Μια μάχη στην ράχη του Λεχόβου Φλωρίνης στον Μακεδονικό Αγώνα - του Χαρ. Φίτζιου


Μια μάχη στην ράχη
του Λεχόβου Φλωρίνης
στον Μακεδονικό Αγώνα

Του δημοδιδάσκαλου ΧΑΡΙΛΑΟΥ ΦΙΤΖΙΟΥ (*) 

Ύστερα από το θάνατο του οπλαρχηγού Καπετάν Φούφα, κι αφού πέρασαν λίγες μέρες, έφθασαν στη Λόμνιτσα άλλα δυο σώματα των αρχηγών Γκούρα και Ζάκκα με σκοπό αφού ενωθούν τα τρία μαζί να πάνε μέσω Λεχόβου στο Μορίχοβο, όπου ήταν και ο προορισμός τους... Ο ερχομός των ελληνικών αυτών σωμάτων στη περιφέρεια Λοσνίτσης είχε μαθευτεί και γι’ αυτό το κέντρο του Μοναστηριού ανησυχούσε για την αργοπορία. Από τα γεγονότα απεδείχθη πως τα σώματα είχαν προδοθή, το πώς και από ποιόν δεν μαθεύτηκε. Ο τουρκικός στρατός βρισκόταν σε διαρκή κίνηση ψάχνοντας να βρή τα κρησφύγετα των ανταρτών. Τις κινήσεις αυτές του τουρκικού στρατού, τις είχαν πληροφορηθή τα σώματα και γι’ αυτό δεν μπορούσαν να προχωρήσουν για να φθάσουν στον προορισμό τους.



Το 1907...

Ξαφνικά, στις 13 Ιουνίου 1907, από το πρωί, είδαν αρκετό τούρκικο στρατό στα γύρω δάση να ψάχνη προσεκτικά όλη την η μέρα και κατά το βράδυ κατέβηκε στο χωριό. Ήταν ο στρατός της Κλεισούρας και το στρατιωτικό απόσπασμα που έμενε στο μικρό Βλάτση με δύναμη 19 στρατιώτες μαζί με τον σαλπιγκτή και τον επικεφαλής του λοχία. Ο αξιωματικός που διοικούσε τα δυο αποσπάσματα, αφού εξέτασε μήπως υπάρχουν στο χωριό αντάρται ή μήπως είδαν να περνούν έξω από το χωριό κι αφού βεβαιώθηκε πως δεν υπήρχαν τέτοια στοιχεία, ζήτησε κατάλυμα για το στρατό, γιατί σκόπευε να διανυκτερεύση στο Λέχοβο. Πραγματικά η εθνική επιτροπή που ήταν βεβαία πως δεν υπάρχει τίποτε το ύποπτο στο χωριό από αυτό, γιατί αν συνέβαινε κάτι τέτοιο θα το ήξευρε, χορήγησε το σχολείο κι’ ένα αρκετά ευρύχωρο οίκημα στη μέση ακριβώς του χωριού, για τους στρατιώτες. Στον αξιωματικό δε δόθηκε ιδιαίτερο κατάλυμα. Αν το πρωί ο στρατός έκαμνε έρευνα μέσα κι’ έξω από το χωριό άδικα θα κόπιαζε γιατί εκείνη την ημέρα δεν βρισκότανε κανένας αντάρτης και γι’ αυτό όλοι οι κάτοικοι ήσαν ψύχραιμοι και ήσυχοι.
Φαίνεται όμως πως ο αξιωματικός κατάλαβε πως δεν υπάρχει τίποτε το ύποπτο και γι’ αυτό δεν έκαμε και έρευνα, αλλά αφού συγκέντρωσε τους κατοίκους μίλησε σ’ αυτούς δίνοντας συστάσεις και συμβουλές, να μη δέχωνται τέτοια κακοποιά στοιχεία στο χωριό ή αν τυχόν τα έβλεπαν έξω να ειδοποιούν αμέσως την κυβέρνηση για να μη πάθη το χωριό καμμιά ζημία. Ύστερα από αυτά ο στρατός της Κλεισούρας έφυγε για τον τόπο του, το δε απόσπασμα για το Μικρό Βλάτση, αφού πήρε για οδηγό τον αγροφύλακα Νικόλαο Σιανόπουλο. Από την έρευνα που έγινε φάνηκε πως τα σώματα είχαν προδοθή και πως οι Τούρκοι γνώριζαν ίσως και την δύναμή τους και υπέθεταν πως σίγουρα θα τα εύρισκαν στο Λέχοβο γι’ αυτό έγινε και η σχετική έρευνα, όχι όμως και μέσα στο χωριό από φόβο ίσως.


ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ για το ΛΕΧΟΒΟ, ΕΔΩ.

Την ίδια ακριβώς νύχτα που ο τουρκικός στρατός διανυχτέρευε στο Λέχοβο, έφθασαν στα γύρω βουνά κατά τα ξημερώματα και λημέριασαν σε μέρη ακατάλληλα γιατί τα πήρε η μέρα και δεν πρόφθασαν να πάνε στα καθαυτό λημέρια. Καταυλίσανε, τοποθέτησαν σκοπούς και καραούλια κι’ όλα αυτά χωρίς η τοπική επιτροπή να γνωρίζη το παραμικρό για τον ερχομό τους. Πολλοί από τους κατοίκους βρέθηκαν πολύ πρωί έξω από το χωριό για να ξεπροβοδίσουν τον στρατό.
Ύστερα από την αναχώρηση του στρατού, ωρισμένα μέλη της επιτροπής πήγαν περίπατο προς το βορειοδυτικό μέρος του χωριού για να συζητήσουν διάφορα θέματα που τους απασχολούσαν. Δεν πέρασε πολύ ώρα και βλέπουν να κατεβαίνη από το βουνό ο οδηγός της Κλεισούρας με το ζώο του φορτωμένο πολεμοφόδια. Αμέσως κατάλαβαν πως κάποιο σώμα σίγουρα θα ωδήγησε και πως ήταν ευτύχημα που έφυγε ο στρατός και δεν συναντήθηκαν. Πλησίασεν ο οδηγός και τους είπε πως έφθασαν τρία σώματα με επί κεφαλής τους οπλαρχηγούς Ζάκκαν, Γκούραν και Φλάμπουραν, τους έδειξε μάλιστα και το λημέρι τους και τους εξήγησε πως έμειναν εκεί επειδή τους πήρε η μέρα. Συγχρόνως έδωσε στον δάσκαλο του χωριού και γραμματέα της επιτροπής Ηρακλή Φίτζιο, γράμμα των αρχηγών, στο οποίο έγραφαν πως έπρεπε να τους προμηθεύσουν ψωμί, τυρί και γύρω στα ογδόντα αυγά. Προφορικά δε τους είπε να πάρη λίγο τσίπουρο και να πάη στο λημέρι, κι’ αφού διηγήθηκε τα συμβάντα πήρε το φορτιό με τα πολεμοφόδια κι αφού τα εξασφάλισε, παρήγγειλε την προμήθεια σύμφωνα με το γράμμα κι’ ο ίδιος μαζί με άλλα δύο μέλη της επιτροπής, τον Παπαζήση Βασίλειο και Στεφανίδη Πέτρο, αφού πήραν ένα μπουκάλι τσίπουρο και αρκετά λουκούμια ξεκίνησαν να πάνε να ανταμώσουν τα σώματα οπότε ξαφνικά ακούνε ένα πυροβολισμό, που τον ακολούθησε άλλος και σχεδόν αμέσως όλος ο τόπος βούιζε από τους άμετρους πυροβολισμούς. Σταμάτησαν το περπάτημα, κατάπληκτοι χωρίς να ξέρουν τί συμβαίνει. Δεν συνήλθαν από την έκπληξη οπότε φθάνει λαχανιασμένος από το πολύ τρέξιμο ο αγροφύλακας που χρειάσθηκε να καθίση, να συνέλθη για να τους εξηγήση τί ακριβώς συνέβαινε.
Αφού ξεπροβόδισε ως ένα διάστημα τον στρατό Κλεισούρας, πήρε το απόσπασμα να το οδηγήση από το δάσος το μονοπάτι που πήγαινε για τη Προκοπάνα κι’ από εκεί αυτό θα προχωρούσε για το Βλάτση. Αμέριμνοι καθώς εβάδιζαν δέχτηκαν βροχή από σφαίρες που ξάπλωσαν στη στιγμή μερικούς Τούρκους. Όσοι γλύτωσαν σκόρπισαν αμέσως, έπιασαν θέσεις κι’ άρχισαν να πυροβολούν. Ο Σαλπιγκτής θέλησε να σαλπίση για να δώση θάρρος στους στρατιώτες, μα έπεσε νεκρός προτού προλάβει να φέρη τη σάλπιγγα στα χείλη. Θέλησαν να πιάσουν τον αγροφύλακα αλλά αυτός μέσα στην ανεμοζάλη της μάχης κατώρθωσε να ξεφύγη χωρίς να πάθη τίποτε. Έφθασε σώος στο χωριό κι' αφού παρέδωσε το όπλο του στην αρχή, κατατρομαγμένος, κρύφτηκε μήπως τον ζητήσουν οι Τούρκοι.
Θα είχε αποφευχθή η μάχη εάν γνώριζε ο αγροφύλακας τον ερχομό των σωμάτων ή τη θέση τους οπότε θα ωδηγούσε τους Τούρκους από άλλη κατεύθυνση. Έτσι έπεσε πάνω στα καραούλια γιατί το μονοπάτι που πήγαινε για τη Προκοπάνα είχε ωρισθή να το φυλάγη ο οπλαρχηγός από το Βλάτση Χρήστος Μορίκης ή Αργυράκος με τα παλληκάρια του, που αν και κουρασμένα από το ολονύχτιο περπάτημα φύλαγαν άγρυπνα το μονοπάτι. Με μάτι αετού κοίταζαν γύρω όσο τους επέτρεπε η θέση. Κάποτε άκουσαν θόρυβο και ομιλίες και σε λίγο, σε μικρή απόσταση, διέκριναν τον τουρκικό στρατό να προχωρή ίσια επάνω τους. Ψύχραιμα ειδοποίησαν τον Καπετάνιο, έπιασαν κατάλληλες θέσεις, ετοιμάσθηκαν, κι’ αφού τους άφησαν να πλησιάσουν σε μικρή απόσταση για να είναι τα πυρά δραστικά και με το σύνθημα του αρχηγού τούς έρριξαν.


Ο άλλος στρατός που πήγαινε για την Κλεισούρα κι’ ακόμα δεν είχε απομακρυνθή, γύρισε αμέσως και τράβηξε για το πεδίο της μάχης, όπου ύστερα από λίγο πήρε κι’ αυτός μέρος. Έτσι άρχισε μια φοβερή μάχη που κράτησε γύρω στις τρεις ώρες. Η μεγάλη μάχη έγινε στη θέση του ατρόμητου οπλαρχηγού Χρήστου Μορίκη που με τους λίγους άνδρες του πολεμούσε με αυταπάρνηση και αυτοθυσία τους δεκαπλασίους Τούρκους. Στο μεταξύ οι οπλαρχηγοί Γκούρας, Ζάκκας και Φλάμπουρας, ενώ η μάχη κρατούσε, πήραν τα παλληκάρια τους κι’ άφοβα, αφού σχημάτισαν γραμμή αρκετού μήκους σαν νάταν τακτικός στρατός, μέσα από τα κοντόκλαδα, ανέβηκαν την πλαγιά κι’ αφού πέρασαν την κορυφή έφυγαν για τη Μπελκαμένη. Με θαυμασμό παρακολουθούσαν την πορεία των ανταρτών και με απορία την αδράνεια των Τούρκων που μουδιασμένοι στις θέσεις τους όχι μόνο δεν τόλμησαν να τους κυνηγήσουν αλλά ούτε και να τους πυροβολήσουν.
Στη μάχη, από τους αντάρτες έπεσε ηρωικά, νέος, προτού χαρεί την πολυπόθητη λευτεριά της πατρίδας του, ο λεοντόκαρδος οπλαρχηγός Χρήστος Μορίκης, αφού εξήντλησε όλα τα φυσίγγια του μαζί με τα λίγα γενναία παλληκάρια του. Έτσι έσβησε η ζωή μιας ακόμη αγνής μορφής του Μακεδονικού αγώνα, ψηλά στη ράχη του Λεχόβου για τη λευτεριά και το μεγαλείο της ένδοξης χώρας του Μ. Αλεξάνδρου. Στη μάχη αυτή πληγώθηκε και ο καπετάν Λουκάς που πολέμησε με ασύγκριτη ανδρεία.
Όσοι ξέφυγαν τον θάνατο σκόρπισαν άλλοι μέσα στο δάσος, άλλοι κατέβηκαν στο χωριό κι’ άλλοι σκόρπισαν σ’ άλλα μέρη. Από τους Τούρκους, από μεν το απόσπασμα μονάχα δυο γλύτωσαν, από δε το στρατό Κλεισούρας δεν μαθεύτηκε ο ακριβής αριθμός. Ύστερα, οι Τούρκοι αφού ερεύνησαν και εσκύλευσαν τους νεκρούς, επέτρεψαν στους Κλεισουριείς να τους θάψουν κοντά στο πεδίο της μάχης.
Την επαύριο της μάχης έφτασε ο στρατός στο Λέχοβο κι’ έκαμε εξονυχιστική έρευνα να ανακαλύψη τους αντάρτες που ύστερα από τη μάχη κρύφτηκαν στο Λέχοβο. Ζήτησαν επίμονα τον αγροφύλακα γιατί είχαν την εντύπωση πως ξεύροντας την παρουσία τους τούς ωδήγησε στο μέρος εκείνο. Ο πάρεδρος όμως του χωριού καθώς και η οικογένειά του με αξιοθαύμαστη ψυχραιμία είπαν πως βρίσκεται με τον στρατό κι’ ότι δεν ξεύρουν τίποτε για την τύχη του. Ύστερα από λίγες μέρες έφυγε για την Θεσσαλία, όπου έμεινε για πάντα.
Μετά τη μάχη συγκεντρώθηκαν στο Λέχοβο όλοι οι αντάρται με την βοήθεια των κατοίκων που επίτηδες στάλθηκαν στα γύρω βουνά για ξύλα τάχα. Μερικοί παρουσιάστηκαν αργότερα κι’ έφυγαν κατ’ ευθείαν για τη Μπελκαμένη.
Και τώρα ακόμη, στη ράχη του Λεχόβου, όταν κάποιες βραδυές σιγομιλεί η νυχτερινή αύρα ίσως να λέγη για την μάχη που έγινε εκεί και που σήμερα την σκέπασαν τα φύλλα των πανύψηλων δένδρων.

(*) Από το αρχείο του πατέρα μου.

ΠΗΓΗ: ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ, 1961. ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 20.1.2020.


ΛΕΞΕΙΣμαχη Λεχοβου Φλωρινης, Μακεδονικος Αγωνας, δημοδιδασκαλος ΦΙΤΖΙΟΣ, οπλαρχηγος Καπεταν Φουφας, Λομνιτσα, Γκουρας, Ζακκας, Λεχοβο, Μοριχοβο, Λοσνιτσα, Μοναστηρι, προδοσια, τουρκικος στρατος, κρησφυγετο, ανταρτες, τουρκοι, 1907, τουρκια, Κλεισουρα, Μικρο Βλατση, Βλατσι, σαλπιγκτης, ανταρτης, αγροφυλακας, Σιανοπουλος, Μορικης, Φλαμπουρας, σκυλευση νεκρων, Αραγυρακος, Στεφανιδης, Παπαζησης, Μπελκαμενη
Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ