Μύθος και παραμύθι
της Παρασκευής Παπαθανασίου,
Μία φορά κι έναν καιρό, ψηλά στο όμορφο Περγαντί, τον γιο
του Ακαρνάνα, το βουνό των Θεών που στην αγκαλιά του κρατάει τα τρία παιδιά
του, τον Μπούμιστο την ψηλή Κορφή και το Περγαντί,
υπήρχε ένα μικρό οροπέδιο.
Σαν ανέβαιναν εκεί με τα γιδοπρόβατα τους να μείνουν για
λίγο καιρό ένιωθαν όμορφα, ανάλαφρα και μία γλυκιά γαλήνη και θαλπωρή να
υπάρχει παντού γύρω τους.
Ότι αρρώστια και να είχαν αυτοί γιατρεύονταν χωρίς να κάνουν
καμία προσπάθεια. Πουθενά σε άλλο μέρος, όπου και να πήγαιναν τα πρόβατα τους,
δεν ένιωθαν έτσι και δεν γιατρεύονταν από κάποιες αρρώστιες που είχαν. Μόνο σε
αυτό το μικρό οροπέδιο γιάτρευαν τις αρρώστιες, τους πόνους του κορμιού και της
καρδιάς τους, καθώς και της ψυχής τους.
Τρεις μέρες αρκούσαν να γιατρέψουν τα πάντα, λες και ένα
μαγικό χέρι τα έπαιρνε από πάνω τους και τα πήγαινε μακριά και αυτοί ήταν
ευτυχισμένοι και χαρούμενοι.
Έτσι η οικογένεια του παππού Αχιλλέα που αποτελούνταν από
τον ίδιο και τις οικογένειες των πέντε παιδιών, αποφάσισαν να μείνουν σε εκείνο
το όμορφο οροπέδιο μόνιμα, χειμώνα, καλοκαίρι.
Σαν όλοι μαζί έχτισαν εκεί ψηλά τις πρώτες τους καλύβες και
τα σπιτοκάλυβά τους, οι Θεοί στην αρχή παραξενευτήκαν που πήραν αυτή την
απόφαση, να ζήσουν εκεί όχι μόνο για τους καλοκαιρινούς μήνες, αλλά μόνιμα . Το
χειμώνα εκεί πάνω, τα πάντα σκεπάζονταν τις περισσότερες φορές με χιόνι.
Δεν ήταν και ότι καλύτερο για εκείνους και για τα ζώα τους.
Αλλά αυτοί είχαν πάρει την απόφαση τους και δεν εννοούσαν να
φύγουν. Κάτι τους τραβούσε να μείνουν εκεί ψηλά. Κάτι τους έλεγε μέσα τους ότι
εκεί είναι ο δικός τους τόπος και πρέπει να μείνουν εκεί επάνω. Οι Θεοί σαν
είδαν την απόφαση που πήραν χάρηκαν και τώρα ήταν η δικιά τους σειρά να τους
βοηθήσουν, να φτιάξουν τα σπιτοκαλύβα τους στο σωστό μέρος καθώς και τα γρέκια
τους..
Τους βοηθούσαν παντού, με τον αόρατο τρόπο τους, να μην τους
καταλάβουν οι άνθρωποι και όλα γίνονταν τόσο γρήγορα τόσο ξεκούραστα. Τα υλικά
τα έβρισκαν παντού, όπου και να άπλωναν τα χέρια τους ότι χρειάζονταν αυτό ήταν
δίπλα τους. Το περνάνε και συνέχιζαν τις δουλειές τους.
Ο παππούς που ήταν ο αρχηγός σε αυτή την ομάδα, άρχισε να
παραξενεύεται για τον τρόπο που έβρισκαν εκεί ψηλά όλα αυτά τα υλικά που
χρειάζονταν για να κάνουν τα καλύβια τους. Γνώριζε ότι η λυγαριά δεν μπορούσε
να αντέξει πάνω στο χιόνι και δεν θυμό-ταν αυτά τα τελευταία χρόνια που ήταν
εδώ επάνω τα καλοκαίρια να την είχε ξανασυναντήσει, αλλά δεν είπε τίποτα στους
άλλους μόνο σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε τον ουρανό και είπε:
-Σε ευχαριστώ μεγάλε Δία και εσένα και τα παιδιά σου, για τη
βοήθεια που μας προσφέρετε απλόχερα εδώ ψηλά στην κορυφή του
Περγαντί. Φαίνεται ότι εδώ ψηλά στον μεγάλο Ακαρνάνα και στους γιους του
είναι και η δικιά σου κατοικία, και μας θέλεις για παρέα σου. Εμείς θα
κατοικήσουμε εδώ. Από σ’ ένα γυρεύω να μου δείξεις, που
πρέπει να σου κάνω το βωμό σου, να ερχόμαστε όλοι να προσευχόμαστε και να σε
ευχαριστούμε. Οδήγησε με και μένα και τα παιδιά μου και προστάτεψε μας σε αυτή
την απόφαση που έχουμε πάρει να ζήσουμε εδώ ψηλά. Δεν θα πω μεγάλε Δία
τίποτα σε κανέναν, δεν θέλω να τους ανησυχήσω, γιατί εμείς οι άνθρωποι σαν
νιώθουμε τόσο κοντά μας το Θεό νιώθουμε ασφάλεια, αλλά νιώθουμε και φόβο μαζί,
με το δικό σας συναπάντημα. Εγώ όμως σε ευχαριστώ και σου ζητώ να είσαι πάντα
κοντά μας, δίπλα μας, γιατί εδώ πάνω σε αυτή την ερημιά έχουμε μεγάλη ανάγκη
από την προστασία και την συμπαράσταση σου. Γι’ αυτό συνεχίστε και εσύ
και τα παιδιά σου, να μας βοηθάτε, να είμαστε έτοιμοι με τα πρώτα κρύα, να
έχουμε τελειώσει τα καλυβάκια μας και τις δουλειές μας.
Σαν απάντηση γι’ αυτή του την νοερή συνομιλία που έκανε με
τον Δια, αν και καλοκαίρι και παντού ήλιος, καταμεσήμερο εκείνος έκανε την
παρουσία του με ένα μεγάλο μπουμπουνητό και με μία ξαφνική μπόρα που κράτησε
τρεις ώρες.
Ήταν το νερό που μέσα στο κατακαλόκαιρο είχε ανάγκη η γη για
να συνεχίσει να είναι καταπράσινη, και το χορτάρι για τα ζώα να είναι μπόλικο,
και επιπλέον οι άνθρωποι και τα ζωντανά τους να δροσιστούν.
Ο παππούς Αχιλλέας σήκωσε πάλι το κεφάλι του κοίταξε τον
ουρανό και με το χαμόγελο στα χείλη του είπε:
- Σε ευχαριστώ μεγάλε πατέρα για την απάντηση που μου έδωσες
,ότι έφτασε στα αυτιά σου αυτή η συνομιλία που έκανα μαζί σου.
Και ποιος ξέρει άραγε ,αν και εσύ και τα παιδιά σου δεν
περπατάτε σε τούτα τα βουνά που αποφάσισα και εγώ να κατοικήσω με τα δικά μου
παιδιά.
Αλλά τώρα μεγάλε πατέρα δείξε μου το σημάδι το σωστό γιατί
μόνος μου δεν θα μπορέσω να το βρω. Γιατί σαν μου δήλωσες την παρουσία σου
πρέπει και εγώ να κάνω το δικό μου καθήκον να σου βάζω το λιβάνι, να καίω και
τις δάφνες και τον αλίσφακο, να ανεβαίνουν ψηλά σε σένα όλες οι ευωδιές για να
σου λέω ευχαριστώ και να σας παρακαλώ να μας βοηθάτε με τον αόρατο τρόπο που
κάνατε και τώρα.
Όλη την ώρα που έβρεχε οι άνθρωποι και τα ζώα ήταν κάτω από
τη βροχή, και χαίρονταν αυτή τη δροσιά αυτό το ξέπλυμα του σώματός τους, γιατί
για όλους αυτό ήταν ευεργετικό και για την διψασμένη γη που τώρα ρουφούσε
λαίμαργα το νερό που έπεφτε πάνω της, για να το κρατήσει μέσα στα σπλάχνα της
και να μην πάει χαμένη ούτε σταγόνα
Τα παιδιά ήταν μισόγυμνα κάτω από τη βροχή και τρέχανε λες
και ήταν σε πανηγύρι, χορεύανε στους ρυθμούς της μουσικής, τώρα η μουσική ήταν
η βροχή και τραγούδι ο τρελός ήχος που δημιουργούνταν σαν αντάμωνε με το σώμα
τους τη γη.
Οι γυναίκες έβγαλαν τις κάπες έξω, τις άπλωσαν πάνω σε
κλαδιά δέντρων ή σε κανένα κοντρή, για να της χτυπά η βροχή να ξεπλυθούν από
την σκόνη και την τον ιδρώτα που είχαν. Η βροχή ήταν πολύ δυνατή και είχε την
δυνατότητα να ξεπλύνει αυτό το τραγομαλίσιο ένδυμα, να το καθαρίσει. Σαν πέρασε
η πρώτη ώρα και η βροχή συνεχίζονταν οι γυναίκες γύρισαν τις κάπες και από την
άλλη μεριά για να ξεπλυθούν για τα καλά και έκατσαν και αυτοί κάτω από τη βροχή
για να ξαλαφρώσει το κορμί τους από τη σκόνη και τον ιδρώτα που είχε .
Όση ώρα έπεφτε πάνω στη γη αυτή η ευεργετική καλοκαιρινή
μπόρα ο Δίας από ψηλά χαμογελούσε που τους έβλεπε όλους τόσο πολύ
ευχαριστημένους και έβλεπε πόσο τους ευεργέτησε το νερό. Ήταν στα αλήθεια θείο
δώρο για κείνους. Και είπε μέσα του
- Μήπως το καλοκαίρι πρέπει οι μπόρες αυτές να είναι πιο
συχνές να ανακουφίζονται και οι άνθρωποι και τα ζώα, αλλά και η μάνα γη να μην
είναι τόσο καμένα τα σπλάχνα της από τον ήλιο.
Ο Δίας ξαναγέλασε και το γέλιο του ήταν ένα δυνατό μπουμπουνητό
που τράνταξε το βουνό. Ο παππούς Αχιλλέας ξανά κοίταξε ψηλά και είπε
- Σε ευχαριστώ μεγάλε Δία για αυτό το μεγάλο σου δώρο γιατί
όπως κατάλαβες ήταν αναπάντεχο δώρο για όλους. Και τώρα περιμένω να μου δείξεις
που πρέπει να κάνω το βωμό σου.
Σε μισή ώρα που η βροχή είχε κοπάσει και ο ήλιος ήταν πιο
λαμπερός έγινε κάτι αναπάντεχο. Στη μέση στο μικρό οροπέδιο σχηματίστηκε μία
φωτεινή δεσμίδα, που κατέβαινε από ψηλά από τον ουρανό στη γη. Ήταν πεντάμορφη
όλα τα χρώματα των λουλουδιών ήταν επάνω της, και έμοιαζε σαν χιλιάδες αστέρια
να ανέβαιναν και να κατέβαιναν από τον ουρανό στη γη φωτίζοντας και λάμποντας
μέσα από αυτή η φωτεινή δεσμίδα.
Αυτό ήταν το αόρατο κανάλι των Θεών. Και ο Δίας με τη λάμψη
του ήλιου δημιούργησε αυτή τη φωτεινή δεσμίδα, για να δείξει στον παππού
Αχιλλέα που έπρεπε να χτίσει το βωμό του και να δηλώσει την παρουσία του σε
όλους εκείνους τους ανθρώπους που ήταν εκεί.
Η φωτεινή δεσμίδα ήταν στη μέση από τις καλύβες τους που ήταν
απλές φτωχικές, πλεγμένες με λυγαριά και πάπυρο και έκαναν έναν όμορφο κύκλο
λες και είχαν στήσει στη γη χορό οι Θεοί .Η μαγική δεσμίδα φωτός κράτησε αρκετή
ώρα αναμμένη και ένωνε τη γη με τον ουρανό. Αυτοί μόλις την αντίκρισαν
γονάτισαν και έστειλαν τις προσευχές τους ψηλά στο Δία.
Όλοι μαζί με μπροστάρη τον παππού είχαν αρχίσει μία
αυτοσχέδια προσευχή . Τα λόγια έρχονταν στα αυτιά του παππού και ότι άκουγε το
έλεγε εκείνος και η άλλη το επαναλάμβαναν όλοι μαζί.
- Ω μεγάλε
και λαμπρέ Δια, εσύ και τα παιδιά σου, πού είστε ψηλά στον ουρανό, σας
ευχαριστούμε για τα δώρα σας και σας ζητάμε να είστε πάντα δίπλα μας. Κοντά μας
εδώ στην ερημιά του βουνού. Να γίνει για εμάς η αγκαλιά η δικιά σας, και να μας
προστατεύεται πάντα.
Ω μεγάλε πατέρα. Ευλόγησε μας με την
αγάπη σου.
Σαν τελείωσαν την προσευχή στους Θεούς και σηκώθηκαν όλοι
όρθιοι, στέκονταν και κοιτούσαν αυτή η φωτεινή δεσμίδα.
Τότε αυτή ξαφνικά όπως κατέβηκε έτσι χάθηκε στον ουρανό και
αυτοί έμειναν να κοιτούν ψηλά μήπως και καταλάβουν τι γίνεται.
Ο παππούς Αχιλλέας πήγε στο κέντρο που έστεκε η φωτεινή
δεσμίδα και τότε είδε ότι εκεί ήταν ένας μεγάλος και διαφορετικός βράχος που
δεν τον είχε ξανά δει άλλη φορά. Τότε γύρισε και τους είπε.
- Αυτός εδώ ο βράχος, από δω και πέρα θα είναι ο βωμός
του μεγάλου πατέρα Δια γιατί μας το έδειξε σήμερα και μας έδειξε και την αγάπη
του και τη δύναμή του. Και πάνω από όλα μας έδειξε το σημείο που θα ερχόμαστε
κάθε φορά να κάνουμε τις δεήσεις μας σε εκείνον και στα παιδιά του. Και μας
είπε και κάτι άλλο ακόμη ότι συμφωνεί με την απόφασή μας να μείνουμε εδώ ψηλά
και ότι θα είναι πάντα δίπλα μας και θα μας βοηθάει.
Όλα τώρα γύρω ήταν φωτεινά και λαμπερά,
Ο ήλιος χαμογελούσε και τους έλεγε ότι δεν θα τους
εγκατέλειπε ποτέ, ότι θα είναι πάντα κοντά τους και θα τους ζεσταίνει και θα
τους φώτιζε.
Όλοι ένιωσαν μες στις ψυχές τους την παρουσία του μεγάλου
πατέρα Δία και ένιωσαν ασφάλεια και θαλπωρή.
Οι άντρες έτρεξαν στο απέναντι βουνό που υπήρχε αρκετό τσάι
αλλά και άφθονο αλίσφακο καθώς και δάφνη. Έκοψαν δάφνη μάζεψαν αλίσφακο να
μείνει κάτω από τον ήλιο να μαραθεί λίγο για να μπορέσουν να το κάψουν στο
σημείο που είχε εμφανιστεί η φωτεινή δεσμίδα και ο μεγάλος βράχος. Έτσι έγινε ο
βωμός του Δία και των παιδιών του.
Σε λίγες μέρες όλα τα αχυρένια σπιτοκαλύβα ήταν έτοιμα. Οι
γυναίκες είχαν αρχίσει να τα αλείφουν από μέσα και απ’ έξω με πηλό και άχυρο
μαζί να γίνουν ανθεκτικά στη βροχή και ζεστά να μην μπαίνει μέσα το κρύο και ο
αέρας.
Οι άντρες είχαν αναλάβει το κουβάλημα του πηλού και το
άχυρου, και έκαναν τη λάσπη. Και αυτές με τη σειρά τους έκαναν το άλειμμα με τη
λάσπη παντού. Στο δάπεδο για να είναι καθαρό είχαν κουβαλήσει αρκετή άμμο από
το ποτάμι και από πάνω έστρωσαν μία μεγάλη στρώση πηλού ώστε να είναι στεγνό
Τώρα εκεί ψηλά είχε γίνει ένα μικρό όμορφο χωριό. Ήταν η
συνοικία του παππού Αχιλλέα και όλος ο γύρω τόπος τώρα ήταν δικός του.
Ο παππούς δύο μέρες μετά από τη βροχή, που η δάφνη και
η αλισφακιά είχαν στεγνώσει τους κάλεσε όλους γύρω από το βωμό του Δία και
άναψε τη μεγάλη φωτιά μπροστά στο βράχο.
Όλος ο τόπος γέμισε καπνούς και μοσχοβολιές από τη δάφνη και
την αλισφακιά στέλνοντας τις ευχαριστίες του στο μεγάλο πατέρα Δια .Και τότε
άρχισαν όλοι να χορεύουν γύρω από το βράχο ρυθμικά ένα αργό χορό ευχαριστώντας
τον Δία για την αγάπη του.
Από κείνη τη μέρα εκεί ψηλά στο μικρό συνοικισμό του παππού
Αχιλλέα - τα Αχιλλιάτικα - όπως τα φώναζαν οι άλλοι τσοπάνηδες, κάθε Σάββατο
έκαναν δεήσεις στους Θεούς με το κάψιμο των αρωματικών φυτών. Και στο τέλος
για να ευχαριστήσουν τους Θεούς και τον πατέρα Δία, χορεύανε αυτό τον αργό
ρυθμικό χώρο γύρω από το βωμό. Έπειτα έπιναν και έτρωγαν όλοι μαζί εκεί κοντά
στο βωμό.
Τα κοπάδια του παππού Αχιλλέα άρχισαν να μεγαλώνουν, να
γίνονται χιλιάδες τα γιδοπρόβατα του, καθώς τα λιβάδια του ήταν πάντα
καταπράσινα γεμάτα χορτάρι. Ό,τι και να φυτεύανε σε εκείνο το όμορφο οροπέδιο
έδινε πλούσιους καρπούς. Έτσι, παρόλο το κρύο και τα χιόνια που είχε το χειμώνα
όλα τα κηπουρικά, και ό,τι άλλο καλλιεργούσαν την άνοιξη και το καλοκαίρι, ήταν
πλούσιο, δεν έλειπε τίποτα. Αμπέλια, αμυγδαλιές και πολλά άλλα δέντρα καρποφόρα
υπήρχαν τριγύρω, στην αρχή σε άγρια κατάσταση, αλλά οι οικογένειες του παππού
Αχιλλέα τα περιποιήθηκαν και τα καλλιεργούσαν.
Το κρασί ήταν σπάνιο και γευστικό καθώς και οι καρποί από τα
καρύδια ήταν μοναδικοί και ξεχωριστοί. Ήταν όλα τα δώρα των Θεών σε αυτούς τους
ανθρώπους που ήρθαν και κατοίκησαν μαζί τους. Σε εκείνο τον ξεχωριστό
τόπο, ευδοκιμούσαν σχεδόν όλα. Με τις ευλογίες του Δία.
Αργότερα εκεί πάνω παρουσιάστηκαν και πολλά άγρια γουρούνια,
που παραδόξως δεν τους έκαναν ζημιές, ήταν σαν εξημερωμένα.
Έτσι αυτά τα γουρούνια τους εξασφάλιζαν αρκετό νόστιμο κρέας
καθώς λίπος, και το σπουδαιότερο το δέρμα τους. Γιατί εκείνα τα χρόνια τα
παπούτσια τα έκαναν οι άνθρωποι από δέρμα γουρουνιού, τα λεγόμενα
γουρουνοτσάρουχα.
Γιατί ήταν το μόνο δέρμα που ήταν ανθεκτικό στους κακοτράχαλους
βράχους και τους προστάτευαν τα πόδια από τη βροχή και το κρύο. Έτσι, αυτά τα
δώρα του πατέρα Δία ευεργέτησαν την οικογένεια του παππού Αχιλλέα. Το κρέας και
το λίπος ήταν άφθονο και μπορούσαν και μαγείρευαν τα πάντα.
Σε λίγο καιρό ψηλά στα βουνά εμφανίστηκαν και άγρια αγελάδια
σε κοπάδια και ενσωματώθηκαν με τα άλλα ζώα του παππού Αχιλλέα καθώς και πολλά
άγρια άλογα πού ήταν σχεδόν και εκείνα εξημερωμένα. Αυτά τους ήταν πολύ
απαραίτητα για τις μεταφορές τους και τα οργώματα τους. Με το δέρμα από τα
αγελάδια και τα γουρούνια τους άρχισαν να φτιάχνουν παλτό για το χειμώνα και
στρωσίδια για τα καλύβια τους.
Ο παππούς Αχιλλέας δεν ξεχνούσαν ποτέ μα ποτέ να
ευχαριστήσει το μεγάλο πατέρα Δία, για ότι τους έστελνε εκεί ψηλά στο οροπέδιο.
Πίστευε ότι με τις οδηγίες του Δια είχε επιλέξει αυτό τον όμορφο τόπο να
κατοικήσει με την οικογένειά του.
Έτσι αυτός ο τόπος σε λίγο ήταν ξεχωριστός, γιατί ήταν
πλούσιος σε ζώα, σε καλλιέργειες που τους εξασφάλιζαν πλούσιες σοδειές. Παρ' όλο το
κρύο και το χιόνι το χειμώνα είχαν τα πάντα γιατί υπήρχε νερό από τις όμορφες
και δροσερές πηγές, που σχημάτιζαν ποταμούς που ταξίδευαν να ανταμώσουν τον
πατέρα Αμβρακικό, καθώς και μία μεγάλη λίμνη που είχε δημιουργηθεί τα τελευταία
χρόνια και ήταν πλούσια σε ψάρια του γλυκού νερού. Οι πέστροφες αυτής της
λίμνης ήταν μεγάλες και πεντανόστιμες. Έτσι εκεί ψηλά είχαν εξασφαλίσει ακόμη
και ψάρια.
Μετά από κάθε μεγάλη ξαφνική καταιγίδα και πιο πολύ στις καλοκαιρινές
καταιγίδες, ο Δίας έστελνε πάνω από το βωμό του τη φωτεινή δεσμίδα που ένωνε
τον ουρανό με τη γη και έφερνε γαλήνη και αγαλλίαση στις ψυχές των ανθρώπων και
σε όλη την ατμόσφαιρα.
Αυτοί οι άνθρωποι εκεί ψηλά παρ' όλο τα χιόνια και το κρύο δεν
αρρωσταίνουν ποτέ, ήταν πάντα γεροί, δυνατοί και χαρούμενοι. Βλέπεις το κανάλι
έστελνε ασταμάτητα στη γη την ενέργεια των Θεών που γιάτρευε τα πάντα,
ανθρώπους, ζώα και φυτά.
Κάποια άνοιξη μετά από μία μεγάλη μπόρα στο μικρό οροπέδιο
είχε κατέβει η φωτεινή αυτή δεσμίδα. Οι γύρω τσοπάνηδες που είχαν ανέβει εκεί
ψηλά, σαν την αντίκρισαν για πρώτη φορά και είδαν να κατεβαίνει αυτό το φως από
τον ουρανό στη γη, φοβήθηκαν και ζητούσαν να βρουν μέρος να κρυφτούν να μην
πέσει επάνω τους η φλόγα και τους κάψει. Γιατί νόμιζαν πως κατέβαινε από τον
ουρανό φωτιά να κάψει τα πάντα. Ο φόβος τους ήταν μεγάλος.
Τότε ο παππούς Αχιλλέας τους εξήγησε, ότι αυτό το φως ήταν η
ευλογία που κατέβαινε κάτω στη γη από τον ουρανό για να τους δείξει ότι είναι
δίπλα τους. Μετά τους εξήγησε για το βωμό του Δία και των παιδιών του και τους
κάλεσε αν το θέλανε να έρθουν να προσευχηθούν μαζί τους, φέρνοντας και αυτοί
κλαδιά δάφνης και αλισφακιά.
Μετά από λίγο καιρό το μικρό αυτό χωριό τα Αχιλλιάτικα είχε
γίνει τόπος λατρείας, για όλους εκείνους που ανέβαιναν να περάσουν λίγους μήνες
εκεί ψηλά με τα ζώα τους.
Έτσι, ένα πρωί, εκεί που όλα ήταν ήσυχα και η ζωή
συνεχιζόταν με τον καθημερινό ρυθμό, παρουσιάστηκε μία γυναίκα και ζήτησε να
δει τον παππού Αχιλλέα.
Αυτή η γυναίκα είχε δει ένα όνειρο και πήρε το γιο της, που
ήταν πολύ άρρωστος και τον ανέβασε στο χωριό του παππού, στα Αχιλλιάτικα, και
τον πήγε και τον άφησε δίπλα στο βουνό του Δία.
Ο παππούς Αχιλλέας πλέον έκανε και χρέη ιερέα. Ήταν ο ιερέας
του Δία και των παιδιών του. Σαν είδε αυτή τη γυναίκα να κουβαλά το γιο της και
να τον αφήνει δίπλα στο βωμό τα έχασε και σε λίγο ήταν κοντά της, και τη ρώτησε
να μάθει ποια είναι και γιατί ανέβηκε ως εκεί ψηλά κουβαλώντας μαζί της ένα
άρρωστο παιδί.
Η γυναίκα τότε του είπε το όνειρο που είχε δει στον ύπνο
της. Του είπε ότι ένας ψηλός δυνατός άντρας με μαύρα γένια της είπε να πάρει το
γιο της και να ανέβει ψηλά στα Αχιλλιάτικα εκεί που ήταν ο βωμός του Δία. Να
μείνει με τον γιο της τρία μερόνυχτα και να ζητήσει από τον ιερέα του βουνού να
κάνει δεήσεις και να καίει δάφνη και αλισφακιά και τις τρεις ημέρες και μαζί
του να προσεύχεται και εκείνη και ο γιος της. Της είπε πως αν τα έκανε αυτά, ο
γιός της, θα γινόταν αμέσως καλά, θα ήταν πλέον γερός και δυνατός όπως ήταν
όλοι επάνω σε κείνο το μικρό οροπέδιο.
Ο παππούς Αχιλλέας καλωσόρισε τη γυναίκα και φώναξε τις
νύφες του να της φέρουν νερό και φαγητό για εκείνη και για τον γιο της.
Η γυναίκα δέχτηκε την φιλοξενία του παππού και των δικών
του, και του γύρεψε να της δώσει
άδεια, να πάει απέναντι να μαζέψει δάφνη και αλισφακιά ακριβώς όπως είδε στο
όνειρό της.
Ο παππούς της έδειξε τον τόπο και η γυναίκα σε λίγες ώρες
ήταν πίσω φορτωμένη με τα αρωματικά φυτά.
Αυτός και όλο το χωριό μαζί άναψαν τη φωτιά και σαν ο καπνός
άρχισε να ανεβαίνει ψηλά κάνανε τον κύκλο γύρω από το βωμό και το άρρωστο
παιδί, χορεύοντας ρυθμικά τον αργό χορό που χορεύανε πάντα.
Ο παππούς έκανε δεήσεις και παρακλήσεις στον μεγάλο πατέρα
Δία να δώσει την ευλογία του και να γιατρευτεί αυτό το άρρωστο παιδί που είχε
ανέβει εκεί ψηλά.
Αυτό κράτησε τρία ολόκληρα μερόνυχτα. Την τρίτη μέρα το
βράδυ το άρρωστο παιδί είχε γιατρευτεί τελείως και σηκώθηκε όρθιο και χόρευε
όλο το βράδυ μαζί τους.
Ευχαρίστησε τους Θεούς για την ευλογία που του είχαν προσφέρει,
και πάνω από όλους τον πατέρα Δία, που τον είχε καλέσει να επισκεφθεί και να
προσκυνήσει το βωμό του.
Η γυναίκα με τον γιο της την άλλη μέρα έφυγαν από τα
Αχιλλιάτικα και κατέβηκαν στο δικό τους τόπο . Από ‘κείνη τη μέρα που
γιατρεύτηκε ο γιος της ,η γυναίκα μιλούσε σε όλους για το μεγάλο θαύμα που είχε
γίνει εκεί ψηλά.
Μιλούσε για την οικογένειά του παππού Αχιλλέα, καθώς και για
το βωμό του Δία, και τις δεήσεις που γινόταν καθημερινά καίγοντας δάφνη και
αλισφακιά και έτσι είχε γιατρευτεί ο γιος της. Έτσι σε λίγο καιρό όλοι οι
άρρωστοι από την γύρω περιοχή έρχονταν και έμεναν εκεί πάνω ένα τριήμερο
κάνοντας δεήσεις και παρακλήσεις στο βωμό του Δία και έβρισκαν τη γιατρειά
τους.
Όλοι πήγαιναν και κουβαλούσαν δάφνη και αλισφακιά, στο βωμό
του Δία κάνοντας ο καθένας τις δικές του προσευχές στο μεγάλο πατέρα. Ο παππούς
έκανε δεήσεις, παρακλήσεις και προσευχές για όλους όσους ανέβαιναν εκεί ψηλά να
ζητήσουν το έλεος και τη βοήθεια του μεγάλου Δία.
Πολλοί από αυτούς που ανέβαιναν και γιατρεύονταν ζητούσαν να
μείνουν εκεί επάνω, να φέρουν τα υπάρχοντά τους, τα πρόβατα τους, τα γίδια τους
και ότι άλλο είχαν και να μένουν στο μικρό αυτό χωριό, στα Αχιλλιάτικα.
Έτσι, το μικρό χωριό σε λίγο καιρό είχε μεγαλώσει και είχε
γίνει μία όμορφη πόλη που δεν είχε να ζηλέψει τίποτα από όλες τις γνωστές τότε
πόλεις που υπήρχαν.
Έγινε γνωστό και ξακουστό σε όλων τον τότε γνωστό κόσμο για
της ιάσεις που γίνονταν δίπλα στο βωμό του Δία, και για τη δύναμη που έπαιρναν
οι άνθρωποι που ζούσαν εκεί πάνω και δεν αρρώσταιναν ποτέ.
Οι Θεοί ανεβοκατέβαιναν από τη θεϊκή τους σκάλα και δίπλα το
μεγάλο κανάλι τους που κατέβαζε ασταμάτητα την καθαρή ενέργεια, που είχε τη
δύναμη και γιάτρευε όλον αυτό τον κόσμο που κουβαλιόταν εκεί.
Οι Θεοί με τον αόρατο τρόπο τους κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους
ανθρώπους και τους βοηθούσαν πάντα. Τους μάθαιναν πολλά πράγματα, χωρίς ποτέ μα
ποτέ να έχουν φανερωθεί κοντά τους. Χωρίς τον αόρατο μανδύα τους δεν είχαν
κατέβει ποτέ στη γη.
Οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να καταλάβουν πως τους έφταναν
όλες αυτές οι ιδέες και ξεκινούσαν και καταπιανόταν με πράγματα άγνωστα για
εκείνους, διαφορετικά, και πάντα μπορούσαν αυτό που σκέφτονταν ,το διαφορετικό,
το ξεχωριστό, να το πραγματοποιούν. Ήταν χαρούμενοι γιατί είχαν καταφέρει τόσα
πολλά και διαφορετικά πράγματα εκεί ψηλά. Τα πιο πολλά από αυτά, τα ξεχωριστά
πράγματα που ασχολούνταν, τα έβλεπαν στα όνειρά τους και σαν ξυπνούσαν κάθονταν
και έκαναν αυτό που είχαν ονειρευτεί χωρίς καμία δυσκολία.
Έτσι, σιγά, σιγά, εδώ πάνω, ξεκίνησαν πολλές τέχνες .Είχαν
εξελιχθεί σε μεγάλους μαστόρους, στο λάξευμα της πέτρας και σε ένα ξεχωριστό
τρόπο χτισίματος. Το πρώτο πετρόκτιστο κτίριο που έγινε ήταν ο ναός του Δία. Ένας
ναός διαφορετικός από όλους όσους είχαν γίνει ως εκείνη τη μέρα σε όλη την
περιοχή.
Ήταν ένας ναός λαμπερός και επιβλητικός. Ήταν λες και
μιλούσες με τον ίδιο το Δία. Ο παππούς ήταν πολύ ευχαριστημένος από αυτό τον
όμορφο και μεγάλο ναό που έστεκε στο κέντρο δίπλα από το σημείο που είχε
κατέβει η φωτεινή δεσμίδα από τον ουρανό στη γη. Έτσι, ο Δίας, εδώ ψηλά, είχε
το δικό του μεγαλόπρεπο τόπο λατρείας.
Στο οροπέδιο του παππού τώρα τα σπίτια ήταν πλέον όλα λιθόκτιστα,
μεγάλα και περίτεχνα.
Ο Δίας καμάρωνε καθημερινά αυτό τον τόπο που είχε γίνει από
την δικιά του αγάπη και αφοσίωση σε αυτούς τους απλούς ανθρώπους.
Ο παππούς Αχιλλέας ήταν πολύ γέρος, αλλά ήταν πάντα γεμάτος
ζωή, δεν κουραζόταν, ήταν πάντα μέσα στο ναό και καθημερινά έκανε δεήσεις στο
μεγάλο Δία για την αγάπη και την σωτηρία όλων αυτών των ανθρώπων που ερχόταν
εκεί επάνω.
Τα χρόνια περνούσαν και η πόλη μεγάλωνε και γίνονταν όλο και
πιο γνωστή, όλο και πιο μεγάλη. Οι άνθρωποι καθημερινά ευχαριστούσαν τους Θεούς
για τα δώρα τους και την αγάπη τους καίγοντας καθημερινά στο βωμό του Δία και
στο βωμό της Αρτέμιδος και του Απόλλωνα αρωματικά φυτά. Γιατί τώρα εκεί πάνω,
δίπλα από το ναό του Δία είχαν χτίσει και το ναό του Απόλλωνα και της Αρτέμιδος. Έναν όμορφο και επιβλητικό ναό στους δύο μεγάλους αυτούς Θεούς.
Οι δεήσεις και τα αρώματα ανέβαιναν ψηλά στον ουρανό και οι
Θεοί ήταν ευχαριστημένοι από την αγάπη των ανθρώπων και οι άνθρωποι από την
αγάπη των Θεών.
Έτσι, ένα πρωί, ο Θεός Απόλλωνας μαζί με την αδερφή του
Αρτέμιδα που λατρεύονταν σε εκείνο τον όμορφο τόπο, αποφάσισαν να κατέβουν
κάτω στη γη.
Να πάρουν ανθρώπινη μορφή και να ζήσουν ανάμεσα τους, γιατί
ήθελαν να είναι κοντά τους και να τους βοηθούν όσο το δυνατόν πιο πολύ για να
γίνει αυτή η πόλη ξακουστή.
Σαν ο Απόλλωνας έφτασε μπροστά στον πατέρα Δία γονάτισε και
του είπε
-Μεγάλε και παντοδύναμε πατέρα ζητώ την άδειά σου ,την
ευλογία και την ευχή σου, για την απόφαση που έχω πάρει και εγώ και η αδερφή
μου Αρτέμιδα, να κατέβουμε, να κατοικήσουμε μαζί με τους ανθρώπους στη γη που
είναι και αυτοί αδέλφια μας, από τη γενιά της μάνας μας της Λητώς.»
Ο Δίας σαν άκουσε την απόφαση του γιου του, και της κόρης
του Αρτέμιδος, να φύγουν από εκεί ψηλά που ήταν στον ουρανό και να κατέβουν να
κατοικήσουν στη γη μαζί με τους ανθρώπους, στην αρχή παραξενεύτηκε γι’
αυτή τους την απόφαση. Γιατί δεν τους είχε ξεχωρίσει ποτέ από τα άλλα του
παιδιά, που είχε αποκτήσει με την Θεά Ήρα, ούτε τους είχε δώσει
λιγότερες χάρες και λιγότερη δύναμη και σοφία.
Τον κοίταξε στην αρχή σαστισμένος και απορημένος για την
απόφασή του αυτή και γυρίζοντας προς το μέρος του είπε.
«Θέλω να μάθω τι ήταν αυτό που σε έκανε να πάρεις αυτή την
απόφαση, εσένα τον πιο σοφό, τον πιο όμορφο Θεό του Ουρανού και της Γης. Να
θέλεις να πάρεις την πανέμορφη κόρη μου και αδερφή σου, να εγκαταλείψετε
τον ουρανό εμένα τον πατέρα σας, που σας λατρεύω και να ζήσετε μαζί τους ανθρώπους
κάτω στη γη .Ούτε η μάνα σας η Λητώ ζει στη γη ,αλλά ζει μαζί με τους άλλους
Θεούς ψηλά στον Όλυμπο. Είναι κι αυτή αθάνατη όπως όλοι οι Θεοί . Έχει πάψει να είναι μία κοινή θνητή για αυτό δεν θα είναι ποτέ κοντά σας .»
- Μεγάλε πατέρα, των ανθρώπων και των Θεών που η δύναμή σου
είναι μεγάλη και ξακουστή, γιατί στο ένα χέρι κρατάς τον κεραυνό και στο άλλο
χέρι κρατάς το ραβδί της γνώσης και της σοφίας και κανείς ποτέ δεν μπορεί να σε
ξεγελάσει, ούτε να ξεφύγει από το βλέμμα σου, ούτε από την αγάπη σου, αλλά πιο
πολύ δεν μπορεί να ξεφύγει την τιμωρία σου, πού είναι πολύ μεγάλη σαν κάποιος
προσπαθήσει να σε ξεγελάσει γιατί εσύ τότε τον κατακεραυνώνεις. Γιατί έτσι πρέπει
να κάνουμε με τους αγνώμονες, τους ψεύτες και τους κακούς, η τιμωρία σου είναι
μεγάλη και σε Θεούς και σε ανθρώπους. Δεν έχουμε κανένα παράπονο από τον
Θεό και πατέρα μας γιατί ποτέ δεν μας ξεχώρισες από τα άλλα σου παιδιά, τα αδέρφια
μας, ήσουν πάντα δίκαιος και πολύ καλός μαζί μας.
Σε ευχαριστώ και εγώ και η αδελφή μου, για τα πλούσια
χαρίσματα που μας έχεις δώσει και πιο πολύ για την αγάπη και το έλεός του
έδειξες στη μητέρα μας τη Λητώ.
Εγώ μεγάλε πατέρα θέλω να κατέβω κάτω στη γη, να τους μάθω
να αγαπούν και να γυμνάζουν το σώμα τους .
Να μάθουν, με την άδειά σου πάντα, τα αθλήματα που εμείς
κάνουμε εδώ στον ουρανό. Τους αγώνες που κάνουμε για να ζούμε σε σώμα υγιές,
γιατί ένα σώμα πάντα καθαρό, λαμπερό πάντα έτοιμο γυμνασμένο, όχι μόνο το
εξωτερικό μας σώμα αλλά να γυμνάζουμε και την ψυχή μας, και το νου μας.
Ο νους μας να είναι αγνός και καθαρός, τότε καθαρό υγιές και
γερό θα είναι και το σώμα μας.
Και πρέπει να το προστατεύουμε σαν κόρη οφθαλμού. Το ίδιο σημαντική είναι και η ψυχή μας, γιατί αν δεν την έχουμε αγνή και λαμπερή μένουμε μακριά από την χάρη του δημιουργού μας. Γιατί ένα σώμα και μία ψυχή γυμνασμένη και αγνή έχει κάλλος, έχει γνώση έχει και υγιή αισθήματα και όπως λέμε εδώ Νους υγιής εν σώματι υγιή.
Αυτό θέλω να το διδάξω στους ανθρώπους και είμαι αποφασισμένος
να το καταφέρω σαν έχω την ευχή σου και την αγάπη σου και το βλέμμα σου
στραμμένο σε μένα.
Ο Δίας καμάρωσε τον γιο του.
Τώρα έβλεπε αυτό τον ξεχωριστό γιο, το Θεό της ομορφιάς το
λαμπρό και ξακουστό Απόλλωνα που σαν θέλανε πάνω στον ουρανό να ξεχωρίσουν
κάποιον για τα κάλλη του και για τη σοφία του λέγανε, είναι ένας Απόλλωνας,
κάτι ξεχωριστό κάτι μοναδικό σε Γη και Ουρανό, τώρα αυτός ο ξεχωριστός
γιος, του ζήτησε την ευχή του να κατέβει να κατοικήσει στη γη μαζί με τους
ανθρώπους, να τους διδάξει την αγάπη που πρέπει να έχουμε για μας τους ίδιους.
Γιατί το σώμα μας είναι η κιβωτός του Θεού που μας έχει
χαρίσει και πρέπει να το γυμνάζουμε να το έχουμε πάντα καθαρό όχι μόνο απέξω μα
να γυμνάζουμε και την ψυχή μας και να την έχουμε και αυτή λαμπερή καθαρή που
σαν την χάσουμε, χάνουμε τα πάντα.
Αυτά είπε ο πανέμορφος Απόλλωνας στον πατέρα του.
Ο Δίας καμάρωσε τον γιο του και την κόρη του για τα αγνά
τους αισθήματα και την αγάπη που είχαν για τους ανθρώπους και πάνω από όλα για
την αγάπη και την υπακοή που είχαν σε εκείνον. Αυτό έδειχνε η σημερινή τους
απόφαση και η άδεια που ζητούσαν .Ο Δίας δάκρυσε, όχι από πόνο, αλλά από αγάπη
γιατί ένιωσε ότι τον αγαπούσαν πραγματικά.
Αγκάλιασε τον Απόλλωνα και είπε:
«Έχετε την αγάπη μου και την ευχή μου να πάτε να ζήσετε στη
γη. Και εγώ θα έχω πάντα το βλέμμα μου στραμμένο επάνω σας. Πάντα με αγάπη θα ευλογώ
το έργο σας στέλνοντας μεγάλη στήριξη και δύναμη για να παλέψετε για αυτά που
επιθυμείτε.»
Τους συνόδευσε ως στην δίοδο που υπήρχε από τον ουρανό στη
γη. Τους χαιρέτησε με μάτια που έτρεχαν δάκρυα, τα δάκρυα του πατέρα Δια, που
ήταν σπάνια να δακρύσουν , μα σαν δάκρυζαν αυτά ήταν που συνόδευαν πάντα και
προστάτευαν αυτούς που ξεπροβόδιζε. Ήταν η πραγματική ευχή του πατέρα και η
δύναμη που έπαιρναν μαζί τους.
Έτσι, ο Δίας αποχωρίστηκε τα παιδιά του και εκείνα τον
πατέρα τους και Θεό τους. Τους συνόδευσε ως την θεϊκή σκάλα και το τούνελ που
κατέβαινε στη γη .
Σαν έφτασαν κοντά στη σκάλα μπήκαν μέσα στον τούνελ που
ένωνε τη γη με τον ουρανό και σε λίγα λεπτά είχαν κατέβει κάτω.
Εκείνη τη μέρα ήταν μέρα γιορτής για ‘κείνη την πόλη.
Γιόρταζαν και ευχαριστούσαν την μάνα Σελάνα γιατί σε λίγο είχε πανσέληνο και θα
φώτιζε παντού γύρω.
Ήταν μεγάλη γιορτή για τους ανθρώπους, γι’ αυτό γιορτάζανε
με χορούς τραγούδια και δεήσεις. Ήταν η γιορτή της Αρτέμιδος, της μεγάλης Θεάς.
Βλέπεις, η Θεά Αρτέμιδα ήταν και αυτή Θεά του φωτός, της
πανσελήνου, το φωτεινό μέτωπο της Σελήνης. Και σαν λαμπερή που ήταν είχαν
πανηγύρια και χαρές στη γη.
Σαν έφτασαν κάτω στη γη ενώθηκαν με τους ανθρώπους, τα
αδέρφια τους. Η Αρτέμιδα σαν είδε τη μεγάλη γιορτή και τη λατρεία στο δικό της
πρόσωπο, τους ξέφρενους χορούς, τα τραγούδια, τις δεήσεις σε εκείνη, δεν άντεξε
και από ευγνωμοσύνη και χαρά άρχισε να κλαίει με αναφιλητά.
Ο Δίας τα δύο αυτά παιδιά τα είχε κάνει φωτεινά. Ο Απόλλωνας
ήταν ο ήλιος και κανείς μα κανείς δεν μπορούσε να τον κοιτάξει στα μάτια χωρίς
να τυφλωθεί από τη λάμψη του και η Αρτέμιδα ήταν το πρόσωπο της φωτεινής
σελήνης. Γι’ αυτό τους λάτρευαν και τους δύο με τόσες ξεχωριστές τιμές.
Έτσι πήραν την απόφαση να μην φανερωθούν εκείνη τη στιγμή,
και μπήκαν με τον αόρατο μανδύα τους μέσα στο μεγάλο ναό, και παρακολουθούσαν
τον παππού Αχιλλέα που έκανε τις δεήσεις.
Τότε ο Απόλλωνας με την Αρτέμιδα έβγαλαν τον αόρατο μανδύα
τους και παρουσιάστηκαν μπροστά του. Ο παππούς Αχιλλέας τα έχασε δεν μπορούσε
να ορθώσει λέξη.
Ο Απόλλωνας του συστήθηκε σαν ιερέας με το όνομα - Θυρέας
και η αδερφή του Άρτεμις με το όνομα Ηρακλειδώνη. Του είπαν ότι ήρθαν να
μείνουν και να υπηρετήσουν αυτό το μεγάλο διπλό ναό του Απόλλωνα και της
Αρτέμιδος.
Ο παππούς ενθουσιάστηκε, τους πήρε από το χέρι, εκείνος
μπροστά και αυτοί πίσω. Ο παππούς βγήκε έξω στο μεγάλο προαύλιο του ναού που
γίνονταν οι χοροί και τα πανηγύρια. Τότε μίλησε στους ανθρώπους και τους είπε
«Από τώρα κοντά μας θα υπάρχουν δύο ιερείς, δύο αδέλφια, που ήρθαν να υπηρετήσουν
αυτό το ναό και θα μείνουν για πάντα κοντά μας.» Τότε, όλος ο κόσμος που ήταν
συγκεντρωμένος ζητωκραύγασε και φώναξαν όλοι μαζί « Να τους γνωρίσουμε να
έρθουν έξω εδώ μαζί μας» Σαν ο Απόλλωνας και η Αρτέμιδα βγήκαν έξω και τους
αντίκρισαν , όλη μαζί άρχισαν ξανά να ζητωκραυγάζουν και να φωνάζουν
και όλοι μαζί είπαν «Εκτός από ιερείς τους χρίζουμε και
βασιλείς μας γιατί μέχρι αυτή τη στιγμή δεν είχαμε βασιλιά, ο μόνος αρχηγός που
υπάρχει είναι ο παππούς. Γι’ αυτό ζητάμε από αυτά τα δύο αδέλφια να γίνουν οι
βασιλείς μας γιατί φαίνεται ότι ήρθαν στη σωστή στιγμή. Είναι δώρα του Δία και
πρέπει να τα τιμήσου-με.»
Έτσι από κείνη τη στιγμή ο Θυρέας και Ηρακλειδώνη ήταν οι
βασιλείς αυτού τού τόπου.
Τότε o Θυρέας τους είπε «Ακούστε με κι αν συμφωνείτε θα
μείνω για πάντα κοντά σας. Το όνομά μου είναι Θυρέας και την αδερφή μου
την λένε Ηρακλειδωνη. Ζήτω από αυτή τη στιγμή αυτός ο τόπος να πάρει το όνομά
μου, να ονομαστεί Θυρρείον. Αν
βέβαια συμφωνείτε και εσείς, γιατί θέλω αυτή η πόλη να είναι ξεχωριστή και λαμπερή.»
Η πόλη από κείνη τη μέρα πήρε το όνομα του βασιλιά και ονο-μάστηκε
Θυρρείον. ‘Όλοι δέχτηκαν με χαρά
το καινούργιο όνομα της πόλης . Γιατί για ‘κείνους τους απλούς ανθρώπους
συμβολίζει ότι αυτός ο τόπος ήταν δυνατός ανδρειωμένος ανίκητος.
Ο βασιλιάς Θυρέας και η Ηρακλειδώνη δεν τους χάλασαν το
όνειρο γιατί δεν είχαν το δικαίωμα να μιλήσουν και να πουν πιο πολλά. Οι
άνθρωποι είχαν τη δικιά τους εξήγηση και οι Θεοί είχαν τη δικιά τους.
Έτσι ο Θυρέας έκανε
μία επιγραφή στην είσοδο της πόλης που έγραφε.
‘όν διαβαίνων τήν θύραν ταύτην ‘ευλογημένος ‘εστίν
Ο Θυρέας ήταν ο πιο λαμπρός και δίκαιος βασιλιάς που είχε
γνωρίσει ποτέ η γη. Βλέπεις ήταν Θεός, δεν ήταν θνητός και η
Ηρακλειδώνη δίπλα του τον συμπλήρωνε με τη δικιά της σοφία στα τυχόν λάθη
του.
Έτσι από κείνη τη μέρα, ψηλά σε εκείνο το όμορφο οροπέδιο ο
ήλιος ήταν πάντα πιο φωτεινός, πιο ζεστός και οι καρδιές των ανθρώπων πιο
τρυφερές και πιο όμορφες.
Τα κυνήγια τους πολλά και σπάνια με την καθοδήγηση και την
αόρατη βοήθεια των Θεών, και του μεγάλου τεχνίτη του ουρανού του λαμπερού
Ηφαίστου. Τους δίδαξαν στέλνοντας κάτω στη γη τεχνίτες και τους έμαθαν την
τέχνη της δημιουργίας, της αργυροχρυσοχοΐας, να μπορούν να δουλεύουν το χαλκό,
το ασήμι και το χρυσάφι .Είχαν βρει τρόπους να τα προμηθεύονται, να τα εξασφαλίζουν
στο δικό τους τόπο από τη δική τους γη .Οι Θεοί είχαν ευλογήσει αυτό τον τόπο
και ήταν πλούσιος σε όλα τα μεταλλεύματα., και σε χρυσό και σε ασημί και σε
μπρούτζο.
Η πόλη μεγάλωσε, δεν έμεινε μόνο ψηλά σε εκείνο το οροπέδιο.
Απλώθηκε και κάτω στην πεδιάδα, έφτασε ως τη θάλασσα. Εκεί κάτω
χτίστηκε μια όμορφη πόλη που όμοια της σε ομορφιά δεν υπήρχε, με επιβλητικά κτίρια
και με μία μεγάλη και λαμπρή αγορά πού μπορούσες να βρεις τα πάντα.
Κομψοτεχνήματα από ασήμι και χρυσάφι και αμέτρητα σκεύη από μπρούτζο και χαλκό.
Η τέχνη του χρυσού, του ασημιού και των άλλων μετάλλων ήταν σπάνια, μοναδική.
Ο Δίας ήταν πάντα κοντά στα δύο του παιδιά και ήθελε η πόλη
τους να ‘ναι ξεχωριστή. Και οι τέχνες σε αυτή την πόλη να είναι από τις καλύτερες
που υπήρχαν κάτω στη γη .Έτσι μαζί με την τέχνη των μετάλλων άνθισε και η τέχνη
της αγγειοπλαστικής.
Σε εκείνο τον τόπο έβρισκες άφθονο πηλό σε εκλεκτή ποιότητα.
Ο Δίας είχε φροντίσει και για αυτό. Έτσι τα εργαστήρια της αγγειοπλαστικής
δημιουργούσαν σπάνια και ξεχωριστά κομψοτεχνήματα φτιαγμένα με πηλό. Τα
πιθάρια, οι αμφορείς και κάθε λογής αγγείο που θα μπορούσε να φανταστεί ανθρώπινος
νους, ήταν μέσα στα εργαστήρια αυτών των ανθρώπων.
Αυτές οι τέχνες που ήταν μοναδικές και ξεχωριστές, δεν
άργησαν να γίνουν παντού γνωστές. Έτσι αυτά τα σπάνια έργα αγγειοπλαστικής και
αργυροχρυσοχοΐας, έγιναν γνωστά σε όλο τον κόσμο και από παντού έρχονταν
άνθρωποι να αγοράσουν αυτά τα σπάνια έργα που γίνονταν εκεί.
Εργαστήρια υπήρχαν και στο οροπέδιο και στον κάμπο. Ο Θυρέας
κατασκεύασε λιμάνι και ένα μεγάλο και ξεχωριστό στόλο, που όργωνε τις θάλασσες
και πήγαινε σε όλα τα μέρη ώστε να μπορούν οι έμποροι να πουλήσουν τα εμπορεύματά
τους.
Σιγά σιγά σε αυτό το λιμάνι άρχισαν να έρχονται πλοία από
όλο τον κόσμο, να τα ανταλλάξουν με τα δικά τους εμπορεύματα.
Ήταν το μεγαλύτερο και πλουσιότερο λιμάνι που είχε ποτέ η
περιοχή. Όλη η ορεινή περιοχή προμηθεύονταν τα σπάνια προϊόντα που έφταναν από
χώρες μακρινές και εξωτικές και τα δικά τους προϊόντα φορτώνονταν στα πλοία και
έφταναν στα μακρινά λιμάνια του τότε γνωστού κόσμου.
Ο μεγάλος Δίας ευλόγησε αυτό τον τόπο και σε κάτι ακόμη.
Μετά από λίγο καιρό άρχισαν να ανακαλύπτουν ότι υπήρχαν ιαματικά λουτρά δίπλα
από το λιμάνι με σπουδαίες θεραπευτικές ιδιότητες..
Ο Θυρέας έκανε πολυτελής για την εποχή εγκαταστάσεις και
έδωσε βαρύτητα στα ιαματικά λουτρά της πόλης του, όπου εκεί γιατρεύονταν όλοι
οι άνθρωποι που υπέφεραν από αρθριτικά και ρευματικά, γεγονός που έφερε στην
πόλη άλλη μία ακόμα πηγή πλούτου για τους ανθρώπους. Αμέτρητοι άνθρωποι έφταναν
από πολλά μέρη για να γιατρέψουν τις αρρώστιες τους.
Αυτή η παραθαλάσσια πόλη πήρε το όνομα
της Ηρακλειδώνης. Την ονόμασαν Ηράκλεια, ήταν μία πόλη λαμπρή και ένδοξη
σαν τη βασίλισσα της. Η Ηρακλειδώνη την προστάτευε και ήθελε να ξεχωρίζει
από τις άλλες πόλεις που ανήκανε στο Θυρέα. Αυτή η πόλη ήταν το επίνειο του
Θυρρείου.
Το Θύρρειο και οι άλλες πόλεις που χτίστηκαν και ανήκαν στο
βασιλιά Θυρέα, είχαν κάνει δικό τους νομισματοκοπείο και είχαν δικό τους
νόμισμα γεγονός που έδειχνε πόσο μεγάλη και λαμπρή είχε γίνει η περιοχή,
που Έλληνες και ξένοι την ζήλευαν και ήθελαν να την κατακτήσουν. Αλλά ο Θυρέας πρόβλεψε
γι ΄αυτό δημιουργώντας ένα λαμπρό στρατό και χτίζοντας τείχη γύρω από τις
πόλεις του έτσι ώστε να καταφέρνουν να τις υπερασπίζονταν με το παραπάνω. Μαζί
με τον επίγειο στρατό, έφτανε βοήθεια με αόρατο στρατό από τον Όλυμπο
και κατατρόπωνε πάντα τους εχθρούς ώστε να είναι πάντα νικητής, ποτέ ηττημένος.
Ο Θυρέας και η Ηρακλειδώνη βασίλεψαν σε αυτό τον τόπο
τριάντα τρία ολόκληρα χρόνια, που ήταν χρόνια ένδοξα και δημιουργικά. Κάποια
στιγμή πήραν και οι δύο μαζί την απόφαση ότι έπρεπε να φύγουν και να αφήσουν
τους ανθρώπους να κυβερνήσουν τον τόπο τους μόνοι τους. Η αποστολή τους είχε
τελειώσει.
Αλλά πριν φύγουν για να ανέβουν στον πατέρα Δία, θα ανέβαιναν
πρώτα στον Όλυμπο να συναντήσουν και τη μάνα τους τη Λητώ. Να ζήσουν
λίγο μαζί της και να ξαναγευτούν το χάδι και την ανθρώπινη θαλπωρή και τη
λατρεία που είχαν ζήσει μαζί της .Και έπειτα να ταξιδέψουν να ξαναδούν για άλλη
μία φορά από κοντά, το αγαπημένο τους νησί που τους κράτησε
σαν γεννήθηκαν στην αγκαλιά του, τον όμορφο Αστέρια .Το πιο λαμπερό αστέρι
της γης. Το νησί που ο Δίας είχε ευλογήσει να είναι το νησί που όλοι στη γη θα
λάτρευαν και θα ζήλευαν, για τον μεγάλο του πλούτο και τη δόξα που θα
αποκτούσε. Γιατί αυτό το νησί είχε το μεγάλο προνόμιο του διανομέα της
ενέργειας, σε όλο τον τόπο που κυβερνούσε ο Δίας. Αυτό το νησί που καμάρωναν
πάντα οι Θεοί από ψηλά για την λάμψη του γιατί ήταν το μόνο φωτεινό
σημείο στη γη. Αυτό έλαμπε κάτω στη γη, όπως λάμπουν τα αστέρια στον ουρανό.
Πριν φύγουν ήθελαν να αφήσουν πίσω τους κι ένα μεγάλο έργο, ένα μεγάλο
ξεχωριστό ναό δικό τους.
Το ναό αυτό δεν θα τον έχτιζαν ούτε ψηλά στο Θύρρειο ούτε
στις παραθαλάσσιες πόλεις που είχαν, αλλά θα τον έχτιζαν κάπου να τον θαυμάζουν
όλοι οι περαστικοί που οργώνουν με τα πλοία τους τις γύρω θάλασσες. Έτσι
σαν ένα βράδυ ο Θυρέας κάθονταν στο πεζούλι του ναού του και ατένιζε τη
θάλασσα μπροστά του. Στα μάτια του πέρασε ένα όνειρο, ένα διαφορετικό όνειρο.
Είδε κάτω στο βάθος της θάλασσας στη μακρινή ακτή, μαστόρους πολλούς να χτίζουν
και να υψώνουν μπροστά του ένα μεγάλο περίτεχνο και λαμπρό ναό. Ήταν ο ναός του
Απόλλωνα και της Αρτέμιδος. Ήταν ξεχωριστός και μοναδικός που τα έχασε σαν τον
αντίκρισε. Μπροστά στην πόρτα δύο πανύψηλα αγάλματα υψώνονταν. Το καθένα
ξεπερνούσε τα επτά μέτρα, το δικό του δεξιά και της Αρτέμιδος αριστερά. Πανέμορφα
λες και θα σου μιλήσουν. Τα έχασε γιατί έμοιαζαν σαν δυο πανύψηλοι γίγαντες που
προστάτευαν από κει κάτω όλο εδώ τον τόπο. Δεν περνούσε τίποτα και κανείς
απαρατήρητος από το βλέμμα τους. Όσο για το εσωτερικό του ναού δεν είχαν
αντικρίσει άλλη φορά τα μάτια του τέτοια ομορφιά, τέτοια τελειότητα, τέτοιο
πλούτο, τόσα χρυσά αγάλματα και σκεύη να διακοσμούν το χώρο γύρω. Ο Θυρέας
έμεινε αρκετή ώρα υπνωτισμένος να κοιτά και να ζει το όνειρο του δικού του ναού
και της αδερφής του. Ο Δίας του είχε στείλει αυτό το όνειρο για να του δείξει πως
έπρεπε να φτιάξει το ναό του. Και το έργο να μείνει πίσω λαμπρό και ξεχωριστό
στους αιώνες. Όλοι οι περαστικοί σαν παίρνουν να στέκονται να τον θαυμάζουν και
να αναρωτιούνται πως είχαν καταφέρει και είχαν στήσει αυτό τον λαμπρό ναό.
Ο Δίας ετοίμασε πολλούς τεχνίτες και το μεγάλο αρχιτέκτονα
του ουρανού να τον στείλει κάτω στη γη για να χτίσουν τον ναό των παιδιών του.
Γιατί ήθελε τα χνάρια των παιδιών του να μη χαθούν ποτέ από τη γη, να θυμούνται
πάντα όλοι το πέρασμά τους πάνω σε αυτό τον τόπο .Ο Δίας γνώριζε ότι οι
άνθρωποι έχουν μνήμη μικρή όπως μικρή είναι και η ζωή τους και εύκολα ξεχνούν
τα πάντα. Μόνο τα μεγαλοπρεπή μνημεία μένουν πίσω αναλλοίωτα και οι
άνθρωποι με αυτά θυμούνται αυτούς που έχουν περάσει και τα έργα που έχουν
κάνει.
Τότε ο Θυρέας φώναξε την αδελφή του και της είπε.
Είναι η ώρα να φύγουμε πριν οι άνθρωποι υποψιαστούν ποιοι είμαστε γιατί
δεν γερνάμε σαν αυτούς, είμαστε πάντα σαν την πρώτη μέρα που
έχουμε έρθει Η Άρτεμις αν και είχε αγαπήσει πολύ αυτό τον τόπο και λυπόταν να
τον αποχωριστεί δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.
Έτσι από την άλλη μέρα αποφάσισαν να αρχίσουν το χτίσιμο του
μεγάλου ναού όπως το είχε ονειρευτεί ο αδερφός της ο Βασιλιάς Θυρέας.
Σαν βασιλιάς που ήταν διέταξε και βρήκαν πολλούς μαστόρους
για να αρχίσουν το χτίσιμο, μαζί με τους μαστόρους που είχε στείλει ο πατέρας
του ο Δίας και αρχιτέκτονα που θα τους καθοδηγούσε στο χτίσιμο του μεγάλου
ναού.
Τα πλοία κουβαλούσαν τα πιο σπάνια και ακριβά υλικά.
Μάρμαρα, αλάβαστρο, χαλκό, χρυσάφι, ασήμι από όλο τον κόσμο.
Ήθελε να είναι ορατός από πολύ μακριά στους καραβοκύρηδες
που όργωναν το πέλαγος.
Ο ναός της Ακτής, όπως τον είχαν ονομάσει του Απόλλωνα και
της Αρτέμιδος μέσα σε ένα χρόνο ήτανε έτοιμος.
Βλέπεις ο αρχιτέκτονας και οι μάστορες του Δία ήταν γρήγοροι
και μοναδικοί στην τέχνη τους, όσο για τους ντόπιους μαστόρους, αυτοί
θαύμαζαν τη γρηγοράδα και τη δεξιοτεχνία τους. Αυτό που έκανε
μεγαλύτερη εντύπωση στους ντόπιους μαστόρους ήταν η τέχνη του χτισίματος, πού
ήταν ξεχωριστή, διαφορετική από αυτή που γνώριζαν. Έτσι τους την έδειξαν και
την έμαθαν και εκείνοι.
Αλλά εκείνο που δεν κατάφεραν να αντιγράψουν
ακριβώς ήταν το σμίλευμα και την τέχνη στα δύο μεγάλα αγάλματα που
έστεκαν μπροστά στην πόρτα του ναού.
Ο μεγάλος γλύπτης του Δία τα σμίλεψε πάνω σε αλάβαστρο που
είχε φτάσει από πολύ μακριά. Ήταν λες και μπροστά σου υπήρχαν ζωντανοί οι
Θεοί έτοιμοι να σου μιλήσουν.
Υπήρχαν κι άλλα μικρότερα αγάλματα στο εσωτερικό του ναού,
του Απόλλωνα και της Αρτέμιδος, όλα μοναδικά και ξεχωριστά, καθώς και πολλά
αγάλματα από χρυσό και πολλά σκεύη όλα από ατόφιο χρυσάφι .Ένας ναός μοναδικός
και ξεχωριστός σε πλούτο και τέχνη .
Ο πατέρας Δίας από ψηλά παρακολουθούσε και καμάρωνε και
χαίρονταν με αυτό τον περίτεχνο και μοναδικό ναό που θα έμενε κάτω στη γη.
Ήταν ένα θεϊκό έργο, μοναδικό και φωτεινό σαν τους δύο φωτεινούς Θεούς που
αντιπροσώπευε.
Τα δύο αδέρφια στέκονταν και καμάρωναν. Τώρα μπροστά τους
είχαν τελειωμένο το μεγάλο ναό πάνω στην ακτή.
Τα δύο αγάλματα ήταν στραμμένα να κοιτούν προς την θάλασσα,
λες και ήταν άνθρωποι και κοιτούσαν το πέλαγος και καλωσόριζαν τους
περαστικούς ναυτικούς.
Ήταν σαν να τους προσκαλούσαν να έρθουν κοντά, να γνωρίσουν
αυτό τον ναό τον μοναδικό και τους Θεούς που έστεκαν αγέρωχοι μπροστά στην
πόρτα του. Να γνωρίσουν και να αντικρίσουν την μορφή του μεγάλου Απόλλωνα, του θεού
της ίασης και της ζωής, του μεγάλου Σωτήρα της κάθαρσης, γιατί η λάμψη του
έκαιγε σαν τη φωτιά και τα καθάριζε όλα. Του Θεού προστάτη των ναυτικών τον
κουροτρόφο Θεό, τον προστάτη της νιότης και την αδερφή του Αρτέμιδα που ήταν η
προστάτης του κυνηγιού. Την πιο σκληρή παρθένα μαζί με την Αθηνά και την Εστία.
Την προστάτιδα των νεογέννητων παιδιών και προστάτιδα όλων των παρθένων
αγοριών και κοριτσιών. Το κάλλος της δραστήριας και ακίνητης κόρης του Δία,
αδάμαστης σκληρής γνώστριας της τοξικής τέχνης και της ξακουστής κυνηγού που
είχε ποτέ περπατήσει πάνω στη γη. Της κόρης που δεν συγχωρούσε ποτέ όσους την
αγνοούσαν και πάντα το πλήρωναν με την ανελέητη τιμωρία της. Όπως το
πλήρωσε ο Ακταίονας σαν άθελά του σε κάποιο κυνήγι του, την είδε γυμνή που
έκανε μπάνιο στον ποταμό. Αυτή σαν τον αντιλήφθηκε φοβούμενη μην το μαρτυρήσει
στους φίλους του τον μεταμόρφωσε σε ελάφι και τον παρέδωσε στα πενήντα σκυλιά
του και τον κατασπάραξαν για να μην σπιλωθεί και μολυνθεί το όνομά της.
Τα δύο αδέρφια έμειναν εκεί να ονειρεύονται το αύριο γιατί
το χθες για εκείνους είχε τελειώσει, το τώρα ήταν μπροστά τους το ζούσαν και το
απολάμβαναν, ήταν μοναδικό και ξεχωριστό.
Τότε η Ηρακλειδώνη γύρισε και είπε στον Θυρέα
- Αδερφέ μου, έφτασε η ώρα να οργανώσουμε την πρώτη γιορτή ,πριν
φύγουμε από τούτον τον τόπο. Να δείξουμε στους ανθρώπους πώς πρέπει να τιμούν
και να γιορτάζουν τους Θεούς που για χρόνια ζούσαν μαζί τους χωρίς να το
γνωρίζουν.
Είμαστε στο μήνα του θερισμού, στο μήνα της συγκομιδής,
πού για τους ανθρώπους σημαίνει επάρκεια και πλούτο. Αν η συγκομιδή είναι καλή,
τότε όλοι είναι χαρούμενοι και ευτυχισμένοι γιατί έχουν εξασφαλίσει μία πλούσια
χρόνια χωρίς στερήσεις.
Αυτή τη μέρα πρέπει να γιορταστεί η πρώτη δική μας γιορτή.
Στη γιορτή μας θα καλέσουμε και τους άλλους κατοίκους το
γιον του Ακαρνάνα και πρώτα από όλους τους Ανακτόριους που κατοικούν δίπλα μας,
για να είναι η γιορτή πιο λαμπερή και πιο μεγάλη. Πρέπει να δώσουμε και το
όνομα στην γιορτή μας.
Ο Θυρέας τη ρώτησε ποιο όνομα είχες σκεφτεί και αυτή του
απάντησε
- Μα ποιο άλλο από το όνομα του μεγάλου και ενδόξου βασιλιά
Θυρέα. Αδερφέ μου κυβερνάς τόσα χρόνια αυτό τον τόπο, πάντα δίκαια και ξεχωριστά,
είσαι ο μεγάλος βασιλιάς Θυρέας και εγώ η αδελφή σου Ηρακλειδώνη μην το ξεχνάς
ποτέ.
Στη γιορτή πρέπει να τιμήσουμε και κάποιον άλλον. Αυτόν
που ξεκίνησε αυτό τον τόπο εκεί ψηλά ,ολομόναχος με τους γιούς του και τα
εγγόνια του με την βοήθεια μας. Έτσι θα ξεκινήσουμε με τον αργό ρυθμικό χώρο
του παππού Αχιλλέα μπροστά από τα δύο αγάλματα μας.
Και σαν τελειώσει ο χώρος και οι δεήσεις στο μεγάλο πατέρα
Δία, στον Απόλλωνα και στην Αρτέμιδα, δηλαδή σε εμάς, θα ξεκινήσουμε τα
αθλήματα.
Το πρώτο άθλημα θα είναι η σκυταλοδρομία, θα παίρνουν μέρος
όσοι αθλητές επιθυμούν, θα καθιερώσουμε απόσταση στο άθλημα, από που θα
ξεκινούν και που θα τερματίζουν.
Δεύτερο άθλημα θα είναι οι λαμπαδηδρομίες με δάδες αναμμένες
που θα κρατούν οι αθλητές στα χέρια τους κάνοντας την ίδια διαδρομή όπως στην
σκυταλοδρομία.
Θα καθιερώσουμε και τους αγώνες δρόμου αντοχής και ταχύτητας
Θα συνεχίσουμε με τους μουσικούς αγώνες, με τους κιθαρωδούς,
θα καθορίσουμε τον αριθμό και το χρόνο της κάθε ομάδας που θα
είναι αντίπαλοι.
Σε αυτούς τους αγώνες θα λάβουν μέρος όσοι είναι γνώστες της
μουσικής, αυτοί που έχουν διδαχθεί μουσική και την γνωρίζουν.
Ανάλογα με τον αριθμό συμμετοχής θα δημιουργήσουμε και πόσες
ομάδες θα πάρουν μέρος.
Ο Διόνυσος θα είναι πολύ χαρούμενος σαν ακούσει τη μουσική που
έχει διδάξει εκείνος να παίρνει μέρος στη γιορτή.
Και στο τέλος, οι αυλιστές με τους αυλούς τους. Να απλωθεί
παντού γύρω η γλυκιά και απαλή τους μελωδία, να φτάσει ως τον Ουράνιο πατέρα
που θα παρακολουθεί τα πάντα.
Για το λόγο αυτό ο πατέρας έκανε σαι τούτο το ναό όπως και
στο Θύρρειο, την θεϊκή σκάλα να μπορούμε όλοι οι Θεοί να ανεβαίνουμε και να
κατεβαίνουμε στη γη και το κανάλι που στέλνει την ευεργετική του ενέργεια
γιατρεύοντας τα πάντα.
Σαν οι άνθρωποι θα έρχονται προσκυνητές στο ναό μας θα βρίσκουν
παρηγοριά και ίαση μαζί. Εγώ αδερφέ μου δεν νομίζω ότι χρειαζόμαστε άλλα
αθλήματα, αυτά είναι αρκετά για να τιμήσουν τον ναό κι εμάς.
Και στο τέλος όλοι μαζί οι παρευρισκόμενοι θα μπορέσουν να
χορέψουν να χαρούν τη γιορτή, να απολαύσουν φαγητό και κρασί από τα αμπέλια που
έχει φυτέψει ο αδελφός μας ο Διόνυσος. Είναι δύο φορές αδερφός μας και πρέπει
να τον τιμήσουμε.
Σαν οι άνθρωποι αρχίσουν να πίνουν το κρασί, το νερό της
χαράς θα χαίρονται και θα χορεύουν τους ξέφρενους χώρους που τους έχει μάθει ο
Διόνυσος όταν ντύνεται χωρικός στις γιορτές και στα πανηγύρια πού πηγαίνει και
γλεντά και χαίρεται μαζί τους, πίνοντας το νερό της χαράς και της απόλαυσης.
Έπειτα η Ηρακλειδώνη είπε στον Θυρέα ότι πρέπει να
ετοιμάσουν και το ένδυμα της κάθε ομάδας, πρέπει να είναι ξεχωριστό και λαμπερό
και κάθε ομάδα να έχει το δικό της χρώμα για να ξεχωρίζει η μία από την άλλη.
Σε λίγους μήνες όλα ήταν έτοιμα. Στο ναό
της Ακτής είχαν ετοιμαστεί οι δρόμοι που θα λάμβαναν χώρα τα αθλήματα και ήταν
όλα έτοιμα. Στις ετοιμασίες που γίνονταν στο ναό της ακτής ήρθαν για βοήθεια
και ομάδες Ανακτορίων μιας και θα είχαν και αυτοί συμμετοχή. Το μόνο που
έμενε να αποφασίσουν ήταν ποιο θα ήταν το έπαθλο των νικητών.
Η Αρτέμιδα πρότεινε τον πρώτο αθλητή από την κάθε ομάδα να
τον στεφανώσουν με ένα χρυσό δάφνινο στεφάνι. Γιατί όπως τους είπε το απλό
στεφάνι από δάφνη θα μαραίνονταν και δεν θα είχαν ενθύμιο από την συμμετοχή του
στους αγώνες. Στο δεύτερο νικητή το στεφάνι να είναι ασημένιο και στον
τρίτο να είναι χάλκινο.
Όλοι οι νικητές θα είχαν και μία ξεχωριστή θέση στην
ιεραρχία της πόλης.
Όλοι συμφώνησαν με τη σκέψη της Αρτέμιδος. Κι από κείνη τη
στιγμή οι τεχνίτες έβαλαν μπροστά για να έχουν τα πάντα έτοιμα στην ώρα τους.
Ο Θυρέας από τη στιγμή που αποφάσισε ότι είχε φτάσει η ώρα
που έπρεπε να αφήσει αυτή την πόλη σκεφτόταν να βρει έναν τρόπο να φύγουν χωρίς
οι άνθρωποι να αναρωτηθούν πως έφυγαν, με τι έφυγαν από κοντά τους; που έχουν
πάει και ποιοι ήταν στην πραγματικότητα αυτοί που τόσα χρόνια ζούσαν ανάμεσα
τους.
Έτσι αποφάσισε να ναυπηγήσει στα δικά του ναυπηγεία ένα
πλοίο διαφορετικό από τα άλλα που ναυπηγούσαν ως εκείνη τη στιγμή. Ακόμη
και τώρα ο μεγάλος πατέρας ήταν κοντά τους.
Και έστειλε και αυτή τη φορά κάτω στη γη δικούς του
ανθρώπους, να ασχοληθούν και να ναυπηγήσουν το πλοίο που θα έφευγαν τα παιδιά
του. Ήθελε το πλοίο που θα ταξίδευαν τα παιδιά του να είναι κάτι μοναδικό και
ξεχωριστό. Για να γίνει κάτι διαφορετικό ο Δίας έβαλε και αυτή τη φορά το χέρι
του. Ήθελε τα παιδιά του να αφήσουν και μία τέχνη καινούρια στη ναυπηγική,
που θα ήταν το τελευταίο απόκτημα των ναυπηγείων του Θυρρείου.
Έτσι και έγινε, στα ναυπηγεία κατασκευάστηκε ένα ξεχωριστό
πλοίο, που όμοιό του δεν ταξίδευε στις θάλασσες ως εκείνη τη στιγμή. Οι
ξενόφερτοι ναυπηγοί όπως τους έλεγαν οι ντόπιοι έμαθαν αυτή τη μοναδική τέχνη
και σε αυτούς. Κι έτσι από δω και πέρα τα ναυπηγεία του Θυρρείου θα ήταν
μοναδικά και σε αυτή την καινούργια τέχνη της ναυπηγικής .
Σε ένα μήνα ήταν η μεγάλη γιορτή και τα εγκαίνια του ναού
τους.
Ήταν χαρούμενοι για το μεγάλο έργο που θα αφήσουν πίσω αλλά
και πολύ λυπημένοι, γιατί έπρεπε να αποχωριστούν όλους αυτούς τους ανθρώπους
που είχαν ζήσει μαζί τους και τους είχαν αγαπήσει πραγματικά.
Η γιορτή έγινε με μεγάλη επιτυχία και λαμπρότητα, όλα ήταν
τέλεια και όλοι μαζί συμφώνησαν, πως κάθε χρόνο θα γιόρταζαν τα Θυρέα με τον
ίδιο ακριβώς τρόπο όπως τώρα.
Όλοι οι άρχοντες του τόπου ήταν παρόντες, γιόρτασαν, χόρεψαν
και έφαγαν μαζί με το Βασιλιά και τη Βασίλισσα τους. Κανείς δεν περίμενε αυτά
που σε λίγο θα τους ανακοίνωνε ο βασιλιάς Θυρέας.
Ο Θυρέας σαν τελείωσαν τα αθλήματα, η στέψη των αθλητών και η
μεγάλη γιορτή είχε φτάσει σχεδόν στο τέλος, τους ζήτησε να κάνουν λίγο ησυχία
γιατί ήθελε να τους μιλήσει.
- Αγαπητοί μου ευχαριστώ για την τιμή που μου κάνατε σε
μένα και στην αδερφή μου Ηρακλειδώνη, που μας δεχτήκατε στον τόπο σας και μας
δώσατε το αξίωμα του Βασιλιά. Ήταν μεγάλη τιμή για μας να βρεθούμε, να ζήσουμε
και να δημιουργήσουμε αυτή τη μεγάλη και ξακουστή πόλη του Θυρρείου μαζί
με όλες τις άλλες πόλεις που χτίστηκαν και ανήκουν σε εκείνο και τώρα αυτό το
μεγάλο και λαμπρό ναό που θα δοξάσει πιο πολύ αυτή την πόλη. Με τη λαμπρότητα
και με τον τρόπο που διοργανώσαμε αυτή τη γιορτή και θα την αφήσουμε πίσω μας
ζωντανή να τη γιορτάζετε κάθε χρόνο. Έφτασε πλέον η ώρα που πρέπει και εγώ
και η αδελφή μου να γυρίσουμε στο δικό μας τόπο, όχι βέβαια ότι αυτός ο τόπος
δεν είναι δικός μας, δικός μας είναι κι εσείς δικά μας αδέλφια, αλλά όπως
γνωρίζετε όλα αυτά τα χρόνια δεν έχουμε φύγει από κοντά σας ούτε μια μέρα. Τώρα
πλέον δεν μας χρειαζόσαστε άλλο γι αυτό σήμερα εδώ που είμαστε όλοι
συγκεντρωμένοι έχω να σας προτείνω κάποιον που θα πάρει τη θέση μου και νομίζω
ότι είναι άξιος για να αναλάβει όλο αυτό το βάρος που έχει το να
είσαι βασιλιάς ενός τόπου τόσο μεγάλου και σημαντικού.
Σας προτείνω στη θέση τη δική μου να έρθει και να αναλάβει ο
Πάτρωνας, αν βεβαία συμφωνείτε.
Σήμερα εδώ σε αυτό το ναό σε αυτή τη μεγάλη γιορτή να τον
στέψουμε βασιλιά , γιατί εμείς αύριο θα αναχωρήσουμε με το πλοίο μας για να
επιστρέψουμε στον τόπο μας.
Τα λόγια του Θυρέα έπεσαν σαν κεραυνός πάνω σε όλους τους
παρευρισκόμενους και κανείς δεν μπορούσε να ορθώσει λέξη.
Ήταν κάτι που δεν περίμεναν να ακούσουν γιατί μέσα τους
βαθιά πίστευαν ότι ο Θυρέας και Ηρακλειδώνη θα ήταν πάντα βασιλείς δικοί τους
και των παιδιών τους.
Στην αρχή δεν έβγαλε κανείς λέξη. Πρώτος μίλησε ο Πάτρωνας πηγαίνοντας προς το μέρος
τους.
- Βασιλιά μου, γιατί πήρες μία τόσο μεγάλη και βαριά απόφαση
για όλους εμάς, να φύγεις και να μας εγκαταλείψεις. Κανείς δεν μπορεί να σε
αντικαταστήσει, είμαστε όλοι μικροί μπροστά σε σένα, γι’ αυτό πέφτουμε στα
πόδια σου και σε εκλιπαρούμε και σένα και την αδερφή σου να μείνετε για πάντα
κοντά μας. Εγώ πώς μπορώ να κυβερνήσω αυτό τον τόπο που δεν γνωρίζω σχεδόν
τίποτα, ήμουνα απλά ένας προεστός, ένας αγωνιστής, τίποτα παραπάνω.
Ο Θηρέας γύρισε τον αγκάλιασε και του είπε
-Είσαι πολύ δυνατός, πολύ έξυπνος και πολύ γενναίος και θα
μπορέσεις να κυβερνήσεις αυτό τον τόπο.
Εγώ και η αδερφή μου έχουμε πάρει την απόφαση μας να
φύγουμε να πάμε στους δικούς μας.
Το μόνο που θα σου ζητήσω είναι να είστε ενωμένοι σαν μία
γροθιά και ο ένας να προστατεύει και να βοηθάει τον άλλον.
Μόνο έτσι θα μείνετε δυνατοί, θα μείνετε ανίκητοι και να
είστε βέβαιοι ότι ο μεγάλος Δίας, o Απόλλωνας και η Αρτέμιδα θα είναι
πάντα δίπλα σας να σας βοηθάνε. Και ποτέ κανείς δεν πρόκειται να σας νικήσει, φτάνει
εσείς να ζητάτε τη βοήθειά τους.
Ο Θυρέας τους ξαναρώτησε ήθελαν να στέψει τον καινούργιο
βασιλιά μιας και αυτός την επόμενη θα ξεκινούσε το μεγάλο ταξίδι του.
Όλοι μαζί συμφώνησαν η στέψη να γίνει από τον πρώτο βασιλιά
στον δεύτερο αφού πλέον κατάλαβαν ότι δεν θα μπορούσαν να τον μεταπείσουν και
να μείνει μαζί τους.
Ο Θυρέας έκανε τη στέψη. Φόρεσε στο κεφάλι του Πάτρωνα ένα
όμορφο στέμμα που είχε ετοιμάσει και ένα μανδύα και του είπε
-Ο μεγάλος Δίας να σε ευλογεί και να σε προστατεύει, να σου
δίνει δύναμη, κουράγιο και πάνω από όλα γνώση και δικαιοσύνη για να κυβερνήσεις
σωστά και δίκαια αυτόν τον τόπο.
Τους χαιρέτησε για άλλη μία φορά όλους και αυτός και η
Ηρακλειδώνη και τους ευχαρίστησαν για όλα αυτά τα χρόνια που έζησαν μαζί.
Σε λίγο η γιορτή τελείωσε και όλοι αναχώρησαν με
μπροστάρηδες τους μουσικούς, τους κιθαρίστες και τους αυλιστές.
Ο Απόλλωνας εκείνο το βράδυ μαζί με την Ηρακλειδώνη ανέβηκαν
ψηλά στο Θύρρειο να αποχαιρετήσουν για άλλη μία φορά τον τόπο που ήρθαν και
έζησαν σαν άνθρωποι.
Μαζί τους έμειναν όλο το βράδυ οι κάτοικοι της πόλης περπατώντας
ανάμεσα στους δρόμους. Ήταν μία βραδιά γεμάτη συγκίνηση και πόνο. Ο Θηρέας και
Ηρακλειδώνη ζήτησαν από όλους τους κατοίκους να μπουν στο ναό του Δία να κάνουν
δέηση όλοι μαζί για τελευταία φορά. Στη συνέχεια πήγαν και έκαναν δέηση
και στο ναό του Απόλλωνα και της Αρτέμιδος. Έπειτα όλοι μαζί βγήκαν έξω και
στάθηκαν πάνω από τον πρώτο βωμό του Δία, στο σημείο που είχε παρουσιαστή στον
παππού Αχιλλέα και του είχε υποδείξει που έπρεπε να κάνει τις δεήσεις και να
καίει τα λιβάνια και τα αρωματικά φυτά για να το ευχαριστεί.
Τότε ο Θυρέας είπε στον Πάτρωνα
-Γνωρίζεις ότι μαζί με τα καθήκοντά σου σαν βασιλιάς, θα
έχεις και τα καθήκοντά του ιερέα. Στους ναούς που υπάρχουν παντού σε αυτή την
πόλη και σε όλες τις πόλεις που έχουν δημιουργηθεί κι ανήκουν στο Θύρρειο. Γι
αυτό σε χρίζω και ιερέα από αυτή τη στιγμή. Θα κάνουμε μία δέηση και θα
αφιερώσουμε τα κτερίσματα όλοι
μαζί, με πρώτο εμένα στο μεγάλο Δία, στην Αρτέμιδα και στον Απόλλωνα Ο
καθένας από κάτι ξεχωριστό δικό του, θα τα θάψουμε και θα το ανοίξουμε πάλι
όταν εγώ και Ηρακλειδώνη ξανάρθουμε κάποια στιγμή να σας επισκεφτούμε.
Τότε όλοι μαζί συμφώνησαν. Ο Θυρέας έβγαλε από το κεφάλι του
το χρυσό στέμμα που φορούσε ως βασιλιάς που ήταν στολισμένο με σμαράγδια, ρουμπίνια
και διαμάντια. Το μεγάλο ξίφος του που η λαβή του ήταν από ελεφαντοστό και
κεντημένο με χρυσά κεντήματα και σπάνια πετράδια. Και εκείνο το τοποθέτησε
πάνω στον ιερό βράχο, στο βωμό του Δία. Στη συνέχεια έβγαλε από το χέρι
του το δαχτυλίδι πού επάνω ήταν η σφραγίδα του Θυρρείου, με μία ξεχωριστή
σπάνια πέτρα σκαλισμένη τη μορφή του Δία.
Το τοποθέτησε μαζί με όλα τα άλλα, σήκωσε το
κεφάλι του, κοίταξε τον ουρανό και είπε
-Σε ευχαριστώ πατέρα Δία που με αξίωσες και βασίλευα σε
αυτό τον τόπο τριάντα τρία ολόκληρα χρόνια, δίκαια και ξεχωριστά
Τώρα ήταν η σειρά της Ηρακλειδώνης. Έβγαλε από το κεφάλι της
το χρυσό στέμμα που ήταν και αυτό στολισμένο με ρουμπίνια, διαμάντια και
σμαράγδια και το απόθεσε πάνω στο μεγάλο βωμό. Έβγαλε και το τόξο της που
και εκείνο ήταν φτιαγμένο από ελεφαντόδοντο με χρυσά στολίδια και πολύτιμα
πετράδια, καθώς και τα χρυσά βέλη της. Στη συνέχεια έβγαλε το δαχτυλίδι πού
ήταν η σφραγίδα της δικής της πόλης της Ηράκλειας, πού επάνω ήταν σκαλισμένη η
μορφή της Αρτέμιδος και του Απόλλωνα.
Στη συνέχεια όλοι οι παρευρισκόμενοι άρχισαν να αφήνουν από
κάτι δικό τους ο καθένας, ανάλογα την θέση που είχε, και τα που τοποθετούσαν
στο βωμό. Χρυσά, ασημένια, μπρούτζινα κοσμήματα, ξίφη, ζώνες και σπάνια
αντικείμενα όπως χρυσούς αμφορείς. Έπειτα όλοι μαζί αποφάσισαν ότι θα έκαναν
μία μεγάλη τάφρο μπροστά στο βωμό του Δία και όλα αυτά τα αφιερώματα, θα τα
τοποθετούσαν μέσα και θα ανοιγόταν όταν θα ήταν πάλι κοντά τους ο Θυρέας και η
Ηρακλειδώνη.
Τοποθετήθηκαν όλα με τάξη μέσα σε τρία μεγάλα πιθάρια που τα
έβαλαν στη σειρά και τα γέμισαν με όλους αυτούς τους πολύτιμους θησαυρούς, πού
θα τους φύλαγαν τα άγρυπνα μάτια του Δία, του Απόλλωνα και της Αρτέμιδος.
Ο Πάτρωνας πρότεινε πάνω στο σημείο που ήταν η τάφρος να
φιλοτεχνηθεί το άγαλμα του Γρύπα που είναι ο άγρυπνος φρουρός των θησαυρών.
Όλοι συμφώνησαν ότι από την άλλη μέρα θα ζητούσανε από το
μεγάλο γλύπτη να ετοιμάσει το άγαλμα να το τοποθετήσουν πάνω στην τάφρο.
Ήταν κάτι σαν μία συμφωνία, κάτι μοναδικό κάτι ξεχωριστό,
ήταν ο αποχωρισμός του Θυρέα και της Ηρακλειδώνης. Ο αποχωρισμός της
ανθρώπινης υπόστασής τους και της βασιλείας τους πάνω στη γη.
Αυτή τη στιγμή θα τα αποχωριζόταν και τα δυο. Και σε τούτον
τον τόπο θα έρχονταν μόνο με τον αόρατο μανδύα τους. Πριν τελειώσουν όλες οι
ιεροτελεστίες και τα πιθάρια σφραγιστούν, ο Θηρέας και η Ηρακλειδώνη πήγαν και
έφεραν και όλες τις σφραγίδες που είχαν στην κατοχή τους.
Η Ηρακλειδώνη είχε τρεις διαφορετικές σφραγίδες, όλες ήταν
μόλις επτά εκατοστά η κάθε μία. Στην πρώτη σφραγίδα, εικονιζόταν η Αρτέμιδα με
το τόξο της να κυνηγά στο δάσος ντυμένη με ρούχα από δέρμα ελαφίνας. Στη
δεύτερη σφραγίδα στα ίδια χιλιοστά, απεικονιζόταν η Αρτέμιδα με δάφνινο στεφάνι
στο κεφάλι και να κρατά στα χέρια της ένα ελάφι. Στην τρίτη σφραγίδα η
Αρτέμιδα στεφανωμένη με το φως της πανσελήνου, τη μάνα Σελάνα να την
στεφανώνει. Ο Απόλλωνας είχε και αυτός τρεις σφραγίδες του ίδιου μεγέθους των επτά
εκατοστά η κάθε μια. Στην πρώτη απεικονιζόταν με τον ήλιο πάνω στο κεφάλι του,
να τον στεφανώνουν οι ακτίνες του. Η άλλη σφραγίδα έφερνε την προτομή του Απόλλωνα.
Στην τρίτη σφραγίδα τον Απόλλωνα να κρατά ένα καράβι να
μην το παρασύρουν τα κύματα. Σε όλες τις σφραγίδες είχαν φιλοτεχνηθεί σύμβολα
που συμβολίζαν από μια ιδιότητα των Θεών που απεικονίζονταν επάνω.
Η σφραγιδόλιθοι αυτοί ήταν έργα σπάνιας τέχνης, όλοι είχαν φιλοτεχνηθεί
πάνω σε αχάτη από έναν μοναδικό ουράνιο καλλιτέχνη που είχε έρθει και δίδαξε
εδώ επάνω στο Θύρρειο την τέχνη της αργυροχρυσοχοΐα και της μικροχαρακτικής.
Ο Θυρέας και η Ηρακλειδώνη είχαν στην κατοχή τους και από
μια σφραγίδα μόλις τριών εκατοστών που απεικόνιζε την μορφή τους, ντυμένοι με
την βασιλική τους στολή. Και αυτές τοποθετήθηκαν μαζί με όλες τις άλλες. Ήταν
λυπημένοι γιατί αποχωριζόταν την ανθρώπινη τους υπόσταση και πότε δεν θα
μπορούσαν να ξαναβρεθούν στη γη σαν άνθρωποι και σαν βασιλείς .
Όλοι οι κάτοικοι τους ξεπροβόδιζαν στο μεγάλο ταξίδι που
είχαν αποφασίσει. Πήραν το δρόμο και κατέβηκαν στην Ηράκλεια. Εκεί τους
περίμενε το καράβι τους να σαλπάρει.
Ο Θυρέας και η Ηρακλειδώνη σαν ανέβηκαν στο πλοίο δεν αποχωρίστηκαν
τον ανθρώπινο τους μανδύα. Το ταξίδι θα το έκαναν σαν άνθρωποι γιατί ήθελαν να
νιώσουν την αγωνία, όλο εκείνο το ανθρώπινο μεγαλείο μπροστά στον κίνδυνο,
την κορύφωση της απελπισίας και τη χαρά σαν κάθε φορά θα τα κατάφερναν σαν
άνθρωποι να ξεπεράσουν και να νικήσουν τον κίνδυνο. Να μπορέσουν να γευτούν όλη
αύτη την απόλαυση και την ικανοποίηση που έβλεπαν πάντα στα μάτια των ανθρώπων
όταν κατάφερναν να νικούν δύσκολες καταστάσεις και να τις ξεπερνούν.
Μετά από τρεις μέρες είχαν οργώσει όλο το Ιόνιο πέλαγος
και είχαν ανοιχτεί στο Αιγαίο. Είχαν νιώσει όλη την ανθρώπινη αγωνία
και την ομορφιά καθώς και την ικανοποίηση του ταξιδιού. Την ελευθερία που
νιώθουν οι άνθρωποι σαν λεύτεροι ταξιδεύουν πάνω στο κύμα. Μες στο απόλυτο μπλε
του ουρανού και της θάλασσας. Σε λίγες μέρες είχαν αγκυροβολήσει στο αγαπημένο
τους νησί, στον Αστέρια. Οι άνθρωποι που κατοικούσαν αυτόν τον καιρό στο νησί
τους υποδέχτηκαν με πολύ αγάπη, τους φιλοξένησαν και έμειναν μαζί τους τρεις
μέρες και έζησαν την ομορφιά που υπήρχε γύρω τους.
Οι αναμνήσεις διαδέχονταν η μία την άλλη, όλα γι αυτούς ήταν
γνώριμα, όλος ο τόπος τους θύμιζε τις παλιές και όμορφες μέρες που είχαν ζήσει
μαζί με τη μάνα τους τη Λητώ.
Γεύτηκαν τη χαρά, την απόλαυση, όλη την ομορφιά πού
γευόμαστε σαν ξαναζούμε σε τόσο αγαπημένα μέρη, σαν ξαναθυμόμαστε τα πρώτα
χρόνια της ζωή μας που είναι για όλους τα χρόνια της ξεγνοιασιάς και της
ελευθερίας.
Όμως έπρεπε να φύγουν γιατί τώρα θα ανέβαιναν να επισκεφτούν
και τον όμορφο Όλυμπο που κατοικούσε η μάνα τους η Λητώ.
Να γευτούν, να απολαύσουν την αγάπη, το χάδι και τη θαλπωρή
της μητρικής αγκαλιάς που τους είχε λείψει τόσα χρόνια. Την τρίτη μέρα
αποχαιρέτησαν όλους εκείνους τους ανθρώπους του νησιού και πήραν το δρόμο για
τον Όλυμπο.
Σαν άραξαν το πλοίο τους, τότε μόνο αποχωρίστηκαν την
ανθρώπινη τους υπόσταση και φόρεσαν τον αόρατο μανδύα τους για να πάνε να
συναντήσουν και να ζήσουν για λίγες μέρες μαζί με την αγαπημένη τους μάνα, την
όμορφη και μοναδική Λητώ. Η Λητώ περίμενε τα παιδιά της γιατί της είχε μηνύσει
ο Δίας ότι θα ήταν για τρεις μέρες μαζί της. Έτσι σαν τα αντίκρισε ένιωσε τόση
μεγάλη χαρά τόση απόλαυση, σαν τα κράτησε ξανά στην αγκαλιά της, που δεν
μπορούσε να περιγράψει με λόγια το συναίσθημα της καρδιάς της.
Το ίδιο ένιωσαν και εκείνα. Έζησαν τρεις ολόκληρες μέρες
μάλλον τρία ημερόνυχτα, γιατί όλες αυτές τις μέρες δεν κοιμήθηκαν, ήταν πάντα
μαζί της, μιλούσαν, τραγουδούσαν και χαίρονταν την αγάπη ο ένας του άλλου. Έτσι
σαν πέρασε και η τρίτη ημέρα, ο Απόλλωνας και η Αρτέμιδα, πήραν τον δρόμο για
τον Ουράνιο Όλυμπο, αφήνοντας πίσω τον γήινο Όλυμπο και ανέβηκαν στον πατέρα
Δία.
Τα ταξίδια που θα έκαναν τώρα στη γη ήταν ταξίδια με τον
αόρατο μανδύα τους. Αυτοί θα έβλεπαν τους πάντες αλλά οι άλλοι δεν θα μπορούσαν
να τους δουν, να αντικρίσουν και να νιώσουν τη μορφή τους.
Ο Απόλλωνας και η Άρτεμις έπαψαν πλέον να ζουν σαν κοινοί
θνητοί και στο Θύρρειο άρχισε να βασιλεύει πλέον ένας άνθρωπος ένας ήρωας. Η
ζωή στο Θύρρειο συνεχίστηκε ήρεμη και ένδοξη για πολλά, πολλά χρόνια, γιατί
πάντα ο Δίας, ο Απόλλωνας και η Αρτέμιδα ήταν κοντά σε αυτούς τους ανθρώπους
και τους βοήθησαν.
Το Θύρρειο έμεινε ένδοξο και μεγάλο για πολλούς αιώνες.
ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 8.11.2021.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook