Του Γιώργου Λεκάκη
Το αρχαίο Συκάμινον[1](*)(> Sycamine / Tel Shikmona / Siqmonah, Tell es-Samak), εντοπίσθηκε βόρεια της Χάιφα στην έκταση του Ισραήλ!
Το Συκάμινον ή Συκαμινών, με ομώνυμο
ποτάμι, κατοικείται από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (15ος αι. π.Χ.).
Σε ανασκαφές[2], οι
αρχαιολόγοι βρήκαν ένα κτήριο που περιείχε θραύσματα αγγείων και πιθάρια (όπως τα
κρητικά), εργαστήρια βαφής πορφύρας (όμοια με της Χρυσής(*) Λασυθίου Κρήτης –
ΔΙΑΒΑΣΤΕ την συσχέτιση στο AJA), και πολλά αντικείμενα μη τοπικής παραγωγής, όπως:
- αγγείο κεραμικό σε σχήμα σκαντζόχοιρου
(Μυκηναϊκή IIIb - Ύστερη Εποχή του Χαλκού IIb, 13ος αιώνας π.Χ.), από την
Ελλάδα,
- ελαιουργείο - αποθήκη με απολιθωμένες
ελιές,
- κυπριακό κεραμικό (Εποχής
Σιδήρου, 10ου αιώνα π.Χ.), με ηλιακά σύμβολα,
- ειδώλια ιππέων (παρόμοια με της
Κύπρου),
- αγγεία από την Κύπρο, την
λοιπή Ελλάδα, την Μεσοποταμία,
- μουσικό κρουστό όργανο από
ελεφαντόδοντο (κατασκευασμένο στην Αίγυπτο τον 14ο αι. π.Χ. με ανάγλυφο
εικόνα της θεάς Ελλας Αθώρ),
- αγαλματίδια αιγυπτιακών
θεοτήτων,
- καμπανόσημο πήλινο ειδώλιο
γυναικός που παίζει ντέφι, 8ος αι. π.Χ. κλπ.
Οι κάτοικοι της περιοχής
ασχολούνταν με το θαλάσσιο εμπόριο – και τέτοιο έκαμαν εκείνη την εποχή οι
Έλληνες.
Αργότερα αναφέρεται ως «πόλη
των Τυρίων[3]» ή «των
Φοινίκων[4]» (βλ. Ψευδο-Σκύλαξ
«Περίπλους», Στέφ. Βυζάντιος), αλλά πάντα με το ελληνικό της όνομα, που
σημαίνει πρωτέρα ελληνική αποικία και ελληνικό χαρακτήρα. Και ο εβραίος
ιστορικός Ιώσηπος (βλ. Yosef ben Mattathias «Αρχαιότητες των Εβραίων» 13,332) την
αναφέρει με το ελληνικό της όνομα, ως Συκαμινή. Προσθέτει ότι ήταν ένα μέρος
όπου μπορούσαν να εισπλεύσουν πλοία στο λιμάνι και όπου ο Μακεδών Πτολεμαίος Θ’
Σωτήρ Λάθυρος (139 – 81 π.Χ.), κατά την διάρκεια μιας εισβολής του στην περιοχή,
είχε αποβιβάσει εκεί τον στρατό του. Αναφέρεται και ως Συκαμινόπολις, ή Συκαμίνων
πόλις, ερειπωμένη ήδη επί Στράβωνος. Περιοχή γνωστή για την καλλιέργεια τζιτζιφιών
(εβραϊκά rimin).[5]
Μετά κατοικήθηκε από Χαναναίους.
Κατεστράφη κατά τον 13ο αιώνα π.Χ. Επανακαταλήφθηκε στην Εποχή του
Σιδήρου, για σύντομο χρονικό διάστημα, πριν ξανακαταστραφεί από πυρκαγιά τον 10ο
αιώνα π.Χ. κατά την επιτυχημένη στρατιωτική εκστρατεία του ελληνικής καταγωγής φαραώ
Σεσόνχοση[6].
Η ακρόπολη προφανώς κτίστηκε
μετά την πολιορκία του Αντίοχου Ζ'.
Στις αρχές της βυζαντινής
περιόδου υπήρχε χριστιανικός οικισμός, ο Πορφύριον ή Πορφυρεών, ο οποίος
ιδρύθηκε στα μέσα του 4ου αιώνα μ.Χ. και ενισχύθηκε τον 6ο
αιώνα μ.Χ. Την περίοδο αυτή, η περιοχή
του οικισμού φθάνει στο αποκορύφωμά της: Κατασκευάσθηκαν αποχετευτικό δίκτυο,
εργαστήρια, εκκλησία…
Τα αρχαιολογικά ευρήματα της
περιόδου αποκάλυψαν οικιστικές συνοικίες με ψηφιδωτά δάπεδα, πολυτελή έπαυλη
στην κορυφή του λόφου, βιομηχανικές εγκαταστάσεις, μοναστηριακό κτήριο και
εκκλησία με πολλά ψηφιδωτά δάπεδα και πλάκες διακοσμημένες με χάλκινους
σταυρούς. Συνολικά, στην Πορφυρεώνα απεκαλύφθησαν περισσότερα από 50 ψηφιδωτά
δάπεδα, διακοσμημένα με φυτικά είδη (δέντρα, φρούτα, μήλα και τσαμπιά
σταφύλια), κ.ά. Σε δύο δωμάτια δίπλα στην κεντρική αίθουσα της μονής, ευρέθησαν
επιγραφές στα ελληνικά:
- Η μία έγραφε: «Αυτός ο τόπος
είναι των ευτυχισμένων (ή καλών) ημερών».
- Η άλλη επιγραφή ανέφερε έναν
άνδρα ονόματι «Αυγένιος» (ή Αντώνιος).
- Στο δε δάπεδο της εκκλησίας
ευρέθη η επιγραφή «Μακάριος ο οικοδόμος».
Το μόνο μέρος όπου ευρέθησαν
μοτίβα από τον κόσμο των ζώων σε ψηφιδωτά, ήταν στα ερείπια της μονής, στο
πάτωμα του ψηφιδωτού. Εμφανίζονταν διακοσμήσεις από ζεύγη πουλιών της ειρήνης
και περιστέρια. Το πλήθος των ψηφιδωτών δαπέδων και η ομοιομορφία των
διακοσμήσεων οδήγησαν αρκετούς ερευνητές να ισχυριστούν ότι στον χώρο
λειτουργούσε εργαστήριο παραγωγής ψηφιδωτών, παρόμοιο με τα εργαστήρια που
λειτουργούσαν τότε σε Γάζα, Ιερουσαλήμ, Διοκαισάρεια[7], Μπέιτ
Σιν, κ.ά.!
Η Πορφυρεών έπαψε να υπάρχει
στα τέλη του 6ου αιώνα μ.Χ. ή στις αρχές του 7ου αιώνα
μ.Χ. – δηλ. πριν από την μουσουλμανική κατάκτηση της περιοχής.
ΠΗΓΗ: Γ. Λεκάκης «Σύγχρονης
Ελλάδος περιήγησις» (απόσπ.). ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 12.12.2019.
[1] Είδος μαύρης μουριάς. Δεκάδες σχετικά τοπωνύμια στην
Ελλάδα.
[2] Έγιναν από το 1939, από το Τμήμα Αρχαιοτήτων της
Βρετανικής Κυβέρνησης της Παλαιστίνης. Άλλες ανασκαφικές εποχές
πραγματοποιήθηκαν τα έτη 1963 - 1979 από το Μουσείο της Χάιφα.
[3] Αρχαιοτάτη αποικία Αρκάδων –βλ. Τύρος Κυνουρίας.
[4] Οι Φοίνικες από την Τύρο εμφανίσθηκαν κατέλαβαν την
τοποθεσία μόλις κατά την περσική περίοδο.
[5] βλ. Mishnah (Demai 1:1), του 189 μ.Χ.
[6] Sesonchôsis / Sheshonq I (945 / 943 - 924 / 922 π.Χ.):
Οι πρόγονοί του είχαν εγκατασταθεί στην Αίγυπτο κατά την διάρκεια του Νέου
Βασιλείου, πιθανότατα από την Μεγάλη Ηρακλεόπολη. Ο Αιγύπτιος συγγραφέας
Μανέθων ισχυρίζεται ότι ο Shoshenq I προερχόταν από
την αρχαία ελληνική πόλη Βούβαστι. Τα κατορθώματά του είναι χαραγμένα στην πύλη
Βουβαστίτη στο Καρνάκ της Θηβαϊκής Τριάδος. Ίσως είναι ο Sesaq
ή Shishak της εβραϊκής Βίβλου.
[7] Η Σέπφωρις > Σαφουρίγια > Τζιπόρη, Τζιπόρι, Τσιπόρι,
στην κεντρική Γαλιλαία, γνωστή για την «Οικία του Διονύσου».
(*) γεωγραφικό πλάτος αρχαιολογικού χώρου Χρυσής: 34° 88′ 19″N
γεωγραφικό πλάτος Συκαμίνου: 32° 49′ 30″N
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook