Του συγγραφέα Σωκράτη Β. Σίσκου
Στην απώτερη
αρχαιότητα και προφανώς ακόμα και στα χρόνια των «Σκοτεινών Αιώνων» (αγγλ. Dark Ages - γαλλ. Siècles Obscurs) από το τέλος του 13ου και ως τον 8ο π.Χ.
αιώνα, στη διάρκεια των οποίων χάθηκε ξαφνικά και κάπως ανεξήγητα ο Μυκηναϊκός
Πολιτισμός, υπήρχε αναμφισβήτητα το εθιμικό Δίκαιο της Ανταπόδοσης. Στα Ομηρικά
Έπη αλλά και σε μεταγενέστερα αρχαία κείμενα, υπάρχουν πληροφορίες για τον
τρόπο αντιμετώπισης των εγκληματικών πράξεων. Η απόδοση Δικαιοσύνης δεν ήταν,
στην αρχή, πρόβλημα που απασχολούσε τον ηγεμόνα ή γενικά την οργανωμένη
πολιτεία, αλλά μια ιδιωτική οικογενειακή υπόθεση, η οποία σε πολλές περιπτώσεις
διευρυνόταν στο πλαίσιο της γενιάς ή της φυλής του θύτη και του θύματος. Ο
εγκληματίας θα έπρεπε να τιμωρηθεί με μια ισότιμη ανταποδοτική σωματική ή
χρηματική ποινή, ανάλογη με τη βαρύτητα των συνεπειών της πράξης του στο θύμα ή
στην οικογένεια του θύματος. Με κάποια ίσως έκπληξη βρίσκουμε εδώ σπέρματα της
Δικαιοσύνης της Επανόρθωσης ή Αποκατάστασης, η οποία στα επόμενα χρόνια και ως
την εποχή μας απουσίαζε ή είχε αναιμικό χαρακτήρα στο σύγχρονο ποινικό σύστημα
σε όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου.
Πολλοί
θεωρούν ότι η εβραϊκή νοοτροπία εκδίκησης από τα θύματα μιας εγκληματικής
πράξης εναντίον του εγκληματία στη βάση της λογικής του «οφθαλμόν αντί
οφθαλμού», αποτελεί έναν βάρβαρο και απάνθρωπο τρόπο απόδοσης Δικαιοσύνης, ο
οποίος χρησιμοποιήθηκε ως επιχείρημα από φιλάνθρωπους ή δήθεν φιλάνθρωπους για
να καταστεί η ποινική νομοθεσία επιεικέστερη ακόμα και σε επαχθείς και
φρικιαστικές εγκληματικές πράξεις. Ο εβραϊκός κανόνας ανταπόδοσης σε μια
εγκληματική πράξη είναι ηπιότερος σε σύγκριση με τον αρχαιοελληνικό της
ομηρικής εποχής, κατά την οποία ο εθιμικός Κανόνας Δικαίου βασιζόταν στο αξίωμα
της «Κεφαλής αντί Οφθαλμού». Ο Αχιλλέας δεν επιδιώκει μόνο την ίση ανταπόδοση
στο φονιά του Πάτροκλου, αλλά θα επιβάλλει στον Έκτορα και τη δυσανάλογη ποινή
της ατίμωσης. Ο Έκτορας και ο Πάτροκλος μονομάχησαν σε μια έντιμη αντιπαράθεση
στη διάρκεια μιας μάχης. Για τον Αχιλλέα, μια ισότιμη εκδίκηση για την απώλεια
του φίλου του θα ήταν ο θάνατος του Έκτορα. Όμως, υπολογίζοντας την απώλεια
ενός συντρόφου ως πράξη βαρύτερη ενός απλού θανάτου, τιμώρησε το φονιά και με
την ατίμωση του πτώματός του, σέρνοντάς τον με το άρμα του μπροστά στα τείχη
της Τροίας. Στην αρχαιότητα ένα τέτοιο είδος ατίμωσης του νεκρού ήταν χίλιες
φορές απεχθέστερο από τον ίδιο το θάνατο.
Στην
αρχαιότητα αλλά και στα μεταγενέστερα χρόνια, ακόμα και μετά το Μεσαίωνα, όταν
οι Ευρωπαίοι θεωρούνταν πλέον πολιτισμένοι λόγω της άνθησης των καλών τεχνών,
των γραμμάτων και της βιομηχανικής επανάστασης, η Δικαιοσύνη της Ανταπόδοσης
εξακολουθούσε να έχει τον ανηλεή εκδικητικό της χαρακτήρα. Οι εκπληκτικές
πολυάριθμες μηχανές και συστήματα βασανιστηρίων, δείχνουν τον τρόπο απονομής
της Δικαιοσύνης για τους ένοχους (πραγματικούς ή ενοχοποιημένους αθώους), οι
οποίοι περνούσαν φρικτές στιγμές σωματικού πόνου πριν ξεψυχήσουν.
Μετά τον Β’
Παγκόσμιο Πόλεμο και το θάνατο εκατομμυρίων ανθρώπων, άρχισαν να διαδίδονται
και να επικρατούν οι ιδέες για την αξία της ανθρώπινης ζωής. Αυτό το σιωπηλό
κίνημα ανθρωπισμού είχε επηρεάσει έντονα και τη φοιτητοπαρέα μας προς το τέλος
της δεκαετίας του 1960. Υπήρχε διάχυτος προβληματισμός για τους αθώους που
θεωρούνταν ένοχοι ή (όπως ο κόσμος πίστευε) ότι καταδικάζονταν για λόγους
πολιτικής σκοπιμότητας, όπως ο Ντρέιφους στη Γαλλία ή στην Ελλάδα ο
δημοσιογράφος Γρηγόρης Στακτόπουλος στην υπόθεση της δολοφονίας του αμερικανού
δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ και μεταγενέστερα ο Αριστείδης Παγκρατίδης στην
υπόθεση του «Δράκου του Σέιχ Σου».
Την περίοδο
εκείνη είχα διαβάσει στο «Μακεδονικόν Ημερολόγιο» που εξέδιδε ο φιλόλογος
καθηγητής Ν. Σφενδόνης, την ιστορία της δημόσιας εκτέλεσης στη Θεσσαλονίκη ενός
μυλωνά για φόνους που είχαν διαπράξει άγνωστοι ληστές στην περιοχή που
βρισκόταν ο μύλος του. Η εκπληκτική περιγραφή του καθηγητή για τα δραματικά
γεγονότα κατά τη διαδικασία της εκτέλεσης ενός αθώου με συγκλόνισε. Τραγική
φιγούρα ο καταδικασμένος σε θάνατο μυλωνάς. Χτυπιόταν, έκλαιγε οδύρονταν και
κραύγαζε συνέχεια ότι είναι αθώος και ότι άδικα στιγμάτισαν τον ίδιο και την
οικογένειά του. Όλοι σχεδόν γνώριζαν πως ήταν ένας εργατικός και φιλήσυχος
οικογενειάρχης, που ως αποδιοπομπαίος τράγος είχε επιλεγεί από τη Χωροφυλακή (με
χαλκευμένα στοιχεία) για να αποτελέσει το υπόδειγμα της αυστηρής τιμωρίας σε
ληστές και δολοφόνους. Με την εκτέλεση του άτυχου μυλωνά στέλνονταν ένα
απειλητικό «μήνυμα» προς τις εγκληματικές ομάδες που δρούσαν στην επαρχία Το
συγκεντρωμένο πλήθος είχε εξαγριωθεί και απαιτούσε την αναβολή της εκτέλεσης
και νέα δίκη. Οι νεαροί στρατιώτες του εκτελεστικού αποσπάσματος, αναστατωμένοι
από την εξέλιξη των γεγονότων, πυροβόλησαν την πρώτη φορά χωρίς να σκοπεύσουν
το μελλοθάνατο, ενώ στη δεύτερη φορά και μετά τις επιπλήξεις του διοικητή τους τον
τραυμάτισαν ελαφρά στα άκρα. Το χέρι του υπαξιωματικού, ο οποίος θα έδινε τη
χαριστική βολή σε έναν αθώο που εκλιπαρούσε κλαίγοντας για τη ζωή του, έτρεμε
και οι πρώτες σφαίρες του πιστολιού του καρφώθηκαν, από αστοχία, στο χώμα. Όταν
κάποια στιγμή βρήκε το στόχο, ο εκτελεσμένος για αρκετά λεπτά της ώρας
εξακολουθούσε να παραμένει ζωντανός. Ήταν μια νόμιμη θανατική εκτέλεση η οποία
όμως, χωρίς ενδοιασμούς, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως εν ψυχρώ βάρβαρη
δολοφονία.
Τέτοια
περιστατικά που δημοσιεύονταν σε εφημερίδες και περιοδικά, αναφέρονταν συνήθως
σε περιπτώσεις αθώων ή θυμάτων ρατσισμού, οι οποίοι θανατώνονταν άδικα ή
τραβούσαν τα πάνδεινα σε φυλακές/κολαστήρια και σε καταναγκαστικά έργα, όπως ο
εβραϊκής καταγωγής γάλλος λοχαγός Άλφρεντ Ντρέιφους στο «Νησί του Διαβόλου» της
Γαλλικής Γουιάνας, όπου ο αργός θάνατος θεωρούνταν λύτρωση και θείο δώρο.
Εκείνη την εποχή οι αδίστακτοι δολοφόνοι ήταν ελάχιστοι, συνήθως παράφρονες ή
δημιουργούνταν κάποια λίγα οικογενειακά δράματα για οικονομικούς ή για λόγους
ερωτικής αντιζηλίας και εκδίκησης. Εμείς οι μεγαλύτερης ηλικίας προλάβαμε να
ζήσουμε σε μια κοινωνία χωρίς φόβο. Κοιμόμασταν με τις πόρτες και τα παράθυρα
ανοιχτά, κάναμε τις νύχτες ρομαντικούς περίπατους με τις κοπέλες μας σε ερημιές
και σε παραλίες και αφήναμε τα παιδιά μας να παίζουν σε πυκνοφυτευμένα πάρκα
και αλσύλλια, χωρίς το φόβο πως θα βρίσκονταν άνθρωποι να μας σκοτώσουν για το
ασήμαντο ποσό των πενήντα ή εκατό δραχμών. Αυτή η έλλειψη ανασφάλειας και οι
διάδοση των ανθρωπιστικών ιδεών μετά τους δυο αιματηρούς μεγάλους πολέμους,
ήταν η αιτία της εμφάνισης, γενικότερα, μιας κοινωνικής ανοχής και επιείκειας
προς όλους τους δράστες εγκληματικών πράξεων.
Προσωπικά,
βασικό ρόλο στην ενδυνάμωση της ιδεολογίας μου για επίδειξη οίκτου και
κοινωνικής επιείκειας προς εγκληματίες οι οποίοι, κάποιες φορές, ξεπερνούσαν σε
αγριότητα και τα θηρία της ζούγκλας, έπαιξαν κάποια ιστορικά γεγονότα που
διάβαζα στον γαλλόφωνο τύπο. Άλλωστε αυτός ο τρόπος σκέψης είχε λάβει
γενικότερες κοινωνικές διαστάσεις και αποτελούσε κυρίαρχη ιδεολογία της
πλειοψηφίας των πολιτών. Σε ένα από αυτά τα δημοσιεύματα αναδεικνυόταν η
βαρβαρότητα ενός ποινικού συστήματος, το οποίο έστελνε και πολιτικά μηνύματα
συγκρίνοντας την αυθαιρεσία και σκληρότητα της φεουδαρχικής ολιγαρχίας με τον
δημοκρατικό ανθρωπισμό. Αφορούσε στο γεγονός μιας εκτέλεσης στο Παρίσι, στην
εποχή του Λουδοβίκου του 15ου .
Αυτός ο γάλλος βασιλιάς,
περισσότερο γνωστός από τη διάσημη ερωμένη του Μαντάμ ντε Πομπαντούρ, ήταν ένας
διεφθαρμένος και γνωστός παιδόφιλος, ο οποίος είχε διορίσει στην «Βουλή των
Ευγενών» πολλούς αριστοκράτες φίλους τους με τις ίδιες σεξουαλικές προτιμήσεις.
Ένας πατέρας και υπάλληλος της Βουλής επιχείρησε αγανακτισμένος να
διαμαρτυρηθεί για το βιασμό της μικρής κόρης του από το βασιλιά με έναν τρόπο
πρόχειρο και αφελή. Του επιτέθηκε με έναν σουγιά οχτώ εκατοστών, που μόλις
διαπέρασε τα χοντρά ρούχα του Λουδοβίκου και του προξένησε μια ελαφριά εκδορά,
την οποία αντιλήφθηκαν οι αυλικοί όταν ξεντύθηκε το βράδυ για να κοιμηθεί. Ήταν
περισσότερο μια πράξη διαμαρτυρίας από έναν εξαγριωμένο πατέρα, παρά μια σοβαρή
απόπειρα δολοφονίας.
Ο ίδιος ο βασιλιάς, για να φανεί
γενναιόδωρος, δεν θέλησε να τιμωρήσει τον εξοργισμένο πατέρα. Όμως, οι
«διορισμένοι Ευγενείς βουλευτές», επειδή μεταξύ τους υπήρχαν γνωστοί παιδόφιλοι
που ο άτυχος υπάλληλος της Βουλής φαίνεται πως τους γνώριζε καλά, αποφάσισαν να
του κλείσουν το στόμα. Τον καταδίκασαν σε θάνατο «δια διαμελισμού», για την
ιερόσυλη πράξη του να υψώσει οπλισμένο χέρι ενάντια στο βασιλιά. Μπροστά σε
κεντρική πλατεία του Παρισιού, όπου είχε συγκεντρωθεί το πλήθος για να
παρακολουθήσει την εκτέλεση, ο καταδικασμένος πέρασε μια ώρα αλληλοδιαδοχής
φρικτών τρόπων βασανισμού και μαρτυρίων. Πρώτα έκοψαν με τσεκούρι το «βέβηλο
χέρι» που κρατούσε το σουγιά. Μετά ακολούθησαν καψίματα με πυρωμένα σίδερα στα
άκρα και στο στήθος. Μετά έριξαν καυτό λάδι στις πληγές. Τα ουρλιαχτά του
θανατοποινίτη ακούγονταν εκατοντάδες μέτρα μακριά. Στο τέλος, ήρθε η σειρά του
διαμελισμού. Τα τέσσερα άκρα δέθηκαν, για να τα σύρουν και να τα ξεκολλήσουν
από το σώμα, τέσσερα άλογα. Η αποκόλληση απέτυχε και τη διευκόλυναν με το
περιορισμένο κόψιμο των αρθρώσεων με τσεκούρι. Μόνο όταν εξαρθρώθηκε και το
τέταρτο σκέλος, τότε επιτέλους ο δύστυχος θανατοποινίτης ξεψύχησε. Ακόμα και ο
Λουδοβίκος που παρακολουθούσε την εκτέλεση, είχε εκφράσει την επιθυμία να
στραγγαλισθεί ο καταδικασμένος για να γλιτώσει απ’ το μαρτύριο, αλλά οι
«γαλαζοαίματοι δικαστές» ήταν αμετάπειστοι. Έπρεπε να εκτελεσθεί κατά γράμμα η
απόφαση της «Βουλής». Μιας Βουλής όπου κυριαρχούσε μια αφανής ομάδα «διεστραμμένων
Ευγενών». Έκλεισαν με τέτοιο απαίσιο τρόπο το στόμα ενός αξιόπιστου μάρτυρα, ο
οποίος θα μπορούσε να αποκαλύψει τις βρόμικες ερωτικές τους ενασχολήσεις.
Ειρωνεία της τύχης! Ο τότε
δεκαοχτάχρονος δήμιος Σαρλ Ανρί Σανσόν, ήταν αυτός ο ίδιος δήμιος που τριάντα
έξι χρόνια μετά, όταν ήταν πενήντα τεσσάρων χρόνων, καρατόμησε στη γκιλοτίνα το
Λουδοβίκο τον 16ο και αργότερα τη βασίλισσα Μαρία Αντουανέττα. Αυτός
ο άτυχος εγγονός και διάδοχος του έκφυλου Λουδοβίκου 15ου, όταν ο
νεαρός τότε δήμιος διαμέλιζε το δυστυχή κατάδικο στην πλατεία των εκτελέσεων,
ήταν μόλις τεσσάρων ετών. Πλήρωσε, ύστερα από τριανταέξι χρόνια, τις αμαρτίες
του λαομίσητου παππού του και του άπληστου και διεφθαρμένου φεουδαρχικού
καθεστώτος που εκπροσωπούσε.
Τέτοια και παρόμοια γεγονότα
διαμόρφωσαν ένα κλίμα πρωτόγνωρης ανοχής και επιείκειας στη Δικαιοσύνη της
Ανταπόδοσης. Οι εξελίξεις που ακολούθησαν αντέστρεψαν τους ρόλους και οι θύτες
μπορούν πλέον να «σιδερώνουν» με πυρακτωμένα σίδερα (όπως ο Σαρλ Ανρί Σανσόν)
τα θύματά τους και να μπαινοβγαίνουν σε «μια φυλακή, μπέστε σκύλοι
αλέστε», με ολιγοετείς καθείρξεις, με κατ’ οίκον εγκλεισμούς
και με άδειες εξόδου ακόμα και σε σκληρούς αμετανόητους εγκληματίες, χάρη σε
νόμους που επιβραβεύουν την εγκληματική πράξη. Είναι αυτό που η Ένωση Εισαγγελέων
Ελλάδος χαρακτήρισε ως «μετάπτωση υψηλής κοινωνικής απαξίας
κακουργημάτων σε πλημμελήματα».
ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 18.7.2021.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook