ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΑΝΤΩΝΗ ΣΑΜΑΡΑΚΗ

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΑΝΤΩΝΗ ΣΑΜΑΡΑΚΗ

Εμείς που γράφουμε…

Εμείς λοιπόν οι σημερινοί που γράφουμε, ας δούμε αν αυτό το μικρό, το ελάχιστο που τολμήσαμε να δώσουμε στους άλλους μπόρεσε να τους αγγίξει να τους πλησιάσει κάπως να τους ζεστάνει την καρδιά, να τους συντροφέψει σε μια δύσκολη ώρα, να τους ψιθυρίσει μια κάποια απόκριση στα ερωτηματικά που τους βασανίζουν να τους κάνει να ξεχωρίσουν στο βαθύ σκοτάδι μέσα ένα μικρό φως, μια χαραμάδα φως, να τους σταματήσει το τελευταίο δευτερόλεπτο πριν αφεθούν να πέσουν στο κενό. Και το κενό δεν είναι μόνο η άβυσσος που καραδοκεί κάτω από τα πόδια μας και μας μαγνητίζει όταν είμαστε σε ασυνεννοησία με τον εαυτό μας ή με τους άλλους και τότε πηδάμε στην παγωμένη αγκαλιά της. Κενό είναι και η απάθεια για ό,τι φοβερό συμβαίνει γύρω μας, η αδιαφορία για την τύχη των άλλων, που όμως είναι και δική μας τύχη ή μπορεί αύριο κιόλας να είναι και δεν το σκεφτόμαστε, δυστυχώς…

Ο συγγραφέας σήμερα έχει ιδιάζουσα ευθύνη, οι καιροί είναι κατεξοχήν κρίσιμοι. Να παραμερίσουμε πρέπει τα προσωπικά μας προβλήματα, τον εαυτούλη μας, να παλέψουμε πρέπει. Ας μην απελπιζόμαστε που η κατάσταση δεν αλλάζει ως δια μαγείας. 

ΗΡΘΑ 3.30 ΤΟ ΠΡΩΙ, ΤΗΣ 16ΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1919 

Ήρθα ανάμεσα σας στις 16 Αυγούστου 1919 στην Αθήνα, σε μια λαϊκή γειτονιά, στην πλατεία Βάθης, στο Μεταξουργείο, κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό Λαρίσης. Αυτό που λέμε στην Ελλάδα για κείνον που προσγειώνεται στον κόσμο μας «Πρωτοείδε το φως της ημέρας» δεν ισχύει στην περίπτωσή μου γιατί το φως που πρωτοείδα ήταν φως νύχτας. Όταν το πήρα πια απόφαση να γλιστρήσω από τα σπλάχνα της μανούλας μου της Αντριάνας – Αδριανή ήταν το όνομά της, εγώ την έλεγα από μικρός Αντριάνα, όχι μαμά, όπως και τον πατερούλη μου τον έλεγα με τ’ όνομά του Ευριπίδη, όχι μπαμπά – όταν εγκατέλειψα τα σπλάχνα της μανούλας μου ήταν περίπου 3.30 η ώρα το πρωί της 16ης Αυγούστου 1919. 

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ 

Από τα πρώτα παιδικά μου χρόνια με βασάνιζε το θέμα πόλεμος. Στους αιώνες της ανθρώπινης πορείας, ο πόλεμος δεν έπαψε να δίνει το «παρών» αίμα, θυσίες, συμφορές… Πότε με το ένα επιχείρημα, πότε με το άλλο, κάθε τόσο και μια νέα πολεμική περιπέτεια, άνθρωποι εναντίον ανθρώπων… Γιατί; Προς τι;

Ερωτηματικά κυκλοφορούσαν μέσα μου, η σκέψη του πολέμου μου ήταν πάντα τυραννική. Εκείνο που με προβλημάτιζε δεν ήταν μόνο αυτός ο ίδιος ο πόλεμος και ο εφιαλτικός απολογισμός σε κάθε περίπτωση πολέμου – νεκροί ακρωτηριασμένοι, τραυματίες, ερείπια σωματικά, ψυχικά, ηθικά, κοινωνικές και οικονομικές συμφορές, ερήμωση και άλλα πολλά – με προβλημάτιζαν συγχρόνως και οι καταστροφικές επιπτώσεις που έχει στην καθημερινή ζωή του ατόμου και στις σχέσεις του με τους άλλους ο φόβος πως από στιγμή σε στιγμή μπορεί να ξεσπάσει ένας νέος παγκόσμιος πόλεμος, φόβος που τροφοδοτείται ολοένα και μας παρακολουθεί.

 

ΘΑΝΑΤΟΣ


Οι μέρες μου λιγόστεψαν ακόμη πιο πολύ,

φεύγει η ζωή με στεναγμούς στην καθεμιά πνοή μου

και του θανάτου τα φτερά στην πόρτα την κλειστή

σημαίνουνε θρηνώδικα την ύστερη στιγμή μου.

 

Μονάχος μες στην ερημιά τρισκόταδο βαθύ,

με περιζώνει από παντού, φλογίζονται τα χείλη

χωρίς ξεδιψασμό, και στη γωνιά τη σκοτεινή,

στο κονοστάσι, τ’αμυδρό φως χύνει το καντήλι.

 

Μόνος σε μια καρέκλα τρεμοσβήνει το κερί,

κι άδικα την ανείπωτη πασχίζει αγωνία

να ξεδιαλύνει της ψυχής, ο θάνατος αργεί,

ιδρώτα στάζει το κορμί, κι η κάμαρα είναι κρύα.

 

Τ’ αγέρι στο παράθυρο – το κλάμα το στερνό, -

σκοτάδι, σβήνει το κερί, κι απέξω από τη θύρα

ο σκύλος αλυκτά, και ηχεί σε τόνο θλιβερό

«καλό ταξίδι» απ’ τη γωνιά, η ραγισμένη λύρα.

 

ΚΑΤΙ


Όταν θα πέφτει η νύχτα σε κομμάτια

στα μάτια, τα χιμαιρικά σου μάτια,

να’ναι βαθιά σιωπή, τα χέρια δωσ’ μου

να κάψουμε τα σύνορα του κόσμου

σαν δυο παιδιά που ταξιδεύουν πέρα

με τα σύννεφα και με τον αγέρα.

Και να γελάμε,να γελάμε ακόμα,

κι ύστερα να πεθάνουμε στο χώμα

σαν δυο τριαντάφυλλα. Και να’ναι μία

παράξενη η ζωής μας ιστορία

 

γεμάτη πάθη, λάθη, λάθη, πάθη.

Κι ούτε ένα δάκρυ να βρεθεί να γίνει

μνημόσυνο στη μεθυσμένη εκείνη

μικρή μας ιστορία και να θυμίσει

πόσο τους είχα, είχαμε αγαπήσει.


Οι τοίχος

Κάτι απλό

 

Θέλω νά γράψω κάτι απλό καί τρυφερό,

σάν δυό παιδιά πού χέρι-χέρι πάνε’

όπως ένα φεγγάρι επάνω στό νερό.

Ένα τραγούδι βέβαια πρέπει νά ‘ναι.

 

Άν ήξερες πόσο μέ βασανίζει αυτό,

τό θέλω νά ‘ναι ολόκληρο δικό μου,

ένα τέτοιο τραγούδι, ανθρώπου ζεστό,

ποιός τό ‘λεγε πώς θά ‘ναι τ’ όνειρό μου.

 

Καί νά ‘ναι μέσα του η παράξενη χαρά

πού τήν ψυχή μου ομόρφηνε κοντά σου’

Μέ δάκρυα τό μουσκέψω, τ’ αλμυρά,

Τά δάκρυα πού μέ μάθαν τ’ όνομά σου.

 

Ά, τό τραγούδι μου! Νά πέφτη μαλακό,

σάν φθινοπωρινή βροχή στό χώμα’

καί νά τό νοιώθουν όλοι σάν αδελφικό

πού τόσα έχει νά μαρτυρήση, στόμα.

 

Δώσε μου, Κύριε, δύναμι γιά κάτι πού

θά γαληνέψη τήν ψυχή μου τόσο,

καί νά βρεθούνε κάποιοι κάποτε νά ειπούν

τίποτ’ άλλο δέν είχα νά σού δώσω.

 

Ένα τραγούδι τέτοιο, μιά απλή καρδιά,

δέν είναι βέβαια κάτι πού ν’ αρέση’

φθάνει πού θά τό καταλάβουν τά παιδιά

κι’ όσοι πολύ στόν κόσμο έχουνε πονέσει.

 

Μάρτυρες της πίστης

με το ψευδώνυμο Ι. Κυπριανού, στις «Ακτίνες»

 

Να νοιώσεις ίσαμε το βάθος της καρδιάς

οι μάρτυρες της πίστης το σημαίνουν

και πόσα εσύ σ’ αυτούς τους ήρωες χρωστάς

και τι από σένα ΄κείνοι περιμένουν…

 

Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΕΧΕΙ ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ… 

Η λογοτεχνία είναι πρώτα πρώτα χαρά. Σκληρή βέβαια και μελαγχολική η θέα της ανθρώπινης παράνοιας και ζούγκλας, αυτήν ακριβώς την πραγματικότητα η λογοτεχνία οφείλει πιστά να εικονίζει. Μέσα όμως από τη σύγχυση και τα αντίμαχα ρεύματα της ενδόμυχης ζωής και της κοινωνικής συνοίκησης, η λογοτεχνία τείνει οπωσδήποτε στη χαρά, και έχει τη δύναμη να μπολιάζει τις καρδιές με την αλλιώτικη τούτη χαρά. Και κάτι ακόμη, πολύ σημαντικό: χτίζει γέφυρα βαθύτερης επικοινωνίας με τον άλλον, τον δέκτη. Ανοίγει μαζί του διάλογο.

 

ΕΛΕΝΙΤΣΑ, Ο ΣΤΟΡΓΙΚΟΣ ΠΑΡΑΣΤΑΤΗΣ ΜΟΥ…

Σε μια εορταστική εκδήλωση για τη βράβευση του «Αρνούμαι» γνώρισα την Ελενίτσα μου – έτσι τη λέω τρυφερά αντί για Ελένη. Ήταν το βράδυ της 20 Δεκεμβρίου 1962. Στις 9 Φεβρουαρίου 1963 έγινε ο γάμος μας, αστραπιαία νιώσαμε ότι θα ενώναμε τις ζωές μας όπως λένε στα μυθιστορήματα. Βλέπετε ότι αυτήν τη φορά δεν είπα «αρνούμαι» στην καλή μου τύχη και από τότε μακαρίζω τον εαυτό μου. Γιατί η Ελενίτσα μου όλα αυτά τα χρόνια ήταν στοργικός και δυναμικός παραστάτης μου σε όλες τις καλές αλλά προπάντων τις σκληρές ώρες που περάσαμε μαζί. Παραστάτης και οδηγός μοναδικής, ανεπανάληπτης αξίας όχι μόνο με την αγάπη της και τη διαίσθησή της αλλά και με την αυστηρή και 0πάντα δίκαιη κριτική που ευθέως κάνει στις δικές μου απόψεις και πράξεις.

Της είμαι βαθύτατα ευγνώμων για όλα όσα μου έχει προσφέρει, στάθηκε παλικάρι σε όλες τις αναποδιές που μας βρήκαν κατά καιρούς, ιδιαίτερα στα πέτρινα χρόνια, τα εφιαλτικά, της χούντας 1967-74. Της είμαι βαθύτατα ευγνώμων για όλα όσα έχει αισθανθεί για μένα, έχει σκεφτεί, έχει πράξει, αλλά συγχρόνως της έχω απέραντη ευγνωμοσύνη και για κάτι άλλο εξίσου σημαντικό: όλη της τη στάση και την κίνηση συμπαράστασης και συντροφικότητας δεν τις εκφράζει γλυκερά και συμβατικά αλλά εκρηκτικά, έτσι με κρατάει σε συνεχή εγρήγορση άμυνας και αντεπίθεσης, με κρατάει ζωντανό βιολογικά, πνευματικά ψυχικά.

 

ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ

Όταν μπήκε στο καφενείο κείνο το απόγεμα, ήτανε νωρίς ακόμα. Κάθισε σ’ ένα τραπέζι, πίσω από το μεγάλο τζάμι που έβλεπε στη λεωφόρο. Παράγγειλε καφέ. Στα άλλα τραπέζια, παίζανε χαρτιά ή συζητούσανε. Ήρθε ο καφές. Άναψε τσιγάρο, ήπιε δυο γουλιές, κι άνοιξε την απογευματινή εφημερίδα. Καινούργιες μάχες είχαν αρχίσει στην Ινδοκίνα. «Αι απώλειαι εκατέρωθεν υπήρξαν βαρύταται», έλεγε το τηλεγράφημα. Ένα ακόμα ιαπωνικό αλιευτικό που γύρισε με ραδιενέργια.

«Η σκιά του νέου παγκοσμίου πολέμου απλούται εις τον κόσμον μας», ήταν ο τίτλος μιας άλλης είδησης. Ύστερα διάβασε άλλα πράγματα: το έλλειμμα του προϋπολογισμού προαγωγές εκπαιδευτικών, μια απαγωγή, ένα βιασμό, τρεις αυτοκτονίες. Οι δύο για οικονομικούς λόγους. Δυο νέοι 30 και 32 χρονώ. Ο πρώτος άνοιξε το γκάζι, ο δεύτερος χτυπήθηκε με πιστόλι. Αλλού είδε κριτική για ένα ρεσιτάλ πιάνου, έπειτα κάτι για τη μόδα, τέλος την «Κοσμική Κίνηση»: «Κοκταίηλ προχθές παρά τω κυρίω και τη κυρία Μ.Τ. Χάρμα ευμορφιάς και κομψότητος η κυρία Β.Χ. με φόρεμα κομψότατο εμπριμέ και τοκ πολύ σικ. Ελεκάντικη εμφάνισις η δεσποινίς Ο.Ν.» Άναψε κι άλλο τσιγάρο. Έριξε μια ματιά στις «Μικρές Αγγελίες: ΠΩΛΕΙΤΑΙ νεόδμητος μονοκατοικία, κατασκευή αρίστη, εκ 4 δωματίων, χολ, κουζίνας, λουτρού πλήρους W.C. ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ εις σοβαρόν κύριον δωμάτιον β’ ορόφου ευάερον, ευήλιον…ΖΗΤΕΙΤΑΙ πιάνο προς αγοράν…

Σκέψεις γυρίζανε στο νου του. Από τότε που τέλειωσε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, η σκιά του τρίτου δεν είχε πάψει να βαραίνει πάνω στον κόσμο μας. Και στο μεταξύ, το αίμα χυνότανε, στην Κορέα χτες, στην Ινδοκίνα σήμερα, αύριο… Πέρασε το χέρι του στα μαλλιά του. Σκούπισε τον ιδρώτα στο μέτωπό του. Είχε ιδρώσει, κι όμως δεν έκανε ζέστη. Ο πόλεμος, η βόμβα υδρογόνου, οι αυτοκτονίες για οικονομικούς λόγους, η «Κοσμική Κίνησις»… Το πανόραμα της ζωής! Δεν είχε αλλάξει διόλου προς το καλύτερο η ζωή μας ύστερ’ από τον πόλεμο. Όλα είναι τα ίδια σαν και πριν. Κι όμως είχε όλη τη γη, πως ύστερ’ από τον πόλεμο, ύστερ’ από τόσο αίμα που χύθηκε, κάτι θ’ άλλαζε. Πως θαρχότανε η ειρήνη, πως ο εφιάλτης του πολέμου δεν θα ίσκιωνε πια τη γη μας, πως δεν θα γίνονταν τώρα αυτοκτονίες για οικονομικούς λόγους, πως…

Σουρούπωνε. Μερικά φώτα είχαν ανάψει κιόλας στα μαγαζιά αντίκρυ. Στο καφενείο δεν είχανε ανάψει ακόμα τα φώτα. Του άρεσε έτσι το ημίφως. Σκέφτηκε τη σύγχυση που επικρατεί στον κόσμο μιας σήμερα. Σύγχυση στον τομέα των ιδεών, σύγχυση στον κοινωνικό τομέα, σύγχυση…

Δεν έφταιγε η εφημερίδα που έκανε τώρα αυτές τις σκέψεις. Τα σκεφτότανε όλα αυτά τον τελευταίο καιρό, πότε με λιγότερη, πότε με περισσότερη ένταση. Σκεφτότανε το σκοτεινό πρόσωπο της ζωής. Την ειρήνη, τη βαθιά τούτη λαχτάρα, που κρέμεται από μια κλωστή. Σκεφτότανε τη φτώχεια, την αθλιότητα. Σκεφτότανε το φόβο που έχει μπει στις καρδιές.

Στον καθρέφτη δίπλα του είδε το πρόσωπό του. Ένα πολύ συνηθισμένο πρόσωπο. Τίποτε δε μαρτυρούσε την ταραχή που είχε μέσα του. Είχε πολεμήσει κι αυτός στον τελευταίο πόλεμο. Και είχε ελπίσει. Μα τώρα ήτανε πια χωρίς ελπίδα. Ναι, δε φοβότανε να το ομολογήσει στον εαυτό του πως ήτανε χωρίς ελπίδα. Μια σειρά από διαψεύσεις ελπίδων ήταν η ζωή του. Είχε ελπίσει τότε… Είχε ελπίσει ύστερα…

Κάποτε πριν από χρόνια είχε ελπίσει στον κομμουνισμό. Μα είχε διαψευσθεί κι εκεί. Τώρα δεν είχε ελπίσει σε καμιά ιδεολογία!  Ζήτησε ένα ποτήρι νερό ακόμα. Αυτή η διάψειση από τις λογής λογής ιδεολογίες ήτανε βέβαια γενικό φαινόμενο. Και παραπάνω από τη διάψευση, η κούραση, η αδιαφορία που οι πιο πολλοί, η μεγάλη πλειοψηφία νιώθει μπροστά στις διάφορες ιδεολογίες.

Κοίταζε τα τρόλεϋ που περνάγανε ολοένα στη λεωφόρο, το πλήθος… Μπροστά του, η εφημερίδα ανοιχτή. Όλα αυτά που είχε δει και πρωτύτερα: η σκιά του καινούριου πολέμου, η Ινδοκίνα, οι δυο αυτοκτονίες για οικονομικούς λόγους η «Κοσμική Κίνησις»…

- Τσιγάρα! ένας πλανόδιος μπήκε.

Πήρε ένα πακέτο. Στις έξι σελίδες της εφημερίδας η ζωή. Κι αυτός ήτανε τώρα ένας άνθρωπος που δεν έχει ελπίδα. Θυμήθηκε πριν από χρόνια, ήτανε παιδί ακόμα, είχε αρρωστήσει βαριά μια θεία του, ξαδέλφη της μητέρας του. Την είχανε σπίτι τους. Ήρθε ο γιατρός, βγαίνοντας από το δωμάτιο της άρρωστης, είπε με επίσημο ύφος:

- Δεν υπάρχει πλέον ελπίς!

Έτσι κι αυτός, τώρα, είχε φτάσει στο σημείο να λέει:

- Δεν υπάρχει πλέον ελπίς!

Του φάνηκε φοβερό που ήτανε χωρίς ελπίδα. Είχε την αίσθηση πως οι άλλοι στο καφενείο τον κοιτάζανε κι άλλοι από το δρόμο σκεφτόνταν και ψιθυρίζανε μεταξύ τους. «Αυτός εκεί δεν έχει ελπίδα!» Σα να ήταν έγκλημα αυτό. Σα να είχε ένα σημάδι πάνω του που το μαρτυρούσε. Σα να ήτανε γυμνός ανάμεσα σε ντυμένους.

Σκέφτηκε τα διηγήματα που είχε γράψει, δίνοντας έτσι μια διέξοδο στην αγωνία του. Άγγιζε θέματα του καιρού μας: τον πόλεμο, την κοινωνική δυστυχία… Ωστόσο δεν το αποφάσιζε να το εκδώσει. Φοβότανε! Φοβότανε την ετικέτα που θα του δίνανε σίγουρα οι μεν και οι δε. Όχι, έπρεπε να τα βγάλει. Στο διάολο η ετικέτα! Αυτός ήταν ένας άνθρωπος, τίποτε άλλο. Ούτε αριστερός ούτε δεξιός. Ένας άνθρωπος που είχε ελπίσει άλλοτε, και τώρα δεν έχει ελπίδα, και που νιώθει χρέος του να το πει αυτό. Βέβαια άλλοι θάχουν ελπίδα, σκέφτηκε. Δεν μπορεί παρά νάχουν.

Ξανάριξε μια ματιά στην εφημερίδα: η Ινδοκίνα, η «Κοσμική Κίνησις», το ρεσιτάλ πιάνου, οι δυο αυτοκτονίες για οικονομικούς λόγους, οι «Μικρές Αγγελίες»…

ΖΗΤΕΙΤΑΙ γραφομηχανή…

ΖΗΤΕΙΤΑΙ ραδιογραμμόφωνον…

ΖΗΤΕΙΤΑΙ τζιπ εν καλή καταστάσει…

ΖΗΤΕΙΤΑΙ τάπης γνήσιος περσικός…

Έβγαλε την ατζέντα του, έκοψε ένα φύλλο κι έγραψε με το μολύβι του:

ΖΗΤΕΙΤΑΙ ελπίς.

Ύστερα πρόσθεσε το όνομά του και τη διεύθυνσή του. Φώναξε το γκαρσόνι. Ήθελε να πληρώσει να πάει κατευθείαν στην εφημερίδα, να δώσει την αγγελία του, να παρακαλέσει, να επιμείνει να μπει οπωσδήποτε στο αυριανό φύλλο.

 

ΣΗΜΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

(Απόσπασμα)

Το σημείωμα, σε χαρτί από πακέτο τσιγάρων, το βρήκα ανοίγοντας την εξώθυρα. Στο φως ενός σπίρτου το διάβασα:

Πρέπει να σας δω! Θα είμαι στο καφενείο του σταθμού. Στις 8.30 θα είμαι εκεί και θα περιμένω.

Δημακόπουλος

Δεν ήταν στο καφενείο όταν έφτασα εννέα παρά είκοσι. Κάθισα να τον περιμένω. Το σημείωμά του ήταν το μόνο σημείο ζωής από τη νύχτα που είχε έρθει στο σπίτι μου. Είπα να μου φέρουν καφέ. Το καφενείο ήταν γεμάτο κόσμο. Τα τζάμια τα είχε θαμπώσει η παγωνιά.

«Άργησα, άργησα πάρα πολύ! Να με συγχωρείτε!» είπε. «Θα σας πω τι συμβαίνει».

Εννέα και τέταρτο, κάτι τέτοιο ήταν σαν ήρθε. «Τι θα πάρετε;» ρώτησα. «Τι θα πάρω; Καφέ. Ας φέρει καφέ, μέτριο βαρύ», είπε και κοίταζε ολοένα προς την πόρτα του καφενείου με τρόπο που μου φάνηκε περίεργος. «Περιμένετε κανέναν;» είπα. «Εγώ; Όχι δεν περιμένω. Θα σας πω τι συμβαίνει». «Επιτέλους, τι συμβαίνει;» είπα χάνοντας την ψυχραιμία μου.

Έσκυψε προς εμένα. «Με παρακολουθούν!» είπε σιγά, με ύφος συνωμοτικό. «Το ήξερα πως αργά ή γρήγορα η αστυνομία…» «Όχι, κάνετε λάθος», με διέκοψε. Ένα χαμόγελο φώτισε κάπως το πρόσωπό του. «Όχι, όχι η αστυνομία!» «Δεν καταλαβαίν», είπα, «Αν το βρείτε…»  «Δεν καταλαβαίνω» ξαναείπα.

«Λοιπόν να σας πω». Έσκυψε ακόμα περισσότερο, σχεδόν κόλλησε το πρόσωπό του στο δικό μου «Η Άννα!» Τον κοίταξα. «Θα σας εξηγήσω» είπε. Ήπιε μια γουλιά καφέ. «Ερχόμουν να σας συναντήσω, προ ολίγου, άξαφνα ένιωσα πως με παρακολουθούν. Με την άκρη του ματιού είδα την Άννα… Ναι σας λέω! Την Άννα!» «Μήπως…» «Τι μήπως; Μήπως έκανα λάθος; Όχι! Περιμένετε και θα σας εξηγήσω» «κρυφτήκατε;» «Ακριβώς! Κρύφτηκα στην πρώτη γωνία και σε δύο λεπτά να το πουλάκι μου!» «Επ’ αυτοφώρω!» «Μη με διακόπτετε, σας είπα!» «Καλά δεν πρόκειται να σας διακόψω» «Μου λέει: Είναι μια γυναίκα στη ζωή σου. Ναι της λέω κοφτά, είναι!». Και βάζει τα κλάματα. Ξέρετε δε μ’ αρέσει να βλέπω γυναίκες να κλαίνε. Γίνομαι εκτός εαυτού. Όχι, δεν της μίλησα άσχημα. Ναι, της ξαναλέω. Είναι μια γυναίκα στη ζωή μου. «Λοιπόν είχα δίκιο!» λέει. «Ποια είναι; Ποια; Την ξέρω; Ποια είναι; Πως τη λένε;» «Άννα!» της λέω.

Στάθηκε. Είχε κουραστεί μιλώντας χωρίς διακοπή και γρήγορα.

«Δεν ξέρω αν με πίστεψε ή όχι. Δεν ξέρω. Καταλαβαίνετε, από τότε που έπαψα να … τις πρώτες μέρες, τις πρώτες νύχτες, δεν υποψιάστηκε. Της είχα πει ότι είμαι κουρασμένος ότι δεν έχω όρεξη. Ύστερα όσο έβλεπε να περνάνε οι νύχτες, η μια πάνω στην άλλη… Ε, τι τα θέλετε! Την έζωσαν οι υποψίες. Όχι πως είπε τίποτα. Το κατάλαβα όμως. Άρχισε να φροντίζει τον εαυτό της. Άλλαξε χτένισμα. Ώρες ολόκληρες στον καθρέφτη. Μου ζήτησε να πάρουμε υπηρέτρια γιατί έχει κουραστεί. Δεν είναι αυτός ο λόγος. Είναι για να μη χαλάνε τα χέρια της από τις δουλειές του σπιτιού. Και τώρα με παρακολουθεί. Με παρακολουθεί!» Είπα: «Ήταν επόμενο να υποψιαστεί η Άννα…» «Δώστε μου τσιγάρο», είπε. «Έμεινα από τσιγάρο». Του έδωσα.

«Δηλαδή τι να κάνω; Όχι πείτε μου, τι να κάνω; Να καθίσω και να εξηγήσω στην Άννα τι συμβαίνει;»

Έγινε σιωπή.

«Προχτές τη νύχτα… Προχτές ή αντιπροχτές, δε θυμάμαι, αργά τη νύχτα…» Ήρθε το γκαρσόνι και άφησε ένα ποτήρι νερό.

«Η Άννα… Πως το θέλετε; Είναι γυναίκα που δεν μπορείς να πεις εύκολα πως… Μη νομίζετε πως είναι απλή υπόθεση για μένα που δεν πλαγιάζω με την Άννα! Λοιπόν, προχτές τη νύχτα, αργά τη νύχτα, ακούω θόρυβο στην πόρτα του χολ. Έχω βάλει τώρα το κρεβάτι μου στο χολ. Ακούω θόρυβο. Ήταν σκοτάδι πίσσα. Η γάτα, σκέφτηκα. Ύστερα σκέφτηκα πως δεν έχουμε γάτα στο σπίτι. Σηκώνομαι πάω να δω ανοίγω την πόρτα… η Άννα ήταν εκεί, στο κατώφλι, γυμνή κάτω από το διάφανο νυχτικό της… Και όμως την αρνήθηκα! Ναι την αρνήθηκα! Την έπιασε κρίση. Όλη νύχτα έκλαιγε στο δωμάτιό της, που πριν από μερικές νύχτες ήταν το δωμάτιό μας, η κρεβατοκάμαρά μας…» Στάθηκε άξαφνα κάτι είχε δει στο παράθυρο. «Η Άννα!» είπε. «Τη βλέπετε; Με παρακολουθεί! Να, κοιτάξτε!» Το πρόσωπο μιας γυναίκας μόλις διακρινόταν στο τζάμι. «Με παρακολουθεί!» είπε ο Δημακόπουλος.

Σηκώθηκε, πήγε γρήγορα προς την πόρτα, την άνοιξε με ορμή, χάθηκε… Μπήκε ο παγωμένος αέρας από την πόρτα που δεν έκλεισε καλά και μισάνοιξε. «Την πόρτα!» φώναξε κάποιος από το βάθος του καφενείου «Δεν έχεις πόρτα στο σπίτι σου;».

 

Γιά τά παιδιά τού κόσμου μας… 

Λόγοι πανηγυρικοί καί φωταψίες καλωσόρισαν τόν αιώνα μας από τήν στιγμή πού ανέβηκε στήν σκηνή τής ανθρωπότητος. Ο 20ος αιώνας θά έφερνε ειρήνη καί ελευθερία καί δικαιοσύνη! Σήμερα όμως, στά 89 του χρόνια, η έξοδός του από τά παρασκήνια προβλέπεται σέ διαφορετικό ντεκόρ: μέσα σέ βαθειά σιωπή καί σέ βαθύ σκότος. Διότι ο κόσμος μας καί ο πολιτισμός μας, ο πράγματι ή ο δήθεν πολιτισμός μας, εθριάμβευσαν μέν στήν επιστήμη καί τήν τεχνολογία, καί κατάφεραν νά επιζήσουν από δύο παγκόσμια ολοκαυτώματα καί από πολλές άλλες πολεμικές καί φυσικές συμφορές, αλλά δέν έπαψαν νά στήνωνται στόν τοίχο, καταδικασμένοι από τόν τρυφερό καί αμείλικτον εκείνον κριτή πού έχει ήδη απαγγείλει τόν πνευματικό καί ηθικό θάνατο τού αιώνος μας: από τό παιδί!

Όταν καί ένα μόνον παιδί πεθαίνη από τήν πείνα καί τίς στερήσεις καί τήν έλλειψι περιθάλψεως, όταν καί ένα μόνον παιδί πεθαίνη ψυχικά στό περιθώριο, σέ φρικτές συνθήκες διαβιώσεως καί δουλειάς, αποκομμένο από κάθε δυνατότητα συμμετοχής στό κοινωνικό γίγνεσθαι, τότε ο «ουρανοξύστης» τού πολιτισμού μας σωριάζεται σέ κομμάτια καί θρύψαλα, γή καί σποδός. Καί δυστυχώς, στίς ημέρες μας καί στίς νύκτες μας τού 1989, δέν είναι γιά ένα μόνον παιδί ο έτσι ή άλλως θάνατος, αλλά γιά εκατοντάδες εκατομμύρια αγγέλους –όχι βέβαια μέ ρόζ μαγουλάκια αγγέλους.

Άν σκεφθούμε ότι τό παιδί εξαναγκάζεται νά ενταχθή σέ ένα σύστημα πού έχει θεοποιήσει τό χρήμα, καί τό υλικό κέρδος, πού έχει θεοποιήσει τήν πολιτική, κοινωνική καί οικονομική προβολή μέ κάθε τρόπο… Άν σκεφθούμε ότι τό παιδί πιέζεται από παντού, νά σφαγιάση τόν συναισθηματικό του κόσμο γιά έναν ψυχρό προγραμματισμό πού θά τού επιτρέψη όχι νά υπάρχη αληθινά, αλλά μόνο νά φυτοζωή ως μία κάποια καταχώρησι στά μητρώα αρρένων ή θηλέων, ως ένας κάποιος αριθμός δελτίου ταυτότητος…

Ο κόσμος ο σημερινός, ο τόσο περίτεχνα ντυμένος μέ θρησκείες, φιλοσοφίες, ιδεολογίες, επιστήμες, τεχνολογίες καί άλλα πολλά, στήν πραγματικότητα είναι γυμνός από τήν βαθυτέρα ανθρωπιά πού εάν τήν είχε, θά ήταν δικαιωμένος. Τό χάσμα μεταξύ Ανατολής κάι Δύσεως, μεταξύ αυτής εδώ κι’ εκείνης τής κοσμοθεωρίας δέν είναι τόσο κρίσιμο γιά τήν συνέχισι τής ανθρωπότητος όσον είναι τό χάσμα μεταξύ τού κόσμου τών μεγάλων καί τού κόσμου τών παιδιών.

Η ανθρωπότητά μας, όπως είναι σήμερα, δέν μπορεί νά γίνη αποδεκτή από κανένα, πράγματι ελεύθερο καί αδέσμευτο. Είναι ένας κόσμος πού παμψηφεί απορρίπτεται, φτιασιδωμένος έτσι, από εμάς τούς μεγάλους πού έχουμε στά χέρια μας τήν εξουσία. Όμως, τό παιδί τί εξουσία νά έχη; Η μόνη δική του εξουσία αρχίζει νά υφίσταται από τήν στιγμή όπου αυτή η βυθισμένη στήν απάθεια συνείδησί μας νοιώση ένοχη αντίκρυ στά μάτια τού παιδιού. Από τήν στιγμήν όπου η συνείδησι τού καθενός μας

Ευθύνη μέ κάνει νά αισθάνομαι κι’ εγώ, η υψίστη τιμή πού μού δίνουν σήμερα η UNICEF καί η Ελληνική Επιτροπή Συνεργασίας μέ τήν UNICEF. Εκφράζω τήν βαθυτάτη ευγνωμοσύνη μου στήν Ελληνική Επιτροπή Συνεργασίας μέ τήν UNICEF πού μέ περιέβαλε πάντα, μέ τήν αγάπη της καί τήν εμπιστοσύνη της, καί πού τό έξοχον έργο της είναι καταξιωμένο στίς καρδιές όλων μας. Βαθυτάτη ευγνωμοσύνη εκφράζω βεβαίως, καί στήν UNICEF πού γιά 43 χρόνια αποδεικνύεται, στήν πράξι, αξία τής αγιασμένης αποστολής της γιά τό καλό τής σπαραγμένης ανθρωπότητος.

«Τί όμορφη πού είναι η Γή μας! Τί όμορφος πού είναι ο κόσμος μας!», αναφώνησε από τά ύψη ο πρώτος αστροναύτης. Μέ αγώνες όπως τής UNICEF, αγώνες εμπνευσμένους καί μέ πάθος ψυχής καί μέ ρεαλισμό, γεννιέται μέσα μας η ελπίδα νά μπορέσουμε μία ώρα νά πούμε τό ίδιο μέ τόν αστροναύτη, όχι πιά αντικρίζοντας τόν κόσμο μας από ψηλά, αλλά μέ τήν χαρά νά βλέπουμε από κοντά, εκ βαθέων, μέ τήν χαρά νά αγγίζουμε, νά ψηλαφούμε μία όλο ομορφιά καί τρυφερότητα εικόνα τής περιπέτειας τού ανθρώπου.

 

Μήνυμα από τόν πρώτον Έλληνα Πρεσβευτή Καλής Θελήσεως τής Ελληνικής Επιτροπής Συνεργασίας μέ τήν UNICEF, Αθήναι, 11 Απριλίου 1989.

 

ΚΡΙΤΙΚΕΣ: Τι έχουν γράψει γιά τό έργο του:

 

 «Στά πεζογραφήματα τού Σαμαράκη υπάρχει πάντα τό πρόβλημα καί η αγωνία γιά τήν ζωήν η οποία προκύπτει από τήν αγωνία τού συγχρόνου κόσμου» - Π. Σπανδωνίδης, εφημ. «Καθημερινή» 20.121963.

 «Ο κ. Σαμαράκης ξέρει νά οργανώση ένα διήγημα. Καί ξέρει ακόμη, νά δέση ένα διήγημα μέ τήν εποχή του: μέ τούς πόθους της, μέ τά όνειρά της, μέ τά αιτήματά της, καί πρό πάντων μέ τήν αγωνία της» - Π. Χάρης, εφημ. «Ελευθερία» 11.2.1962.

 «Ο κ. Σαμαράκης, θά έλεγες ότι, έχει ειδικευθή στήν αγωνία καί τήν σύγχυσι τής εποχής μας. Γλώσσα, ύφος, δομή τού πεζογραφήματος συμβάλλουν δημιουργικώς στήν πληρεστέρα προβολή τού μηνύματος. Αμφιβάλλω άν η αγωνία καί η σύγχυσι τής εποχής μας βρήκε μέχρι στιγμής, πληρεστέραν έκφρασι στήν πεζογραφία μας» - Β. Βαρίκας, εφημ. «Τό Βήμα».

 «Μέ σαρκασμό καί πάθος κτυπά ο συγγραφέας (ο Σαμαράκης) τίς αδικίες καί τίς αντιθέσεις τής συγχρόνου κοινωνίας καί υψώνει τήν ελευθερία, τήν κοινωνική δικαιοσύνη, τήν πανανθρωπίνη αδελφοσύνη» - Γ. Βαλέτας «Επίτομος Ιστορία τής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», σ. 193, Αθήναι 1966.

 «Ως στοχαζόμενος άνθρωπος καί ως δημιουργός, πάλλεται από τόν πόθο καί κινείται μέσα σέ ένα πλατύ κλίμα ουμανισμού» - Τ. Βουρνάς εφημ «Αυγή».

«(Τό έργο του) είναι ένας κόσμος ταραγμένος από τίς δεινές αντινομίες τού καιρού μας, βασανισμένος, αμήχανος, αλλά γεμάτος ευγένεια καί τρυφερότητα …αγαπά καί σέβεται τόν άνθρωπο, αποστρέφεται καί μισεί τήν προστυχιά, τήν υποκρισία καί τό ψεύδος» - Ευάγγ. Παπανούτσος, εφημ. «Τό Βήμα», 30.9.1954.

 «Μία αλήθεια προσωπική προβάλλει τό αμείλικτο «κατηγορώ» της». - Γ. Χατζίνης περιοδ. «Νέα Εστία».

«(Στό έργο του) η συμπόνια η βαθειά του πρός κάθε τι τό ανθρώπινο» - γιά τό «Αρνούμαι» ο Π. Χαλκέντερος στήν εφημ. «Ελεύθερος».

«Διάβασα- ρούφηξα- τό «Σήμα κινδύνου». Είναι λαμπρό σέ όλα, περιεχόμενο καί μορφή. Προσωπικό, νευρώδες, πρωτότυπο, τίμιο, παρόν» - Άγγ. Τερζάκης.

«Μάς έδωσε μερικά εκλεκτά πεζογραφήματα όπου, μέ θερμότητα καί πάθος, ανακινεί αγωνιώδη προβλήματα γιά τήν αστάθεια καί τήν αβεβαιότητα τής σημερινής ζωής» - Μ. Αυγέρης, «Εισαγωγή στήν Νεοελληνική ποίησι καί πεζογραφία», εκδ. «Θεμέλιο», Αθήναι 1966, σελ. 286.

«Από τόν μικρό τόμο διηγημάτων «Ζητείται Ελπίς» (1954), εφαίνετο ο κίνδυνος. Τό εντυπωσιακό, τό εφφέ, η επιτήδευσι, διεκδικούσαν απαιτητικώς τό έδαφος από τήν γνησιότητα καί από τά πραγματικά, βασανιστικά, αιματηρά προσωπικά» - Δημ. Ραυτόπουλος, περιοδ. «Επιθεώρησις Τέχνης» τ. 137/138, Μάιος-Ιούνιος 1966, σελ. 556.


ΠΗΓΗ: Γ. Λεκάκης «Ανθολογία Ελληνικής ποίησης». ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 1.8.2021.

ηρωας εποχης Κυπριανου, θανατος, παιδι, παιδια, Σαμαρακης, χριστιανος, τοιχος ανοιξη παιδι, θεος, αργα, χριστιανικη πραγματικοτητα, χριστιανοι, χριστιανισμος Σαμαρακη

Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ