ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ

 ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ

Ο Κώστας Γ. Καρυωτάκης (1896 - 1928) ήταν Έλλην ποιητής και πεζογράφος. Θεωρείται ο κυριότερος εκφραστής της σύγχρονης λυρικής ποιήσεως. Έργα του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 30 γλώσσες.

Εγεννήθη στην Τρίπολη Αρκαδίας.

Λευτεριά!

Λευτεριά, λευτεριά, σχίζει δαγκάνει

τούς ουρανούς τό στέμμα σου. Τό φώς σου,

χωρίς νά καίη, τυφλώνει τόν λαό σου.

Πεταλούδες χρυσές οι Αμερικάνοι,

λογαριάζουν πόσα δολλάρια κάνη

σήμερα, τό υπερούσιο μέταλλό σου.

 

Λευτεριά, λευτεριά, θά σ’ αγοράσουν

έμποροι καί κονσόρτσια κι’ Εβραίοι.

Είναι πολλά τού αιώνος μας τά χρέη,

πολλές οι αμαρτίες πού θά διαβάσουν

οι γενηές, όταν σέ παρομοιάσουν

μέ τό πορτραίτο τού Dorian Gray.

 

Λευτεριά, λευτεριά, σέ νοσταλγούνε

μακρυνά δάση, ρημαγμένοι κήποι,

όσοι άνθρωποι προσδέχονται τήν λύπη

σάν έπαθλο τού αγώνος, καί μοχθούνε,

καί τήν ζωή τους θ’ ακολουθούνε

νεκροί πού η καθιέρωσις τούς λείπει.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ για τον ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ, ΕΔΩ.

 Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε, η καρδιά μου τώρα σα να εγέρασε.

Τελείωσεν η ζωή μου της Αθήνας,

που όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασε

και με την πίκρα κάποτε της πείνας...

(…)

Θ' ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζοντας

στο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμα.

Τριγύρω θα 'ναι ωραία, πλατύς ο ορίζοντας

και θα 'ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα».[1]

 

«Τότε λοιπόν αδέσποτο θ' αφήσω να βουίζει

το τραγούδι απάνωθέ μου.

Τα χάχανα του κόσμου και του ανέμου

το σφύριγμα, θα του κρατούν τον ίσο.

Θα ξαπλωθώ, τα μάτια μου θα κλείσω,

και ο ίδιος θα γελώ καθώς ποτέ μου...».


Αισιοδοξία

Τι νέοι…

Τί νέοι πού φτάσαμεν εδώ, στό έρμο νησί, στό χείλος

τού κόσμου, δώθε απ’ τό όνειρο καί κείθε από τή γή!

Όταν απομακρύθηκεν ο τελευταίος μας φίλος,

ήρθαμε αγάλι σέρνοντας τήν αιώνια πληγή.

 

Μέ μάτι βλέπουμε, αδειανό, μέ βήμα τσακισμένο

τόν ίδιο δρόμο παίρνουμε καθένας μοναχός,

νοιώθουμε τ’ άρρωστο κορμί πού εβάρυνε, σάν ξένο,

υπόκωφος από μακρυά η φωνή μας φθάνει αχός.

 

Η ζωή διαβαίνει, πέρα στόν ορίζοντα σειρήνα,

μά θάνατο, καθημερινό θάνατο καί χολή

μόνο, γιά μάς η ζωή θά φέρη, όσο άν γελά η αχτίνα

τού ηλίου καί οι αύρες πνέουνε. Κ’ είμαστε νέοι, πολύ

 

νέοι, καί μάς άφησαν εδώ, μιά νύχτα, σ’ ένα βράχο,

τό πλοίο πού τώρα χάνεται στού απείρου τήν καρδιά,

χάνεται καί ρωτιόμαστε τί νά ‘χουμε, τί νά ‘χω,

πού σβήνουμε όλοι, φεύγουμ’ έτσι νέοι, σχεδόν παιδιά!

 

Ποιητές 

Πώς σβήνετε, πικροί ξενιτεμένοι!

Ανθάκια μου χλωμά, πού σάς επήραν

Σέ κήπους μακρινούς νά σάς φυτέψουν…

Βιολέττες κι’ ανεμώνες, ξεχασμένες

στά ξένα πού πεθαίνετε παρτέρια,

κρατώντας, αργυρή δροσοσταλίδα,

βαθειά σας τήν ελπίδα τής πατρίδας…

Χτυπιούνται, πληγωμένες πεταλούδες,

στό χώμα σας οι θύμησες κ’ οι πόθοι.

Τό φώς πού κατεβαίνει τής ημέρας,

κι’ απλώνεται γλυκύτατο καί παίζει

μ’ όλα τριγύρω τ’ άλλα λουλουδάκια,

περνάει από κοντά σας καί δέ βλέπει

τόν πόνο σας ωραίο, γιά νά χαΙδέψη

τά πορφυρά θρηνητικά μαλλιά σας.

Ειδυλλιακές οι νύχτες σάς σκεπάζουν,

κ’ η καλοσύνη άν χύνεται τών άστρων,

ταπεινοί καθώς είστε, δέ σάς φτάνει.

Ολούθε πνέει, σά λίβας, τών ανθρώπων

η τόση μοχθηρία καί σάς μαραίνει,

ανθάκια μου χλωμά, πού σας επήραν

σέ κήπους μακρινούς νά σάς φυτέψουν.

 

Μόνο

 Αχ, όλα έπρεπε νά ‘ρθουν καθώς ήρθαν!

Οι ελπίδες καί τά ρόδα νά μαδήσουν.

Βαρκούλες νά μού φύγουνε τά χρόνια,

νά φύγουνε, νά σβήσουν.


Έτσι, όπως εχωρίζαμε τά βράδυα,

γιά πάντα νά χαθούνε τόσοι φίλοι.

Τόν τόπο πού μεγάλωσα παιδάκι

ν’ αφήσω κάποιο δείλι.


Τά ωραία κι’ απλά κορίτσια «ώ, αγαπούλες!»

η ζωή νά μού τά πάρη, χορού γύρος.

Ακόμη ο πόνος, άλλοτε πού ευώδα,

νά μέ βαραίνη στείρος.


Όλα έπρεπε νά γίνουν. Μόνο η νύχτα

δέν έπρεπε γλυκειά έτσι τώρα νάναι,

νά παίζουνε τ’ αστέρια εκεί σά μάτια

καί σά νά μού γελάνε.

 

Από το «Βράδυ»

από την συλλογή «Ελεγεία και σάτιρες»:

 

Τα παιδάκια που παίζουν στ’ ανοιξιάτικο δείλι

μια ιαχή μακρυσμένη,

τ’ αεράκι που λόγια με των ρόδων τα χείλη

ψιθυρίζει και μένει…

 

ΟΙ ΑΓΑΠΕΣ

 

Θάρθουν όλες μια μέρα, και γύρω μου

θα καθίσουν βαθιά λυπημένες.

Φοβισμένα σπουργίτια τα μάτια τους,

θα πετούνε στην κάμαρα μέσα.

Ωχρά χέρια θα σβήνουν στο σύθαμπο

και θανάσιμα χείλη θα τρέμουν.

 

«Αδελφέ» θα μου πούν «δέντρα φεύγουνε

μες στη θύελλα, και πια δε μπορούμε,

δεν ορίζουμε πια το ταξίδι μας.

 

Ένα θάνατο πάρε και δώσε.

Εμείς, κοίτα, στα πόδια σου αφήνουμε,

συναγμένο από χρόνια το δάκρυ»

 

Τα χρυσά πού ΄ναι τώρα φθινόπωρα,

που τα θεία καλοκαίρια στα δάση;

πού οι νυχτιές με τον άπειρον, έναστρο

ουρανό, τα τραγούδια στο κύμα;

Όταν πίσω και πέρα μακρύνανε,

που να επήγαν χωριά, πολιτείες;

 

.»Οι θεοί μας εγέλασαν, οι άνθρωποι,

κι ήρθαμε όλες απόψε κοντά σου,

γιατί πια την ελπίδα δεν άξιζε.

 

Θάνατος

Θάνατος είναι οι κάργες πού χτυπιούνται

στούς μαύρους τοίχους καί στά κεραμίδια,

θάνατος οι γυναίκες πού αγαπιούνται

καθώς νά καθαρίζουνε κρεμμύδια.

 

Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι

μέ τά λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,

ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι’ ακόμη

ο ήλιος, θάνατος μέσα στούς θανάτους.

 

Θάνατος ο αστυνόμος πού διπλώνει,

γιά νά ζυγίση, μιά ελλιπή μερίδα,

θάνατος τά ζουμπούλια στό μπαλκόνι

κι’ ο δάσκαλος μέ τήν εφημερίδα.

 

Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.

Τήν Κυριακή θ’ ακούσουμε τήν μπάντα.

Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης,

Πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.

 

Περπατώντας αργά στήν προκυμαία,

«υπάρχω;» λές κ’ ύστερα: «Δέν υπάρχεις!».

Φθάνει τό πλοίο. Υψωμένη σημαία.

Ίσως έρχεται ο κύριος Νομάρχης.

 

Άν τουλάχιστο, μέσα στούς ανθρώπους

αυτούς, ένας πέθαινε από αηδία…

Σιωπηλοί, θλιμμένοι, μέ σεμνούς τρόπους,

θά διασκεδάζαμε όλοι στήν κηδεία. 

 

ΑΘΗΝΑ

Ώρα γλυκειά. Ξαπλώνει ωραία ‘δομένη

η Αθήνα τόν Απρίλη σάν εταίρα,

είναι ηδονές τά μύρα στόν αιθέρα,

καί τίποτε η ψυχή πιά δέν προσμένει.

 

Στά σπίτια σκύβει επάνω καί βαραίνει

τό ασήμι τού βλεφάρου της η εσπέρα,

βασίλισσα η Ακρόπολη εκει πέρα

πορφύρα έχει τή δύση φορεμένη.

 

Φιλί φωτός καί σκάει τό πρωταστέρι,

στόν Ιλισό ερωτεύεται τ’ αγέρι

ροδονυφούλες δάφνες πού ριγούνε.

 

Ώρα γλυκειά χαράς κι’ αγάπης, όντας

πουλάκια τό ένα τ’ άλλο κυνηγούνε

τ’ Ολύμπιου Δία μιά στήλη αεροχτυπώντας.

 

Η ΠΡΩΤΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΤΟΥ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ
ΣΕ ΔΗΜΟΠΡΑΣΙΑ... 

Η εξαιρετικά σπάνια πρώτη έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής του Καρυωτάκη δημοπρατήθηκε από τον οίκο Π. Βέργου. Ο «Πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων», όπως τιτλοφορείται η συλλογή, κυκλοφόρησε το Φεβρουάριο του 1919 σε 120 μόνο αντίτυπα. Το αντίτυπο της δημοπρασίας είναι ένα από τα 20 που τυπώθηκαν σε χαρτί πολυτελείας και φέρει ιδιόχειρη αφιέρωση του ποιητή. Ο Κώστας Καρυωτάκης (1896-1928) αποτελεί ιδιάζουσα περίπτωση στην ιστορία των ελληνικών γραμμάτων. Η αυτοκτονία του στην Πρέβεζα, λίγους μήνες μετά την κυκλοφορία της τρίτης και τελευταίας του συλλογής, συντάραξε τους συγχρόνους του και επηρέασε βαθιά τις επόμενες γενιές. Θεωρήθηκε η αναπόδραστη κατάληξη της ζωής του και σε απόλυτη συνέπεια με το ποιητικό του έργο. Η έκδοση της πρώτης του συλλογής είχε περάσει σχεδόν απαρατήρητη.

ΠΗΓΗ: Γ. Λεκάκης «Μεγάλη Ανθολογία ελληνικής ποίησης». ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] Από την ποιητική συλλογή «Νηπενθή», 1921. Η πρώτη και η τελευταία στροφή από το ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη, που μελο­ποίησε ο Δημ. Παπαδημητρίου και τραγούδησε η Ελ. Αρβανιτάκη.


ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ, ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ, ειμαστε κατι, 1919, κιθαρες, ανεμος, στιχοι, ηχος, παραφωνια, χορδες, καδενες, αντενες, δαχτυλα, χαη, απειρο, αντηχηση, αισθησεις, νευρα, φυσις, φυση, σωμα, ενθυμηση, ποιησις, ποιηση, εβραιοι, αθηνα, πρεβεζα, καταφυγιο, κακη ωρα, 1896 - 1928, Ελληνας ποιητης πεζογραφος, λυρικη ποιηση μεταφραση Τριπολη Αρκαδιας, Τριπολις Αρκαδια

Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ