ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΙ ΠΥΡΣΟΙ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ ΑΓΩΝΑ
Της
Αλεξάνδρας Παραφεντίδου
Το χωριό
ήτανε στο ψήλωμα, δίπλα στο δάσος. Κατατρεγμένοι απ’ τους Κονιαρέους οι Ραγιάδες
σκαρφαλώνανε στα κακοτράχαλα τα βράχια. Λιγοστά τα χωράφια. Μόχτος τραχύς
χρειαζότανε για να καρπίσουνε. Όμως αγαπούσανε με πάθος τούτο τον ξερότοπο.
Ήτανε δεμένοι με το χώμα τον. Πέτρα και λάσπη απ’ αυτό και κείνοι, κ’ οι
παπούδες κι’ οι παπούδες των παπούδων.
Κάτω
στον κάμπο, τρία μερόνυχτα με τα μουλάρια, το Κάστρο, η τρανή Πολιτεία. Η ζωή
εκεί ήτανε λιγώτερο τραχειά. Όμως δε ζηλέβανε τα καλούδια της. Φτάνει πούχανε τον
καθάριο αγέρα και τη λευτεριά τους. Την πίστη και την εκκλησιά τους. Ζούσανε ακόμα
με τ’ όνειρο πως κάποια μέρα ο τόπος θα λευτερωθη απ’ τους Κονιαρέους.
...Ένα
βράδυ που ο παγωμένος αγέρας ροβολούσε απ’ το βουνό και στα τζάκια η φωτιά
σπιθοβολούσε κ’ έλυωνε τα κούρβουλα φωτίζοντας τρεμουλιαστά τα πρόσωπα που άπλωναν
στην πύρα της τα χέρια, στου παπά το σπίτι ο ξένος μιλούσε. Μιλούσε για τον
τρανό αγώνα του γένους κ’ η φωνή του ήτανε γεμάτη πίστη και υποβολή. Ο Δέσποτας,
είπε, είναι η κεφαλή. Σα δε δουλέψουμε όλοι, ο τόπος μας χάθηκε για πάντα και
το γένος των Ελλήνων που δέθηκε με τούτη δώ τη γη θ’ αφανισθή. Διπλός ο εχθρός
τώρα. Αν δε μας αφάνισε ο Τούρκος, ο κομιτατζής θα μας ξεπατώση. Δε μάθατε πως στο
Κεφαλοχώρι κρεμάσανε σε μια καρυδιά, τον παπά και το δάσκαλο, γιατί λέει δεν
τους προσκύνησε. Χειρότερα σκυλιά κ’ απ’ τους Αγαρηνούς, ας είναι Χριστιανοί.
Τέτοια κ’ άλλα είπε ο ξένος.
Άκουσε
κ’ ο Θωμάς τα λόγια του ξένου. Νοικοκύρης απ’ τους πρώτους. Νηός,
μαυρομούστακος και καμαροφρύδης. Μαύρο μαλλί όμοιο με το μπενιβρέκι. Άντρας δυο
μέτρα. Περπατούσε και τράνταζε ο τόπος. Παντρεμμένος με τη Βαγγέλη, την ομορφότερη
κοπέλλα του χωριού. Μάτια ζουμπούλια. Μια θάλασσα που άλλαζε χρώματα στον ήλιο.
Καθρεφτιζόσουν στα νερά τους κ’ έπλαθες όνειρα χαράς.
Όμως,
όπως χωράφι χωρίς αγκάθι και ζιζάνιο δεν μπορεί να γενή έτσι και ζωή δίχως
καμό. Καμός τρανός τρυπούσε κι’ εκείνον και τη Βαγγέλη. Εφτά χρόνια
παντρεμένοι, παιδί δεν αποχτήσανε. Όμως τώρα στα στερνά κ’ άλλοι καμοί ζώσανε
κ’ αυτόν και τους συντοπίτες του. Χάσανε τη σιγουριά τους. Αποτραβηγμένοι κεί
πάνω, σπάνια σταυρώνουνταν με Τούρκον, εξόν από τζανταρμά. Κι’ αυτόν τον
ημερώνανε με κανένα μπαξίσι. Με τους Κομιτατζήδες όμως, πώς να τα βολέψουνε;
Καθώς έλεγε κι’ ο ξένος, σα δε μολογήσουνε σ’ αυτόν υποταγή, πάει να τους αφανίση.
Ήτανε
λοιπόν θέλημα Θεού, να πάρουνε κι’ εκείνοι τ’ άρματα.
Σαν
τέλειωσεν ο ξένος το λόγο, απ’ τους πρώτους ο Θωμάς γράφτηκε στη λίστα του αγώνα.
Ο παπάς
τον σταύρωσε στο μέτωπο με τον ασημένιο σταυρό, καθώς και τους άλλους. Έσκυψαν
φίλησαν το χέρι του, το σταυρό και το Ευαγγέλιο που είχε απιθώσει πάνω σ’ ένα
χαμηλό τραπέζι.
Ας
είναι ευλογημένο το όνομά σου Κύριε... είπε ο παπάς με σταθερή φωνή... Νίκας
τοις βασιλεύσι κατά βαρβάρων δωρούμενος..., Νίκας τοις βασιλεύσι... επανέλαβαν
εν χορώ και οι άνδρες που τα πρόσωπά τους άστραψαν στη λάμψη μιας φωτεινής
θέλησης.
❖
Αηδημητριάτης,
μ’ ακόμα τα κρύα δεν είχανε πάρει. Ανήσυχα τα χρόνια περνούσαν. Φράγμα η θέλησή
τους, κομιτατζής να μη μολέψη τη γης τους.
Στο
υγρό χώμα η χλόη έστρωνε το πράσινο ταπέτο της. Πού και πού, πεταχτές βελονιές
τ’ αγριολούλουδα ξεμυτούσανε με τα λευκά ή κίτρινα κεφαλάκια τους. Η πλαγιά δεν
ήτανε συχνοπερπατημένη. Κανένα κατσίκι σκαρφάλωνε και τ’ αγρίμια του βουνού.
Ο Θωμάς
άφηνε τ’ αχνάρια των βημάτων του, πάνω στου Θεού το ταπέτο. Προχωρούσε
σιγοτραγουδώντας. Είχε Λαμπρή στην καρδιά. Τα μάτια πετούσανε χαρούμενες φλόγες
σαν της Ανάστασης τ’ αγιοκέρι. Πλούσιο το μπερεκέτι τούτης της χρονιάς. Ας είναι
ευλογημένο το όνομα του Κυρίου. Η γης του χωραφιού του, άσωτο καρπό τούδωσε, τ’
αμπέλια δέσανε γλυκό σταφίλι και της Βαγγελής η σάρκινη γη, μια θυγατέρα. Την βαφτίσανε
την Κυριακή και την είπανε Λευτέρω. Να φέρη, λέει, τη λευτεριά στον σκλαβωμένο
τόπο. Νουνός της, ο τρανύτερος καπετάνιος σ’ όλο το βιλαέτι. Αξιωματικός του Ελληνικού
Στρατού που ήρθε να ενισχύση τον αγώνα.
Τάχατες
η Λευτεριά δε ζύγωνε. Της θυσίας το αίμα πότιζε το δέντρο της.
Τ’ αντρίκια
πόδια με σιγουριά πατούσανε και μετρούσανε την απόσταση. Ακόμα λίγο και θα ’φτάνε
στα καλύβια. Εκεί ξεκαλοκαιριάζανε τα γιδοπρόβατα με τους τσομπαναρέους.
Τέτοιον καιρό τα κοπάδια ροβολούσανε για τα χειμαδιά. Οι καλαμένιοι τοίχοι κ’ η
αχυρένια σκεπή δεχότανε τα χιόνια και τις μπόρες του χειμώνα. Αδεινά καρτερούσανε
την άνοιξη. Όμως τούτη τη χρονιά, κρύβανε τον Χάρου τα σύνεργα. Ο αγώνας είχε
ορίσει τα Καλύβια για αποθήκη των οπλών που έστελνε ο Δεσπότης. Εκεί ανταμονόντουσαν
οι Καπετανέοι με το σύνδεσμο που έφερνε τις οδηγίες.
Το
περασμένο βράδυ πήρε σημάδι ο Θωμάς ν’ ανέβη στα καλύβια, να γεμίση τα φυσέκια.
Ήτανε η σειρά του.
Όμως
καθώς ζύγωνε ο νέος άντρας του φάνηκε ανοιχτή η θύρα απ’ το πρώτο καλύβι.
Παραξενεύτηκε. Τάχυνε το βήμα κ’ η καρδιά του πήδησε γοργά στον κόρφο του. Ένα
μαυροπούλι ’κείνη τη στιγμή έφερε πάνω απ’ το κεφάλι του μερικούς κύκλους. Ύστερα
πέταξε μακρυά. Κακό προαίσθημα δάγκωσε την καρδιά του. Ούτε ανασασμός στην ερημιά.
Έφτασε. Κοντοστάθηκε στο πλαίσιο της ανοιχτής θύρας. Για καλό και για κακό έβγαλε
απ’ το σελάχι του το πιστόλι και κρατώντας το σφιχτά στο δεξί χέρι έκανε ένα βήμα.
Έφερε το βλέμμα δεξιά, ζερβά. Τού φάνηκε έρημο το καλύβι. Φαίνεται, σκέφθηκε,
κανένα αγρίμι πως θα ’σπρώξε την πόρτα, ακλείδωτη καθώς ήτανε, κ’ άνοιξε.
Όμως
πριν προφτάση να ολοκληρώση τη σκέψη του, μέσα απ’ τα δεμάτια του χόρτου που κρύβανε
τα φυσέκια, πρόβαλε ένας κομιτατζής. Αρματωμένος ως τα δόντια, ζωσμένος διπλές
παλάσκες, ώρμησε κατά πάνω του κουνώντας άγρια ένα γιαταγάνι που άστραφτε στο
μισοσκόταδο. Αγρίμι σωστό. Αν έρριχνε σφαίρα, σκέφτηκε, υπήρχε φόβος να πάρουνε
φωτιά τα φυσέκια. Τ’ αντρίκια κορμιά ρίχτηκαν το ένα πάνω στ’ άλλο. Πεσίματα
και γδούποι. Στριγγές φωνές. Βλαστήμιες.
Ο Θωμάς
πίστευε στη δύναμή του. Πίστευε στο δίκηο του αγώνα. Στο μετασχηματιστή της πίστης,
η δύναμή του πλήθαινε. Η ανάσα του κομιτατζή πνίγονταν καθώς τούσφιγγε το λαιμό
με τ’ αριστερό χέρι ενώ με το δεξί άρπαζε το γιαταγάνι του. Όμως τη στιγμή
εκείνοι πρόλαβαν τρείς άντρες.
Σαν
είδε το ανέλπιδο του αγώνα, αρπάζει με σβελτάδα, από χάμω το πιστόλι του και ρίχνει
κατά τα χόρτα που σκέπαζαν τις κάσες με τα φυσέκια. Κόκκινες φλόγες, άγριας
ομορφιάς λουλούδια, ξεπήδησαν. Ο τόπος σείστηκε συνθέμελα απ’ την έκρηξη.
Καπνός και στάχτη τα καλύβια. Καπνός και στάχτη τ’ ανθρώπινα κορμιά....
Στην
εθελούσια θυσία το κορμί του Θωμά υψώθηκε, πυρσός, να φωτίση τους σκλάβους. Ατσάλι
που χτυπήθηκε στη φωτιά η θέλησή τους. Ο δρόμος για τη λευτεριά με σιγουριά
είχε χαραχτή.
Τα ζωντανά
στο κατώγι χτυπούσαν ανήσυχα τις οπλές τους ’κείνο το φθινοπωριάτικο πρωινό,
πάνω στο χωματένιο δάπεδο. Το άλογο χλιμιντρούσε παράξενα, σ’ ένα θλιμμένο
τόνο, όταν ακούστηκε το ουρλιαχτό του σκύλου, στην αυλή, θλιβερό σεκόντο.
Η Βαγγελή
ταράχτηκε. Τάχα νάναι κακό προμήνυμα. Ο Θωμάς τής είπε πως θα πήγαινε στο χωράφι.
❖
Λεχνούδι
στο μαστάρι η Λεφτέρω. Πατέρα δε θα γνωρίση. Στέρεψαν απ’ τη βρυσομάννα της χαράς
τα νανουρίσματα που αποκοίμιζε το βλαστάρι της η νέα γυναίκα. Το μοιρολόι τώρα
καθώς θλιμμένο τραγούδι του γκιώνη, έδωσε τη θέση του στους χαρωπούς τόνους που
υψώνουνταν σα φωτεινοί πίδακες. Το λερό φουστάνι σκοτεινό ράσο τύλιξε το λαχταριστό
κορμί που ριγούσε στο αδρό αγκάλιασμα του άνδρα. Η μαύρη μαντήλα, σύννεφο βαρύ
πάνω απ’ το γλαυκό ουρανό των γαλάζιων ματιών που σκοτεινιάζει η θλίψη, απόδιωξε
το πλουμιστό λαχούρι.
Οι
μέρες και τα χρόνια φεύγουν βαρειά. Η Λευτέρω ψηλώνει κ’ ομορφαίνει. Κ’ η μαυρομαντηλούσα
η Βαγγελή βλέπει το βλαστάρι της να τρανεύη. Θυμάται κ’ αναρριγεί. Ο έρμος δε χάρηκε
τη θυγατέρα, που εφτά ολάκερα χρόνια καρτερούσε... Γενηθήτω το θέλημα του Κυρίου,
μπροστά στο αδύνατο. Γενηθήτω.... Κ’ η Λευτέρω κρατάει τη Βαγγελή απ’ το φαρδύ
φουστάνι χοροπηδώντας χαρωπά σαν κατσικάκι....
Αηδημητριάτης
και τώρα όπως τότε. Το χαρωπό μαντάτο. Της λευτεριάς το μήνυμα, το πήρε ο αγέρας
στα φτερά του σαν της μαντατούρας τον αλαφρό το σπόρο. Λευκόφτερο το περιστέρι,
σπάθισε –αστραπή τον ουρανό- με τις φτερούγες του, διαλαλώντας από κορφή σε κορφή,
από ρούγα σε ρούγα, το ξεσκλάβωμα της ματωβαμμένης γης, που 500 χρόνια έπνιγε
της σκλαβιάς ο βραχνάς.
...Οι
τσανταρμάδες φύγανε απ’ το χωριό. Ανάλαφρες οι νότες της καμπάνας γλυστρούνε
πάνω από τις στέγες, ξεχύνονται στα διάσελα και τις ρεμματιές. Πληθαίνουν, αχολογούν
χαρούμενα.
Λεύτερη
η γη της Μακεδονίας... Λεύτερη...
Μαζύ
με το πρωινό άστρο έσβησε και της Βαγγελής η λάμπα. Ο κόκκορας που κούρνιαζε
στης αυλής τη σκαμινιά, τίναξε τα φτερά του και λάλησε χαρούμενα. Το φως γι’ ακόμη
μια φορά θα νικούσε το σκοτάδι. Μοιρασμένος ο καιρός ανάμεσα μέρας και νύχτας
σκέφθηκε η Βαγγελή καθώς αποτελείωνε την τελευταία Ελληνική σημαία που είχε αναλάβει
να ετοιμάση για την υποδοχή του Ελληνικού στρατού. Την χάιδευε με περίσσια
τρυφεράδα. Η ψυχή της ήρθε ν’ αποθέση
ένα ζεστό φιλί πάνω της. Η σκέψη ξεστράτισε στα περασμένα. Σαν όραμα πέρασε η
μορφή του αγαπημένου άντρα. Απέραντη μια τρυφεράδα απλώθηκε στη μνήμη του. Ήτανε
τόσο φωτεινό, τόσο χαρούμενο το όραμα της μορφής του.
Βήματα
ακούστηκαν στη αυλή. Η πόρτα χτύπησε. Η σκέψη γύρισε πίσω...
—
Βαγγελή, τελείωσες;
Η
γυναίκα, διπλόνοντας με βιασύνη τις σημαίες, βγήκε στο δοξάτο, κατέβηκε με
σβελτάδα τις σκάλες κ’ έφτασε στην πόρτα. Βαρύ το περάτι σύρθηκε κάτω και η πόρτα
άνοιξε. Η νέα κοπέλλα, η δασκάλα του χωρίου, πήρε το δέμα με τις σημαίες και με
γοργή κίνηση ξεμάκραινε.
Ώρα
να ξυπνήση η Λευτέρω, σκέφθηκε η Βαγγελή. Ήρεμα κοιμότανε το μικρό αγγελούδι,
αφήνοντας το αποτύπωμα απ’ το ξανθόμαλλο κεφαλάκι του στο προσκεφάλι. Το ροδαλό
προσωπάκι φωτίζουνταν απ’ την πρώτη αχτίδα που γλύστρησε να διώξη το σκοτάδι.
Ροβολάει
και η Βαγγελή για τη ρεμματιά, εκεί στο έμπα του χωριού. Η αψίδα με το «Καλώς
ωρίσατε, ελευθερωταί» φωτίζεται από τον πρωινό ήλιο. Λάβαρα κι’ εξαπτέρυγα ανεμίζουν.
Οι πρωινές αύρες κολπώνουν τις σημαίες κ’ απαλογέρνουν τα πλατάνια που χαιρετάνε
κ’ αυτά τους ελευθερωτές που μελαψοί πάνω στα άλογά τους, λάμπουνε από ευτυχία
και περηφάνια.
Δυο
μεγάλες σημαίες κρατάει η Βαγγελή, και μια μικρή η Λευτέρω.
Κάποια
στιγμή ξεφεύγει από το χέρι της μάννας της η Λευτέρω και πηδώντας προχωρεί προς
τον επικεφαλής του αποσπάσματος. Το πλήθος σπρώχνεται. Λίγο ακόμη και το άλογο
θα χτυπούσε το εφτάχρονο νήπιο. Όμως εκείνος τραβώντας δυνατά τα γκέμια του ζώου
βρίσκεται μ’ ένα σάλτο, δίπλα στη Λευτέρω. Την παίρνει στην αγκαλιά του και τη σηκώνει
ψηλά.
Τα μάτια
της Βαγγελής γεμίζουν δάκρυα και λάμπουν μ’ ένα φως ανάμεικτο θλίψη και χαρά
καθώς αντικρύζει τον αξιωματικό. Η αγωνία κορυφώνεται σε έξαρση και φωνάζει ασυγκράτητα....
Ο νουνός... Ο νουνός σου Λευτέρω... Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη... Οι τόνοι του Εθνικού
Ύμνου που το έξαλλο από ενθουσιασμό πλήθος τραγουδεί σμίγουν με της καμπάνας το
χαρωπό χτύπο, τα Ωσαννά και τις ζητωκραυγές....
Ο νουνός... φωνάζει η Λευτέρω και σφίγγεται στην αγκαλιά του αδρού
πολεμιστή.
ΠΗΓΗ: ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ 1963. ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 19.4.2020.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ για την ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, ΕΔΩ.
ΛΕΞΕΙΣ: Κονιαρεοι, ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ, Παραφεντιδου, Καστρο, Κονιαροι, Τουρκος, κομιτατζης, τζανταρμας, τζανταρμα, Κομιτατζηδες, Παραφεντιδου
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook