Του Δημήτρη
Συμεωνίδη,
Προφανής εἶναι καί ἡ σχέση τοῦ Ὁμηρικοῦ
καρκαίρω, πού σημαίνει σείομαι (Ἰλ. Υ 157), μέ τό ἀγγλικό quake πού σημαίνει
τρέμω καί σείομαι∙ ἀπό τό ὁποῖο προέρχεται καί ὁ σεισμός earthquake ὅπου
σείεται ἡ γῆ.
Ιλιάς Υ
157
Απόδοση στα Νέα Ελληνικά
156 Ἔλαμπε ὡστόσο ἀπ᾽ τόν
χαλκόν κι ἐγέμισε ἡ πεδιάδα
ἀπ ᾽ ἄνδρες κι ἵππους καί ὡς
ὁμοῦ προβαίναν τράνταζ᾽ ὅλη
ἀπό τά πόδια τους ἡ γῆ καί
ἄνδρες ἐξαίσιοι δύο
ἀνάμεσα τῶν δυό στρατῶν νά
κτυπηθοῦν ὁρμῆσαν
Αρχαίον κείμενον
156 Τῶν δ᾽ ἅπαν ἐπλήσθη
πεδίον καὶ λάμπετο χαλκῷ,
ἀνδρῶν ἠδ᾽ ἵππων· κάρκαιρε δὲ γαῖα
πόδεσσιν
ὀρνυμένων ἄμυδις. δύο δ᾽ ἀνέρες ἔξοχ᾽ ἄριστοι
ἐς μέσον ἀμφοτέρων συνίτην μεμαῶτε μάχεσθαι,
Κοσμοσείστης και γεωσείστης ο Ποσειδών. |
Verb
καρκαίρω
1.
(of the earth) to quake
κάρκαιρε
καρκαίρω
quake
pres imperat act 2nd sg
καρκαίρω
quake
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Ιωάννου Σταματάκου: Λεξικόν
της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης
Καρκαίρω = Ἀντηχῶ, σείομαι, κραδαίνομαι, τρέμω ἐπί τῆς γῆς σειομένης κατά τούς σεισμούς.
Εὐαγγ. Κοφινιώτη: Λεξικόν Ὁμηρικόν
Κάρκαιρε πρτ. ἐκραδαίνοντο ἐσείοντο (ἀποτελοῦντα ἦχον)
Κώστας Δούκας: Λεξικόν Διεθνῶν Λέξεων τοῦ Ὁμήρου
Καρκαίρω (carcaero), κραδαίνομαι, σείομαι.
Etymology on Line Dictionary
Σεισμός (v.)
Μεσαιωνικά ἀγγλικά
quaken, ἀπό τήν ἀρχαία ἀγγλική
cwacian "quake (τῆς γῆς), τρέμουλο, ἀνατριχίλα (τῶν προσώπων, ἀπό κρύο, συγκίνηση, φόβος, πυρετός κ.λπ.), φλυαρία (τῶν δοντιῶν)" πού σχετίζεται μέ τό cweccan "νά ταρακουνήσει, ταλάντευση, κίνηση, δόνηση», λέξεις ἄγνωστης προέλευσης χωρίς συγκεκριμένα συγγενῆ ἔξω ἀπό τά ἀγγλικά. Ἴσως κάπως μιμητικό (σύγκρινε quag,
quaver, quiver (v.), Middle English quaven «tremble, shake, palpitate», περ. 1200). Σχετικά: Σεισμός; σεισμός. Στά μεσαιωνικά ἀγγλικά
παλαιότερα καί μέ ἰσχυρό παρατατικό τύπο quoke. Ἡ βορειοαμερικανική ἀσπένδα πού
τρέμει ὀνομάζεται ἔτσι ἀπό τό 1822.σεισμός (n.)
ἀρχές 14c., "ἕνα
τρέμουλο ἀπό φόβο," ἀπό σεισμό (v.). Σπάνιο ἐκτός ἀπό συνδυασμούς, καί
τώρα συνήθως ὡς βράχυνση τοῦ σεισμοῦ, στόν ὁποῖο ἡ χρήση του μαρτυρεῖται ἀπό τό
1640. Τά αρχαία ἀγγλικά εἶχαν τό λεκτικό οὐσιαστικό cwacung «τρέμοντας, ».
Συγκρίνετε ἐπίσης τή μέση ἀγγλική quavinge τοῦ erþe "anquake" (14c.),
earthquave (n.), ἀρχές 15c.
ETYMOLOGY ON LINE DICTIONARY
Quake (v.)
Middle English quaken, from Old
English cwacian "quake (of the earth), tremble, shudder
(of persons, from cold, emotion, fear, fever, etc.), chatter (of teeth),"
related to cweccan "to shake, swing, move, vibrate,"
words of unknown origin with no certain cognates outside English. Perhaps
somehow imitative (compare quag, quaver, quiver (v.),
Middle English quaven "tremble, shake, palpitate,"
c. 1200). Related: Quaked; quaking. In Middle English
formerly also with strong past-participle form quoke. The North
American quaking aspen is so called by 1822.
quake (n.)
early 14c., "a trembling in fear,"
from quake (v.).
Rare except in combinations, and now usually as a shortening of earthquake, in which use it is attested from
1640s. Old English had the verbal noun cwacung "shaking,
trembling." Also compare Middle English quavinge of erþe "an
earthquake" (14c.), earthquave (n.), early 15c.
Στά Ἀγγλικά λεξικά ἀναφέρουν ὅτι ἡ λέξη quake εἶναι ἀγνώστου ἐτύμου. - ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ, ΕΔΩ. Ἔτσι κάνουν σε πάρα πολλές λέξεις καί δέν ἀναφέρουν ὅτι εἶναι
Ἑλληνικῆς προέλευσης.
ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,
25.2.2023.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook