Του καθηγητή Χρήστου Γιανναρά
Η επιφυλλίδα επιμένει στην
κριτική αποστολή και λειτουργία της. Πιστοποιεί περίεργες αντιπαραθέσεις στην
ελλαδική κοινωνία και θεωρεί χρέος τη διασάφηση ή «φωτισμό» τους. Μπορούμε να
χαρακτηρίσουμε «μηδενιστικό εκσυγχρονισμό» τον φανατισμό που μάχεται να
αποδεσμεύσει την πολιτική από κάθε «νόημα» ή στόχο κοινωνίας σχέσεων, να την
εγκλωβίσει στη στυγνή χρησιμοθηρία. Και από την άλλη μεριά, η θεσμοποιημένη
μεταφυσική («επικρατούσα θρησκεία») πασχίζει με πείσμα να αποδείξει ότι το
απολακτιζόμενο από τους «εκσυγχρονιστές» νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης και
συνύπαρξης δεν είναι παρά απλό «συναίσθημα», θρησκευτικό, ιδεολογικοποιημένο
ψυχολόγημα.
Η κάθε πλευρά μάχεται να
ευτελίσει αυτό που έχει, και να προσλάβει αυτό που την ακυρώνει. Η πολιτική
αγωνίζεται να απεκδυθεί τον κοινωνικό της χαρακτήρα: την προτεραιότητα
κοινωνίας των αναγκών, τους στόχους του «κατ’ αλήθειαν βίου», την αποτροπή
αλλοτρίωσης του ανθρώπου. Θεωρείται «προοδευτική» η πολιτική, όταν ταυτίζεται
με «πρακτικές» της συλλογικότητας, λογιστικές διευθετήσεις της οικονομίας,
τεχνοκρατικές ρυθμίσεις για τη γενικευμένη καταναλωτική αποχαύνωση.
Από τη δική της πλευρά, η
θεσμοποιημένη (ιδρυματική) μεταφυσική προσπαθεί με κάθε τρόπο να αποποιηθεί τον
προβληματισμό και τη γλώσσα φωτισμού του αινίγματος της ζωής και του θανάτου.
Προτιμάει συναισθηματικές παρηγόριες, πληθωρικές ηθικολογίες, ψυχολογικές
«πεποιθήσεις» που λανσάρονται σαν «πίστη». Δεκατρία ολόκληρα χρόνια από την
εκδημία του αρχιεπισκόπου Αθηνών Χριστόδουλου Παρασκευαΐδη, ο μητροπολιτικός
ναός της πρωτεύουσας υφίσταται «ιεροκήρυκες» ανατριχιαστικής ολιγοφρενικής
κοινοτοπίας, παιδαριώδους ωφελιμολογίας.
Πολιτική και θρησκεία
εμφανίζουν αναλογίες αμοιβαίων εξομοιώσεων: Οι κομματικοί διαχειριστές του
μηδενιστικού «εκσυγχρονισμού» παλεύουν να υποκαταστήσουν τη δημιουργική «πράξη»
με σκηνοθεσίες εντυπώσεων, το άθλημα της ποιότητας με την εξωραϊσμένη ευτέλεια.
Ο πήχυς των επιδιώξεών τους δεν μπορεί να ανέβει ψηλότερα από την ψηφοθηρία,
την επανεκλογή τους, την ηδονή της εξουσίας. Είναι το μέγιστο που μπορούν να
φιλοδοξήσουν, το βλέπει κανείς στην ιταμότητα των φυσιογνωμιών και του λόγου
τους. Μαίνονται στα τηλεοπτικά «παράθυρα», εξευτελίζονται, προκειμένου να
εξαλείψουν κάθε μνεία «ιερότητας» από το «πολιτικόν άθλημα», να ισοπεδώσουν την
κοινωνία των σχέσεων στο επίπεδο των «ατομικών δικαιωμάτων».
Γιατί; Ίσως επειδή ο
«πολιτισμός» των «δικαιωμάτων» είναι πολιτισμός θωράκισης του εγώ,
προτεραιότητα των συμφερόντων. Από νήπιο κιόλας, στέλνουμε το παιδί στο σχολείο
για «να πάρει εφόδια», να υπερτερήσει σε επιδόσεις – όχι για να γνωρίσει τη
χαρά της φιλίας, της σύμπραξης, της άμιλλας. Γι’ αυτό, από το γυμνάσιο κιόλας,
το «φροντιστήριο» έρχεται να υποκαταστήσει το σχολείο, να παγιώσει έγκαιρα την
«πακεταρισμένη» γνώση, τη γνώση όχι ως αυταξία και διάνοιξη οριζόντων, αλλά ως
εργαλείο βιοπορισμού, μέσο κερδοφορίας.
Από την αντίπαλη πλευρά, του
εκκλησιαστικού κοινοτικού βίου, μοιάζει οριστικά χαμένη η συνείδηση,
τουλάχιστον, της εκπληκτικής, ζωτικής δυναμικής των όσων η Εκκλησία
επαγγέλλεται. «Οι δοκούντες άρχειν» των θρησκευτικών θεσμών μάς αφήνουν
κατάπληκτους με την ανάγκη που έχουν να μεταφράζουν την οντολογία (μεταφυσική)
σε φτηνό ψυχολόγημα, το νόημα της ύπαρξης σε γλώσσα κοσμικής εξουσίας, σε
χρυσοστόλιστες στολές, μακρυμάνικους τσουμπέδες αγάδων, καλυμμάχια
αναγεννησιακών «νοταρίων», εκζήτηση φαινομενικής «ιερότητας» στη γενειάδα, στα
μαλλιά, σε λιμουζίνες με θυρεούς και εμβλήματα αυτοκρατορικά. Δίχως αυτή τη
βιτρίνα δεν μπορούν να πουν τι επαγγέλλονται, χρειάζονται την εξουσιαστική
σκηνοθεσία, για να εκπροσωπήσουν την ελπίδα νίκης της ζωής καταπάνω στον
θάνατο.
Τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια
πολιτισμού των Ελλήνων συνοψίζονται, απτό θησαύρισμα, στην ορθόδοξη
εκκλησιαστική λατρεία. Εκεί η συνέχεια της αρχαιοελληνικής πολιτικής ως
αθλήματος «αληθείας». Εκεί η συνέχεια της τραγωδίας ως δραματουργίας,
αποκαλυπτική νοήματος της ύπαρξης. Εκεί αποτυπωμένη η διαχρονική συνέχεια της
γλώσσας από τον Όμηρο ώς τους ανώνυμους υμνωδούς Αθωνίτες. Εκεί η συνέχεια
αδιάπτωτη της μουσικής, της ζωγραφικής από τα Φαγιούμ ώς τον Θεόφιλο.
Η κάθε πλευρά (κοσμική εξουσία – εκκλησιαστική πατρότητα) παλεύει να απωθήσει αυτό που έχει, να προσλάβει αυτό που την ακυρώνει. Οι πολιτικοί αγνοούν ή προσπερνάνε αδιάφοροι κάθε ενδεχόμενο να νοηματοδοτήσουν το έργο τους με τη γόνιμη ιδιαιτερότητα της «παράδοσης» (πολιτισμού) των Ελλήνων. Μάχονται τον πολιτισμό (τον λένε «θρησκεία») πιθηκίζοντας «ετεροχρονισμένο» τον αντικληρικαλισμό του 19ου αιώνα. Και από την άλλη μεριά οι «θρησκευτικοί άρχοντες» ούτε που υποψιάζονται τον πανικό που θα κυρίευε τους «εκσυγχρονιστές», αν, νηφάλια και σεμνά, τολμούσαν δύο μόνο εκκλησιαστικές πρωτοβουλίες: Την αναδιοργάνωση επισκοπών και ενοριών ως λαϊκών κοινοτήτων (και όχι ως γεωγραφικών διαμερισμάτων), μαζί με πανελλήνια εκστρατεία αποκατάστασης ορθόδοξου λατρευτικού χώρου.
ΠΗΓΗ: ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ, 26.9.2021. ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 27.9.2021.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook