«Εκ γαίης ο πατήρ μου» και το πηκτό αίμα με το ιχώρ στην Σμύρνη …την Δήλο, την Μεγάλη Ελλάδα…

«Εκ γαίης ο πατήρ μου»
και το πηκτό αίμα με το ιχώρ
στην Σμύρνη…
την Δήλο, την Μεγάλη Ελλάδα…

Του Γιώργου Λεκάκη 

Το λύθρον - ή (ο) λύθρος[1] - σημαίνει μόλυνση από αίμα, πηκτό αίμα (φόνου, μάχης), ακάθαρτον αίμα, γενικώς αίμα, μολυσμός, ρύπος, κηλίδωσις (κυρίως εξ αίματος), κάθαρμα, βρότος.

«λύθρος,  φόνος, ή ο εκ του αίματος μολυσμός συνιστάμενος εξ ιδρώτος και κόνεως και αίματος μετά Ιχώρος».[2]

Ετυμολογείται από την λύμη / λύμα.

Όταν ο Ηρακλής ηράσθη την νύμφη Τύρο, συνέλεξε την λύθρο κυνός και την επήγε ως δώρο στην κόρη της Τύρου. Έτσι ήταν ο πρώτος που βρήκε την φοίνισσα βαφή (φοινίκη / κόκκινη, πορφυρά), που λένε οι Τύριοι.[3]

Ο σηκός του Άρεως ήταν γεμάτος με όπλα λειβόμενα με λύθρο.

Το λύθρον αναφέρεται το πρώτον από τον Όμηρο και μόνο στην δοτική (με, σε, για).

«λύθρῳ . . παλάσσετο χεῖρας»[4]

«αἵματι καὶ λύθρῳ πεπαλαγμένος»[5]

Ο μολυσμένος με τέτοιο αίμα, ελέγετο λυθρώδης (λύθρον + είδος), ο κηλιδωμένος από αίμα, ο όμοιος προς λύθρον…

Στην αρχαία Ιατρική, σημαίνει τα έμμηνα, το ακάθαρτο αίμα στην μήτρα μιας γυναίκας («ἐκ μητρῴων λύθρων»), την ακαθαρσία…

Στην ελληνική μυθολογία αναφέρεται στο δηλητήριο της Ύδρας

Στην δε βοτανολογία λύθρον λέγεται το φυτό ἰτεόφιλον (λατ. lythrum salicaria).

Αν και το λύθρον αναφέρεται 515 φορές στο σώμα της ελληνικής γραμματείας, η… ειρωνία της Ιστορίας είναι ότι σε επιγραφή, το λυθρόν – πηκτό αίμα – έχει βρεθεί μόνον στην Σμύρνη[6], την Μεγάλη Ελλάδα[7], την Μεσοποταμία[8]… λυθρώδεις πατρίδες, πολυθρήνητες πολυθρύλητες περιοχές όπου έχει χυθεί πολύ λυθρό ελληνικό αίμα…

ἐκ γαίης με πατὴρ ἐμὸς εἵλατο χερσὶ γεγηθὼς

καί μἀπέλουσε λύθρου καὶ εἰς σπάργανά μαὐτὸς ἔθηκεν,

ηεὔχετο ηὔχετο δἀθανάτοις, ἅπερ οὐκ ἤμελλεν ἔσεσθαι»[9]

Επιγραφή με την λέξη λύθρος έχει βρεθεί και στην Δήλο[10].

Η ελληνική λέξη λύθρος έτεκε άλλες παρόμοιες λέξεις στις ξένες γλώσσες – παιδιά της ελληνικής: lutum, lut, luto, luteo, luter, Iutulento, lodo, Lehm, να σημαίνουν επίχρισμα, λάσπη πηλός, επιχρίω, κλπ.

ΠΗΓΗ: TLG, L. & Sc. Λεξ. Κουμανούδη. Ετυμ. Μ. Γ. Λεκάκης «Ταξείδια με λέξεις». ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 5.4.2020.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] Hom., AP9.323 (Antip.), Ph. ap.Gal.13.268, Poll.1.46, M.Ant.3.3, Jul.Or.2.71a, APl.4.112:, Hp.Ep.17 Plu.2.496b, 997a, M.Ant.2.2 Euph.50.2. [ῠ by nature, APl.l.c., LXX Wi.11.6, AP9.258 (Antiphan. Megalop.).

[2] Λεξ. Φωτίου, κ.ά.

[3] Πόλλ. Ονομαστικόν, 1.49.

[4] Ιλ. Λ 169. Cf. Ζ 268, Υ 503, Οδ. χ 402 = ψ 48.

[5] 6.268, Od.22.402

[6] Epigr.Gr.314.

[7] «μολὼν ἄνακτ̣ι̣ Παρθικὴν ἐφὑσμίνην, πρίν περ παλάξ̣αι χεῖρα δηίῳ λύθρωι, ἴφθιμον αἰαῖ χεῖρα δουρὶ καὶ τόξ̣ωι» (IGUR III 1151) και IGUR IV 1702.

[8] IK Estremo oriente. Μάλιστα ακριβώς ίδια με την IGUR III 1151 της Μεγ. Ελλάδος!

[9] IGUR IV 1702.

[10] «οὔδει ἐνιχρίμπτοιο. σὺ δ’ ἔφρασας ἀκλέα χῶρον ὄντα πάρος καὶ ἄσημον, ἀεὶ πεπληθότα λύθρωι παντο̣ίωι μετὰ πολλὸν ἔτι χρόνον· ἐννύχιος γὰρ» - IG XI,4 1299 Delos (IG XI and ID).

Εκ γαιης ο πατηρ μου πηκτο αιμα ιχωρ Σμυρνη, Δηλος, Μεγαλη Ελλαδα, λυθρον λυθρος μολυνση αιμα, φονου, φονος, μαχης, μαχη ακαθαρτο μολυσμος, ρυπος, κηλιδωσις καθαρμα, βροτος, ετυμολογια λυμη / λυμα, λυθρο ιδρως ιδρωτας κονις Ηρακλης ερως νυμφη Τυρος, κυνας κυων, σκυλος, σκυλι δωρο κορη Τυρος φοινισσα βαφη φοινικη, φοινικουν κοκκινο, Τυριοι σηκος θεος Αρης οπλα λειβομενος Ομηρος δοτικη παλασσετο χειρας αιματι λυθρω πεπαλαγμενος μολυσμενος λυθρωδης κηλιδωμενος κηλιδα, αρχαια Ιατρικη, εμμηνα, ακαθαρτον ακαθαρτο μητρα γυναικα μητρωο ακαθαρσια ελληνικη μυθολογια δηλητηριο Λερναια Υδρα βοτανολογια φυτο ιτεοφιλον ιτεοφιλο lythrum salicaria, αρχαια ελληνικη γραμματεια επιγραφη, Μεσοποταμια Κατω Ιταλια, πατριδα ελληνικο αιμα γαια γη πατηρ πατερας, χερι χερια γεγηθως λουω σπαργανα ευχη αθανατοι, Λεξικο Φωτιου, πατριαρχης Φωτιος Ονομαστικον, Ιλιαδα Ιλιας Οδυσσεια μολων ανακτας̣ Παρθικη Παρθοι Παρθια δουρι τοξο παρος εννυχιος
Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ