Της Μαρίας
Μαραγκού,
Τὸν
χαρακτηρισμὸ Εὐβουλεὺς τὸν βρίσκουμε σὲ πολλοὺς Ὀρφικοὺς Ὕμνους,
συγκεκριμένα στοὺς Ὕμνους Πλούτωνος (στ.12), Περσεφόνης (στ.8), Διονύσου
(στ.6), Μητρὸς Ἀνταίας (στ.8), Μίσης - Ἰάκχου (στ.2), Διονύσου
Τριετηρικοῦ (στ.4), Ἀδώνιδος (στ.3) καὶ Τύχης (στ.3). Προφανῶς,
ὁ Εὐβουλεὺς σχετίζεται μὲ ὅλες αὐτὲς τὶς θεότητες, πού, ὅπως βλέπουμε, ἔχουν
νὰ κάνουν μὲ τὸν Ἄδη, τὸν Διόνυσο καὶ τὸ πεδίο ἐνσάρκωσης, ὅπου ὑπάρχει τύχη καὶ
ὄχι ἡ τάξις τῶν νοητῶν.
► ὡς ἐπίθετο
Διός: «προσαγορευθῆναι εὐβουλέα καὶ μητιέτην διὰ τὴν ἐν τῷ βουλεύεσθαι καλῶς
σύνεσιν» (Διόδωρος Σικελιώτης 5.72), δηλαδὴ
«τὸν ἀποκαλοῦν εὐβουλέα καὶ μητιέτη γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν ὅσων σκέφτεται
καλῶς». Τὴν βαθύτερη ἔννοια τοῦ ὅρου σύνεσις μᾶς μεταφέρει ὁ Φιλόστρατος, ἀπὸ τὰ λεγόμενα τοῦ Ἀπολλωνίου
Τυανέως (Τὰ ἐς τὸν Τυανέα Ἀπολλώνιον,
7, 14): «νοῦς μὲν γὰρ τῶν πρακτέων κύριος, σύνεσις δὲ τῶν ἐκείνῳ δοξάντων»,
ὁ νοῦς, δηλαδή, ὑποδεικνύει αὐτὰ ποὺ πρέπει νὰ γίνουν, ἡ σύνεση ὅμως εἶναι αὐτὴ
ποὺ τὰ ἐφαρμόζει.
► ὡς ἐπίθετο
τοῦ Διονύσου, στὸν Ὀρφικὸ Ὕμνο 30, στ.6
► ὡς ἐπίθετο
τοῦ Πλούτωνος: «εὔβουλον δὲ καὶ εὐβουλέα κατὰ ἀποδυσπέτησιν ὠνόμασαν αὐτὸν ὡς
καλῶς περὶ τῶν ἀνθρώπων βουλευόμενον» (Κορνοῦτος,
Περὶ τῆς φύσεως τῶν Θεῶν), δηλαδὴ «τὸν ὀνόμασαν εὔβουλο καὶ εὐβουλέα
στὴν ἀπελπισία τους γιὰ τὸ ὅτι σκέφτεται καὶ ἀποφασίζει νὰ κάνει τὸ καλὸ γιὰ τοὺς
ἀνθρώπους», ποὺ σημαίνει ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἀπελπισμένοι ἀπὸ τὴν δέσμευσή τους στὸ
βασίλειο τοῦ Πλούτωνα τὸν ὀνόμασαν εὐβουλέα γιατὶ πιστεύουν ὅτι αὐτὸ γίνεται γιὰ
τὸ καλό τους τελικά.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ για τον ΔΙΟΝΥΣΟ, ΕΔΩ.
Ὁ δὲ Ἡσύχιος ἀναφέρει:
«εὐβουλεύς· ὁ Πλούτων, παρὰ δὲ τοῖς πολλοῖς ὁ Ζεὺς ἐν Κυρήνῃ», ὁπότε
συνδέει τὸν Δία μὲ τὸν Πλούτωνα. Ἀλλὰ καὶ στὰ σωζώμενα ἀποσπάσματα τοῦ Εὐριπίδη
βρίσκουμε ἀναφορὰ τοῦ Εὐριπίδη στὸν Διόνυσο, ὅπου ταυτίζει τὸν Διόνυσο μὲ τὸν
Δία ἢ τὸν Ἄδη.
Ἑπομένως,
τὸ Εὐβουλεὺς συνδέει τὰ ἔσχατα (Πλούτων) μὲ τὰ πρῶτα (Δίας) καὶ τὴν
πορεία προόδου καὶ ἐπιστροφῆς τῆς οὐσίας (Διόνυσος). Ἄλλωστε, ὅπως λέει ὁ
Πρόκλος στὰ Σχόλιά του στὸν Κρατύλο, κάθε Θεὸς ἐκφράζει μιὰ βαθμίδα ἐκδήλωσης
τοῦ θείου, ποὺ ἐμπεριέχει ὅλες τὶς προηγούμενες καὶ ὅλες τὶς ἑπόμενες, ὅπως τὰ
γονίδια ποὺ περιέχουν γενετικὴ πληροφορία ὅλων τῶν προγόνων, ἡ ὁποία
μεταφέρεται καὶ σὲ ὅλους τοὺς ἀπογόνους. Λέει π.χ. γιὰ τὸν Οὐρανό: «Καὶ δὴ
καὶ αὐτὸς ὁ Οὐρανὸς πάντα μὲν τὰ δεύτερα πληροῖ τῶν οἰκείων ἀγαθῶν»
(Πρόκλος, Σχόλια εἰς τὸν Κρατύλον, 110.83-84), δηλαδὴ ὁ Οὐρανὸς πληροῖ
τοὺς Θεοὺς ποὺ ἀκολουθοῦν μὲ τὰ δικά του ἀγαθά, καὶ ἀναφερόμενος στὸν Δία, λέει
ὅτι δέχεται ἐντός του ὅλες τὶς ποιότητες τοῦ πατρός του, τοῦ Κρόνου: «τὸν
Κρόνον ὅλον εἰσδεξάμενος» (Σχόλια εἰς τὸν Κρατύλον, 101.23).
Ἐτυμολογικὰ εἴδαμε ὅτι εὐβουλεὺς < ὁ καλῶς βουλευόμενος. Ἀπὸ τὸ Λεξικὸ τοῦ Δημητράκου βρίσκουμε μεταξὺ ἄλλων: βουλεύομαι = σκέπτομαι, μελετῶ καὶ λαμβάνω ἀπόφαση νὰ πράξω κάτι, ἀποφασίζω νὰ πράξω κάτι κατόπιν σκέψεως ἢ μελέτης τοῦ πραχθησομένου. Θὰ λέγαμε δὲ ὅτι βουλεύομαι < βούλομαι τὸ εὖ, ὅπου βούλομαι = ἐπιθυμῶ λελογισμένως, κατόπιν σκέψεως, ἤτοι ἐπιγνώσεως τοῦ σκοποῦ ἢ ἐπιλογῆς τῶν μέσων, τὴν ἐκτέλεσιν πράξεώς τινος. Δηλαδὴ τὸ βούλομαι δὲν σημαίνει μόνο θέλω κάτι, ἀλλὰ τὸ θέλω ἀφοῦ ἔχω σκεφτεῖ γιὰ ποιό σκοπὸ θέλω νὰ τὸ κάνω.
Ὁ Σωκράτης στὸν Κρατύλο δίνει τὴν ἐτυμολογία: βουλὴ < βολή. Τὸ ὄνομα βουλὴ εἶναι παράγωγο οὐσιαστικὸ δύο ρημάτων, τοῦ βούλομαι καὶ τοῦ βουλεύομαι, ὁπότε σημαίνει αὐτὸ ποὺ θέλω, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ ποὺ σκέπτομαι. Καί, ὄντως, ἡ θέληση καὶ ἡ σκέψη εἶναι σὰν βέλη, ποὺ στοχεύουν κάπου, εἶναι βολές. Γι' αὐτὸ καὶ ἡ βουλὴ μοιάζει, ὅπως λέει καὶ ὁ Σωκράτης, κάπως μὲ βολή, δηλαδή, ρίψη βέλους. Ὁ δὲ Ἀμμώνιος στὸ Λεξικὸ του μᾶς παραδίδει τὴν ἐννοιολογικὴ διαφορὰ μεταξὺ τοῦ βούλομαι καὶ τοῦ θέλω, λέγοντας ὅτι βούλονται μόνο τὰ λογικὰ ὄντα, ἐνῷ θέλουν καὶ τὰ λογικὰ καὶ τὰ ἄλογα: «βούλεσθαι δὲ ἐπὶ μόνου λεκτέον τοῦ λογικοῦ· τὸ δὲ θέλειν καὶ ἐπὶ ἀλόγου ζώου», ποὺ συνάδει μ’ αὐτὸ ποὺ εἴπαμε γιὰ τὸ βούλομαι ὅτι δὲν εἶναι ἁπλὰ θέλω κάτι ἀλλὰ τὸ θέλω μετὰ ἀπὸ σκέψη, πρᾶγμα ποὺ μπορεῖ νὰ γίνει μόνο ἂν εἶμαι λογικὸ ὄν, ἐνῷ τὰ ζῶα ἁπλὰ θέλουν κάτι χωρὶς νὰ τοὺς τὸ ὑπαγορεύει ἡ λογική.
Καταλήγουμε,
λοιπόν, ὅτι εὐβουλεὺς εἶναι αὐτὸς ποὺ σκέπτεται μὲ τὸν ὀρθὸ τρόπο (καλῶς)
καὶ προβαίνει σὲ ἀγαθὲς πράξεις (εὖ), γιατὶ ἔχει ἐπίγνωση τοῦ σκοποῦ
του, τὸν ὁποῖο θέλει μὲ ὅλη τὴν καρδιά του νὰ ἐπιτελέσει καὶ γι’ αὐτὸ τὸν βάζει
στόχο. Κι αὐτὸ ποὺ θέλει ὁ Κοσμικὸς Πατέρας (Δίας) γιὰ τὰ τέκνα του (Διόνυσο) εἶναι
ἡ ἐπιτυχὴς πορεία τους μέσα ἀπὸ τὴν ὕλη (Πλούτων), προκειμένου μὲ τὰ μαθήματα
ποὺ θὰ πάρουν ἐκεῖ καὶ τὴν κάθαρση τοῦ συναισθήματος, νὰ μπορέσουν νὰ κάνουν τὴν
ἐπιστροφή τους σὲ Αὐτόν. Γι’ αὐτὸ καὶ Εὐβουλεὺς χαρακτηρίζεται ὁ Θεὸς ποὺ
ἐπιστατεῖ τὴν ὀντικὴ αὐτὴ πορεία τῆς ψυχῆς στὰ διάφορα στάδιά της.
ΠΗΓΗ: Από τὸ
βιβλίο της Μ. Μαραγκού «Διόνυσος - Ὁ Θεὸς κι ὁ Ἄνθρωπος», εκδ. Κάκτος. ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 29.11.2021.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook