ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ:
Ανδρέας Καρκαβίτσας
Εκείνη…
Μού ‘πες πώς
θά πάς ν’ αναπαυθής ‘ς τό μνήμα,
καί μού
φάνηκε πώς ήλθε ένα κύμα.
Κύμα γαλανό
καί κύμα αφρισμένο,
καί μ’ έσυρε
βαθειά, αγριεμένο…
-Στάσου, κύμα
μου, -τού είπα- πού μέ φέρεις;
-Σ’ τήν αγάπη
σου –μού λέγει- πώς; Δέν θέλεις;
-Θέλω,
πήγαινε, ‘ς τά τάρταρα κατέβα.
Κι’ άν δέν
τήν ευρής, ευθύς τότε ανέβα,
εις τά
σύννεφα, ψηλά, εις τόν αιθέρα,
‘ς τόν
αυγερινό, τόν λαμπερόν αστέρα.
Τέτοιο
πρόσωπο σάν τήν δική μου φίλη,
δέν θά
κατοική ‘ς τήν γήν εδώ, ‘ς τήν ύλη.
Θέλει σύννεφα
καί καθαρόν αέρα,
μέ τόν άγιο
νά βρίσκεται Πατέρα.
Νά τού
τραγουδή μέ τούς αγγέλους μία,
μίαν υψηλή
καί θεία μελωδία.
Τώρα εννοείς
τί θέ’ νά πώ βεβαίως.
Πώς όπου κι
αν πάς θά σ’ ακολουθώ ευθέως.
Κι’ άν εκεί
εμβής, βαθειά ‘ς τό κρύο μνήμα,
τότε τής ζωής
κόπτω κι’ εγώ τό νήμα.
Κι’ έρχουμαι
μαζή νά σφιχταγκαλιασθούμε
μέ χείλη
κολλητά εκεί ν’ αναπαυθούμε.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook