Οι Ακατάλυτοι
Δεσμοί
Ποντίων και Κρητικών
Του αντιπλοιάρχου
(Ε.Α) Π.Ν., Χρήστου Γιανταμίδη
Σύμφωνα με ιστορικές πηγές, οι
Πόντιοι και οι Κρητικοί συνδέονται με δεσμούς άμεσης φυλετικής καταγωγής. Πάνω
από χίλια χρόνια (*) συνδέουν τις δύο αυτές Ελληνικές ακριτικές περιοχές. Οι δεσμοί
αυτοί έχουν τις ρίζες τους από το 961 μ.Χ όταν στον θρόνο της Βυζαντινής
αυτοκρατορίας ήταν ο Ρωμανός Β’ (959-963), ο οποίος όρισε τον έμπειρο στους
Βυζαντινο-αραβικούς πολέμους στρατηγό του Βυζαντίου Νικηφόρο Φωκά (μετέπειτα
Αυτοκράτορα του Βυζαντίου) να ανακαταλάβει την Κρήτη από τους Άραβες –
Σαρακηνούς της Ισπανίας τους Μοζάραβες.
Ο περίφημος στρατηγός Νικηφόρος
Φωκάς κατάφερε να ανακαταλάβει τον Χάνδακα (Ηράκλειο) και στην συνέχεια όλη την
Κρήτη μετά από σκληρές μάχες την 7η Μαρτίου του 961, τερματίζοντας
έτσι την Αραβική επί 136 χρόνια κατοχή της μεγαλονήσου. Στο μακροχρόνιο αυτό
διάστημα οι βάρβαροι αυτοί κατακτητές είχαν καταφέρει να αλλοιώσουν τον
δημογραφικό χαρακτήρα της νήσου με εποικισμούς, βίαιους εξισλαμισμούς και
σφαγές. Σχεδόν εκμηδένισαν τον γηγενή Χριστιανικό πληθυσμό που στην συντριπτική
του πλειοψηφία ήταν Έλληνες. Πολλοί από τους Χριστιανούς που είχαν κατορθώσει
να γλυτώσουν από τις σφαγές και τον εξισλαμισμό είχαν πουληθεί ως δούλοι στα
σκλαβοπάζαρα. Μετά την απελευθέρωση της νήσου, ο Νικηφόρος Φωκάς βρήκε άδειες
πόλεις και φρούρια, κατεστραμμένες εκκλησίες και μοναστήρια, έρημους οικισμούς
και αγρούς. Η πλειοψηφία των κατοίκων που είχε παραμείνει στην Κρήτη μετά την
απελευθέρωσή της ήταν μουσουλμάνοι και ως εκ τούτου εχθρικά διακείμενοι έναντι
του Βυζαντίου. Τότε ο Νικηφόρος Φωκάς διαπίστωσε ότι για να συνεχίσει η Κρήτη
να είναι Βυζαντινή επαρχία, πιστή στον θρόνο της Πόλης και για να αποφευχθεί η
νέα ανακατάληψή της από τους Σαρακηνούς, θα έπρεπε να εποικισθεί το συντομότερο
δυνατόν με Χριστιανικό πληθυσμό, πιστό στον αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης.
Με διαταγές μεταφέρθηκαν από τις Βυζαντινές
επαρχίες του Πόντου στην Κρήτη, δεκάδες χιλιάδες έποικοι όπως και δεκάδες
οικογένειες ευγενών, προερχόμενοι από την ισχυρή αριστοκρατία της τότε ανθούσας
Τραπεζούντας, με σκοπό την διατήρηση ενιαίου του Ελληνικού – Χριστιανικού
στοιχείου του νησιού που είχε εξανδραποδιστεί από τους κατακτητές. Παρακάτω,
αναφέρονται ενδεικτικά μερικά ονόματα από τα διασωθέντα ιστορικά, όπως ο
Ιωάννης Φωκάς, συγγενής του αυτοκράτορα που κατάγονταν από τον Πόντο και από
αυτήν την οικογένεια προήλθε αργότερα το γένος Καλλέργηδων που σημάδεψε έντονα
την ζωή του νησιού, ο Λουκάς Λιτίνος, ο Ευστάθιος Χορτατζής, ο γενάρχης των
Χορτατζήδων, ο Κορνάρος, ο Δημήτριος Βλαστός, ο Μαρουλάς, ο Μαρίνος Σκορδίλης,
ο Φίλιππος Γαβαλάς, ο Ανδρέας Μελισσηνός, ο Λέων Μουσούρος, ο Κωνσταντίνος
Βαρούχας, ο Θωμάς Αρχαλέας, ο Νικηφόρος Αργυρόπουλος, ο Αγιοστεφανίτης, ο
Ματθαίος Καφάτος και άλλοι ενώ ακόμα και σήμερα υπάρχουν κάτοικοι που φέρουν τα
παραπάνω επώνυμα.
Παράλληλα, ο Νικηφόρος Φωκάς
ανέθεσε στον Τραπεζούντιο άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη (ιδρυτή του Αγίου Όρους και
της Μονής Μεγίστου Λαύρας το 961-963) και στον Πόντιο ιερομόναχο άγιο Νίκωνα
τον «Μετανοείτε», το δύσκολο έργο της επιστροφής του ντόπιου πληθυσμού της
Κρήτης από τον Ισλαμισμό στον Χριστιανισμό. Ο Άγιος Νίκων ο «Μετανοείτε»
γεννήθηκε στον Πόντο το 920 και αποτέλεσε μία από τις πλέον σημαντικές μορφές
του μοναχισμού ενώ ήταν και ένας από τους κυριότερους ιεραπόστολους για την
διάδοση της Χριστιανικής πίστης και η προσωνυμία του οφείλεται στο συνεχές
κήρυγμά του «Μετανοείτε». Σε ηλικία 36 ετών, η φήμη του είχε εξαπλωθεί σε όλη σχεδόν
την Βυζαντινή αυτοκρατορία και ως εκ τούτου, ο Νικηφόρος Φωκάς τον κάλεσε στην
Κρήτη μετά του Αγίου Αθανασίου τον Αθωνίτη ώστε να συμβάλλουν μαζί στην
αναζωπύρωση και επαναφορά του Χριστιανισμού στους κατοίκους της μεγαλονήσου. Ο
Άγιος Νίκων παρέμεινε στην νήσο για επτά χρόνια όπου έγινε γρήγορα αγαπητός και
σεβαστός παρά την αρχική αρνητική αντίδραση των Κρητών. Με ορμητήριο την παλαιά
πρωτεύουσα της νήσου την Γόρτυνα, περιόδευσε σε όλο το νησί κηρύσσοντας το ιερό
Ευαγγέλιο του Χριστού, μετέτρεψε τα τζαμιά σε εκκλησίες, μόρφωσε και
χειροτόνησε ιερείς, ίδρυσε μοναστήρια, έκτισε εκκλησίες με γνωστότερη αυτή της
Αγίας Φωτεινής. Τέλος, αφού έφερε σε πέρας την αποστολή που του ανατέθηκε από
τον Νικηφόρο Φωκά να επαναφέρει τον Χριστιανισμό στην νήσο, αναχώρησε από
αυτήν, για να συνεχίσει την Ιερά αποστολή του στην νότια Ελλάδα, με τελικό
προορισμό την Σπάρτη, όπου πέθανε το 998 και αποτελεί τον πολιούχο της μέχρι
και σήμερα.
Η δεύτερη μαζική εποίκηση της
Κρήτης πραγματοποιήθηκε κατά τα έτη του Αλεξίου Β’ Κομνηνού, το 1182 και του
Ισαάκιου Κομνηνού το 1183.
Η τρίτη μαζική εποίκηση έγινε το
1414 όπως αναφέρει ο Νουαρέ (Documenti Inectis, 1892, σελίδα 225) που γράφει
χαρακτηριστικά ότι ο αρχηγός των Τραπεζουντίων του Πόντου, Αβράμιος Αρμίητος,
υπέβαλε αίτηση τον Φεβρουάριο του 1414 προς την ενετική σύγκλητο όπου ζητούσε
να εγκατασταθούν 880 οικογένειες από την Τραπεζούντα του πόντου στην Κρήτη. Η
σύγκλητος δέχτηκε την αίτηση και έχτισαν χωριό με την ονομασία Τραπεζούντα
κοντά στην Σητεία το οποίο καταστράφηκε ολοσχερώς από τις πειρατικές επιδρομές
του Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα. Βρέθηκε μάλιστα και παράσταση με τον μονοκέφαλο αετό
των Κομνηνών της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, ενώ γύρω στο 1648 το χωριό
ερημώθηκε και σήμερα ελάχιστα μόνο ερείπια διασώζονται.
Η τέταρτη μαζική μετακίνηση
Ποντίων στην ενετοκρατούμενη Κρήτη έγινε το έτος 1461 όταν η αυτοκρατορία της
Τραπεζούντας κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς Τούρκους. Τότε πλήθος Ποντίων
ευγενών και λογίων εγκαταστάθηκε στην Κρήτη και πολλοί από αυτούς διέπρεψαν στο
εμπόριο, τις τέχνες και τα γράμματα. Ενδεικτικά αναφέρονται οι: Ζαχαρίας
Σκορδίλης, Νικόλαος Παπαδόπουλος και ο γνωστός σε όλους μας μέγας φιλόσοφος και
λόγιος, ο ποντιακής καταγωγής Γεώργιος ο Τραπεζούντιος, ο οποίος έμεινε γνωστός
στην ιστορία για την συμβολή του στην διάσωση και διάδοση των αρχαίων Ελληνικών
κειμένων, συντελώντας μαζί με τους άλλους λόγιους του Βυζαντίου στην
αναγέννηση της Δύσης. Επίσης, έμεινε γνωστός και για την προσπάθειά του να
προσηλυτίσει στον Χριστιανισμό τον σουλτάνο Μωάμεθ Β’ τον πορθητή, ενώ χάρη
στις ικανότητές του, το πνεύμα και την μόρφωσή του κατέλαβε πλήθος αξιωμάτων
στην Ιταλία. Ήταν γνωστός για τις Αριστοτελικές του απόψεις και την
αντιπαράθεσή του με τον μεγάλο Τραπεζούντιο λόγιο Βησσαρίωνα.
Η πέμπτη και τελευταία μαζική
εγκατάσταση Ποντίων στην Μεγαλόνησο έγινε τα νεότερα χρόνια, κατά την ανταλλαγή
πληθυσμών το 1923 μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, όταν πολλές ποντιακές
οικογένειες προσφύγων εγκαταστάθηκαν στην λεβεντογέννα Κρήτη όπου βρήκαν
καταφύγιο στο φιλόξενο αυτό νησί, έμειναν εκεί, ρίζωσαν, προόδευσαν και
πολιτογραφήθηκαν ως Κρητικοί.
Οι ιδιαίτερες σχέσεις Ποντίων και
Κρητικών συνεχίστηκαν και μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους όπου
κυρίως μετά το 1800, πλήθος Ποντίων πολέμησε και σκοτώθηκε για την απελευθέρωση
της Κρήτης. Ενδεικτικά αξίζει να αναφερθεί ο Πόντιος πολέμαρχος Αλέξιος
Μαυροθαλασσίτης, ο οποίος με τους πολεμιστές του κατέφτασε στο νησί για να
βοηθήσει τους Κρήτες αδελφούς στον αγώνα τους για να ελευθερωθούν από τον
Τουρκικό ζυγό. Δεν πρέπει να παραλείψουμε τον ποντιακής καταγωγής Μιχαήλ Αφεντούλη,
ο οποίος ως απεσταλμένος του Αλεξάνδρου Υψηλάντη στην Κρήτη, επιχείρησε να
οργανώσει την εκεί Ελληνική επανάσταση το 1821, αλλά δεν τα κατάφερε λόγω της
διαμάχης των ντόπιων καπεταναίων.
Η ποντιακή παρουσία στην Κρήτη
αποδεικνύεται και από πλήθος τοπωνυμίων που υπάρχουν ακόμα και σήμερα όπως τα
χωριά Τραπεζούντα, Αρμενικά, Μαρουλάς, Αργυρούπολη, Σκορδίλη, Αρμένοι, Βαρβάρα
(από την Αγία Βαρβάρα), Τσακώνη, Λιθίνες, κλπ. που ιδρύθηκαν από εποίκους
Βυζαντινών επαρχιών του Πόντου. Επίσης, αποδεικνύεται και από αρχαιολογικά
ευρήματα όπως τα ερείπια της Τραπεζούντας στην Σητεία, το οικόσημο του
μονοκέφαλου αετού των Μεγαλοκομνηνών, της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας που
φυλάσσεται στο αρχαιολογικό μουσείο του Ηρακλείου. Ομοιότητες υπάρχουν ακόμη
και στους χορούς, στα μουσικά όργανα, στις στολές, στα τραγούδια όπως η σχέση
μαντινάδας και ποντιακού διστίχου καθώς και της ποντιακής και κρητικής λύρας,
στο γλωσσικό ιδίωμα, στα ταφικά ήθη και έθιμα και σε άλλα λαογραφικά στοιχεία..
Ο καθηγητής Ρωμαίος αναφέρει ότι στην Κρήτη και στην Κύπρο, τα ακριτικά
τραγούδια του Πόντου και της Καππαδοκίας τραγουδούνταν, επηρεάζοντας έτσι άμεσα
τα αντίστοιχα της Κρήτης, θυμίζοντας τις παλιές ηρωικές εποχές των Ακριτών του
Βυζαντίου.
Την ίδια άποψη έχουν και
επεκτείνουν και άλλοι ιστορικοί. Ο Νικόλαος Παπαδάκης στο λεύκωμά του «Η
Σητεία, η Πατρίδα του Μύσωνα και του Κορνάρου» (Σητεία, 1980) αναφέρει και άλλους
οικισμούς που έχουν τις ρίζες τους στον μακρινό Πόντο που πραγματοποιήθηκαν
κατά τους Βυζαντινούς και Βενετσιάνικους χρόνους καθώς επίσης εκφράζει την
άποψη πως ο Τζιάκομο Κορνάρος πατέρας του Ανδρέα και του Βιντσέντζου ήταν
κάτοικος της κρητικής Τραπεζούντας. Η άποψη αυτή δεν απέχει από την ιστορική
αλήθεια καθώς αν προσέξουμε στον «Ερωτόκριτο» θα βρούμε πολλές λέξεις και
εκφράσεις που μοιάζουν με ποντιακές εκφράσεις και που δεν βρίσκονται πουθενά
αλλού στον Ελλαδικό χώρο με τέτοιες ομοιότητες. Ενδεικτικά αναγράφονται οι
παρακάτω λέξεις: κομπώνω, καματερόν, κρούζω, ο ψέλλον, ενέγκασα, γενέα, χοχλίδιν,
οξύδιν, γούλα, αφονηρούμαι, λιγώνω, αναθεματίζω, κούτσα, κόθρος, αρμεγάδι, πρωτογάλι,
χάλκωμαν, εξάζω, κλπ.
Μελετώντας λοιπόν την ιστορία,
διαπιστώνουμε τους ακατάλυτους δεσμούς που υπάρχουν ανάμεσα στον Ποντιακό και
Κρητικό λαό, οι οποίοι τεκμηριώνονται με ιστορικά δεδομένα.
ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 18.2.2020.
(*) ΣΧΟΛΙΟ Γ. Λεκάκη: Ο συγγραφέας εστιάζει στην σύγχρονη Ιστορία. Διότι η ανοικτή γραμμή / σχέση Κρήτης - Πόντου ανιχνεύεται τουλάχιστον από την μινωική εποχή...
ΛΕΞΕΙΣ: Ποντιοι, Κρητικοι, Γιανταμιδης, Ποντος, Κρητη, 961 μΧ, Βυζαντινη Αυτοκρατορια, Ρωμανος Β, 959, 963, Βυζαντιο, αραβες, Νικηφορος Φωκας, Αυτοκρατορας Βυζαντιου, Σαρακηνοι, Ισπανια, Μοζαραβες
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook