Των Τρίσταν Κάρτερ[1] και Δημήτρη Αθανασούλη[2]
Στην Στελίδα, ΝΔ. της Χώρας Νάξου,
ευρέθησαν εργαλεία της Μουστερίας Μέσης Παλαιολιθικής εποχής, γεγονός που
δείχνει ότι η δραστηριότητα του Νεάντερταλ στο νησί εκτείνεται σχεδόν πριν από
200.000 χρόνια![1]
Στο Μέσο Πλειστόκαινο, στην
κεντρική λεκάνη του Αιγαίου, λειτουργούσε συγκρότημα εξόρυξης chert[2] στην
Στελίδα Νάξου.
Η χρονολόγηση με φωταύγεια
τοποθέτησε περίπου 9,000 τεχνουργήματα σε μια στρωματογραφική ακολουθία από 13.000
– 200.000 χρόνια πριν. Αυτά τα τεχνουργήματα περιλαμβάνουν προϊόντα
Μουστεριανών, τα οποία αναμφισβήτητα παρέχουν τα πρώτα στοιχεία για τους
Νεάντερταλ στην περιοχή. Αυτό το χρονολογημένο υλικό επιβεβαιώνει μια πολύ
προγενέστερη ιστορία από ό,τι πιστευόταν προηγουμένως, ανοίγοντας την
δυνατότητα εναλλακτικών διαδρομών προς την Νοτιοανατολική Ευρώπη από την Ανατολία
(και την Αφρική) για πρωτοανθρώπους, πιθανώς κατά την διάρκεια χαμηλών επιπέδων
της στάθμης της θάλασσας[3],
επιτρέποντας χερσαίες διελεύσεις σε όλο το Αιγαίο και από Homo sapiens της
Πρώιμης Ανώτερης Παλαιολιθικής (Aurignacian), πιθανώς δια θαλάσσης.
Abstract
The early prehistoric site of Stelida, a source of chert used to make stone tools, is located on what today is the north-west coast of Naxos, 3 km south of Chora. The site was discovered in 1981, protected by law in 2000, and first excavated by the Cycladic Ephorate of Antiquities from the early 2000’s. In 2013 the Stelida Naxos Archaeological Project was initiated to characterise and date the activity at the site, starting with a pedestrian survey and from 2015 onwards, an excavation. This fieldwork has produced good evidence for the chert source being exploited intermittently from the Lower Palaeolithic to Mesolithic. Scientific dates show that tool-making started at Stelida at least 200,000 years ago, making this by far the oldest site in Naxos and the Cyclades more generally. While bones do not survive, diagnostic tool-types associated with early Homo sapiens, Neanderthals, and likely earlier hominins have been recovered in their thousands. The larger significance of these results, is that it proves the Aegean Basin was accessible during the Ice Age, and conceivably provided an alternative route for the spread of hominins into Europe from Asia.
ΠΗΓΗ: Tristan Carter, et.al «Earliest occupation of the Central Aegean (Naxos), Greece: Implications for hominin and Homo sapiens’ behavior and dispersals», Sci Adv. 2019 Oct; 5(10): eaax0997, doi: 10.1126/sciadv.aax0997, 16.10.2019. ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 17.10.2019.
[1] Επίσης, στο νησί ζούσε ο εξαφανισμένος νάνος ελέφαντας
Palaeoloxodon lomolinoi.
[2] Σκληρό, σκοτεινό και αδιαφανές πέτρωμα, που αποτελείται από πυρίτιο (πυριτόλιθος / χαλκηδόνιο) με άμορφη ή λεπτόκοκκη υφή.
[3] π.χ. Στάδιο θαλάσσιου ισοτόπου 8 (παρακάτω χάρτης).
Χάρτης των ελληνικών ακτών και θαλασσών 250.000 - 300.000 χρόνια πριν... |
1. Εισαγωγή
Στο
παρόν κείμενο συνοψίζονται οι αρχαιολογικές έρευνες που έχουν διεξαχθεί στη
Στελίδα κατά το διάστημα των τελευταίων 40 ετών. Την εποχή που γράφεται, μπορούμε
να υποστηρίξουμε με ασφάλεια όχι μόνον ότι αντιπροσωπεύει την αρχαιότερη θέση στη
Νάξο, αλλά και τα πρωιμότερα στοιχεία για ανθρώπινη δραστηριότητα στις Κυκλάδες
και την λεκάνη του κεντρικού Αιγαίου ευρύτερα. Κεντρικό άξονα αποτελεί το έργο που
διεξήγαγαν από κοινού οι συγγραφείς του κειμένου στο διάστημα των τελευταίων ετών
στο πλαίσιο του Αρχαιολογικού Προγράμματος
Στελίδας Νάξου. Ο χαρακτήρας αυτών των ερευνών είναι αναγκαία πολυσχιδής, με
τη συμμετοχή διεθνούς ομάδας επιστημόνων, από καθηγητές πανεπιστημίου, έως
υποψήφιους διδάκτορες και προπτυχιακούς φοιτητές. Η παρούσα προσπάθεια δε θα ήταν
δυνατή χωρίς τη συμβολή όλων αυτών των προσώπων, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται
απευθείας στο κείμενο.
2. Υπόβαθρο, ανακάλυψη και αρχικό έργο
Ο
λόφος της Στελίδας,με τη χαρακτηριστική διπλή κορυφή, βρίσκεται στην, τωρινή, βορειοδυτική
ακτή της Νάξου, το μικρό ακρωτήριο που σχηματίζει το νότιο όριο του κόλπου
του Αγίου Γεωργίου, περίπου 3 χλμ. από την πόλη της Νάξου. Η υψηλότερη νότια κορυφή
με υψόμετρο 151 μ., καταλαμβάνεται από σύγχρονες εγκαταστάσεις τηλεπικοινωνιών; σήμερα ο λόφος καλύπτεται κυρίως από χαμηλή βλάστηση και εγκαταλελειμένους αναβαθμούς
άγνωστης χρονολόγησης, όπου μέχρι τη δεκαετία του 1970 καλλιεργούνταν σιτηρά. Η
πρωταρχική σημασία της θέσης έγκειται στη γεωλογία της, καθώς ο λόφος αποτελείται
από πυριτόλιθο, πυριτιούχα πρώτη ύλη καλής ποιότητας, που χρησίμευε στις εποχές
πριν την ανακάλυψη της μεταλλουργίας, η οποία στην Ελλάδα συνέβη μόλις πριν
7000 χρόνια.[3] Μέχρι σχετικά πρόσφατα, οι περισσότεροι αρχαιολόγοι πίστευαν ότι η βασική πρώτη
ύλη για την παραγωγή λίθινων εργαλείων στο νότιο Αιγαίο ήταν ο μηλιακός οψιανός,[4] ενώ ο πυριτόλιθος παραδοσιακά συσχετιζόταν με τους προϊστορικούς πληθυσμούς
της βόρειας Ελλάδας, με πηγές στην Πίνδο.[5]
Ενώ
η γεωλογική σημασία της Στελίδας είχε αναγνωρισθεί προ πολλού,[6] η συναφής με αυτή αρχαιολογία ανακαλύφθηκε μόλις το 1981 από ομάδα της
Γαλλικής Σχολής Αθηνών κατά την έρευνα επιφανείας τους στη Νάξο.[7] Δυο χρόνια αργότερα, δημοσιεύθηκε σύντομη αναφορά για τα πρώτα αρχαιολογικά
ευρήματα στη Στελίδα από τον Michel Séfériadès,[8] ειδικό στις λιθοτεχνίες ο οποίος είχε εργασθεί στη θέση
Ντίκιλι Τας της Νεότερης Νεολιθικής στη Μακεδονία, και στο (Μινωικό) ανάκτορο
της Εποχής του Χαλκού των Μαλίων στην Κρήτη (και του οποίου η κόρη ζεί σήμερα στη
Νάξο). Αυτό το άρθρο του 1983 παρείχε μια σύντομη επισκόπηση του πυριτολίθου, της
ποικιλίας χρωμάτων, υφών και μηχανικών ιδιοτήτων, ενώ επισήμανε το γεγονός ότι
η Στελίδα ήταν κατάσπαρτη με τα κατάλοιπα της παραγωγής των λίθινων εργαλείων. Γινόταν
περιγραφή των τύπων των πυρήνων, των καταλοίπων της λάξευσης και των τελικών προϊόντων
που βρέθηκαν, ενώ αντιπροσωπευτικό δείγμα απεικονιζόταν σε τρεις σελίδες
σχεδίων. Αν και η περιγραφή του υλικού ήταν σχετικά σαφής, η χρονολόγησή του
αποδείχθηκε πολύ δυσκολότερη. Με επιφύλαξη προτάθηκε ότι τα λίθινα εργαλεία χρονολογούνται
στην Αρχαιότερη Νεολιθική ή την επιΠαλαιολιθική. Θα λέγαμε ότι αυτή η χρονολογική
αβεβαιότητα οφειλόταν σε δύο λόγους. Πρώτον, τα λίθινα τέχνεργα δεν είχαν καμμία
ομοιότητα με τις έως τότε γνωστές λιθοτεχνίες των Κυκλάδων· πράγματι, οι
λιθοτεχνίες της Νεότερης Νεολιθικής και της Εποχής του Χαλκού ήταν σχεδόν εξ
ολοκλήρου κατασκευασμένες από οψιανό, όχι πυριτόλιθο.[9] Δεύτερον, επικρατούσε ευρέως η άποψη ότι τα νησιά της Μεσογείου παρέμεναν
ακατοίκητα μέχρι την έλευση της γεωργίας κατά την Αρχαιότερη Νεολιθική, με τα μεγαλύτερη
νησιά- όπως η Κρήτη, η Κύπρος και η Σαρδηνία – να κατοικούνται πρώτα, και τα
μικρότερα- όπως οι Κυκλάδες- να μην κατοικούνται πριν τη Νεότερη Νεολιθική, ή
ακόμα και την Εποχή του Χαλκού.[10] Οι πρωιμότερες ενδείξεις για την αποίκηση των Κυκλάδων τη δεδομένη στιγμή, ήταν
η Νεότερη Νεολιθική περίοδος, γύρω στα 5.000 BC, όπως έγινε γνωστή
αρχικά με τη θέση Σάλιαγκος στην Αντίπαρο,[11] και έπειτα στη Γρόττα και στο σπήλαιο Ζα στη Νάξο.[12] Επομένως, ο ισχυρισμός του Séfériadès ότι υπήρχε ανθρώπινη παρουσία στη Νάξο κατά την Αρχαιότερη
Νεολιθική, ή και νωρίτερα, συνεπαγόταν την αμφισβήτηση των κυρίαρχων θεωρητικών
μοντέλων για την αποίκηση των νησιών.
Αν
και οι έρευνες της Γαλλικής ομάδας στη Στελίδα δε συνεχίσθηκαν, οι εξελίξεις αλλού
στις Κυκλάδες και τα νησιά του Αιγαίου ευρύτερα άρχισαν να μεταβάλλουν τις
απόψεις γύρω από τις απαρχές της κατοίκησης των νησιών. Βασικό ρόλο σε αυτή την
εξέλιξη διαδραμάτισε ο Αδαμάντιος Σάμψων, ο οποίος ως αρχαιολόγος της Αρχαιολογικής
Υπηρεσίας, και έπειτα ως Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αιγαίου, στη Ρόδο,
ανακάλυψε σειρά Μεσολιθικών θέσεων σε αυτό το χώρο. Η Μεσολιθική, περίπου κατά
το διάστημα 9.000 – 7.000 BC στη νότια Ελλάδα,[13] αντιπροσωπεύει το τελικό στάδιο των τροφοσυλλεκτικών κοινωνιών πριν την
εισαγωγή της γεωργίας από την ανατολή, και την έναρξη της Νεολιθικής.[14] Θέσεις της Μεσολιθικής υπήρχαν καλά ερευνημένες στην νότια ηπειρωτική χώρα,
ωστόσο δεν ήταν γνωστές στα νησιά, παρά το γεγονός ότι ορισμένοι κυνηγοί- τροφοσυλλέκτες
από την Πελοπόννησο και την Αττική ήταν γνωστό ότι έπλεαν εποχικά στις
Κυκλάδες, για να ψαρέψουν και να αποκτήσουν οψιανό από τη Μήλο.[15] Αυτή η κατάσταση άλλαξε με τις ανασκαφές και έρευνες επιφανείας του Σάμψων,
ταυτοποιώντας σειρά Μεσολιθικών θέσεων στο νησιωτικό Αιγαίο,[16] προεξάρχοντος του Μαρουλά στην Κύθνο, με τα κυκλικά λιθόχτιστα κτίσματα και
το νεκροταφείο, ανάγοντας τις απαρχές της κατοίκησης των Κυκλάδων στην 9η
χιλιετία BC.[17]
Αν
και η ύπαρξη μεσολιθικών οικισμών στις Κυκλάδες είναι πλέον εδραιωμένη, έχουν γίνει
και πιο αμφιλεγόμενες προτάσεις για σημαντικά πρωιμότερη δραστηριότητα κατά την
Παλαιολιθική στον ίδιο χώρο, δηλαδή κατά την Πλειστόκαινο (ήτοι Εποχή των
Παγετώνων), και η οποία θεωρητικά αφορούσε ανθρώπινους πληθυσμούς προ-sapiens όπως οι Neanderthal ή πρωιμότερους ανθρωπίδες. Οι πρώτοι ισχυρισμοί αφορούν στη Γαύδο και την Κρήτη,
όπου λίθινα εργαλεία τύπων θεωρούμενων της Κατώτερης και Μέσης Παλαιολιθικής
είχαν βρεθεί σε έρευνες επιφανείας, υλικό το οποίο συμβατικά θα χρονολογείτο
γύρω στα ≥250,000 – 45,000 χρόνια.[18] Καίριο σε αυτό το ζήτημα είναι το γεγονός ότι ακόμα και λαμβάνοντας υπόψιν τις
μεταβολές της θαλάσσιας στάθμης κατά την Πλειστόκαινο, η Κρήτη παρέμενε νησί κατά
τη διάρκεια της Παλαιολιθικής· ipso facto, έαν πράγματι
οι Neanderthal ή παλαιότερα μέλη του γένους Homo διαβιούσαν στην Κρήτη, θα μπορούσαν να έχουν φτάσει εκεί μόνο δια
θαλάσσσης. Η πιθανότητα ύπαρξης τόσο πρώιμων πληθυσμών στην Κρήτη προκάλεσε
έντονη αμφισβήτηση, διότι γενικώς θεωρείτο ότι ο σύγχρονος άνθρωπος - Homo sapiens – ήταν ο
πρώτος διανοητικά και γνωσιακά ικανός να κατασκευάζει πλωτά μέσα, με τη ναυπηγική
να αποτελεί δείκτη μοντέρνας συμπεριφοράς.[19] Επομένως, θεωρητικά, η εγκατοίκηση των νησιών- παγκοσμίως- θεωρείτο σχετικά
πρόσφατο στάδιο της ανθρώπινης ιστορίας, που περιοριζόταν στην ύστερη
Πλειστόκαινο και την Ολόκαινο.[20]
Πίσω
στη Στελίδα, η οικοδομική και τουριστική ανάπτυξη του λόφου και της παρακείμενης
ακτής κατά τη δεκαετία του 1980, οδήγησε στη διεξαγωγή σωστικών ανασκαφών από
την Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, αρχικά υπό τη διεύθυνση της Όλγας Φιλανιώτου,
τότε Διευθύντρια του Αρχαιολογικού Μουσείου Νάξου. Ακολούθησε περιορισμένης έκτασης
έρευνα επιφανείας από την Δρα Μουνδρέα Αγραφιώτη του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Η
κα Φιλανιώτου ήταν επίσης υπεύθυνη για την ανακήρυξη της περιοχής σε αρχαιολογική
ζώνη προστασίας το 2000, με την μετατροπή του υψηλότερου τμήματος του λόφου σε
ζώνη απολύτου προστασίας (Α) και τις υπώρειες σε ζώνη Β. Πρόσφατες σωστικές
ανασκαφές διεξήχθησαν από την τωρινή αρχαιολόγο υπεύθυνη για το νησί της Νάξου,
κα Ειρήνη Λεγάκη, η οποία με δυο σημαντικές δημοσιεύσεις όχι μόνο επιβεβαίωσε
την πρόταση του Σεφεριάδη για την Ανώτερη Παλαιολιθική, αλλά επίσης διατύπωσε
την πιθανότητα δραστηριότητας κατά τη Μέση Παλαιολιθική.[21]
3 Το Αρχαιολογικό Πρόγραμμα Στελίδας Νάξου
Το 2013 το
Αρχαιολογικό Πρόγραμμα Στελίδας Νάξου
ξεκίνησε με στόχο τη χαρτογράφηση και εξακρίβωση της αρχαιολογίας και γεωλογίας
της περιοχής.[22] Οι λόγοι για την έναρξη του προγράμματος ήταν δυο. Πρώτον, λόγω της αυξανόμενης
εύρεσης προ- Νεολιθικών θέσεων στο νησιωτικό Αιγαίο, συμπεριλαμβανομένου όχι μόνο
του Μεσολιθικού οικισμού του Μαρουλά, αλλά και μιας πιθανολογούμενης θέσης της Κατώτερης
Παλαιολιθική στη Μήλο, [23] έδειχνε η κατάλληλη στιγμή για να επανέλθουμε στη Στελίδα ως μια ακόμη
πιθανή, πρωιμότατη θέση. Δεύτερον, υπήρχε ανησυχία ότι η διαρκής ανάπτυξη της περιοχής
– σε ορισμένες περιπτώσεις παράνομη– κατέστρεφε σημαντικά αρχαιολογικά
στοιχεία, καθιστώντας αναγκαία μια ενδελεχή έρευνα αργά ή γρήγορα.
3.1 Έρευνα επιφανείας
Στόχος της έρευνας επιφανείας
ήταν η συστηματική περιδιάβαση των ανεκμετάλλευτων περιοχών του λόφου, της παρακείμενης
παράκτιας πεδιάδας και του ακρωτηρίου προς Νότο, η τεκμηρίωση της αρχαιολογικής
μαρτυρίας με τη χρήση μεθόδων ευρέως καθιερωμένων στην Ελλάδα για την εντατική
ανάλυση μεμονωμένων αρχαιολογικών θέσεων.[24] Τα καλοκαίρια των ετών 2013-14, σε συνολικό διάστημα 7 εβδομάδων, την έρευνα
επιφανείας ανέλαβε μικρή ομάδα, ερευνώντας έκταση 40 εκταρίων. Οι εργασίες ξεκίνησαν
με τη διάσχιση κατευθυντήριων ευθειών ανά διαστήματα 40μ. προς την κατεύθυνση των
τεσσάρων σημείων του ορίζοντα με σημείο εκκίνησης τη νότια κορυφή, με σημεία
καταγραφής ανά 10μ., και την συλλογή όλων των τεχνέργων εντός ακτίνας 1μ.. Τα αποτελέσματα
αυτών των αξόνων απέδωσαν μια άμεση και συστηματοποιημένη εντύπωση της διασποράς
και πυκνότητας των ευρημάτων σε όλη την θέση (Εικ. 3), ενώ ταυτόχρονα παρείχαν
ένα ενδεικτικό σύνολο προς μελέτη. Αυτά τα δεδομένα επίσης επέτρεψαν την εστίαση
σε ‘hot-spots’ πλούσια ευρημάτων – σε ορισμένα εκ
των οποίων επανήλθαμε έπειτα για να συλλέξουμε μεγαλύτερα σύνολα διαγνωστικών
λίθινων τεχνέργων με συνδυασμό στοχευμένων κανάβων επιφανείας, κυμαινόμενων
διαστάσεων από 1μ2 έως 70 × 80μ.
Το αποτέλεσμα της έρευνας επιφανείας ήταν μια συστηματική συλλογή περισσότερων
από 30.000 τεχνέργων. Με βάση τη σύγκριση των ευρημάτων επιφανείας μας και τεχνέργων
από καλά χρονολογημένες ανασκαφές στην Ελλάδα και τον ευρύτερο χώρο, υποστηρίξαμε
ότι η Στελίδα πράγματι δεχόταν επισκέψεις κατά τη Μεσολιθική, καθώς και την Ανώτερη
και Μέση Παλαιολιθική- όπως είχε ήδη υποστηρίξει η Λεγάκη- ενώ επίσης υποστηρίξαμε
ότι η θέση είχε και αρχαιότερη κληρονομιά που αναγόταν στην Κατώτερη Παλαιολιθική.[25] Θεωρητικά, αυτό σήμαινε ότι ο πυριτόλιθος τς Στελίδας εκμεταλλευόταν τουλάχιστον
από τα 250.000 – 7.000 χρόνια π.Χ., με τη θέση να δέχεται επισκέψεις από τους Homo sapiens κατά το τέλος της Πλειστόκαινου- πρώιμης Ολόκαινου– καθώς επίσης και Neanderthal και πρωιμότερα ανθρώπινα είδη κατά τη Μέση- Ανώτερη Πλειστόκαινο.
Με τη διαμάχη σχετικά με
την υποτιθέμενη ύπαρξη προ-sapiens στο Αιγαίο να μαίνεται,[26] συνειδητοποίησαμε μετά από δυο περιόδους ερευνών επιφανείας ότι απαιτούνταν
τεκμήρια πολύ καλύτερης ποιότητας για να στοιχειοθετήσουν τις προτάσεις μας.
Δεδομένης της πιθανολογούμενης
σπουδαιότητας των προ-Sapiens πληθυσμών στα νησιά του Αιγαίου, υποστηριζόταν ότι απαιτούνταν στιβαρά δεδομένα
που να στοιχειοθετούν αυτούς τους ισχυρισμούς, με τον ‘χρυσό κανόνα’ για τον προσδιορισμό
του χαρακτήρα μιας πρώιμης θέσης να συμπεριλαμβάνει τέχνεργα αναμφίβολα ανθρώπινης
προέλευσης ευρεθέντα σε αδιατάρακτες στρωματογραφικές συνάφειες και άμεσα
συσχετιζόμενες με σειρά απόλυτων ηλικιών.[27] Το 2015 μεταβήκαμε από την έρευνα επιφανείας στην ανασκαφή, με στόχο τον εντοπισμό
στρωματογραφημένων, χρονολογήσιμων επιχώσεων με πρώιμο προϊστορικό υλικό, νέο
έργο το οποίο αναλήφθηκε ως συνεργασία με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων υπό
τη συν-διεύθυνση των Κάρτερ και Αθανασούλη. Το υπόλοιπο αυτού του κεφαλαίου παραθέτει
μια σύνοψη των εργασιών τεσσάρων ετών στη Στελίδα, ήτοι των περιόδων 2015-18.
Η ανασκαφή ξεκίνησε στη δυτική
κλιτύ του λόφου, εργαζόμενοι αρχικά κοντά στα νότια εξάρματα του πυριτόλιθου (Εικ.
4) όπου οι γεωαρχαιολόγοι μας Παναγιώτης Καρκάνας και Daniel Contreras εκτίμησαν ότι μια ορατή προεξοχή του
βραχώδους υπεδάφους θα είχε λειτουργήσει ως φυσικός αναβαθμός, προστατεύοντας
επιχώσεις που πιθανώς περιείχαν πρώιμες προϊστορικές αρχαιότητες. Ανασκάφηκε ομάδα
μικρών τομών, μέγιστων διαστάσεων 2μ. × 2μ., με το σύνολο του χώματος να κοσκινίζεται
για τη συλλλογή ευρημάτων, συν τη συστηματική συλλογή δειγμάτων χώματος για
υγρό κοσκίνισμα, για τη συλλογή μικρο- τεχνέργων και φυτικών καταλοίπων. Κατά το
διάστημα των τεσσάρων περιόδων διανοίχθηκαν 37 τομές σε αμφότερες τις πλευρές,
την (τωρινή) παράκτια πεδιάδα, και μία στο υψηλότερο σημείο της δυτικής κλιτύος.
Εξ αυτών των τομών, οκτώ ανασκάφηκαν πλήρως μέχρι τον βράχο, δυο απομένουν να ολοκληρωθούν
ενώ οι υπόλοιπες εγκαταλείφθηκαν και καταχώθηκαν επειδή είτε επαναλάμβαναν μια
στρωματογραφική ακολουθία που αντιπροσωπευόταν σε άλλο σημείο καλύτερα, είτε
κατέστη αδύνατη η περαιτέρω εμβάθυνση εξαιτίας ογκόλιθων ή υδροφόρου ορίζοντα.
Το βάθος των αρχαιολογικών
επιχώσεων παρουσιάζει μεγάλες διακυμάνσεις ανά τη θέση, με πολλά σημεία στις
πλαγιές του λόφου να έχουν διαβρωθεί ολοσχερώς αποκαλύπτοντας το βραχώδες
υπέδαφος, ενώ υψηλότερα στα δυτικά, μια από τις αρχικές τομές του 2015
ανασκάπτεται ακόμα, ξεπερνώντας τα 4μ. βάθος. Το βάθος των ολοκληρωμένων τομών κυμαίνεται
από 0,30μ. – 3,50μ. Αυτή η διακύμανση του βάθους των επιχώσεων ανά τη θέση οφείλεται
στις διεργασίες διάβρωσης και απόθεσης που έλαβαν χώρα κατά την Πλειστόκαινο (Εποχή
των Παγετώνων) και Ολόκαινο. Οι κλιματικές διακυμάνσεις κατά την εποχή εκείνη θα
είχαν πιθανώς προκαλέσει διαστήματα ψυχρής σταθερότητας, και έπειτα διαστήματα σημαντικά
εντονότερης διάβρωσης από την βροχόπτωση και το λιώσιμο των πάγων τα οποία
διαδραματίζονταν κατά τη διάρκεια θερμότερων μεσοπαγετωδών περιόδων, και κατά
την έναρξη της Ολόκαινου. Οι στρωματογραφικές ακολουθίες στις τομές μας υποδεικνύουν
περιόδους έντονης διάβρωσης, με στρώματα ογκόλιθων που έχουν κατολισθήσει στις κλιτύες,
έπειτα στρώματα που υποδεικνύουν ηπιότερες περιόδους κατά τις οποίες ευνοείται
η διαγέννεση/ δημιουργία ιζημάτων; αυτοί οι κύκλοι συχνά επαναλαμβάνονται. Τα σημεία
όπου έχουμε ικανό βάθος αρχαιολογικών επιχώσεων είναι εκείνα όπου οι κλιτύες σχηματίζουν
φυσικές «παγίδες», όπως το προαναφερθέν έξαρμα του βραχώδους υπεδάφους· εδώ
βρίσκουμε συσσωρεύσεις επίχωσης οι οποίες έχουν πλαγιολισθήσει, μετατοπισθεί
από τη βαρύτητα, τη βροχή και τον άνεμο. Επίσης, αποθέσεις άμμου έχουν μετατοπισθεί
από την ακτή προς τη Στελίδα, κατά τη διάρκεια εκείνων των έντονα ψυχρών περιόδων
κατά τις οποίες η στάθμη της θάλασσας ήταν πολύ χαμηλότερη (με το νερό να έχει
παγιδευθεί στους παγετώνες), αποκαλύπτοντας τον πυθμένα της θάλασσας, η άμμος
εκ του οποίου μεταφέρθηκε από την ακτή μέσω των παγετωδών ανέμων. Πράγματι, κατάλοιπα
αμμοθίνων της Πλειστόκαινου εντοπίζονται ψηλά στις πλαγιές, θαμμένα κάτω από
μετανέστερες αποθέσεις κορημάτων.
Το έργο των συναδέλφων γεω-
αρχαιολόγων Παναγιώτη Καρκάνα και Justin Holcomb μας βοηθάει να κατανοήσουμε τόσο τον χαρακτήρα των αρχαιολογικών αποθέσεων,
την ανασύσταση του περιβάλλοντος κατά την Πλειστόκαινο, ενώ οι μελέτες τους
κατέστησαν επίσης σαφές ότι σχεδόν όλα όσα
έχουμε ανασκάψει βρίσκονται σε δευτερογενή απόθεση. Αυτό αποτελεί μια από τις βασικές
προκλήσεις της Στελίδας· ουσιαστικά όλα τα τέχνεργα που βρίσκουμε αρχικά είχαν
κατασκευαστεί, χρησιμοποιηθεί και απορριφθεί σε υψηλότερα σημεία του λόφου από το
σημείο εύρεσης. Με την πάροδο του χρόνου, αυτά τα αντικείμενα κατολίσθησαν από φυσικά
αίτια, αναμειγνυόμενα με πρωιμότερο υλικό καθώς μετακινούνταν, μέχρι που τελικά
εναποτέθηκαν σε σταθερό σημείο, στο οποίο εμείς τα ανασκάπτουμε. Ο δυναμικός χαρακτήρας
του τοπίου και του σχετικού αρχαιολογικού υλικού επιδρά με δυο σημαντικούς
τρόπους. Πρώτον, σχεδόν σπάνια γίνεται λόγος για δραστηριότητα κατά χώραν· ιδανικά θα ήμασταν σε θέση
να αναγνωρίσουμε πού και πώς οι πρώιμοι προϊστορικοί άνθρωποι έφτιαχναν τα
εργαλεία τους. Μέχρι στιγμής, υπάρχουν δύο σημεία όπου εντοπίσθηκαν αδιατάρακτες
εστίες της Ανώτερης Παλαιολιθικής, γεγονός το οποίο αισίως μας παρέχει πληροφορίες
όχι μόνο για το τί έκαναν οι πρώιμοι Homo sapiens στο χώρο σε
συγκεκριμένες χρονικές στιγμές, αλλά και ένα σύνολο περιβαλλοντικών δεδομένων που
μας πληροφορούν για τη βλάστηση και το κλίμα. Το δεύτερο πρόβλημα που ανακύπτει
από αυτές τις επιχώσεις αφορά στη χρονολόγηση της θέσης. Η βασική επιστημονική μέθοδος
που εφαρμόζεται στη Στελίδα για την απόλυτη χρονολόγηση της θέσης είναι η
χρονολόγηση φωταύγειας, σε συνεργασία με εγνωσμένο εργαστήριο στο Μπορντώ υπό
τη εποπτεία της Christelle Lahaye. Αυτή η μέθοδος περιλαμβάνει τον υπολογισμό του χρόνου κατά τον οποίο το χώμα
(το οποίο εμπεριέχει τα τέχνεργα) εκτέθηκε τελευταία φορά στο ηλιακό φως· σε
αδιατάρακτες θέσεις αυτό υποδεικνύει πότε κατασκευάστηκαν τα αντίστοιχα
εργαλεία. Ωστόσο, στη Στελίδα η ύστατη στιγμή κατά την οποία οι επιχώσεις εκτέθηκαν
στο ηλιακό φως δεν ήταν η στιγμή κατά την οποία έλαβε χώρα η αρχαιολογική δραστηριότητα,
αλλά συνήθως ένα αρκετά μεταγενέστερο χρονικό σημείο κατά το οποίο αυτές πλαγιολίσθησαν
και επαν-εναποτέθηκαν, ως εκ τούτου οι απόλυτες ηλικίες μας παρέχουν την ελάχιστη ηλικία των τεχνέργνων (terminus ante quem). Ένα ακόμα πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε στη Στελίδα είναι ότι το χώμα είναι
πολύ αλκαλικό, το οποίο σημαίνει ότι οργανικά ευρήματα- όπως οστά και φυτικά κατάλοιπα-
επιβιώνουν πολύ σπάνια· τέτοια υλικά μπορούν συχνά να χρησιμεύσουν στη
χρονολόγηση ραδιάνθρακα, αν και αυτή η μέθοδος εκτείνεται πίσω στο χρόνο
περίπου μέχρι τα 50.000 έτη, κι επομένως δεν μπορεί να εφαρμοσθεί σε πολλές από
τις πολύ αρχαιότερες αποθέσεις.
3.3 Αποτελέσματα
Έως
τώρα, η καλύτερα χρονολογημένη στρωματογραφική ακολουθία της Στελίδας προέρχεται
από την Τομή 1 (DG-A/001) σην ανώτερη
δυτική κλιτύ· μια τομή βάθους 3,8μ. που ανασκάφηκε σε τρεις περιόδους μέχρι το
βράχο. Αναγνωρίσθηκαν επτά λιθοστρωματογραφικές ενότητες (ΛΕ), από το σύγχρονο
έδαφος (ΛΕ1), το οποίο επικάθητο σε διαφορετικά επεισόδια κλαστικής διάβρωσης, μια
αιολική απόθεση άμμου (ΛΕ5), και πρωτογενές κλαστικό επεισόδιο (ΛΕ7). Η τομή απέδωσε
περίπου 12.000 τέχνεργα, εκ των οποίων, περισσότερα από 9.000 προέρχονταν από
κλειστά, χρονολογημένα Πλειστοκαινικά στρώματα, ως εκ τούτου εξασφαλίζοντας τα
δεδομένα υψηλής ποιότητας που απαιτούνταν. Ηλικίες φωταύγειας παρήχθησαν από τα
έξι κατώτερα στρώματα, με τις ηλικίες τους – στο σύνολό τους αντιπροσωπεύοντας εκτιμήσεις ελάχιστης ηλικίας– να
κυμαίνονται από τα 12.000 έως ±900 χρόνια BP (Πριν Από
Σήμερα) για τη ΛΕ2 , έως τα 198.400 ±1.450 BP για το βαθύτερο στρώμα.[28] Η τελευταία ηλικία καθιστά τη Στελίδα αναμφίβολα την αρχαιότερη θέση των Κυκλάδων,
και της λεκάνης του Κεντρικού Αιγαίου ευρύτερα· πριν την ανασκαφή της θέσης, τα
πρωιμότερα στοιχεία για προϊστορική δραστηριότητα στη Νάξο προέρχονταν από τη
Γρόττα και το σπήλαιο Ζα, θέσεις της Νεότερης Νεολιθικής που χρονολογούνται γύρω
στο 5.000 BC.[29]
Τέχνεργα από την Στελίδα Νάξου. |
Μεσολιθικά
τέχνεργα αντιπροσωπεύονται μόνο στο επιφανειακό στρώμα της Τομής 1, ωστόσο υπάρχουν
πολύ περισσότερα από την έρευνα επιφανείας και άλλες τομές. Αυτό το υλικό είναι
τυπικά μικρολιθικό, και περιλαμβάνει φολίδες πυριτόλιθου αποσπασμένες από
μικρούς πυρήνες με σχετικά απλό, και μη τυποποιημένο τρόπο, συν μικρότερες
ποσότητες από πιο κανονικές μικρολεπίδες. Πολλά από αυτά τα κομμάτια έπειτα μετατρέπονταν
σε μικροσκοπικά εργαλεία όπως οπείς, ξέστρα, εγκοπές και οδοντωτά (Εικ. 6), σύνεργα
τα οποία θα χρησίμευαν στο ψάρεμα, τη θήρα, προετοιμασία τροφής και βιοτεχνικές
δραστηριότητες όπως την κατεργασία δερμάτων για ρουχισμό. Καλά παράλληλα για αυτά
τα εργαλεία είναι γνωστά από καλά χρονολογημένες ανασκαφές όπως ο Μαρουλάς στη
Κύθνο και το σπήλαιο Φράγχθι στην Αργολίδα.[30]
Τέχνεργα
της Ανώτερης Παλαιολιθικής είναι πολύ κοινά στη Στελίδα (Εικ. 7), όχι μόνο στην
Τομή 1, με τα χαρακτηριστικά όχι μόνον των πυρήνων αλλά και των τελικών
προϊόντων να υποδεικνύουν την ύπαρξη τουλάχιστον δυο φάσεων δραστηριότητας. Το αρχαιότερο υλικό αντιπροσωπεύεται από τροπιδωτά τερματικά ξέστρα/ πυρήνες μικρολεπίδων των οποίων τα προϊόντα έχουν χαρακτηριστικό συστραμένο προφίλ. Υλικό αυτού του
είδους είναι χαρακτηριστικό της πρώιμης Ανώτερης Παλαιολιθικής/ Πρώιμης
Ωρινιάκιας φάσης στις θέσεις Φράγχθι και Κλεισούρα 1 στην Αργολική πεδιάδα,
όπου χρονολογούνται γύρω στα 39.000 –36.000 BP, and 35/37.000 –
31/33.000 BP αντίστοιχα[31]. Ένα δεύτερο
στοιχείο αποτελείται από μικρολεπίδες (συν μερικές λεπίδες) των οποίων τα
επεξεργασμένα τμήματα περιλαμβάνουν ξέστρα, εγκοπές και γλυφίδες. Αυτές οι παραδόσεις λάξευσης και οι τύποι των εργαλείων
συσχετίζονται με την Επιγκραβέτια φάση (Ύστερη Πλειστόκαινος) της Ανώτερης
Παλαιολιθικής, όπως τεκμηριώθηκε στο Σπήλαιο 1 της Κλεισούρας, τα Βαλκάνια και
τη Μεσογειακή Ανατολία γενικότερα, όπου χρονολογούνται στο διάστημα 20.000-10.000
BP.[32]
Η
Τομή 1 επίσης απέδωσε ποσότητες υλικού διαγνωστικού της Μέσης Παλαιολιθικής (Εικ.
8), ιδίως τεχνολογίες Λεβαλουά και δισκοειδών πυρήνων, που περιλαμβάνουν μια
Μουστέρια αιχμή. Τέτοιες λιθοτεχνίες είναι πολύ καλά γνωστές σε σπήλαια της νότιας
ηπειρωτικής Ελλάδας, όπου – αξιοσημείωτα – ενίοτε συνευρίσκονται με κατάλοιπα
από Neanderthal.[33] Συνεπώς η Στελίδα παρέχει τις πρώτες έμμεσες μαρτυρίες για δραστηριότητα Neanderthal στις Κυκλάδες. Τυπολογικά πρωιμότερα είναι προϊόντα
των παραδόσεων βασισμένων σε φολίδες της μη Αχελλαίας Μέσης- Κατώτερης
Παλαιολιθικής της Ανατολικής Μεσογείου, που περιλαμβάνουν οδοντωτά (ένα συγκλίνον,
μια ‘Ταγυάκια αιχμή’), ξέστρα, σύνθετα εργαλεία, οπείς και γλυφίδες. Ευρέως
συγκρίσιμο υλικό είναι γνωστό από τα Ροδαφνίδια στη Λέσβο, και το Σπήλαιο Yarimburgaz στη ΒΔ Τουρκία.[34] Το πρωιμότερο υλικό της Τομής 1, και της Στελίδας συνολικά, μπορεί
τυπολογικά να συσχετισθεί με την Κατώτερη Παλαιολιθική, με αμφίπλευρα και μπαλτάδες
να αποτελούν τα πιο διαγνωστικά.
Συνοψίζοντας,
οι εργασίες στη Στελίδα κατά το διάστημα 2013-2018 κατέδειξαν ότι η πηγή πυριτολίθου
εκμεταλλευόταν από την Κατώτερη Παλαιολιθική μέχρι τη Μεσολιθική. Αν και προς το
παρόν δεν είναι σίγουρο, θεωρούμε ότι οι επισκέψεις των κυνηγών- τροφοσυλλεκτών
στη θέση ήταν μάλλον διαλείπουσες, περιοριζόμενες στις ψυχρές περιόδους της
Πλειστόκαινου κατά τις οποίες η πολύ χαμηλότερη στάθμη της θάλασσας αποκάλυπτε
χερσαία περάσματα προς τις ‘Κυκλάδες’ από την ηπειρωτική Ελλάδα και την
Ανατολία.[35] Η επιφύλαξή μας αναφορικά με την πρόταση για τη ναυσιπλοΐα προ-sapiens οφείλεται στο γεγονός ότι καθώς οι χρονολογήσεις
μας -έως τώρα- αποτελούν terminus ante quem, δεν
μπορούμε να συσχετίσουμε τη δραστηριότητα στη θέση με τις ανασυστάσεις της
θαλάσσιας στάθμης κατά την Πλειστόκαινο. Μόνον οι κυνηγοί- τροφοσυλλέκτες της Ανώτερης
Παλαιολιθικής και Μεσολιθικής θεωρούμε ότι έφταναν στη Στελίδα δια θαλάσσης, αν
και ακόμη και κατά αυτές τις τελευταίες, οι αποστάσεις στην ανοιχτή θάλασσα θα ήταν
αρκετά μικρότερες από σήμερα, με τη Νάξο να σχηματίζει τμήμα ενός μεγαλύτερου
νησιωτικού όγκου, την επονομαζόμενη ‘Κυκλαδία’ που συμπεριλάμβανε την Ίο προς
νότον, την Πάρο προς δυσμάς, τη Δονούσα προς ανατολάς και την Άνδρο προς βοράν.[36]
Αναμφίβολα
μια από τις πιο σημαντικές συμβολές της έρευνάς μας, όπως αντιπροσωπεύεται
συγκεκριμένα στην καλά χρονολογημένη Τομή 1, είναι η ανάδειξη της σημασίας της
Αιγαιακής λεκάνης στη μελέτη των πρώιμων ανθρώπινων ειδών. Μέχρι πρότινος, αυτή
η περιοχή ουσιαστικά παραβλεπόταν στις συζητήσεις που αφορούσαν στη διάχυση των
ανθρωποειδών στην Ευρώπη από την Ασία.[37] Η επικρατούσα άποψη ήταν ότι το Αιγαίο αποτελούσε έναν αδιαπέραστο φραγμό για
τους προ-sapiens πληθυσμούς, γεγονός που σήμαινε ότι η μόνη πιθανή είσοδος προς την Ευρώπη
ήταν ο χερσαίος διάδρομος της Προποντίδας. Παρότι οι έρευνες των Ελλήνων παλαιογεωγράφων
έδειξαν ότι κατά τη διάρκεια συγκεκριμένων ψυχρών περιόδων της Πλειστόκαινου ήταν
δυνατή η από ξηράς διάβαση της Αιγαιακής λεκάνης σε εκτεθειμένα χερσαία
περάσματα,[38] αυτές οι διαδρομές παρέμεναν απλές υποθέσεις έως ότου το έργο στη Στελίδα
έδειξε ότι πράγματι υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις για δραστηριότητα πρώιμων προ-sapiens ανθρώπινων
ειδών σε αυτή την περιοχή. Βρισκόμαστε σε μια στιγμή κατά την οποία τα νησιά του
Αιγαίου παρέχουν μια συναρπαστική ευκαιρία στη μελέτη των ανθρώπινων ειδών,[39] με την περιοχή να μην αντιμετωπίζεται πλέον ως φραγμός, αλλά δυνητικά ως
δίοδος στην πρωιμότατη ιστορία μας.
4. Μελλοντικές κατευθύνσεις
Οι εργασίες στη Στελίδα συνεχίζονται, τόσο στο
μέτωπο της ανασκαφής, όσο και με σειρά ειδικευμένων μελετών στις λιθοτεχνίες (Danica Mihailović), την παλαιοβοτανική
(Charlotte Diffey), το λειασμένο
λίθο (Andja Petrović), ενώ μια υποψήφια
διδάκτωρ θα αφιερωθεί στην χρονολόγηση φωταύγειας (Ninon Taffin). Οι γεω-αρχαιολογικές
έρευνες των πρώτων υλών αποτελούν σημαντικό τμήμα του προγράμματος. Το πρώτο στάδιο
της χαρτογράφησης των εξαρμάτων του πυριτόλιθου έχει ολοκληρωθεί, ενώ δείγματα αναλύθηκαν
χημικά, με απώτερο στόχο των εντοπισμό τεχνέργων κατασκευασμένων από πρώτες ύλες
της Στελίδας σε άλλες θέσεις. Αυτό τό έργο ξεκίνησε από τον Νίκο Σκαρπέλη του Εθνικού
Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών,[40] ενώ πιο πρόσφατα η Δώρα Μούτσιου του Πανεπιστημίου Κύπρου επικεντρώθηκε
στην λεπτομερή διάκριση ανάμεσα στους πυριτολίθους της Στελίδας ώστε να αναγνωρισθούν
μεταβολές στις επιλογές των πρώτων υλών διαχρονικά, μέθοδος για παράδειγμα
αντιπαραβολής της συμπεριφοράς των Neanderthals και Homo sapiens. Με την περιορισμένη
ποσότητα οργανικών υλικών που επιβίωσαν, εφαρμόζουμε την τεχνολογία αιχμής για
την απόσταση αρχαίου DNA από το χώμα ως ένα τρόπο να ανακαλύψουμε τα
είδη χλωρίδας και πανίδας που υπήρχαν κατά την Πλειστόκαινο. Τέλος, αφιερώσαμε επίσης
χρόνο στη διάχυση και επικοινωνία με το ευρύ κοινό, με διαλέξεις υπό την αιγίδα
του ΝΟΠΠΠΠΠΑ, και με τη διοργάνωση έκθεσης στη Χώρα Νάξου το 2018, το περιεχόμενο
της οποίας αποτελεί το υπόβαθρο της δίγλωσσης ιστοσελίδας μας (www.stelida.org).
Εν κατακλείδι, το έργο μας
στην πηγή πυριτολίθου στη Στελίδα επιβεβαίωσε την πεποίθηση του Séfériadès ότι επρόκειτο για προ- νεολιθική θέση, και την πρόταση
της Λεγάκη ειδικά σχετικά με το υλικό της Ανώτερης και Μέσης Παλαιολιθικής. Επιπλέον,
έχουμε τώρα στη διάθεσή μας στοιχεία για ακόμα πρωιμότερη δραστηριότητα στη
θέση, και μπορούμε να υποστηρίξουμε με βεβαιότητα ότι η Στελίδα εκμεταλλευόταν
από τον σύγχρονο άνθρωπο καθώς και πληθυσμούς προ-sapiens από την Κατώτερη Παλαιολιθική μέχρι τη
Μεσολιθική περίοδο, με τις χρονολογήσεις μας να παρέχουν χρονολόγηση κατ’
ελάχιστον 200.000 ετών. Η θέση φαίνεται έπειτα ότι ξεχάστηκε, ή αγνοήθηκε συστηματικά
από τους κατοίκους της Νάξου κατά τη Νεολιθική και την Εποχή του Χαλκού, και
τις Κυκλάδες ευρύτερα, με την παράδοσή τους να επικεντρώνεται στη χρήση του
μηλιακού οψιανού για την κατασκευή λίθινων εργαλείων. Πράγματι, στο σπήλαιο Ζα,
98% των λίθινων εργαλείων είναι κατασκευασμένα από οψιανό,[41] με μόνο εννέα αντικείμενα από πυριτόλιθο πιθανώς από τη Στελίδα, παρά το
γεγονός ότι αυτή η πηγή πρώτης ύλης βρισκόταν σημαντικά πιο κοντά από τη Μήλο. Σήμερα
οι κλιτύες του λόφου και η γύρω περιοχή συνεχίζουν να αναπτύσσονται τουριστικά·
η συνέχιση των ερευνών στη Στελίδα είναι κρίσιμη, όπως και η ανάδειξη της θέσης
ως κομμάτι της ναξιακής πολιτισμικής κληρονομιάς όσο και η Πορτάρα.
Ευχαριστίες
Το Αρχαιολογικό
Πρόγραμμα Στελίδας Νάξου έγινε πραγματικότητα χάρη στην αδειοδότηση του Ελληνικού
Υπουργείου Πολιτισμού υπό την αιγίδα της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων (εκπροσωπούμενο
από την κα Ει. Λεγάκη), και την υποστήριξη του Καναδικού Ινστιτούτου στην Ελλάδα
και της οικείας Επιτροπής Εργασιών Πεδίου (Καθ. D. Rupp, Drs. B. Burke και J. Tomlinson), ενώ οι γεωλογικές
μελέτες αναλήφθηκαν με την άδεια του Ινστιτούτου Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών
(Δρ Ν. Καρράς). Το έργο μας δέχθηκε χρηματοδότηση από κονδύλια του Social Sciences and Humanities Research Council – Insight Grant (no.
435-2015-1809), του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Αμερικής – Cotsen Excavation Grant, Ινστιτούτου
Αιγαιακής Προϊστορίας, κονδύλι του National Geographic Society – Waitt Grant (no. W342-14), και McMaster
University’s Arts’ Research Board, καθώς επίσης από τους Jessica Amelar, John
Burkey, Michael Ford, και Kate Pfaff. Ευχαριστούμε επίσης τους
συναδέλφους μας ειδικούς: D.A. Contreras, J. Holcomb, Π. Καρκάνα, D.D. Mihailović, Θ. Μούτσιου, Y. Pitt, Ν. Σκαρπέλη, καθώς και το φυλακτικό προσωπικό του Αρχαιολογικού Μουσείου
Νάξου, κκ Μανώλη Μαργαρίτη (Δήμαρχο Νάξου κατά το διάστημα 2013-18), Γιάννη
Τσολάκη, Ιάκωβο Ναυπλιώτη - Σαραντηνό, την Δρα Β. Μαστρογιαννοπούλου (διαχειρίστρια
του Προγράμματος), Tom Brogan, Eleanor Huffman, Deanna Aubert, και τα
ακούραστα μέλη της ομάδας μας από την Ελλάδα, τον Καναδά, Γαλλία, Γερμανία, Σερβία,
Ισπανία, Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Τμήμα Ανθρωπολογίας, Πανεπιστήμιο
Μακ Μάστερ, Καναδάς.
[2] Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων,
Υπουργείο Πολιτισμού.
[3] Zachos, K., ‘The Neolithic background’, P.M. Day &
R.C.P. Doonan (eds.), Metallurgy in the
Early Bronze Age Aegean. Sheffield Studies in Aegean Archaeology, Sheffield
(2007), σ. 168-206.
[4] Torrence, R., Production
and Exchange of Stone Tools. Cambridge University Press, Cambridge 1986.
[5]
Biagi, P., Nisbet, R., Michniak, R. & Efstratiou, N., ‘The Chert outcrops
of the Pindus Range of Western Macedonia (Greece) and their Middle Palaeolithic
Exploitation’, The Quarry 11 (2011), σ. 3-16; Karimali, E., ‘Lithic technologies and use’, E. Blake
& A.B. Knapp (eds.), The Archaeology
of Mediterranean Prehistory. Blackwell, Oxford
2005, σ.180-214 [187].
[6]
Roesler, G., Stratigraphie und
Geologischer bau der Halbinsel Stelida. MSc thesis, Technische Universität Clausthal-Zellerfeld,
1969.
[7] Treuil, R., ‘Prospection archéologique à Naxos en 1981’,
G. Rougement (ed.), Les Cyclades:
Matériaux Pour une Étude de Géographie Historique. CNRS, Lyon
(1983), σ. 59-66.
[8] Séfériadès,
M., ‘Un centre industriel préhistorique dans les Cyclades: Les ateliers de
débitage du silex à Stélida (Naxos)’, Rougement, G. (Ed.), Les Cyclades:
Matériaux Pour une Étude de Géographie Historique. CNRS,
Lyon 1983, σ. 67-73.
[9]
Cherry, J. F. and Torrence, R., ‘The typology and chronology of chipped stone
assemblages in the prehistoric Cyclades’, J.A. MacGillivray and R.L.N. Barber
(eds.), The Prehistoric Cyclades, Edinburgh
1984, σ. 12-25.
[10]
Cherry, J.F., ‘Pattern and process in the earliest colonisation of the
Mediterranean islands’, Proceedings of
the Prehistoric Society 47 (1981), σ. 41-68.
[11]
Evans, J.D. and Renfrew, C. (1968), Excavations
at Saliagos near Antiparos. British School at Athens, Supplementary Volume
5, London.
[12]
Hadjianastasiou, O., ‘A Late Neolithic settlement at Grotta, Naxos’, E. French
and K. Wardle (eds.), Problems in Greek
Prehistory. Bristol Classical Press, Bristol 1988, σ.11-20; Zachos, K., ‘The Neolithic
period in Naxos’, L. Marangou (ed.), Cycladic
Culture: Naxos in the 3rd Millennium B.C. Nicholas P. Goulandris Foundation
- Museum of Cycladic Art, Athens 1990, σ.
29-38.
[13]
Kaczanowksa, M., and Kozlowski, J.K., ‘The Aegean Mesolithic: material culture,
chronology and networks of contact’, Eurasian
Prehistory 11(1-2) (2014), σ. 31-61.
[14] Sampson, A., ‘The Aegean Mesolithic: material culture,
chronology and networks of contact’, Eurasian
Prehistory 11: 1-2 (2014), σ. 31-61.
[15] Carter, T., ‘Obsidian consumption in the Late
Pleistocene - Early Holocene Aegean: Contextualising new data from Mesolithic
Crete’, Annual of the British School at
Athens 111 (2016), σ. 1-22.
[16] Σάμψων, A., Μεσολιθική Ελλάδα. Ίων, Αθήνα 2010.
[17]
Sampson, A., Kaczanowksa, M., Kozlowski, J.K., The Prehistory of the Island of Kythnos (Cyclades, Greece) and the
Mesolithic Settlement at Maroulas. The Polish Academy of Arts and Sciences
/ The University of the Aegean, Kraków 2010.
[18] Kopaka, K. and Matzanas, C., ‘Palaeolithic industries from the island of Gavdos, near neighbour to Crete in Greece’, Antiquity
83: 321 (2009); Strasser, T, Panagopoulou E, Runnels C, et al.,
‘Stone Age seafaring in the Mediterranean: evidence from the Plakias region for
Lower Palaeolithic and Mesolithic habitation of Crete’, Hesperia 79 (2010), σ. 145–190.
[19] Leppard, T.,
‘Modelling the impacts of Mediterranean island colonization by Archaic
Hominins: The likelihood of an insular Lower Palaeolithic’, Journal of Mediterranean Archaeology
27.2 (2014), σ. 231-253.
[20]
Gamble, C., Timewalkers: The Prehistory
of Global Colonization. Sutton Publishing, Stroud 1993.
[21] Λεγάκη, Ε. , ‘Η αρχαιολογική έρευνα για την Προ-νεολιθική, Νεολιθική και Πρωτοκυκλαδική Νάξο ως προνομιακός μοχλός ανάπτυξης’, Ναξιακά Γράμματα 1:2 (2012) σ. 6-17; Λεγάκη, Ε., ‘Στελίδα: Μία θέση—κλειδί για απαρχές της ανθρώπινης παρουσίας στη Νάξο και το Αιγαίο εν γένει’, Ναξιακά Γράμματα 3 (2014), σ.7–15.
[22] Carter, T., Contreras, D.A., Doyle, S., Mihailović, D.D., Moutsiou, T. and Skarpelis, N., ‘The Stélida Naxos Archaeological Project: New data on the Mesolithic and Middle Palaeolithic Cyclades’, Antiquity Project Gallery 88 (2014), σ. 341
[23] Chelidonio, G., ‘Manufatti litici su ciottolo da Milos
(isole Cicladi) (note preliminaire)’, Pegaso
1 (2001), σ. 116-144.
[24]
Cavanagh, W.G., Mee, C., and James, P., The
Laconia Rural Sites Project. British School at Athens, Supplementary Volume
36 (2005.), London; Whitelaw, T.M., ‘Investigations at the Neolithic sites of
Kephala and Paoura’, J.F. Cherry, J.L. Davis & E. Mantzourani (eds.), Landscape Archaeology as Long-Term History:
Northern Keos in the Cycladic Islands. Monumenta Archaeologica Volume 16,
Los Angeles 1991, σ. 199-216.
[25]
Carter, T., Contreras, D.A., Doyle, S., Mihailović, D.D., and Skarpelis, N.,
‘Early Holocene interaction in the Aegean Islands: Mesolithic chert
exploitation at Stélida (Naxos, Greece) in context’, in M. Ghilardi (ed.), Géoarchéologie des Îles de Méditerranée.
CNRS éditions, Paris 2016, σ. 275-286; Carter, T., Contreras, D.A., Holcomb, J.
Mihailović, D.D., Skarpelis, N., Campeau, K., Moutsiou, T., & Athanasoulis,
D., ‘The Stélida Naxos Archaeological
Project: New studies of an early prehistoric chert quarry in the Cyclades’,
in D.W. Rupp and J. Tomlinson (eds.), From
Maple to Olive: Proceedings of a Colloquium to Celebrate the 40th Anniversary of
the Canadian Institute in Greece, 10-11 June 2016. Publications of the
Canadian Institute in Greece, 10, Athens 2017, σ. 75-103.
[26] Leppard,
T.P., and Runnels, C., ‘Maritime hominin dispersals in the Pleistocene:
advancing the debate’, Antiquity 91
(2017), σ. 510-519.
[27]
Cherry, J.F., ‘Paleolithic Sardinians?. Sardinia in the Mediterranean, a
footprint in the sea’, in R.H. Tykot and T.K. Andrews (eds.), Studies in Sardinian Archaeology.
Monographs in Mediterranean Archaeology 3, Sheffield University Press,
Sheffield 1992, σ. 28-39 [p. 36]; Simmons, A.H., Stone Age Sailors. Palaeolithic Seafaring in the Mediterranean.
Left Coast Press, Walnut Creek 2014 [p. 97].
[28] Carter, T., Contreras, D.A., Holcomb, J., Mihailović, D.D., Karkanas, P., Guérin, G., Taffin, N. Athanasoulis, D., and Lahaye, C. ‘Earliest occupation of the Central Aegean (Naxos), Greece: Implications for hominin and Homo sapiens’ behaviour and dispersals’, Science Advances eaax0097 (2019).
[29] Zachos βλ. υποσημ. 10.
[30] Sampson βλ. υποσημ. 15; Perlès, C., Les Industries Lithiques Taillées de Franchthi (Argolide, Grèce) II. Les
Industries du Mésolithique et du Néolithique Initial. Indiana University Press, Bloomington and
Indianapolis 1990.
[31] Douka, K., Perlès, C., Valladas, H., Vanhaeren, M. and Hedges,
R.E.M., ‘Franchthi Cave revisited: the age of the Aurignacian in south-eastern
Europe’, Antiquity 85 (2011), σ. 1131-1150; Kuhn, S.L., Pigati, J., Karkanas, P., Koumouzelis, M.,
Kozłowski, J., Ntinou, M., and Stiner, M.C., ‘Radiocarbon dating results for
the Early Upper Palaeolithic of Klissoura Cave 1’, Eurasian Prehistory 7 (2010), σ. 37-46.
[32] Kozlowski, J.K., ‘Paléolithique supérieur et
Mésolithique en Méditerranée: Cadre culturel’, L’Anthropologie 109 (2005), σ. 520-540.
[33] Darlas, G., ‘Le Moustérien de Grèce a` la lumière des
récentes recherches’, L’Anthropologie
111 (2007), σ. 346-366; Tourloukis, V. and Harvati, K., ‘The Palaeolithic
record of Greece: A synthesis of the evidence and a research agenda for the
future’, Quaternary International 466 (2018), σ. 48–65.
[34]
Galanidou, N. Athanassas, N.C., Cole, J. Iliopoulos, G. Katerinopoulos, A.
Magganas, A. and McNabb, J., ‘The Acheulian site at Rodafnidia, Lisvori, on
Lesbos, Greece: 2010–2012’, in K. Harvati and M. Roksandic (eds.),
Paleoanthropology of the Balkans and Anatolia. Springer, New York 2016, σ. 119–138;
Kuhn, S.L., Arsebük, G., and Howell, F.C., ‘The Middle Pleistocene lithic
assemblage from Yarimburgaz cave, Turkey’, Paléorient
22 (1996), σ. 31-49.
[35]
Lykousis, V., ‘Sea-level changes and shelf break prograding sequences during
the last 400 ka in the Aegean margins: Subsidence rates and palaeogeographic
implications’, Continental Shelf Research
29 (2009), σ. 2037-2044.
[36]
Lambeck, K., ‘Sea-level change and shore-line evolution in Aegean Greece since
Upper Palaeolithic time’, Antiquity
70 (1996), σ. 588–611.
[37] Tourloukis and Harvati, βλ. υποσημ. 31.
[38] Lykousis
βλ. υποσημ. 33.
[39] Holcomb,
J.A., Runnels, C., and Wegmann, K. W., ‘Deposit-centered archaeological survey and the search for the Aegean Palaeolithic: A geoarchaeological perspective’, Quaternary International (2020).
[40]
Skarpelis, N., Carter, T., Contreras, D.A., & Mihailović, D.D.,
‘Petrography and geochemistry of the siliceous rocks at Stélida, a chert source
and early prehistoric stone tool manufacturing site on northwest Naxos,
Greece’, Journal of Archaeological
Science: Reports 12 (2017), σ. 819-833.
[41] Zachos,
K., ‘Zas Cave on Naxos and the role of caves in the Aegean Late Neolithic’, in
P. Halstead (ed.), Neolithic Society in
Greece. Sheffield: Sheffield Studies in Aegean Archaeology 1999, σ. 153- 163 [158].
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook