Του Γεώργιου Καραμαδούκη
Ω! στρατηγέ μου
ξύπνησε παίξε τον ταμπουρά σου
με το τραγούδι
λάλησε τα κατορθώματά σου.
Στην Ρούμελη,
στα Άγραφα, στου Αναπλιού τα μέρη
εκεί όπου
εχάλασες το τουρκικό τ’ ασκέρι.
Και βάλε
παραδίπλα σου να παίζει το νταούλι
όλη την μέρα
χόρευε το βράδυ καραούλι.
Παίξε να
ακούσουν να χαρούν πυρφόρα παλληκάρια
το αίμα τους
σαν έχυσαν έβγαλε η γης κλωνάρια.
Παίξε να ‘ρθουν
στην πάνω γη οι άνδρες οι γενναίοι
ο Διάκος να ‘ρθει
ο Μπότσαρης κι οι Κολοκοτρωναίοι.
Της καλογραίας
να ‘ρθει ο γιος κι ο Ανδρούτσος το λιοντάρι
και ο Νικήτας
το σπαθί να βγάλει απ’ το θηκάρι.
Εγώ είμαι ο
γέρος του Μωριά ο τρόμος του τυράννου
βγάζω σπαθί,
χτυπώ μ’ ορμή τ’ ασκέρια του σουλτάνου.
Σαράντα χρόνια
μαχητής, σαράντα χρόνια κλέφτης
ποτέ του δεν με
λύγισε ο Τούρκος ο αφέντης.
Και να ‘μαι εδώ
μαζί με σας γενναία παλληκάρια
χορεύουμε και
πίνουμε και ζούμε σαν λιοντάρια.
Πατήσαμε την
Τρίπολη πήραμε το Βαλτέτσι
στα Δερβενάκια
σφάξαμε σαν κότες στο κοτέτσι,
Τούρκους
πολλούς Αγαρηνούς χιλιάδες Ασιάτες
και πυρωθήκαν
οι καρδιές στης δόξας μας τις στράτες.
Σύντροφος ήμουν
γέροντα πιστός ακόλουθός σου
σέρνω χορό και
τραγουδώ, φιλώ το μέτωπό σου.
Στα Δολιανά,
στα Βέρβενα, στου Αγιονοριού τα μέρη
η σπάθη μου
εκόλλησε με αίματα στο χέρι.
Κι αν λάφυρα
μου πρόσφεραν ποτέ μου δεν τα πήρα
για λευτεριά
πολέμησα και για την άσπρη μοίρα.
Της Καλογραίας
είμαι ο γιός της Ρούμελης κλωνάρι
πάνω σε μαύρο
άλογο καλπάζω με καμάρι.
Στην μάχη της
Αράχωβας μα και στο Χαϊδάρι
των Τούρκων
πήρα κεφαλές κι έβγαλε η γης χορτάρι.
Στα θεία κι αν
ετάχθηκα δεν δίστασα ούτε ώρα
το μαύρο ράσο
έβγαλα και ρίχθηκα στην μπόρα.
Στο ένα μου
χέρι ο σταυρός και στο άλλο μου η πιστόλα
τον Ιμπραήμ
πολέμησα να διώξω απ’ την χώρα.
Στις μάχες σας
δεν πρόλαβα να γίνω παραστάτης
στην Μολδαβία
βάδισα ως Έλλην στρατηλάτης.
Με τον Γιωργάκη
Ολύμπιο και τον Καρπενησιώτη
δώσαμε αγώνες
άνισους προσφέραμε την νιότη.
Στο Δραγατσάνι
έγιναν οι νέες Θερμοπύλες
και στο
Σκουλένι έρρευσαν αίμα ποτάμι οι κρήνες.
Εγώ ‘μαι του
Βερούση ο γιος της Ρούμελης λιοντάρι
τους Τούρκους
τους εχάλασα μες στης Γραβιάς το Χάνι.
Ας πιούμε και
ας χορέψουμε κι ας δοξολογούμε
του Διάκου και
του Μπότσαρη την μνήμη να τιμούμε.
Της Ύδρας είμαι
εγώ παιδί του Γέροντα ναυμάχος,
τους βάρβαρους
κατέκαψα κι έμεινα όρθιος βράχος.
Να! δίπλα μου
κρατώ σφιχτά, το χέρι του Κανάρη,
τον Καραλή που
έπνιξε νύχτα χωρίς φεγγάρι.
Το βιος μου όλο
έδωσα για την μητέρα Ελλάδα
στα πέλαγα
ναυμάχησα την τουρκική αρμάδα.
Η κόρη είμαι
των Σπετσών του Λάσκαρη η γυναίκα
κι αν άνδρας
δεν γεννήθηκα κάνω για άλλους δέκα.
Χορεύει πλάι
μου η Μαντώ η ομορφοστολισμένη,
τα πλούτη της
θυσίασε, ας είναι δοξασμένη!
Μη λησμονήσουμε
αδελφοί σ’ αυτό μας το τραγούδι
τους ξένους που
φυλάξανε μαζί μας καραούλι.
Τον Άστιγα, τον
Βύρωνα, τον Γάλλο τον Φαβιέρο,
τους Γερμανούς
φιλέλληνες του Πέτα και τον Πιέρο.
Ο ταμπουράς μου
λάλησε λεβέντες και κυράδες
κι οι λόγοι σας
ανάψανε τις πύρινες βομβάρδες.
Την λευτεριά αν
θέλουμε, το αίμα ας κυλίσει,
στους λόγους
μόνο αν μείνουμε κανείς δεν την αξίζει.
ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 14.4.2021.
Το ποίημα διακρίθηκε και πρωτοδημοσιεύθηκε εδώ:
Καραμαδουκης, Γερανης, Επανασταση 1821
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook