Από τους αρχαίους ιερείς και ιεροποιούς (άνδρες και γυναίκες), έως το χαρέμι… - Η ιδιαιτερότητα Αθηνών, Σπάρτης, Χίου...

Από τους αρχαίους
ιερείς και ιεροποιούς,
(άνδρες και γυναίκες),
έως το χαρέμι…
Η ιδιαιτερότητα Αθηνών, Σπάρτης, Χίου...

Του Γιώργου Λεκάκη

Ο ἱερός ή ἱρός, ή ἱαρός ή ἶρος ή ἴαρος / ιερεύς ήταν ευσεβής άνθρωπος, πολίτης, ο θυσιάζων, ο θυσίας αναμπέμπων στους θεούς, αλλά και ο μάντης.

Στην Σπάρτη αναφέρονται και ιεραί (γυναίκες).

Στην Αθήνα υπήρχαν αι γεραίραι / γεραίρες, γυναίκες ιερές, που ο βασιλιάς καθόριζε, ισάριθμες με τους βωμούς του θεού Διονύσου, "δια το γεραίρειν τον θεόν" (βλ. Διον. Αλικ.). Διότι ιερός, ιερόν > γερός, γερό. ΔΕΙΤΕ και το ΕΔΩ.

Επίστευαν πως ο/η ιερός/ιερά είχε θεία, υπερφυσική δύναμη, μετείχε θεότητος, προερχόταν από θεό, ήταν αφιερωμένος σε θεό, είχε την προστασία θεού, θεάρεστος, θεόθεν επιβαλλόμενος, καθηγιασμένος, απαραβίαστος, σεπτός, σεβόμενος, θείος, λαμπρός, έξοχος.

Κατά μεταφοράν ο καθαρός (τίμιος), αξιοσέβαστος άνθρωπος.

Η λέξις προκύπτει από το ρήμα ίημι (= κινώ, ρίπτω, θέτω σε κίνηση, αφήνω, αποστέλλω, προφέρω, κ.ά.) – πράξεις δηλ. που μπορούσε και έκανε / έφερνε σε πέρας μόνον ένας ιερός άνθρωπος.

Ο ιερός τόπος ήταν / είναι τόπος αποτετμημένος προς τιμήν θεού. Οι ιεροί τόποι ήσαν σε υψηλά σημεία (κορυφές). Από αυτήν την συνήθεια προέκυψε η φράσις (αυτός) «ανέβηκε στο ιερό»

Οι θυσίες των ιερέων / ιεροποιών γίνονταν καθ’ όλην την διάρκεια της ημέρας, αλλά έως το μεσημέρι έθυαν στους Ολύμπιους θεούς και μετά το μεσημέρι, έως το δειλινό στους καταχθόνιους

Ο ἱεροποιός (> ρ. ιεροποιέω) ήταν ο επιστάτης των ναών και των ιερών τελετουργιών, ο θυσιάζων γι’ αυτές, ο εξετάζων το άμωμον των θυσιαζομένων ζώων[1] (= μωμοσκόπος), αλλά και τίτλος δικαστών / αρχόντων – κυρίως στην πόλη των Αθηνών.[2] Οι ἱεροποιοί ήσαν άνδρες, εκτός ίσως από την Χίο, όπου ίσως υπήρχαν και γυναίκες…(*)

Στην πόλη των Αθηνών οι «Ἱεροποιοί [ήταν] κληρωτοὶ ἄρχοντες, δέκα[3] τὸν ἀριθμόν· οἳ τά τε μαντεύματα ἱεροθυτοῦσι· κἄν τις καλλιερήση[4], συγκαλλιεροῦσι τοῖς μαντεύμασι· καὶ θυσίας τὰς νομιζομένας ἐπιτελοῦσι· καὶ τὰς πενταετηρίδας ἁπάσας διοικοῦσι, πλὴν Παναθηναίων· εἰσὶ δὲ καὶ ἄλλοι ἱεροποιοὶ τῶν σεμνῶν θεῶν, οἱ τὸν ἀριθμὸν εἰσὶν ἀόριστοι»[5].

Οι Αθηναίοι βουλευτές, στο Βουλευτήριο, όπου υπήρχε «ναός του Βουλαίου Διός και ιερόν της Ἀθηνᾶς Βουλαίας» προσεύχονταν και θυσίαζαν «εὐχόμενοι ὑπὲρ τῆς πόλεως, καὶ πρὸς τούτοις πρυτανεύσας τὴν πρώτην πρυτανείαν ἅπασαν πλὴν δυοῖν ἡμέραιν», ιεροποιούσαν και θυσιάζαν «ὑπὲρ τῆς δημοκρατίας», και επιψήφιζαν και έλεγαν γνώμες.[6]

Οι ιεροποιίες / ἱεροποιίαι των ζώων, γίνονταν σε ορισμένη ηλικία τους. Αυτό οριζόταν με νόμο («κατά νόμον οργίαζαν και έθυαν»): Λ.χ. για τον τράγο στην Κάμειρο Ρόδου, στην ηλικία «προτήνιον» («ἡλικία τίς αἰγός· ἐν Καμειρέων, τράγον προτήνιον θύειν νόμος»).[7]

Οι ἱερεῖς και οι ἐπιμεληταὶ τῶν περὶ τὰ ἱερὰ, οι λειτουργοί της ἱερωσύνης, δεν ήσαν μόνον οι ἱεροποιοί, αλλά και οι ναοφύλακες (εν γένει φύλακες / πυλαωροί) και οι ταμίες τῶν ἱερῶν χρημάτων.[8]

To ρήμα ἱεροποιέω (= προσφέρω θυσίες, θυσιάζω), απαντάται για πρώτη φορά σε κείμενο του 5ου π.Χ. αιώνος, και συναντάται 35 φορές στην αρχαία ελληνική γραμματεία.

Το επίθετο ιερός (-ά, -όν) αναφέρεται δε και σε τοπωνύμια, αντικείμενα, καταστάσεις, ζώα, φυτά, έργα τέχνης, γράμματα, κλπ.

Ο ιερός σε πολλές ξένες γλώσσες, γεννήματα της ελληνικής διατήρησε ακόμη και την δασεία της ελληνικής λέξεως με την ίδια έννοια (= hiero = ναός, ιερό, κλπ.).

Ο «ιερεύς άκρος» ήταν ο ακραίος, ύψιστος, μέγιστος ιερεύς[9]. Η σύντμηση αυτής της εκφράσεως εγέννησε την λέξη sacer, sacra, seri (= θρησκευτικός νόμος, σαρία).

Τέλος, από την ένωση των λέξεων ιερόν + χηραμός (= κοίλωμα, χάσμα, φωλιά ζώου > κρυφό διαμέρισμα), προέκυψε και η λέξις harim > χαρέμι

ΠΗΓΗ: TLG. Λεξ. Λ. και Σκ. Λεξ. Δημητράκου. Γ. Λεκάκης «Ταξείδια με λέξεις». ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 14.11.2021.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] Τα προς θυσίαν σφάγια = ιερά ζώα, ιερά σφάγια.

[2] Βλ. IG12.5, al., D.4.26, ΑριστΠολιτ. 1322b24, Αθ.54.6, Decr.ib.30.2, IG12(8).264 (Θάσος, iv B.C.), SIG410 (Ερυθραί, iii B.C.), Inscr.Prien.14.25 (iii B.C.), D.21.115, Din.Fr.8.1, D.H.1.40.

[3] Στον αριθμό συμφωνεί και ο Αριστοτέλης (βλ. Αριστ. et CORPUS ARISTOTELICUM Phil. «Ἀθηναίων πολιτεία» {0086.003} 30.2.8, 54.6.1.

[4] καλλιερώ = έχω ή λαμβάνω ευμενή σημεία κατά την θυσία, προσφέρω ευπρόσδεκτη θυσία, θυσιάζω με ευνοϊκούς οιωνούς, παρέχω καλούς οιωνούς.

[5] Βλ. ΦΩΤΙΟΣ Λεξ.{4040.030} Ι.104.2.

[6] Βλ. ΑΝΤΙΦΩΝ De choreuta {0028.006} 45.10.

[7] Βλ. ΦΩΤΙΟΣ Λεξ. {4040.030} Π.464.13.

[8] Βλ. Αριστοτέλης "Πολιτικά" {0086.035}, εκδ. Bekker, 1322b.25.

[9] «Ο της Ρώμης ποντίφηξ, θέλει να ονομάζεται άκρος Ιερεύς» («Ιερόν Πηδάλιον», σελ. 487).

(*) βλ. Αρποκρατίων Lexicon in decem oratores Atticos {1389.001} Αλφ. Ο.19.4.

αρχαιος ιερευς ιεροποιος, ανδρας γυναικα, χαρεμι, ιερος ιρος, ιαρος ιρος ιαρος ευσεβης ανθρωπος, πολιτης, θυσια θεοι μαντης Σπαρτη ιεραι ιερες γυναικες, θεια, υπερφυσικη δυναμη, θεοτητα, θεος, αφιερωμενος προστασια θεαρεστος, θεοθεν επιβαλλομενος, καθηγιασμενος, καθαγιασμενος απαραβιαστος, σεπτος, σεβομενος, θειος, λαμπρος, εξοχος, μεταφορα καθαρος τιμιος, αξιοσεβαστος, ρημα ιημι κινω, ριπτω, θετω σε κινηση, αφηνω, αφινω, αποστελλω, προφερω, πραξη ιερος τοπος κορυφη παροιμιωδης φραση παροιμια, θυσιες ιερεις / ιεροποιοι ημερα, μεσημερι γεραιραι, γεραιρες, Αθηνα, βασιλικας, βωμος, θεος Διονυσος Διονυσιος Αλικαρνασσευς, μεσημβρια, Ολυμπιοι θεοι δειλι γερος, γερο, δειλινο καταχθονιοι ιεροποιος ιεροποιεω επιστατης ναος ιερη τελετουργια αμωμον θυσιασζομενο ζωο αμωμο, μωμοσκοπος, δικαστης αρχοντας αρχων Αθηνα ανδρες, Χιος γυναικες κληρωτος αρχοντας, 10 δεκα μαντευματα ιεροθυτης καλλιερηση μαντευμα θυσιαι νομιζομενα πενταετηριδα διοικητης Παναθηναια σεμνοι θεοι αοριστος Αθηναιοι βουλευτες, Βουλευτηριο, ναος Βουλαιου Διος ιερον Αθηνας Βουλαιας, Βουλευς Βουλαιος Διας Ζευς, θεα Αθηνα Βουλαια προσευχη ευχη υπερ πολεως, πρυτανευση, πρυτανεια υπερ δημοκρατιας επιψηφιζω γνωμη πολη, πόλις, δημοκρατια, ψηφιζω ψηφος, ιεροποιιες ιεροποιιαι ζωα ηλικια νομος οργια, οργιαζω τραγος Καμειρος Ροδου, Ροδος, καμιρος, προτηνιον αιγα, Καμειρεοι, κατσικα, επιμελητης ιερα, λειτουργος ιερωσυνη ναοφυλακας φυλακας / πυλαωρος πυλη, ταμιες ταμιας, ιερα χρηματα προσφερω 5ος πΧ αιωνας, αρχαια ελληνικη γραμματεια επιθετο ιερος τοπωνυμιο, γραμματα, ελληνικη γλωσσα δασεια hiero ιερευς ακρος, ακραιος, υψιστος, μεγιστος ιερευς συντμηση εκφραση sacer, sacra, seri θρησκευτικος νομος, σαρια, ιερον + χηραμος κοιλωμα, χασμα, φωλια κρυφο διαμερισμα harim > χαρεμι Λεξικο Δημητρακου σφαγια Αριστοτελη Πολιτικα Θασος, Ερυθραι, Αριστοτελης Αθηναιων πολιτεια καλλιερω ευνοικος οιωνος, οιωνοι, πατριαρχης ΦΩΤΙΟΣ ΑΝΤΙΦΩΝ λεξικο ΦΩΤΙΟΥ Ρωμη ποντιφηξ, Ιερον Πηδαλιον, Αρποκρατιων, Αττικα ποντιφικας, Ιερο Πηδαλιο
Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ