Έρευνα και καθαρογραφή του Σπύρου Χ. Μπογδάνου,
O Λύχνος Γιώργης ήταν ο πρωτότοκος γιος του Θόδωρου Λύχνου (Κόκου) και της Αθηνάς, το γένος Χαραλ. Μπογδάνου (Κουλούλου). Γεννήθηκε στην Κέρκυρα την 1η Αυγούστου 1890, όπου έμεναν οι γονείς του, γιατί ο πατέρας του είχε φούρνο και ήταν ευκατάστατος. Εκεί ξεκίνησε το σχολείο, όπως και τα αδέλφια του (είχε άλλα 5), πλην της Αφροδίτης που γεννήθηκε στους Παξούς το 1906.
![]() |
Ο Γιώργης Λύχνος. |
«Εν Φλωρίνη τη 17.11.912
Αγαπημένοι μου
Γονείς
Καθώς από τας Αθήνας και από την
Θεσσαλονίκην Σας έγραψα(,) είμαι νοσοκόμος. Απόψε έχων υπηρεσίαν έως ταις
δώδεκα από τα μεσάνυκτα – σας γράφω – για να μάθετε πως τα πέρασα από
Θεσσαλονίκης έως εδώ και πως τα περνώ τώρα ως νοσοκόμος.
Αφού εκόντεψε
να γίνω θαλασσινός, διότι 40 ώρες που ταξίδευα από τον Πειραιά και έτσι τρεις
ημέρας έως Θεσσαλονίκην εκοιμόμουνα μέσα στο αμπάρι του βαποριού μαζί (αυτή τη
στιγμή με σήκωσε ένας άρρωστος βαρειά ο οποίος κλωτσάει και φωνάζει έχει ψηλίθρα
και πνευμονία) λοιπόν που κοιμόμουνα μαζί με τον Κόκο(,) τον Λάμπη της Παπαδιάς[1] και
τον Τάση το γυιο του Τσίμπλη(,) που ήτο στο φανάρι της Παναγίας και είχαμε την
μυρωδιά της πίσσας και της βρώμας του βαποριού κι αφού είδα τα κυριώτερα μέρη
της Θεσσαλονίκης(,) διότι δεν μας άφηναν να πάμε στα απόκεντρα διότι κρύβονται
εκεί ακόμη τούρκοι φανατικοί(,) οι οποίοι πετσοκόβουν στρατιώτας όταν
ξεμοναχιάσουν πουθενά. Εμπήκαμε 40 νοσοκόμοι με τους αξιωματικούς μας εις τον
σιδηρόδρομο και έπειτα από 30 ωρών ταξείδι (πάλιν με σήκωσε άλλος άρρωστος με
την ίδιαν αρρώστεια τον οποίον έχομε αποφασίσει και του οποίου τα χέρια και τα
πόδια είναι από τα χτες κρύα και φοβάμαι μήπως μου πεθάνει στα χέρια μου(,)
γιατί δεν έχω δη άλλη φορά) λοιπόν μετά από ένα τέτοιο σιδηροδρομικό ταξείδι εφθάσαμε
εδώ στη Φλώρινα και εκάμαμε το Νοσοκομείο.
Το τι είδαμε
κατά το ταξείδι από Θεσσαλονίκη έως εδώ δεν περιγράφεται. Εδιάβηκα ωραία μέρη
και μαγευτικά(,) γιομάτα αμπέλια και χωράφια όλο κάμπος με νερά άφθονα και να
σας ειπώ την αλήθειαν με κατελάμβανε συγκίνησις(,) να βλέπω τόσα πολλά ωραία
μέρη(,) τα οποία κατελάβαμε εις διάστημα 20 ημερών και αυτή ήτο η καλή όψις του
ταξειδιού. Η κακή του, που πολλές φορές με έπιανε φρίκη, ήτο το να βλέπεις εδώ
άλογα ψόφια και τούρκους άλλους σκοτωμένους και άλλους πεθαμένους από το κρύο.
Εδώ είδαμε τουρκόπουλα πεθαμένα μαζί με Γαϊδάρους και βόδια ψόφια, φαίνεται πως
τα παιδιά αυτά έφευγαν με τους γονείς των από εκεί που πήγαινεν ο στρατός μας
και τα μεν βόδια ψοφούσαν από τον κόπον να σέρνουν άμαξες απάνω στας οποίας ήτο
όλον το σπιτικό της οικογενείας, τα δε παιδιά απέθεναν από το κρύο. Είδα παιδιά
και λεβέντες σφαγμένους από τους τούρκους. Μπουλούκια δε από Τούρκους που εγύριζαν
στα χωριά των, οι οποίοι έβαναν το κεφάλι κάτω και μας χαιρετούσαν από φόβο
μήπως τους πειράξωμε. Γιομάτοι ήσαν οι δρόμοι από τούρκικα κανόνια που τ΄
άφησαν όταν έφυγαν και σε όσα μέρη έγινεν μάχη. Εφαίνοντο ακόμη τα πατήματα των
στρατιωτών των αλόγων στα χόρτα από τους συνοδούς του στρατού και οι γραμμές
που άφηναν τα κανόνια απάνω στες λάσπες. Σε κάθε σταθμό που κάναμε(,)
στρατιώται δικοί μας εγέμιζαν το σιδηρόδρομο να τους δώσουμε εφημερίδες και να
τους πούμε νέα. Σε ένα σταθμό που εφθάσαμε νύκτα είδαμε τον Π(;) Ανεμογιάννη
του Μπουλούκου και τον γιο του Τσιρόγιαννου και μας είπαν για το Θόδωρο[2] (Μακρή)
πως είναι καλά και μια μέρα πριν είχε φύγει με τον άλλο στρατό, ενώ ένας λόχος
εις τον οποίο έτυχε να είναι αυτοί οι δύο έμειναν εις εκείνη την τοποθεσία που
λέγεται Σορόβιτο μια φρουρά. Μας είπαν πως περνάνε ωραία και πως άμα τα
τούρκικα σπήτια είναι έρμα μπένουν λοιπόν μέσα και βρίσκουν απ΄ ότι θέλουν
κρασί, σταφίδα, γλυκά και τόσα άλλα και έμαθα πως ήτο και ο Χαχόλος αλλά δεν
τον είδα. Εφθάσαμε τέλος πάντων εδώ στη Φλώρινα που είναι μια πόλις από δέκα
χιλιάδες κατοίκους πολύ εύμορφο μέρος αλλά βρώμικη όπως οι τούρκοι που την
είχον(,) λάσπες με το χρόνο. Αμέσως οι αξιωματικοί μας έκαναν νοσοκομεία και
εγώ ως νοσοκόμος έχω μαζί με έναν άλλον ένα σπίτι τούρκικο όπου για την ώρα έχω
6 ασθενείς. Περνάω ζεύκια με το τσάι μου, τον καφέ μου, το καλό μου γιόμα και
το καλό μου δείπνο, με δύο θερμάστρες που κένε μέρα νύκτα γιατί ιδίως τη νύκτα
κάνει κρύο. Ευτυχώς όμως από την ημέρα που ήλθα ακόμη δεν εχιόνισε. Έχω τον τούρκο
σπιτονοικοκύρη που ήτανε Αγαθός και μόλις αγριεύω κατουργιέται, χτες τον έβαλα
και μούκοψε ξύλα και του είπα και μούφερε καπνό. Θα μου φέρει και τσίπ(ου)ρο
για ζεστασιά και αύριο εγώ και άλλοι με τα όπλα μας, που είναι απ΄ εκείνα που
πήραν από τους τούρκους και θα τάχωμε γιομάτα, θα τον πάω τον τούρκο στο κτήμα
του να μας δώση ξύλα. Όλα τα τρυγύρω μέρη είναι γιομάτα στρατιώτες(,) απάνω από
40 χιλιάδες είναι(,) μπένουν στην πόλι από δυο ώρας δρόμο και γιομίζουν οι
δρόμοι τόσο που νομίζει κανείς πως είναι μυρμήγκια στηβαγμένα και παν στην
φωλιά των. Τα μαγαζιά εδώ δεν ανοίγουν ακόμη περιμένουν να φύγει ο στρατός
γιατί μπένουν μέσα και κάνουν ρεμούλα. Υποθέτω καθώς όλοι μου λεν πως θα περάσω
καλά από κλεισούρα(;) δεν παρά με μέλει αρχικά δε και συνηθίζω(,) να δείτε τι
ωραία που πλένω τα κατουροκάνατα και τι ωραία που τους βάζω να κάμουν, του(ς)
δίνω τα γιατρικά τους τα φάρμακα που (λέξη δυσανάγνωστη) και πλένω τα πιάτα των
ασθενών που είναι τραυματίες, τέλος πάντων θα περάσουν όλα, μην ανησυχείτε
είμαι θερίο από υγεία και με εδέχθηκε η καραβάνα. και όλοι οι άλλοι (λέξη
δυσαν) και λοιποί υγιαίνουν.
Να μου
γράψητε εδώ και αμέσως μόλις λάβητε το γράμμα μου, να μάθω κι εγώ πως είσθε.
Διεύθυνσή μου
είναι: Γ(εώργιον) Λύχνον Νοσοκόμον Στρατιωτικού Νοσοκομείου Φλωρίνης, Φλώριναν
Μακεδονίας.
Αρκετά σας
έγραψα, χαιρετισμούς εις όλους, φιλήσατέ μου τα παιδιά,
Σας φιλώ
και καλή
αντάμωση
Γιώργης»
(Διατηρήθηκε η ορθογραφία του κειμένου)
ΔΙΑΒΑΣΤΕ επίσης: Γ. Λεκάκης "Παξοί, τα νησιά του πάθους".
Συνεχίζει να υπηρετεί και τον βρίσκουμε ακόμη στρατιώτη στην
Θεσσαλονίκη τον Απρίλη του 1914.
Όταν απολύθηκε επανήλθε στα 3Τ και μετέπειτα στον ΟΤΕ
μέχρι τη συνταξιοδότησή του, ως ανώτατος υπάλληλος. Δεν παντρεύτηκε ποτέ. Πληροφορούμενος
την εκποίηση του μεγάρου της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος στους Παξούς[3]
(το παλιό Ενετικό και κατόπιν Αγγλικό
Κυβερνείο) από την ίδια την Τράπεζα, η οποία έγινε κατά παράβαση της
συνθήκης (του Λονδίνου) παράδοσης των Ιόνιων νησιών στην Ελλάδα, σύμφωνα με την
οποία έπρεπε υποχρεωτικά να λειτουργούν τα καταστήματα της ΕΤΕ εσαεί σε όλα τα
νησιά, συμμετέχει στη δημοπρασία και πλειοδοτεί. Έτσι το απόκτησε εξ ολοκλήρου
το 1955, με το σκεπτικό να το διαθέσει για ξενοδοχείο, προσβλέποντας στον τουρισμό. Ήταν έξυπνος και διορατικός άνθρωπος.
Από την πρώτη κιόλας χρονιά το διαμόρφωσε και το διαφήμισε προς ενοικίαση ανά
όροφο. Το ονόμασε «Μέγαρο Παξών». Τα
πρώτα χρόνια λειτουργίας του τη Διεύθυνση είχε η Ίρμα Βλαχοπούλου, Ελβετίδα παντρεμένη
στους Παξούς. Τα προς ενοικίαση δωμάτια ήταν 15 και λειτούργησε με αυτή τη δ/νση ως το 1958. Εκεί στεγάστηκε και λειτούργησε τα επόμενα χρόνια το Κλαμπ Μεντιτερανέ, που έφερνε Γάλλους
τουρίστες.
Έζησε στην Αθήνα μέχρι το θάνατό του. Πέθανε σε ηλικία
70 ετών από εγκεφαλικό, το Δεκέμβρη του 1960 στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» και
κηδεύτηκε στην Αθήνα. Στη συνέχεια ο αδελφός του Γεράσιμος μετέφερε τα οστά του
στον οικογενειακό τους τάφο στην Αγία Παρασκευή στα Μπογδανάτικα Παξών.
ΠΗΓΗ: εφημ. ΗΧΩ των ΠΑΞΩΝ, ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 26.10.2022.
Αρχείο Σπύρου Χαρ. Μπογδάνου, Εφημερίδα ΠΑΞΟΙ, Φώτο: Κάτια Παπαδόγιαννη.
[1] ΠαπαΛάμπης Βελλιανίτης.
[2] Θεόδωρος Μακρής, Δικηγόρος.
[3] Το 1859 (3/15-12 ) με δημόσια διαθήκη, που
δημοσιεύτηκε το 1862, ο Αντώνιος Μιχαήλ Βελλιανίτης αφήνει το κτίριο στη σύζυγό
του Μαρία Δένδια Βελλιανίτη Μπούση (β΄γάμος).
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook