Η Κραννών αποτέλεσε την έδρα της ισχυρής φρατρίας των Σκοπάδων, η οποία διοίκησε την πόλη
για μεγάλο χρονικό διάστημα, κατά τον 6ο και 5ο αι. π.Χ. Ήδη από το 480 π.Χ.
κόβει δικά της αργυρά και χάλκινα νομίσματα, γεγονός που αποδεικνύει τον πλούτο
της πόλης. ην περίοδο αυτή ακολουθεί την πολιτική των Αλευάδων της γειτονικής
Λάρισας. Από τον 4ο αι. π.Χ. αρχίζει σιγά-σιγά να κάνει τον κυρίαρχο ρόλο στις
εξελίξεις, καθώς οι συγκοινωνίες άρχισαν να επηρεάζουν την ανάπτυξη μιας πόλης
και η πεδιάδα γύρω από την Κραννώνα είναι μικρή και η θέση της απόκερη. Τον 4ο
αι. π.Χ. κυβερνά στην Κραννώνα ο τύραννος Δεινίας των Φερών σύμφωνα με τις
αρχαίες πηγές. Η περιοχή της Κραννώνας αποτέλεσε πεδίο σημαντικών μαχών, όπως
αυτής του έτους 322 π.Χ., όταν ο μακεδόνας στρατηγός Αντίπατρος νίκησε τους (σ.σ. υπόλοιπους) Έλληνες στο λαμιακό πόλεμο. Σταδιακά η πόλη αρχίζει να χάνει τη σημασία της και
παύει πλέον να ιδιαίτερη γίνεται αναφορά στις πηγές. Χαρακτηριστικό είναι ότι
κανένας στρατηγός του Κοινού των Θεσσαλών δεν κατάγεται από την Κραννώνα μετά το
196 π.Χ.
Στον
αρχαιολογικό χώρο της Κραννώνας δεσπόζει η χαμηλή τραπεζιόσχημη έξαρση, εμβαδού
περίπου 160 τ.μ., η οποία ταυτίζεται με την πόλη των αρχαϊκών και κλασικών
χρόνων. Με δοκιμαστικές ανασκαφικές έρευνες διαπιστώθηκε η ύπαρξη πλινθόκτιστου
οχυρωματικού τείχους, πλάτους 3 μ. περίπου. Στους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς
χρόνους η πόλη εξαπλώθηκε περιμετρικά της κλασικής και συμπεριέλαβε μέσα στον
πολεοδομικό ιστό της και τα παλιότερα νεκροταφεία. Δυτικά του υψώματος της
κλασικής πόλης, κατά μήκος του αρχαίου δρόμου που συνέδεε την Κραννώνα με τη
Φάρσαλο, απλώνονται τα νεκροταφεία με απλούς τάφους καθώς και εκτεταμένο
νεκροταφείο τύμβων του 5ου ή 4ου αι. π.Χ. Έχουν εντοπιστεί τουλάχιστον 16
ταφικοί τύμβοι και υπάρχει πιθανότητα να υπήρχαν περισσότεροι. Ορισμένοι από
αυτούς που είχαν ανασκαφεί διέθεταν πλούσια κτερίσματα. Επιγραφικές μαρτυρίες
δηλώνουν την ύπαρξη των ναών της Αθηνάς και του Ασκληπιού, όπου φυλασσόταν το
επίσημο αρχειο της πόλης. Επίσης κάνουν λόγο για λατρείες του Απόλλωνα Τεμπίτη,
του Ολυμπίου Διός, του Ήλιου, αιγυπτιακών θεοτήτων και λατρείες διαφόρων
επωνύμων ηρώων.
Έχουν
ανασκαφεί τρεις ταφικοί τύμβοι κλασικής περιόδου, πλήθος άλλων τάφων, κυρίως
κιβωτιόσχημων Κλασικής, Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής περιόδου. Επίσης έχει
ερευνηθεί νεκροταφείο της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου με πλούσια κτερίσματα, το
οποίο είχε κατασκευαστεί πάνω σε προϊστορικό οικισμό (μαγούλα). Έχει
εντοπιστεί ακόμη στο ψηλότερο σημείο της κλασικής πόλης η οχυρωμένη ακρόπολη
και έχει επισημανθεί στην κάτω πόλη η αγοράς της. Τέλος αποκαλύφθηκαν δύο
κεραμικοί κλίβανοι υστεροεληνιστικών χρόνων και τμήμα ελληνιστικών οικιών.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ για την ΚΡΑΝΝΩΝΑ, ΕΔΩ.
Ο θολωτός
τάφος Β΄
Ο θολωτός τάφος Β΄ ανήκει στο νεκροταφείο τύμβων της αρχαίας Κραννώνας, που βρίσκεται στα δυτικά της ομώνυμης αρχαίας πόλης. Με βάση την κεραμική, που υπήρχε στο εσωτερικό του, χρονολογείται στο 1ο μισό του 5ου αι. π.Χ.
Είναι
κτισμένος κατά το ισόδομο σύστημα τοιχοποιίας από πολύ καλά επεξεργασμένους
κυβόλιθους του σκληρού ντόπιου πωρόλιθου και εξωτερικά καλύπτεται από τύμβο. Ο
θάλαμος είναι κυκλικός, με διάμετρο 3,28 μ. Η πρόσβαση σε αυτόν γίνεται μέσω
του στενού στομίου, που αποτελείται από δύο βαθμίδες, πλάτους 0,97 μ. και
μήκους 0,62 μ., και φράσσεται εξωτερικά από τοιχίο ύψους 0,70 μ. και πλάτους
0,32 μ. Δρόμος κτιστός δεν εντοπίσθηκε, αλλά η έρευνα του μνημείου δεν έχει
ολοκληρωθεί. Ο τάφος στεγάζεται κατά το εκφορικό σύστημα, είναι, δηλαδή,
θολωτός. Η θόλος αρχίζει από ύψος 0,89 μ. και σχηματίζεται με τη λάξευση των
δόμων. Σώζεται σε ύψος 2,45 μ., αλλά υπολογίζεται ότι αρχικά θα έφθανε περίπου
τα 5 μ. Το δάπεδο είναι στρωμένο με πώρινες πλάκες. Αριστερά της εισόδου του
θαλάμου βρέθηκε πώρινη σαρκοφάγος μήκους 2,22 μ. και πλάτους 0,77 μ. Οι τόρμοι,
που φαίνονται στον πυθμένα της, δείχνουν ότι εδώ πρέπει να είχε τοποθετηθεί
ξύλινη λάρνακα. Κομμάτια μιας δεύτερης σαρκοφάγου και τμήμα του πυθμένα της
βρέθηκαν έξω από την είσοδο του τάφου. Στο εσωτερικό του τάφου βρέθηκαν επίσης
ελάχιστα οστά, ακόμη λιγότερα ίχνη καύσης και κομμάτια αλάβαστρου, ενώ επάνω
στο δάπεδο βρέθηκαν πολλά όστρακα μεγάλου αγγείου με ερυθρόμορφες παραστάσεις
διονυσιακού χαρακτήρα, που χρονολογείται στα τέλη του α΄ τετάρτου του 5ου αι.
π.Χ.
Ο τάφος βρέθηκε συλημένος και κατεστραμμένος στο ανώτερο τμήμα του και η έρευνά του μέχρι σήμερα δεν έχει ολοκληρωθεί.
ΠΗΓΗ: ΙΕ΄
Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων / ΥΠΠΟΑ. ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 3.3.2019.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook