Του Τάκη Μπενά
Δεν υπήρχε πιτσιρικάς στην
Κατοχή που να μην ήξερε ετούτη τη γλυκιά λέξη: Pagnotta, λέγανε οι Ιταλοί μια
μικρή άσπρη, αφράτη φραντζόλα, από αλεύρι φαρίνα, σαν το δικό μας, το χάσικο
ψωμί. Να το βλέπεις ζεστό, μυρουδάτο και να σου τρέχουν τα σάλια.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ για την ΚΑΤΟΧΗ, στα έργα του Γ. Λεκάκη, ΕΔΩ.
Ελληνόπουλα επί Κατοχής... |
Κατακτητές βέβαια και οι
Ιταλιάνοι, αφού ακολούθησαν – λίγο καθυστερημένα βέβαια – τους Γερμανούς ως τις
πολιτείες μας, αλλά και αθεράπευτα ρομαντικοί τριγυρνούσαν στα σοκάκια,
πειράζανε τα κορίτσια, παριστάνανε οι έρμοι τους Λατίνους εραστές χωρίς να
καταλαβαίνουνε, γιατί, μα γιατί, τα κορίτσια τους αποφεύγανε. Ώσπου πλάκωσε η
μεγάλη πείνα, δολερή και δολοφονική, οπότε για κάμποσα πεινασμένα παιδιά η
pagnotta γίνηκε όνειρο… νηστικής νυκτός.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ για την ΚΑΤΟΧΗ, ΕΔΩ.
Και κάπου εκεί οι Ιταλιάνοι
ρίξανε το σύνθημα. Άμα βλέπανε γυναίκα του γούστου τους, της μοστράρανε το ψωμί
και της λέγανε: UNA PANGNOTTA UNO [KORITSI]… Έπιανε όπου ήταν να πιάσει, μα τις
πιο πολλές φορές εισπράττανε το ΝΟ και τότες αλλάζανε το σύνθημα και το
γυρίζανε στ΄ αγόρια. Όχι στα πολύ μεγάλα ούτε στα πιτσιρίκια. Στα δωδεκάρια να
πούμε, που ήτανε και σβέλτα. Το νέο σύνθημα λοιπόν ήτανε: UNO GATO UNA PAGNOTTA.
Ανταλλάσσανε δηλαδή άσπρο ψωμί με γάτο, όχι με γάτα, γάτο αρσενικό. Τι διάβολο
τόνε θέλανε το γάτο, αναρωτιότανε ο κόσμος στις γειτονιές. Πού να το
φανταστούμε, μας το λέγανε και δεν το πιστεύαμε, για … μεζεδάκι. Τους τρώγανε
οι αθεόφοβοι σαν κουνελάκια.
Και τότες, κατάμεσα στο
χειμώνα της μεγάλης πείνας ….στενάξανε τα κεραμίδια. Ορδές πεινασμένων παιδιών
κυκλοφορούσαν από ταράτσα σε ταράτσα, με όλων των λογιών τα κόλπα, για να
πιάνουν τους γάτους, που κι αυτοί οι φουκαράδες είχανε χάσει τα έτοιμα και για
να φάνε έπρεπε να κυνηγήσουν κανέναν ποντικό. Κουρασμένοι ξαπλώνανε οι
κεραμιδόγατοι να χουζουρέψουν και τότε τους την έπεφτε το πεινασμένο αγορομάνι
της γειτονιάς. Τους αρπάζανε και τους χώνανε αμέσως σε τσουβάλι, σε καλάθι, σε
ντενεκέ, ό,τι είχε ο καθένας ή μάλλον η καθεμιά συμμορία, γιατί οι μοναχικοί
κυνηγοί άρχισαν γρήγορα να μη φτουράνε μπροστά στο συναγωνισμό της οργανωμένης
ομάδας που έκανε κυκλωτικές κινήσεις, αλλά πότε-πότε βούταγε και το έτοιμο
θήραμα από κανένα ξεκομμένο γατοκυνηγητό. Χαμός λοιπόν γινότανε στις αυλές και
στις ταράτσες.
Τότε χάθηκε και ο έρμος
Χαρίλαος, ο διάσημος γάτος της γειτονιάς μου, ο πιο καβγατζής και ζόρικος νταής
των κεραμιδιών. Αλήτης σκέτος και ρωμαλέος διεκδικητής, δεν είχε αφήσει γάτα
για γάτα σ’ όλες τις διπλανές ταράτσες και μάλιστα κατόπιν μάχης με άλλους
μνηστήρες. Γι’ αυτό και σχεδόν πάντοτε γύρναγε ματωμένος, ώσπου κάποια μέρα,
πριν τον πόλεμο, έμεινε και μονόφθαλμος. Ετούτον λοιπόν τον παλληκαρά, τον φόβο
και τον τρόμο ακόμα και των γυναικών, που τους έκλεβε τα ψάρια την ώρα τα
καθάριζαν, τον φάγανε οι Ιταλοί το 1942, θύμα και αυτός της Κατοχής και της
πείνας.
Κι όχι πως δεν αντιστάθηκε ο φουκαράς. Μάτσο οι γρατζουνιές σε κάποια παιδιά της γειτονιάς μαρτυρούσανε πως δεν έπεσε αμαχητί. Υπέκυψε όμως, μπροστά σε ανώτερες δυνάμεις και προπαντός στο μεγάλο μυστικό ιταλικό όπλο: την Pagnotta…
ΠΗΓΗ: Από το βιβλίο του Τάκη
Μπενά: «Της Κατοχής – μνήμες μικρές σαν χρέος» και αφορούν στις διηγήσεις
εκείνες που διαδραματίζονται στον Πειραιά.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook