Του Γρηγόρη Ζεϊμπέκη, grigorios.gastronomie@gmail.com
Η αναμαλλιάρα αυτή με τα
καστανά μπιρμπιλωτά μάτια γυναίκα που παρακολουθούσε τα πάντα ασταμάτητα
κρατώντας σημειώσεις αφ' ότου ο άνδρας της ανακάλυπτε και χρησιμοποιούσε τον πηλό
- καλή μαθήτρια μα και δασκάλα - συνδυάζοντας το ένα με το άλλο.
Αυτή μια πανεπιστήμων που
παρατηρούσε τα πάντα γύρω της προκειμένου να βρει λύση για να ταΐσει τα παιδιά,
γονείς, συγγενείς και όλο το περιβάλλον που είχε χρεωμένο. Πουλιά να μαζεύουν
τσιμπώντας από της γης σπυρί – σπυρί, τότες ήταν που σκέφτηκε ότι μπορεί να το
κάμει και αυτή ζήτησε και δαύτη να το γευτεί να το δοκιμάσει και η Θεά των
γεννημάτων η Δήμητρα την άκουσε και της πρόσφερε μια χούφτα σωσμένα σπυριά
δίχως τα άχυρα, να ζήσει τα παιδιά της η καψερή. Καθώς οι άνδρες είχαν καιρό να
φανούν στην κοινότητα.
Δεν ξέρω αν υπήρχε γλώσσα
φτιαγμένη τότε έτσι στο να μπορούσε να εξηγήσει στους δικούς της τι συνέβη με
την Θεά Δήμητρα κι τις όρνιθες του Αριστοφάνη. Το ζωγράφισε στο σπήλαιο.
Το σπουδαίο, παράξενο που
είχε βρει, να τους περιγράψει τι φανταζόταν ότι θα μπορούσε να κάνει με δαύτο,
μα προσπάθησε. Όλη την νύχτα ξάγρυπνη στην μεριά της φαντάζονταν τρόπους να το
κάνει χρήσιμο, να γίνει ξακουστό. «Μια χούφτα σπυριά!!» έδειξαν με κινήσεις και
μουγκρητά όλοι στην γυναίκα «θα θρέψουν όλο τον κόσμο, μωρή τρελλάθηκες..».
Αλλά αυτή από πέτρα αλμυρή,
φως του ήλιου φτιαγμένη δεν το παράτησε, δεν άφησε τίποτα να πέσει χάμω, παρά
πείσμωσε και έσφιξε την χούφτα με τους σπόρους, δυνατά! Πείσμα να φτιάξει τροφή
για τα παιδιά της που κλαίγαν από την πείνα. Τροφή για το μέλλον του ανθρώπου
που προσπαθούσε να επιβιώσει. Άλεθε και άλεθε ανάμεσα στα δυνατά σαγόνια της,
να συνθλίψει τους μαζεμένους σπόρους ανάμεσα στα δόντια, και στο τέλος πέτυχε
έκαμε χιονάτο άλευρο, γεύση γεμάτη σαν το γάλα της παχύ, που κόλλησε στον
ουρανίσκο της κι έπειτα το ενώθηκε με το σάλιο της και έφτιαξε ζυμάρι, το πρώτο
ζυμάρι Θαύμα γέννησε τροφή που την έπλαθε και την μοίραζε στα ανοικτά στόματα
που κράζανε όσο πιο δυνατά μπορούσαν, ανταγωνίζονταν ποιο θα το γεμίσει πρώτο.
Πλακούντας αναπνοή και τροφή
στον έμβρυο κόσμο που πίστευε ότι μπορούσε να σώσει η Ελληνίδα με «δόντια και
νύχια» με μια χούφτα σιτηρά… μια χούφτα αλεύρι, μια μπάλα ζυμάρι και τα
θρεφτάρια χορτασμένα, ρεύονταν και ύστερα ξαπλώνανε το ένα δίπλα στο άλλο και
ονειρεύονταν ανεμόμυλους στους λόφους τις ακρογιαλιές, νερόμυλους σε ποτάμια
και ρυάκια, χωράφια πράσινες θάλασσες να κυματίζουν ανέμελα θάλασσες σιτηρά,
μέχρι να πάρουν το χρώμα του ήλιου, χρυσαφί.
Θυμόνταν τα έργα του άνδρα
έπλαθε πηλό και τώρα και αυτή ζύμωνε, το έπλαθε από βραδύς και με το πρώτο φως
ο κεραμικός φούρνος έπαιρνε φωτιά, και έψηνε τροφή για όλους. Μέχρι να γυρίσουν
τα αρσενικά από το «ψάξε», αυτή είχε ήδη ταΐσει όλους, προνοώντας, την
περίπτωση που ήταν κακότυχοι ή κακόμοιροι στο στόχο τους. Γι’ αυτό πολλοί
παράτησαν τα ριψοκίνδυνα κυνήγια και μείναν εκεί μαζί της, ήμεροι καλλιεργητές,
κτηνοτρόφοι και φροντιστές του τόπου τους.
Κάπως έτσι βούκα - βούκα
χρόνια εκατοντάδες χρόνια… κρατώντας το ζυμάρι στα χέρια τη το ύψωνε μ’
ευγνωμοσύνη στον ουρανό. Με αυτό το αθώο όπλο στα χέρια θα κυριαρχήσει ειρηνικά
σε όλο τον κόσμο. Από εκεί έμαθε και έκανε το ίδιο ο Έλλην φιλοσοφικός Μέγας
Αλέξανδρος κατάκτησε τον κόσμο γιατί τον τάισε με τροφή. Είχε πια όλα τα μέσα
να πετύχει την μεταμόρφωση του για αυτούς τους σκοπούς. Τα αρσενικά - την ώρα
που αυτή έφτιαχνε να τους ταΐσει - κτίσανε σπίτια δρόμους, οχυρά, αποθήκες,
φούρνους που ψήνανε στα ίδια τα κεραμικά εκεί που τώρα ψήναν το βλογημένο
ζυμάρι, να μαγειρεύουν τρόφιμα φτιάξανε πιθάρια, κανάτες, κρατήρες να πίνουν,
πιατικά να βάνουν τροφές να φυλάσσουν, βρήκαν τρόπους να τα συντηρούν στο μέλι
βουτηγμένα, αλατισμένα, σε λάδι, να τα αποξηραίνουν... Τρύγησαν μέλι από
μελίσσια και σταφύλια απ’ αμπέλια, φτιάξανε κρασί, πήραν το γάλα από πρόβατα
και κατσίκια κι φτιάξανε φέτα τυριά, γιαούρτια και κρέμες, άλεσαν τους σπόρους,
το σιτάρι σε άλευρα, την άγια ελιά, το λάδι, άλειφαν σώμα και μυαλό με τούτο. Κάνανε
σεβαστές συμφωνίες αλληλοβοήθειας με άλλα ζώα, γι’ αυτό εξημερώθηκαν, να
συμμετέχουν στα γεννήματα με μερτικό, τα χωράφια, εργαλεία, να οργώνουν και να
θερίζουν, κοντά τους πάντα η Θεά Δήμητρα ένα μ’ αυτούς, σκυμμένη και αυτή στο
χώμα, ίδρωνε τα σώματα τους να ποτίζουν τα φυτεμένα ζέα κριθάρι, και σιτηρά,
σησάμι κι άλλα. Γυναίκες με τα μανίκια ως τα στήθη ορθά σηκωμένα να δείχνουν
τους μυς, τραγουδούσαν και πλάθανε ψωμιά βλογημένα στα σπιτικά που
μοσχομύριζαν, και παξιμάδια τα δις-κότα, διπλό-ψημένα τράγανα, για τους
ναυτικούς που κι αυτοί μετέπειτα τα γύριζαν και τα δίδασκαν σ’ όλον τον κόσμο.
Δίναν τον πολιτισμό τους απλόχερα και αντάλλασσαν ό,τι χρήσιμο, με γνώση, και
σαν γύριζαν νόστος, περιέγραφαν -με εργαλείο την μοναδική γλώσσα που χαν φτιάξει-
τα ανταλλάγματα γνώσης όλου του κόσμου που είχαν μεταφέρει.
Παντού ο ελληνισμός
κατοίκησε, οργάνωσε κοινωνίες και ζήσαν ειρηνικά με τους άλλους ανθρώπους που
συνάντησαν. Κυρές με κολλημένα ζυμάρια στα χέρια σε μέρη Μινύων, Λελέγων,
Πελασγών, Κυκλαδικά, Μινωικά, Μακεδονικά, Μυκηναϊκά, Ιωνικά, Θρακιώτικα,
Ηπειρώτικα, στην μεγάλη Ελλάδα, σε Ασία, Ινδία το Θιβέτ, και ακόμα πιο εκεί
στην Κίνα στα νησιά όλα που λέγονται με ελληνικά ονόματα και έργα ακόμα, τον
παγωμένο βορά στην Ισλανδία έως τον νότο στις στήλες του Ηρακλέους την Αφρική,
στην διάσπαρτα κατοικημένη Εσπερία, τον Πόντο, στην Μαύρη Θάλασσα μέχρι από την
Α-μερική μεριά… Οι γυναίκες όλου του κόσμου μαγεμένες από την ζυμαρένια μάζα,
υποκλίνονταν στους Θεούς τους για το άγιο πράγμα που τους έστειλε.
Αχ, να 'σαι καλά Ελλάδα!
Αυτή είναι ιστορία που ποτέ
δεν κρύψανε οι απλοί άνθρωποι και πάντα ομολογούν ότι κάθησαν σ’ αυτήν σιμά,
να κοιτάνε μια μπάλα ζύμη και να προβληματίζονται τώρα πως θα την κάνουν να
συμπεριφέρεται σαν να ναι από τον κάθε λαό καμωμένη και στην συνέχεια πως θα
την μεταμορφώσουν ακόμα από καθημερινή προσφορά σε ιδιαίτερη, να συμμετέχει κι
αυτή… στις ιερές τελετές, στις γιορτές, στις λύπες, σε όλες τις ιδιαίτερες
στιγμές της κοινωνικής ζωής μαζί με τους ανθρώπους.
Πεισματωμένες ορκίζονταν
μπροστά στην ζύμη…
«μπορώ να σε κάμω ακόμα πιο
σπουδαία αρχόντισσα κι σένα όπως εγώ».
Με αυτό θα ξεπληρώνω το
μεγάλο καλό που μου ΄κανες, να θραφώ, να πατήσω στα δύο ποδάρια μου και να
υψωθώ σαν άνθρωπος.
Αρχιτέκτονας, τεχνίτης
μάγειρας πια, γλύπτης, αγγειοπλάστης, σμιλευτής, ζαχαροπλάστης, η γυναίκα
δημιουργεί το ψωμί, παξιμάδια, γλυκά, πίτες ζυμαρικά και ζυμαρένιο φύλλο. Να! η
θηλυκή ζύμη γέννησε το ζυμαρένιο φύλλο και αυτό ξανά γέννησε και άλλο κι άλλο
και θα γεννά και θα γεννά δημιουργία, πρόσφορα, αντίδωρα, τάματα.
Ούλα για σε Κυρά μου να σε
γεύονται στον αιώνα τον άπαντα και να σε θαυμάζουν… της είπε και τις τ’ άπλωσε
στολίδια, στο λες από ζυμάρι στήθος της.
Την μεταμόρφωνε την έφτιαχνε
μια έτσι και μια αλλιώς. Και όπου την ταξίδευε την χάριζε δώρο και στις άλλες
ντόπιες που την περιελαμβάνανε και αυτές και την κάναν πατριώτισσα, φιλενάδα,
Μάνα τους κόρη, αδελφή και καλούσαν και τους θεούς να τους φιλέψουν με αυτήν.
Θα με πιστέψετε όταν καταλάβετε από που βγήκε η λέξη Φιλοξενία!
Εκεί που πρώτα έζησε τα
παιδικά της χρόνια την κάναν χοντρομπαλού πλατιά και καλό-αναθρεμμένη της
ρίχνανε και κάμποσα από αυτά που ‘χαν… ξηροί καρποί, αποξηραμένα φρούτα, μέλι
σησάμι και την βάζαν στον πήλινο φούρνο, γαστριμαργικός γευστικός παράδεισος,
για αυτό και την βάφτισαν «γάστριν». Μετά ταξείδεψε στις ξαδέλφες τις
Πελοποννήσιες που και αυτές την περιποιήθηκαν. Η μια την έκανε λαγγάνα, έτσι
την ψήσανε και μετά χιλιάδες χρόνια τα εγγόνια της την τρων Σαρακοστή καιρό,
την Καθαρά Δευτέρα και την ονομάζουν το ίδιο και αυτοί, λαγάνα. Τα λαλάγγια που
τα κάναν σε λάδι. Τρόπους πολλούς την φτιάξαμε να τρώνε όλοι. Μετά κοντά οι
Αθηναίες που δεν ήταν ακόμα πρωτευουσιάνες την κάμαν στις αγορές πλακούντα, το
πρώτο «φαστ φοουντ» του κόσμου σημερινό πίττα… που στην αττική διάλεκτο
γράφονταν με δύο -Τ- και όταν τα ανιψάκια της την τρώγαν στην μεγάλη Ελλάδα
στην Νάπολη, τις αλλάξαν όνομα όπως και κάναν πάντοτε για να αποφύγουν
προσφυγές για παραβίαση των πνευματικών δικαιωμάτων την κάνανε ΠίΖΖα. Φυσικά τότε
ήταν που πράττοντας τα ελληνικά ήθη και έθιμα στα ελληνικά νησιά τα επικήδεια
τραπέζια, την πρόσφεραν βραστή στους συνδαιτυμόνες μακάριζαν το μακάριο ταξίδι
του νεκρού που κρατούσε ένα τάλαρο στο χέρι ναύλα για τον βαρκάρη που θα τον
πήγαινε στον άλλο κόσμο μέσο της πύλης του Άδη, Μακάρια ζύμη την μακαρούνα,
μακαρόνι(**). Μετά ναυτικοί την μετέφεραν σε όλα τα ελληνικά παραθαλάσσια ελληνικά
μέρη.
Ταξιδεμένη στα μέρη των
ελλήνων βόρια στην ήπειρο στα βοσκοτόπια που πήγαιναν από δω και εκεί πάντα στα
τσιμπράγκαλα τους μαζί τον πλάστρη ή πλαστήρα να την ανοίγουν φύλλα στα σινιά
και να κάμουν πίτες γεμάτες γεύσεις η και σκέτες χοντροκομμένες στο σάτσι πάνω
στην φωτιά φτιαγμένες, τις φωτιά να κάτσει, (φωκάτσια) τότες λένε! πήρε την
κυρά Συνταγή, ο Στρατηγός Πύρρος με τα μαλλιά φωτιά και τάισε όλον τον στρατό
όταν εξστράτευσε να βοηθήσει τον εμφύλιο των ελλήνων με τους άλλους
μετονομαζόμενους Ρωμαίους.
Και ξανά πιο βόρεια κοντά στα
Ιλλυρικά μέρη που κάναν αβέρτα πίττες με ό,τι βρίσκανε, στην Βόρεια Ήπειρο την κάνουν
σκέπασμα σε ό,τι φαΐ κάνουν. Παρά δίπλα στην Ελλάδα των Μακεδόνων την κάναν
φάκελλο την ονομαστή Μπουγάτσα, Μπορέκια, παρακεί Περέκ στον Πόντο ασταμάτητη σε
κάθε σημείο με άλλο όνομα και άλλη τεχνική μα η ίδια. Μέχρι και οι άραβες την
ζήλεψαν και την κάνανε και αυτοί όπου μπορούσαν.
Εισαγωγές και εξαγωγές από
τόπο σε τόπο όλοι οι Έλληνες τεχνίτες – μάγοι στα χέρια, μάγειροι φτιάχναν τα
ιδιαίτερα καλούδια.
Έτσι οι έλληνες πρωτομάστοροι
που ήταν χιλιάδες μαζεμένοι στις ανακτορικές κουζίνες της Κωνσταντινούπολης συναγωνιζόμενοι
τους άλλους δώσαν την δική τους πρόταση φτιάχνοντας μια πίτα με πολλά φύλλα ίσα
με 50 – 60 και την γέμισαν όπως την γέμιζαν οι κρητικές κυράδες το γάστριν.
Κόβοντας την σε σχήμα μικρών ρόμβων, της ελληνικής λέξης «μπακλαβά», διότι από
εκεί πήρε το όνομα το ξακουστό ελληνικό γλυκό.
Μα τα ψωμιά καμάρι όπου να
πας και να σταθείς πάντα το τοπικό ψωμί θα δίνει την ελπίδα για το αύριο.
Η ζύμη θα είναι πάντα μαζί με
το νερό και τον αέρα ή ζωή μας.
(*) Σε όλες τις νοικοκυρές
που σήκωσαν ψηλά το ζυμάρι και μας έθρεψαν.
- Ευχαριστώ τον κ. Γιώργο Λεκάκη για την ευκαιρία.
ΠΗΓΗ: Μερικό απόσπασμα από το
βιβλίο του συγγραφέα, που θα κυκλοφορήσει σε λίγο. ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,
25.01.2023.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- Γ. Λεκάκης "Πίττα-γύρος της Ελλάδος".
- Γ. Λεκάκης "365 μακαρονάδες".(**)
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook