Του Γιώργου Λεκάκη
Επί ζώων: κεντώ, κεντρίζω, παρορμώ, εξερεθίζω.
Επί πραγμάτων: επιταχύνω, επισπεύδω, κλπ.
Από το οτρύνω προκύπτει το
επίθετον οτρηρός (‑ά,
‑όν) = ταχύς, γοργός / γρήγορος, ευκίνητος, εύστροφος,
δραστήριος, σπουδαίος[2], πρόθυμος,
απασχολημένος, έτοιμος, επιδέξιος, δραστήριος, παρέχων υπηρεσία, οξύς,
αιχμηρός, κοπτικός[3], ο «αφ’
εαυτού παροτρυνόμενος πάντα ποιείν»[4].
Αλλά «απλώς» μεταθέτοντας τον
τόνο, ο ότρηρος είναι ο «ενεργών δι’ ετέρων»![5]
Το επίθετον ὀτρηρός απαντάται
για πρώτη φορά στον Όμηρο και 159 φορές στην ελληνική γραμματεία.[6]
- ὀτρηρῶς, ὀτραλέως = ταχέως / ταχύτατα, εσπευσμένως, ετοίμως, προθύμως, γρήγορα.[7]
- ότρυνσις, οτρυντύς (η, ίων.)
= παρότρυνσις, παρακέλευσις, παρακίνησις, προτροπή, ενθάρρυνσις.
- οτρυντήρ (ο) = κήρυξ,
κελευστής, σαλπικτήρ.[8]
Ίσως ο Τρωαδίτης Οτρυντεύς, ο
οποίος από μία Νύμφη απέκτησε τον Ιφιτίωνα, τον οποίο εσκότωσε ο Αχιλλεύς, να
ήταν πολύ γρήγορος στα πόδια ή στην σκέψη…[9]
Ήδη από την αρχαιότητα, είχε
χαθεί το πρώτο γράμμα (το «ο») της λέξεως:
- τρηρόν = ελαφρόν, άρα το ταχύ.[10]
Αλλά το ρήμα οτρύνω δεν
χάθηκε από την σύγχρονη λαλιά των Ελλήνων! Το χρησιμοποιούν ακόμη όταν λένε:
- παρότρυνση = θηγάνη
(παρότρυνση προς αιματοχυσία), ορμητήριο (μέσον για παρόρμη), παρακλητικός (ο
καταλληλότερος για παρότρυνση), κ.ά.
- παροτρύνω = παρακινώ, αντιπαρακαλέω,
διεγείρω, ενίημι, επιθωύσσω (= παροτρύνω φωνάζοντας), επινεύω, επισείω,
επισπάω, επιφλέγω, θήγω, κελεύω, παραγγέλλω, παραμυθέομαι, παρορμώ, προάγω,
προσάγω, σπέρχω[11],
σπεύδω, κλπ.
- παροτρυνόμενος = κεντρηνεκής
> παροτρυνθείς = παρακελευστός, κλπ.
- εποτρύνω[12] =
παρακινώ, παρορμώ, κλπ.
- συμπαροτρύνω = συμπαρασύρω,
συμπαραινέω, συμπαρακελεύομαι, συνεξορμάω, κλπ.
- Τέλος, αποτρύνω / εξοτρύνω[13] = εξεγείρω. Η σύνθετη ελληνική λέξις εξ + οτρύνω εγέννησε παρόμοιες λέξεις και στις άλλες γλώσσες-παιδιά της ελληνικής: εξοτρύνω > Εxhorter, exhortar, exhortor exhortation, exhortacίόn, exorte, exorior > esortare, esortazione, κλπ.
ΠΗΓΗ: TLG corpus. Λεξ.
Σταματάκου. Γ. Λεκάκης «Ταξείδια με τις λέξεις». ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 24.12.2019.
[1] Βλ. Φίλων.
[2] Σπουδή = ταχύτης, βιασύνη.
[3] Βλ. Opp. H. 2.529.
[4] Βλ. Ωρ.
[5] Βλ. Φίλων.
[6] Βλ. Il. 1.321, cf. Od.1.109, 4.23, al., Ar.Av.909(lyr.); Α 321, Ζ
381: α 109, δ 23 = 217, δ 38, Il.6.381, Ar.Av.915, Matro Conv.92. Adv. κλπ.
[7] Βλ. Ομ. Οδ. δ 735.
[8] σαλπιγκτήρ – βλ. Ησύχ.
[9] Βλ. Ομ. Ιλ. Υ 381-384, Ευστ. Σχόλ. Ιλ. τόμ. 4 σελ.
421.
[10] Βλ. Ησύχ.
[11] Σπέρχω = επισπεύδω, επιταχύνω, τρέχω γρήγορα >
σπέρμα, Σπερχειός ποταμός, κλπ.
[12] Εποτρύνω > εποτρύνουσα = δειγείρουσα.
[13] «εξοτρυνέτω τας κύνας». Το επίσιστον ήταν ένα όργανο
που με τον συριγμό του επότρυνε τα σκυλιά.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook