιωάννου και της Ελισσάβετ, ετών 13, εκ Σινασσού, Θεοσώστου, επαρχίας Καισαρείας».
Με τον ίδιο τρόπο κουρεύτηκαν αναγνώστες και οι άλλοι νέοι μαθητές και καταχωρίστηκαν στον «κώντικα».
Ανήμερα του αγι-Νικήτα στις 16 του Σεπτέμβρη άρχισαν τα μαθήματα του σχολειού του μοναστηριού. Η θέσι μου στην τάξι ήταν καθωρισμένη. Στο τρίτο διθέσιο θρανίο ήταν καρφιτσωμένο ένα χαρτούδι με τον αριθμό 511. Σύντροφό μου είχα ένα όμορφο καλογεράκι. Γενεια δεν είχε το μουστάκι του πήρε κι ίδρωνε. Ήταν δεν ήταν εικοσάχρονο, καθαρό, κατακάθαρο, και καλοντυμένο. Ένα τσόχινο εντερί, ένα κοντό ράσο, μιά ζώνη κεντητή με σταυρούς κι ένα χαμηλό σκουφί, που μόλις χωρούσε και συγκρατούσε ένα χονδρό κότσο μαύρα μαλλιά. Έμοιαζε κορίτσι ένα κορίτσι χλωμό, λεπτό και εύθραυστο.
Μ’ έσφιξε το χέρι το καλογεράκι άτενιζοντάς με μέ τα εκφραστικά μεγάλα του μάτια γεμάτα συμπάθεια και μούπε: «Μη στενοχωριέσαι. Θα μοιρασθούμε και θα αντιμετωπίσουμε μαζύ και αδελφικά την πίκρα της φυλακής μας».


Την ιστορία του το καλογεράκι, ο πάτερ-Αμβρόσης, όπως τον καλούσαν οι συνταξιώτες μου, που του εσέβοντο και τον αγαπούσαν μού την διηγήθηκε ένα απομεσήμερο Κυριακής, καθισμένοι, σ’ ένα ξύλινο πάγκο της αυλής του μοναστηριού, κάτω από μια γέρικη ζυζιφιά [12].
Ήταν Λαζός από τα Κορήαννα της Τορούλης. Μικρόν τον πήρε κοντά του ο θειός του, ο ηγούμενος του μοναστηριού της Γωδάναγιας, για να λαφρώση λίγο τον αδελφό του, που δύσκολα ζούσε την εφτάμελη φαμίλια του. Στο μοναστήρι αυτό μεγάλωσε ο πάτερ-Αμβρόσης, έμαθε γράμματα κι’ ο ηγούμενος τον έστειλε εδώ να σπουδάση γιατί τον προώριζε διάδοχό του.
— «Γελάσθηκε και γελιέται, μού πρόσθεσε το καλογεράκι, ο σοφός μου θείος που με διάλεξε και επιμένει να μ’ αφίση διάδοχό του στο μοναστήρι του, στέλνοντας με εδώ για σπουδή. Δεν είμαι για γράμματα, Στέλιο, ούτε για το τρανό αξίωμα του ηγουμένου, που τώχει τόσα χρόνια και επάξια ο αγιώτατος γέρος μου. Εγώ είμαι ένας αμαρτωλός, αδύναμος, δειλός και άτολμος. Είμαι πάντα ο στερνός στη τάξι. Ήθελα να μείνω στο μοναστήρι της Γωδάναγιας. Θέλω τώρα δα να γυρίσω εκεί και απλός καλόγερος να δουλέψω πιστά φροντίζοντας τα περιστέρια και τα μελίσσια του, μα και τές όμορφες και πυκνές ροδοδάφνες του που στεφανώνουν τον ιερό του. Απόκαμα, δεν βαστώ πειά μ’ αυτούς τους τρελλούς και μανιακούς, που φέρνουν κάθε μέρα για γιατρειά και σωμό οι πιστοί και ευλαβείς προσκυνητές της αγίας κατακόμβας, σ’ αυτήν που μ’ έταξε ο δεσπότης μας, χρόνος τώρα, επόπτη και επίτροπο».
Την άγια - Κατακόμβα[6] στην οποία ο πάτερ-Αμβρόσης ήτο επίτροπος και επίτροπος και επόπτης την λέγανε στο μοναστήρι «κατακόμβα των ζαβών». Ήταν ένα ευρύχωρο οπωσούν παρεκκλήσι υπόγειο, μονόλιθο, πετροκομμένο, κάτω από τα θέμελα της εκκλησιάς του μοναστηριού. Κατέβαινε κανείς σ’ αυτό με δέκα σκαλοπάτια, πετροκομμένα κι αυτά. Ένας μικρός του φεγγίτης εφώτιζε φτωχικά το μοναδικό εικόνισμά του, που παρίστανε, σε φυσικό μέγεθος, την τίμια και άγια «κάρα» Ιωάννου του Προδρόμου και Βαπτιστού, σε χρυσωμένο δίσκο, αναμαλλιασμένη, ματωμένη και με μισόκλειστα μάτια. Ήταν ξακουστή στα πέρατα της Ανατολής η εικόνα αυτή με τα θαύματά της. Η πανίερη κεφαλή του Προδρόμου εγιάτρευε θολωμένες, τρικυμιασμένες και μανιασμένες ανθρώπινες κεφαλές. Χριστιανοί και μουσουλμάνοι από κάθε γωνιά της Ανατολής, Τούρκοι και Αρμένιοι, Μαρωνίτες και Κιζιλμπασήδες, Αφσάρηδες και Γιορούκοι, Ταχτατζήδες και Κούρδοι με καμήλες και αραμπάδες προσέτρεχαν στην θαυματουργή εικόνα με πλούσια αφιερώματα και τάμματα, ζητώντας την γιατρειά των δικών των και την σωτηρία των από τη ζαβοσύνη.
Πενήντα κελλιά από τα διακόσια του μοναστηριού ήσαν πάντα ετοιμασμένα να δεχθούν τους προσκυνητές αυτής, που αποτελούσαν το κύριο εισόδημα του μοναστηριού. Το καλογεράκι εφρόντιζε για την καθαριότητα των κελλιών και της κατακόμβας και την τακτοποίησι των προσκυνητών εις τα πρώτα και των ήμερων τρελλών στη δεύτερη, έπαιρνε τα αφιερώματα και τα τάμματα[7], τα καταχωρούσε σε βιβλίο και τα παράδιδε κάθε βράδυ στον οικονόμο του μοναστηριού. Τους μανιακούς τούς τακτοποιούσε στην κατακόμβα ο «σωφρονιστής» τακτικός υπάλληλος του μοναστηριού, δένοντας τους με αλυσσίδες[8].
Γιέμιζα[9] και δεύτερο χρόνο στο μοναστήρι. Είμαστε πάντα συνταξιώτες και συνδρανίτες[10] με τον πάτερ - Αμβρόση, που μέρες τώρα ήταν βαρειά λυπημένος και βαθειά μελαγχολικός. Μάταια οι συνταξιώτες[11] μου κι εγώ θέλαμε να του διασκεδάσουμε την μαύρη του καταχνιά. Αυτός απέφευγε την συντροφιά μας και ζητούσε την μοναξιά. Παράτησε τα βιβλία και το διάβασμα. Το μαυροκάρδισμά του αυτό, λέγανε, πως τον τυράννευε αφ’ ότου απολύθηκε από επίτροπος της κατακόμβας. Ο δεσπότης στον τόπο του έβαλε ένα από τους διάκους του. Κανείς δεν ήξευρε γιατί απολύθηκε. Μόνο μια μέρα ο καθηγητής Θεολόγος, ένας ανάποδος κατσουφιάρης και άγριος παππάς, κατσάδιασε άσχημα και σκληρά το καλογεράκι, που δεν ήξευρε το μάθημά του.
— «Ηλίθιε, τούπε, με την ηλιθιότητά σου αυτή έχασες την εμπιστοσύνη του δεσπότη και τη ζηλευτή σου θέσι στη κατακόμβα».
Μιά Κυριακή πολύ πρωί ο Ιωσήφ-αγάς ο κανδηλάφτης βρήκε κρεμασμένο από τον μεσαίο βασιλικό πολυέλαιο της εκκλησιάς του μοναστηριού τον άτυχο και πονεμένο πάτερ Αμβρόσην. Κρεμάσθηκε σχίζοντας σε λωρίδες ένα παληό υφαντό πετραχήλι.
Τον θάψανε χωρίς παππά και θυμιατό, λίγα μέτρα μακρυά από το νεκροταφείο του μοναστηριού. Στα εννηάμερά του, όλοι εμείς οι συνταξιώτες του, ύστερα από άδεια και έγκρισι του δεσπότη, που μάς δόθηκε με πολλά προσκυνήματα και παρακάλια, μπήξαμε στον νωπό του τάφο ένα ξύλινο σταυρό.
Έτσι πέθανε και χάθηκε από τον κόσμο, το καλό και αγαθό καλογεράκι ο πάτερ-Αμβρόσης με μοναδικό κρίμα στη ζωή του την αυτοκτονία του. Ο Θεός ας τον συγχωρήση.

Σέρραι.

ΠΗΓΗ: ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ 1956.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:


[1] Κώδικας.
[2] καντηλανάφτης
[3] Βιθυνός < Βιθυνία..
[4] Πνεύμα.
[5] Ψαλίδι.
[6] Κατακόμβη.
[8] Αλυσίδες.
[9] Γέμιζα.
[10] Συνδρανίτες = συνεδρανίτες στο ίδιο έδρανο, θρανίο.
[11] Συνταξιώτες = στην ίδια τάξη, συμμαθητές.
[12] τζιτζιφιά.


ΛΕΞΕΙΣ: αγια Κατακομβα των ζαβων, ζαβος, τιμια, αγια καρα Ιωαννου του Προδρομου, Βαπτιστης, χρυσωμενος δισκος, αναμαλλιασμενος, ματωμενος, ματια, κεφαλη, Χριστιανοι, μουσουλμανοι, Ανατολη, Τουρκοι, Αρμενιοι, Μαρωνιτες, Κιζιλμπασηδες, Αφσαρηδες, Γιορουκοι, Ταχτατζηδες, Κουρδοι, ταμα, ΜΑΡΑΣΛΗΣ, Σινασος, Καισαρεια, μοναστηρι, πρωτοχρονια, Σεπτεμβριος, Ινδικτιων, βυζαντινη εκκλησια πολυελαιος, αγιος, ιερατικη σχολη, δεσποτικος θρονος, κωντικας, Ιωσηφ αγας, κανδηλαφτης, Καππαδοκες, Λαζοι, Βυθινος, μελχιτης Δαμασκηνος, δεσποτης, ευχη, ψαλιδι, μαλλι, αξιος, χειροτονια, αναγνωστης, ψαλτικη, Μαρασογλους, ογλους, Σινασσος, κουρεμα, αγιος Νικητας, φυλακη, καλογερακι, πατερ Αμβροσης, Λαζος, Κορηαννα, Τορουλη, Γωδαναγια, μοναστηρι Γωδαναγιας, κατακομβη, παρεκκλησι, υπογειο, μονολιθο, μανια, Χριστιανος, μουσουλμανος, Τουρκος, Αρμενιος, Μαρωνιτης, Κιζιλμπασης, Αφσαρης Γιουρουκοι, Γιουρουκος, Ταχτατζης, Κουρδος, καμηλα, αραμπας, θαυμα, θαυματουργη εικονα, γιατρεια, ζαβοσυνη, κελλι, προσκυνητης, κελι, ημερος τρελος, μανιακος, σωφρονισμος, αλυσιδα, μελαγχολια, κρεμαλα. απαγχονισμος, πετραχηλι, εννιαμερα, σταυρος, Σερρες, καντηλαναφτης, Βιθυνια
Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ