Ο ΕΚΧΙΟΝΙΣΜΟΣ της ΚΑΤΑΡΑΣ από ήρωες κατοίκους της ΚΟΥΤΣΟΥΦΛΙΑΝΗΣ, το 1940 - του Γ. Σάρρου

Ο ΕΚΧΙΟΝΙΣΜΟΣ της ΚΑΤΑΡΑΣ
από ήρωες κατοίκους
της ΚΟΥΤΣΟΥΦΛΙΑΝΗΣ,
το 1940

Του ιατρού Γεωργίου Σάρρου


Οι ηρωίδες Κουτσουφλινιώτισσες εκχιονίζουν ως στρατιώτες τον δρόμο...
 

Από τις πρώτες μέρες του πολέμου στη θέση Γκαράζ (πάνω από τη Νέα Κουτσούφλιανη) εγκαταστάθηκαν ένας λοχίας και οκτώ στρατιώτες για τον εκχιονισμό του δρόμου που οδηγούσε προς το Μέτσοβο. Το έργο όμως του εκχιονισμού ήταν πολύ δύσκολο και απαιτούσε οργάνωση και συντονισμένες ενέργειες. Δυστυχώς τις πρώτες μέρες που περνούσαν τα στρατεύματα για την Κατάρα συνάντησαν πολλές δυσκολίες και μερικές φάλαγγες αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στη Νέα Κουτσούφλιανη. Μάλιστα ένας ταξίαρχος πήγε στο καφενείο του Πάλλα και είπε στον Γραμματέα της κοινότητας ότι οι κάτοικοι σαμποτάρουν το έργο διάνοιξης της οδού! Ο Νικόλαος Πάλλας όμως του είπε ότι δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο και τον προκάλεσε να πάει μόνος του στο «μέτωπο του χιονιού» για να καταλάβει το πόσο μεγάλο είναι το πρόβλημα. Έτσι πήγε ο ίδιος να δει τι συμβαίνει. Πράγματι μπροστά οι χωριανοί με τα φτιάρια άνοιγαν το δρόμο και πίσω έκλεινε ο δρόμος λόγω της πυκνής χιονόπτωσης! Στις 12 το μεσημέρι της 12ης Δεκεμβρίου 1940, έφτασε στην Νέα Κουτσούφλιανη και ο υπολοχαγός Αριστείδης Ανδρίτσος ή Ανδριτσόπουλος(απεσταλμένος από το Β΄ Σώμα Στρατού) ο οποίος εγκαταστάθηκε στο σπίτι του Χρήστου Στεργ. Ζαμπούρα (δασοφύλακα) μετά από υπόδειξη του Ιωάννου Λαμπρίδη.


Στην αυτοβιογραφία του ο Αριστείδης Ανδρίτσος, γράφει:

«Το πρωί της 29ης Οκτωβρίου 1940 πήγα και παρουσιάστηκα στο Φρουραρχείον και έλαβα φύλλον πορείας για το 5ον Σύνταγμα Τρικάλων. Στις 30 Οκτωβρίου το πρωί φύγαμε από τα Παλαιοφάρσαλα για τα Τρίκαλα. Κάθε τόσο κατεβαίναμε από τα τρένα γιατί περνούσαν ιταλικά αεροπλάνα και φοβόμασταν μη μας βομβαρδίσουν.


ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ για το ΕΠΟΣ του 1940, ΕΔΩ.


Παρουσιάστηκα στο 5ο Σύνταγμα Τρικάλων. Μας έδωσαν τον φάκελο και ντυθήκαμε. Έγραφε να πάμε αμέσως στην Καλαμπάκα όπου θα έπρεπε να κάνουμε Σταθμό Εφοδιασμού με κρέας για τους επιστρατευμένους και τα τμήματα του Στρατού. Αλλά τα ιταλικά αεροπλάνα έρχονταν κατά κύματα και βομβάρδιζαν την περιοχή που ήταν ακραίος σταθμός και συγκοινωνιακός κόμβος. Το πρωί πήγαμε στο Φρουραρχείο και ζητήσαμε την επίταξιν των Σφαγείων της πόλεως και την επιστράτευσιν όλων των σφαγέων και εκδορέων επί καταβολή ημερομισθίου. Την τρίτη ημέρα μας ήρθε και κτηνίατρος από τη Λάρισα. Αρχίσαμε αμέσως την σφαγήν γιατί άρχισαν να περνάνε τα πρώτα τμήματα του Στρατού. Αρχές Δεκεμβρίου του 1940 ήλθε διαταγή διαλύσεως του κέντρου Εφοδιασμού γιατί πέρασαν όλα τα στρατιωτικά τμήματα για τα Ιωάννινα. Από τις 10 Δεκεμβρίου είχε αρχίσει και το χιόνι. Πήγα στη Λάρισα στη Διοίκηση του Β΄ Σώματος Στρατού όπου μου είπαν ότι παραμένω στο στράτευμα και μου ανέθεσαν καινούργια αποστολή, τον εκχιονισμόν της οδού Καλαμπάκας – Ιωαννίνων και την παροχή βοηθείας και διευκολύνσεων των διερχομένων τμημάτων και αυτοκινήτων. Μάλιστα με κάλεσεν ο στρατηγός και μου είπεν: «Και τώρα θα πάτε πάλιν στο δρόμο Καλαμπάκας – Ιωαννίνων δια τον εκχιονισμόν εις την θέσιν Κατάρα». Έλαβα τις σχετικές εντολές, με εφοδίασεν με 4 κουβέρτες, σακίδιο, καραβάνα και με ένα αυτοκίνητο που ετοιμάστηκε αμέσως και ανεχώρησα για την Πίνδον. Το βράδυ παρέμεινα εις Καλαμπάκαν. Το πρωί ανεχώρησα με τον στρατιώτην οδηγόν για την θέσιν μου. Μόλις αρχίσαμε να ανεβαίνουμε τα πρώτα υψώματα του δρόμου βρήκαμε αρκετό χιόνι. Φτάσαμε στο πρώτο χωριό της Πίνδου, την Τρυγόνα και κατεβήκαμε για ένα κονιάκ στο μαγαζί. Ένας από τους χωριάτες μου φώναξε: «Κυρ –Αριστείδη εδώ!!!». Στο πρόσωπό του γνώρισα έναν καστανά που ήτο στην οδό Πάρνωνα στη παράγκα και αγοράζαμε σταφύλια, πορτοκάλια και κάστανα. Αυτός με κατατόπισε για τις καιρικές συνθήκες της περιοχής και ιδίως της Κατάρας. Φύγαμε σε λίγο με το αυτοκίνητο και φθάσαμε στις 12 το μεσημέρι στο χωριό Νέα Κουτσούφλιανη. Στην κορυφή του χωριού υπήρχε ένας σταθμός εκχιονιστήρων (Γκαράζ). Βρήκα εκεί έναν λοχία και οκτώ στρατιώτας. Είχαν σταλεί από τον Νοέμβριον για τον εκχιονισμόν. Πήγα στο χωριό και βρήκα έναν μπακάλην, τον Ιωάννην Λαμπρίδην. Με κατατόπισε για τας καιρικάς συνθήκας της περιοχής και με την συμπαράστασίν του πήγα σε ένα σπίτι για να μείνω. Ο νοικοκύρης του σπιτιού ήτο αγροφύλακας της περιοχής και δασικός υπάλληλος. Ελέγετο Ζιαμπούρας και είχε 6 παιδιά. Ήτο πατριώτης έξυπνος και καλόκαρδος. Είχε φωτιά για όλους και περιποίηση! Δεν κατεδέχθη να πληρωθεί! Είχεν την ατυχίαν και του σκότωσαν το μεγάλο του παιδί. Βγήκαν να του πάρουν το μουλάρι του που πήγε για ξύλα, ζωοκλέπται και αντιστάθηκε το παιδί και πάει! Ήτο και τυχερός διότι με τον βομβαρδισμόν έπεσαν δύο βόμβες 5 μέτρα από το σπίτι του και δεν έσκασαν! Μου παρεχώρησεν ένα δωμάτιον, ήτο πλησίον του δρόμου. Περάσαμε ωραία. Τους στρατιώτας τους εγκατέστησα σε ένα άλλο σπίτι πλησίον του δρόμου. Την νύχτα άρχισε ένα πυκνό χιόνι και το πάγωσε. Το πρωί έφτασε 10 πόντους μέσα στο χωριό. Στην κορυφή της Πίνδου ήτο άλλο φυλάκιο και έμενε ο άλλος εκχιονιστήρας και είχε 5 εργάτες για τον εκχιονισμόν. Ανέβηκα σε ένα αυτοκίνητο με τον λοχία και πήγαμε να δούμε τι γίνεται στην Κατάρα. Είχε χιονίσει και τα χιόνια το βραδάκι λιώσανε. Η υγρασία που έβγαινε από τα χιόνια σχημάτιζε σκουλαρίκια από πάγο στα πεύκα που ήταν σαν έλατα. Έβλεπα για πρώτη φορά στη ζωή μου τέτοια ομορφιά! Όταν περάσαμε το ύψωμα των 1500 μέτρων, η ατμόσφαιρα ήτο διαυγής με ήλιο και εφαίνετο ωσάν θάλασσα από άσπρα σύννεφα. Απερίγραπτο θέαμα. Και έγινεν η αναγνώρισις του τοπίου και έλαβα τα ανάλογα μέτρα για τον δρόμο (Ήτο η ζωή της Ελλάδος να είναι ανοικτός!)». Ο Ανδρίτσος έστειλε αναφορά στη Λάρισα και πρότεινε να ληφθούν άμεσα μέτρα. Έτσι την περιοχή επισκέφθηκε και ο νομομηχανικός Απόστολος Γκανίλας. Η εισήγηση των δύο έγινε δεκτή από την ανώτερη στρατιωτική διοίκηση Λάρισας και τέθηκε σε εφαρμογή σχέδιο σύμφωνα με το οποίο κατασκευάστηκαν 6 παράγκες (χωρητικότητας 50 ατόμων) (από τον Κάμπο του Δεσπότη μέχρι την κορυφογραμμή) με μαγειρεία και σόμπες ξύλων. Σε κάθε παράγκα τοποθετήθηκαν 30 εργάτες και 2 μάγειροι (όλοι από τα χωριά της περιοχής (Νέα και Παλιά Κουτσούφλιανη, Μαλακάσι, Κορυδαλλό, Πεύκη, Τρυγώνα). Η υπηρεσία εφοδίαζε τις παράγκες δύο φορές τη βδομάδα με κρέας και τρόφιμα και οι μάγειροι ετοίμαζαν στρατιωτικά γεύματα. Κάθε 15 μέρες οι εργάτες ελάμβαναν τα ημερομίσθιά τους. Η απόσταση ανάμεσα στις παράγκες ήταν 1000 μέτρα. Οι παράγκες συνδέονταν τηλεφωνικά μεταξύ τους και κάθε μέρα έδιναν αναφορά (όπως και οι εκχιονιστικοί σταθμοί) στον υπολοχαγό Ανδρίτσο κι εκείνος με τη σειρά του στην διοίκηση Λάρισας. Το πρωί έφευγαν 15 από τους εργάτες προς τα εμπρός και 15 προς τα πίσω και συναντιόταν με τους άλλους των άλλων παραγκών στα 500 μέτρα. Έτσι καλύπτονταν όλη η διαδρομή του δρόμου γρήγορα. Τα εκχιονιστικά μηχανήματα έφευγαν από τον κάτω σταθμό και από πάνω προς τα κάτω, καθάριζαν το δρόμο σ’ όλη τη διαδρομή δυο – τρεις φορές. Με τον τρόπο αυτό ο δρόμος ήταν πάντα ανοιχτός. Στο δύσκολο έργο του εκχιονισμού συμμετείχαν εθελοντικά άνδρες και γυναίκες της Κουτσούφλιανης. Η συμβολή τους στις μεγάλες νίκες του Ελληνικού Στρατού ήταν σημαντικότατη.


ΑΚΟΥΣΤΕ την ραδιοφωνική εκπομπή του Γ. Λεκάκη

"Το ΑΓΝΩΣΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ της ΚΟΥΤΣΟΥΦΛΙΑΝΗΣ".


Η Στρατιωτική Ομάδα Εκχιονισμού (ο Ανδρίτσος όρθιος, 2ος από αριστερά).

Ο 15χρονος τότε Αναστάσιος Ζιώγος του Χρήστου, είπε:

«Το 1940, πέρναγε ο ελληνικός στρατός και εμείς δίναμε ότι είχαμε και τους φιλοξενούσαμε στα σπίτια. Εμένα με είχαν πάρει για τον εκχιονισμό της Κατάρας και ανοίγαμε το δρόμο με τα φτυάρια. Έχω κοιμηθεί στις παράγκες που είχαν φτιάξει (στον Κάμπο του Δεσπότη και πιο πάνω, στου Κατσαντώνη, στη στροφή που πάει ο δρόμος για τη Μηλιά. Τότε δεν μας έδιναν λεφτά. Θυμάμαι έναν Λεωνίδα Χασάνη απ’ το Καλπάκι που ήταν υπεύθυνος του εκχιονισμού σαν επιστάτης. Θυμάμαι, ήμασταν πολλοί κι έρχεται στο νου μου ο Γιώργος του Γκίνη (του Σ΄σ΄τα) που είχε όλο ντρίλινα επάνω του και δεν τον έπαιρνε η παρέα. Εγώ ήμουνα μικρό παιδί κι ο ξάδελφός μου ο Τάκης του Παπαδημήτρη που ήταν 16 χρονών. Τον άφηναν στην παράγκα για να μαζεύει ξύλα και να καίει η φωτιά για να ζεσταινόμαστε. Σφύραγε και τραγούδαγε όλη τη νύχτα. Στην παράγκα ήμασταν πάνω από είκοσι άτομα. Στον Κάμπο Δεσπότη ήμασταν μόνο Κουτσουφλιανιώτες. Οι γυναίκες καθάριζαν το χιόνι κι είχαν φτάσει μέχρι την Τραγόπετρα (Κιάτρα αλ Τσάπου). Εμείς ανοίγαμε το δρόμο στον Αυχένα της Κατάρας επάνω. Καθόμασταν εκεί με κορινθιακή σταφίδα και κονιάκ. Κάθε τέταρτο αλλάζαμε γιατί υπήρχε πολύ παγωνιά. Τα μουστάκια γίνονταν κρύσταλλα! Αυτή η ιστορία κράτησε από τον Νοέμβριο του 1940 μέχρι την Άνοιξη του 1941.»

Ο 18χρονος τότε Στέργιος Νούσιας (μετέπειτα ιερέας) έλεγε:

«Το 1940 ήμουν 18 χρονών. Εμάς μας είχαν πάρει και ξεχιονίζαμε την Κατάρα. Μας έδωναν σταφίδα μαύρη και κονιάκ. Ήμασταν καμιά δεκαριά παιδιά από την Παλιά Κουτσούφλιανη. Ο Γιάννης ο Συμεώνης, ο Γιάννης ο Παπαγιάννης και άλλοι. Το ’41 τραυματίστηκα στα πλευρά αριστερά κάτω απ’ τη μασχάλη. Πήγα στον γιατρό τον Πετεινάρα και μου είπε δεν έχω τίποτα.»

Η 17χρονη τότε Ευαγγελία Γκαραβούνη του Κωνσταντίνου, θυμάται:

«Όταν έγινε ο πόλεμος του ’40 εγώ ήμαν 17 χρονών και πήγαινα και καθάριζα το δρόμο από το χιόνι. Ήμασταν πολλές γυναίκες τότε. Απ’ του Φίτσα μέχρι τον Αυχένα. Δεν καθόμασταν στις παράγκες. Μας έφερνε το αυτοκίνητο στο χωριό. Εγώ κοιμόμουνα στη θεία μου».


ΠΗΓΗ: Γ. Σάρρος, ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 28.10.2020.


ΛΕΞΕΙΣ: ΕΚΧΙΟΝΙΣΜΟΣ της ΚΑΤΑΡΑΣ, ΚΟΥΤΣΟΥΦΛΙΑΝΗ, 1940, Σαρρος, ΚΑΤΑΡΑ, Φιτσα, Αυχενας Καταρας, Γκαραζ, Νεα Κουτσούυφλιανη, λοχιας, στρατιωτες, Μετσοβο, χιονι, φαλαγγα, ταξιαρχος, καφενειο του Παλλα, Παλλας, σαμποταζ, τρικαλα, νομος τρικαλων, παλαιοφαρσαλα
Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ