Ιβάν, ο Τρομερός (1944-1946) του Αϊζενστάιν

Ιβάν, ο Τρομερός (1944 - 1946)
του Αϊζενστάιν

Σε σκηνοθεσία του Σεργκέι Αϊζενστάιν (Θωρηκτό Ποτέμκιν, Οκτώβρης, Οι Δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο, Γενική Γραμμή).

Ένα αριστούργημα του Αϊζενστάιν,

με τη θριαμβική μουσική του Προκόβιεφ.

Η επική ταινία που αφηγείται τη ζωή του δεσποτικού τσάρου Ιβάν.

Το κύκνειο άσμα του μεγαλύτερου σκηνοθέτη και θεωρητικού του εικοστού αιώνα.

Ένα αριστούργημα «γοτθικής ομορφιάς».

Το πιο φιλόδοξο σχέδιο που είχε οραματιστεί ο Σεργκέι Αιζενστάιν δεν ήταν άλλο από τη ταινία «Ιβάν ο Τρομερός». Οι συντελεστές του Αλέξανδρου Νιέφσκι (Νικολάϊ Τερκάσοφ ως Ιβάν, μουσική: Προκόφιεφ, σκηνογραφία του Ιωσήφ Σπίνελ και διεύθυνση φωτογραφίας του Εντουάρντ Τισέ), συγκεντρώνονται και πάλι για αυτή την μεγάλη παραγωγή που επιθυμία του Αϊζενστάιν είναι να ολοκληρωθεί σε τρία μέρη. Τα δυο πρώτα ασπρόμαυρα και το τελευταίο έγχρωμο. Τελικά ολοκληρώνονται μόνο τα δυο πρώτα. Επιθυμία του είναι να κάνει μια αλληγορία πάνω στην σχέση της εξουσίας και της ιστορικής προσωπικότητας με τις μάζες.

Η ταινία καταδεικνύει ένα Τσάρο με ενδοιασμούς και αμφιταλαντεύσεις στην άσκηση του ηγετικού του ρόλου.

Ο ίδιος ο σκηνοθέτης γράφει:

«Επιδιώξαμε ν’ υψώσουμε το πρόσωπο του Ιβάν του Τρομερού πάνω από τα ασήμαντα χαρακτηριστικά που παρουσιάζονται μες στο ξετύλιγμα των ημερών, να συλλάβουμε τα στοιχεία εκείνα που τον διακρίνουν για το τραγικό μεγαλείο του ιστορικού ρόλου του. Η άποψή μας αυτή ήταν αναπόφευκτο να καθορίσει το στιλ της ταινίας μας, την ιδιορρυθμία του ύφους της και του παλμού της, των ρυθμών της, των χορικών της με τη θαυμαστή μουσική του Προκόφιεφ που δομείται σαν ένα εντελώς μνημειακό όλο, διαγράφοντας τη δυνατή μορφή του Μοσχοβίτη τσάρου, ενσαρκωμένη με ακατανίκητη γοητεία και εσωτερική πειστικότητα από τον Νικολάι Τσερκάσοφ, έναν από τους πιο αγαπημένους ηθοποιούς του λαού μας.

Στην ζωή μας, η αλήθεια πάντα θριαμβεύει,

αλλά συχνά λείπει η ίδια η ζωή».

 

Ο Σεργκέι Μιχαΐλοβιτς Αϊζενστάιν, σοβιετικός σκηνοθέτης, ιδεολόγος κομουνιστής, θεωρητικός κινηματογράφου, πρωτοπόρος στη θεωρία και πρακτική του μοντάζ, θεωρείται από τους σημαντικότερους κινηματογραφιστές στην ιστορία της Έβδομης Τέχνης. Η ζωή του, από τη γέννηση ως τον θάνατο, σημαδεύτηκε από εκείνες τις εξελίξεις οι οποίες προετοίμασαν και εδραίωσαν τη μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση.


Σκηνοθεσία: Σεργκέϊ Αϊζενσταϊν

Σενάριο: Σεργκέϊ Αϊζενσταϊν

Πρωταγωνιστούν: Νικολάι Τσερκάσοφ, Λιουντμίλα Τσελικόφσκαγια, Σεραφίμα Μπίρμαν, Μιχαήλ Ζάροφ, Αμβρόσι Μπουχμά, Μιχαήλ Κουζνέτσοφ, Μιχαήλ Ναζβάνοφ κ.α.

Φωτογραφία: Άντρει Μόσκβιν, Εντουάρ Τις

Μοντάζ: Εσφίρ Τομπάκ

Μουσική: Σεργκέι Προκόβιεφ

Διάρκεια: 103’

Γλώσσα: Ρωσικά

 

Υπόθεση:

Ο Ιβάν ο 4ος, μέγας δούκας της Μοσχοβίας, στέφεται τσάρος το 1547, παρά την αντίθεση και τις πολιτικές ίντριγκες των Βογιάρων και της θείας του Ευφροσύνης η οποία θέλει να ανεβάσει στο θρόνο το γιο της Βλαντιμίρ. Ο Ιβάν πετυχαίνει νίκες κατά των Τατάρων και τσακίζει μια εξέγερση των Βογιάρων. Μετά τη δηλητηρίαση της γυναίκας του από τη Ευφροσύνη, αποφασίζει να αποσυρθεί από τα εγκόσμια, αλλά ο λαός τον καλεί να αναλάβει ξανά την εξουσία. Δημιουργεί μια προσωπική φρουρά, έρχεται σε ρήξη με τον κλήρο, στρέφει μια συνωμοσία της Ευφροσύνης για τη δολοφονία του, εναντίον των εχθρών του και κυβερνά με τη σκληρότητα που του χάρισε τον τίτλο «ο Τρομερός».

 

trailer, flickr-φωτογραφίες, imdbΜουσική του Σ. Προκόβιεφ για την ταινία «Ιβάν, ο Τρομερός» Μέρος Α'.

 

ΜΕΡΟΣ Β


Σκηνοθεσία: Σεργκέϊ Αϊζενσταϊν

Σενάριο: Σεργκέϊ Αϊζενσταϊν

Πρωταγωνιστούν: Νικολάι Τσερκάσοφ, Σεραφίνα Μπίρμαν, Πάβελ Καντότσνικοφ, Μιχαήλ Ζάροφ, Αμβρόσι Μπουχμά, Μιχαήλ Κουζνέτσοφ, Μιχαήλ Ναζβάνοφ, Αντρέι Αμπρίκοφ, Αλεξάντερ Μγκέμπροφ κ.α.

Φωτογραφία: Άντρει Μόσκβιν, Εντουάρ Τις

Μοντάζ: Εσφίρ Τομπάκ

Μουσική: Σεργκέι Προκόβιεφ

Διάρκεια: 88’

Ασπρόμαυρο, Έγχρωμο

Γλώσσα: Ρωσικά

 

Υπόθεση:

Το δεύτερο μέρος απεικονίζει την επιστροφή του Ιβάν στο θρόνο και την ανελέητη αντίθεσή του στα σχέδια των Βογιάρων να κρατήσουν τη Ρωσία διχασμένη ανάμεσα στους πρίγκιπες της και στα ξένα συμφέροντα. Καθώς ο Ιβάν ο Τρομερός προσπαθεί να εδραιώσει την εξουσία του ιδρύοντας έναν προσωπικό στρατό, οι πολιτικοί του αντίπαλοι, οι Ρώσοι βογιάροι, συνωμοτούν για να δολοφονήσουν τον Τσάρο τους.

Μουσική του Σ. Προκόβιεφ για την ταινία «Ιβάν, ο Τρομερός» Μέρος Β':


Σχετικά με την ταινία:

Κλασσική ταινία, από τα αριστουργήματα του παγκόσμιου κινηματογράφου, με θέμα τις προσπάθειες του τσάρου Ιβάν να ενώσει τα διάφορα κρατίδια της Ρωσίας εναντίον των ξένων και εσωτερικών εχθρών. Μια μνημειώδης ταινία, με αναφορές στη βυζαντινή εικονογραφία και την ελληνική τραγωδία, που αποτελεί το αποκορύφωμα, κατά πολλούς, της τέχνης του Αϊζενστάιν. Μια ταινία που αφομοιώνει όλες τις αισθητικές αναζητήσεις του κορυφαίου θεωρητικού και σκηνοθέτη του κινηματογράφου, ιδιοφυώς κατασκευασμένη ως την παραμικρότερη λεπτομέρεια, ένα ποίημα εικαστικής τελειότητας που αγγίζει τον περφεξιονισμό όσο κανένα άλλο κινηματογραφικό επίτευγμα, ίσως το πρώτο ολοκληρωμένο «οπτικοφιλοσοφικό δοκίμιο» στην ιστορία του σινεμά που εκτός των άλλων περιέχει και αρκετούς πειραματισμούς με το έγχρωμο φιλμ στις τελευταίες σκηνές της ταινίας, το οποίο δημιουργεί μια μοναδική έκρηξη χρωμάτων, που κάνει ακόμα πιο παράξενη την αριστουργηματική αυτή δημιουργία. Τα γυρίσματα έγιναν κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, κυρίως στα στούντιο Alma Ata στο Καζακστάν, όπου μεγάλοι Σοβιετικοί σκηνοθέτες μεταφέρθηκαν για μεγαλύτερη ασφάλεια. Όσον αφορά την κινηματογράφηση του πρώτου μέρους της ταινίας, είναι αδύνατο να μην αναφέρουμε τις συνθήκες υπό τις οποίες δημιουργήθηκε. Η περίοδος προετοιμασίας πραγματοποιήθηκε στο Mosfilm το 1941. Ο πόλεμος παρενέβη στα σχέδια των κινηματογραφιστών: το στούντιο εκκενώθηκε στο Καζακστάν. Ως αποτέλεσμα, τα γυρίσματα του πρώτου μέρους του "Ιβάν ο Τρομερός" πραγματοποιήθηκαν στο νεοσύστατο Central United Film Studio of Feature Films στην Άλμα-Άτα σε συνθήκες μεγάλης έλλειψης εξοπλισμού, κοστουμιών και σκηνικών, και σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα για έναν τόσο περίπλοκο κινηματογραφικό καμβά. Η δημιουργική ομάδα έπρεπε να υπομείνει πολλές κακουχίες, καθώς τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν σε ένα μη θερμαινόμενο δωμάτιο το χειμώνα.

Ο Αϊζενστάιν σχεδίαζε το τελευταίο μέρος της τριλογίας και γύρισε μερικές σκηνές για αυτό, αλλά η παραγωγή σταμάτησε και ο σκηνοθέτης πέθανε το 1948 με αποτέλεσμα το μέρος Γ’ να μείνει ατελές. Το τρίτο μέρος επρόκειτο να συμπεριλάβει ιστορικά γεγονότα όπως το δράμα του πατέρα και του γιου Basmanov, τη σκηνή της εξομολόγησης, τον θάνατο του Kurbsky, τον Λιβονικό Πόλεμο και την πρόσβαση στη Βαλτική Θάλασσα στο φινάλε. Έτσι θα μπορούσε να είχε τελειώσει το μεγαλειώδες κινηματογραφικό έπος του δημιουργού, αλλά αυτή η ιδέα δεν έμελλε να γίνει πραγματικότητα.

Το ενδιαφέρον της ταινίας προκαλείται από το δράμα σε συνδυασμό με τη θεατρικότητα, τον παραβολικό χαρακτήρα, τις μυστηριώδεις και «πολυεπίπεδες» σκηνές mise-en-scenes, το «μοντάζ των αξιοθέατων», την εξαιρετική κάμερα και φυσικά ένα λαμπρό υποκριτικό σύνολο με τη συμμετοχή των Νικολάι Τσερκάσοφ, Λιουντμίλα Τσελίκοφσκαγια, Σεραφίμα Μπίρμαν, Πάβελ Καντότσνικοφ, Μιχαήλ Ζάροφ, Αμβρόσι Μπουχμά, Μιχαήλ Κουζνέτσοφ, Μιχαήλ Ναζβάνοφ, Αντρέι Αμπρίκοφ, Αλεξάντερ Μγκέμπροφ και άλλων. Ο Σεργκέι Αϊζενστάιν είχε ήδη εργαστεί στο είδος του ιστορικού δράματος. Το 1938 κυκλοφόρησε η ταινία "Αλέξανδρος Νιέφσκι", με τον Νικολάι Τσερκάσοφ στον ομώνυμο ρόλο. Όμως, όπως σημείωσε ο κριτικός κινηματογράφου Neya Zorkaya, η στάση του σκηνοθέτη σε αυτά τα δύο έργα ήταν διαφορετική:

«Όπως και ο Αλέξανδρος Νιέφσκι, η παραγωγή του Ιβάν του Τρομερού προσφέρθηκε στον Αϊζενστάιν (Ήταν εντολή του Κρεμλίνου). Αλλά σε αντίθεση με την πρώτη, "ιστορική και βιογραφική" ταινία, η οποία παρέμεινε γι 'αυτόν εντελώς ξένη και μακρινή, το έργο για τον "Ιβάν τον Τρομερό" γοήτευσε με πάθος τον σκηνοθέτη και για μεγάλο χρονικό διάστημα ο Τσάρος Ιβάν Βασίλιεβιτς έγινε ο κυβερνήτης των σκέψεών του, ο αγαπημένος ήρωας του Αϊζενστάιν.»

Η μοίρα των δύο μερών της ταινίας "Ivan the Terrible" αποδείχθηκε διαμετρικά αντίθετη. Η πρώτη ταινία τιμήθηκε με το βραβείο Στάλιν, αλλά το δεύτερο μέρος με τίτλο "Tale Two: The Boyar Conspiracy" επικρίθηκε έντονα.

 

Κριτικές:

«Μία μεγαλοπρεπής σύνθεση ετερόκλητων μορφών, η τελευταία ταινία του Σεργκέι Αϊζενστάιν μοιάζει να είναι τόσο μπαλέτο ή όπερα ή κινούμενος πίνακας (ή ένα μεταλλαγμένο θέατρο καμπούκι) όσο είναι και ταινία. Όπως περίτεχνα έχει επενδυθεί μουσικά από τον διακεκριμένο συνθέτη Σεργκέι Προκόβιεφ, τα δύο μέρη του «Ιβάν ο Τρομερός» είναι ένα θέαμα που δε μοιάζει με κανένα άλλο» J. Hoberman

 

«Μια συμφωνική ταινία [που] θέτει όλη την τεράστια κουλτούρα της κινηματογραφικής έκφρασης στην υπηρεσία του θέματός και, όπως σε καμία άλλη ταινία του Αϊζενστάιν, επιτυγχάνει μια ενότητα των διαφορετικών εκφραστικών μέσων που διαθέτει η κινηματογραφική τέχνη. Δεν πρόκειται μόνο για μια λαμπρή μονομαχία σχολίων και βλεμμάτων, αλλά για μια παθιασμένη μάχη ήχου και σιωπής, φωτός και σκότους. Η φωτεινότητα και η σκιά, το χρώμα και οι υφές επηρεάζουν το μυαλό και τα συναισθήματά». Sergei Yutkevich

 

«Ιβάν, Ο Τρομερός» ολόκληρο το αριστούργημα του Σ. Αϊζενστάιν από 19 Ιανουαρίου σε ψηφιακά αποκαταστημένη έκδοση αποκλειστικά στον ιστορικό κινηματογράφο τέχνης της Αθήνας STUDIO new star art cinema. Οι σινεφίλ της Αθήνας έχουν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν την ταινία με δύο τρόπους 1. ολόκληρη την ταινία σε μία ενιαία προβολή συνολικής διάρκειας 191' 2. το κάθε μέρος σε ξεχωριστή μέρα και ώρα (ΜΕΡΟΣ Α': 103', ΜΕΡΟΣ Β':88')

Κατά τη διάρκεια των προβολών στο φουαγιέ του κινηματογράφου θα λειτουργούν τέσσερις ψηφιακές εκθέσεις:

1. Φωτογραφίες από την ταινία και τα γυρίσματα

2. Σκίτσα του ίδιου του σκηνοθέτη, Σ. Αϊζενστάιν για τις ταινίες του,

3. Αφίσες της ταινίας «Ιβάν ο Τρομερός» από όλο τον κόσμο,

4. Φωτογραφικό υλικό για τη ζωή και το έργο του Δημιουργού.

 

Sergei M. Eisenstein

 

Ο Σεργκέι Μιχαήλοβιτς Αϊζενστάιν όπως ήταν το πλήρες του όνομα γεννήθηκε στις 23.1.1898 στην Ρίγα και απεβίωσε 11.2.1948,στη Μόσχα. Γόνος αστικής οικογενείας θα έχει μια πολύπλευρη μόρφωση, ενώ από νεαρή ηλικία το ταλέντο του στο σχέδιο και η κλίση του στα μαθηματικά ωθούν τον πατέρα του να τον στείλει το 1916 στο τμήμα αρχιτεκτονικής του Πανεπιστημίου της Αγίας Πετρούπολης. Εκεί δεν χάνει καμία θεατρική παράσταση, ενώ εντυπωσιάζεται και επηρεάζεται έντονα από το έργο του Μέγερχολντ στο Αυτοκρατορικό Θέατρο Αλεξαντρίσκι. Τότε ανακαλύπτει για πρώτη φορά πως οι τέχνες τον διαποτίζουν περισσότερο και από την αρχιτεκτονική. Ένα χρόνο αργότερα ξεσπά η επανάσταση. Ο νεαρός Σεργκέϊ προσχωρεί στον Κόκκινο Στρατό όπου δουλεύει ως ντεκορατέρ σε τρένα που χρησιμοποιούνται από τους μπολσεβίκους για να προπαγανδίσουν την επανάσταση. Μετά την αποστράτευσή του το 1920 πηγαίνει στην Μόσχα όπου και αποφασίζει να ασχοληθεί αποκλειστικά με το θέατρο παρέα με τον φίλο του Μαξίμ Στράουχ.

Ο Άϊζενσταϊν εισάγει με τις παραστάσεις κάτι ολότελα πρωτοποριακό για την εποχή, την κατάργηση της θεατρικής σκηνής καθώς και την μίξη διαφόρων ειδών θεάματος: το τσίρκο, το μιούζικ χολ και το μπαλέτο. Παράλληλα εγκαινιάζει τη χρήση του λεγόμενου «Μοντάζ των Ατραξιόν», όπου παραθέτονται αυτόνομες σκηνές δράσης μέσα και ξεχωριστά από τα συμβάντα της εκάστοτε δραματικής σύνθεσης με την οποία ερχόταν σε αντιπαράθεση. Επιδίωξη του είναι να αποδεσμεύει την παράσταση του από την στυγνή αναπαραστατικότητα και να αποστασιοποιεί τον θεατή από τον ζυγό της «απεικονιστικής αυταπάτης».

Ο ίδιος όμως δεν είναι ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα των πειραματισμών του στο θέατρο, ενώ βλέπει πως ο κινηματογράφος αποτελεί πιο εύφορο έδαφος για τις νέες τεχνικές που θέλει να εισάγει. Με τα υπόλοιπα μέλη του Προλετκούλτ στρέφονται προς τον κινηματογράφο και ανοίγοντας την θεματική ενότητα «Προς τη δικτατορία του προλεταριάτου» δημιουργείται το 1924 η Απεργία.Η ταινία αφηγείται το χρονικό μιας απεργίας που πνίγηκε στο αίμα από την αστυνομία το 1912. Ο Άϊζενσταϊν για πρώτη φορά στην ιστορία του κινηματογράφου απορρίπτει την ατομιστική προσέγγιση της δραματουργικής δράσης (όπου ο θεατής παρακολουθεί την πορεία ενός ατόμου η μιας μικρής ομάδας χαρακτήρων) μέσω των οποίων επιλέγει την συλλογική δράση και την μάζα ως μοναδικό του πρωταγωνιστή. Η επαναστατική ορμή αποτελεί την κινητήρια δύναμη της αφήγησης.

Η ταινία αυτή αλλά πολύ περισσότερο η επόμενη του ταινία το Θωρηκτό Ποτέμκιν (1925) μια ταινία σταθμός στα χρονικά του παγκόσμιου κινηματογράφου, θα γίνουν ο εκφραστικός καμβάς της απαρχής της θεωρητικής μανιέρας και των εικαστικών πεποιθήσεων του μεγάλου δημιουργού. Ο Άϊζενσταϊν αναπτύσσει τη θεωρία του για το «Μοντάζ των Αντιθέσεων», όπου όλη η δυναμική της αφήγησής του στηρίζεται στο μοντάζ και το σοκ που προκαλείται στο θεατή από την αλληλουχία εικόνων και αλληγορικών συνειρμών. Ακριβώς εκεί λοιπόν μπορεί να θεωρηθεί απόλυτα καινοτόμος. Δηλαδή ανάγει το μοντάζ αλλά και τη σύνθεση μέσα στο κάδρο ως πρωταρχικό εκφραστικό μέσο της φιλμικής γλώσσας. Από τη σύγκρουση των πλάνων βγαίνει μια ένταση και μια επαναστατική δυναμική που υπερθεματίζει το περιεχόμενο και το νόημα των σκηνών.

Στο Θωρηκτό Ποτέμκιν μια ταινία παραγγελία για τον εορτασμό των είκοσι χρόνων από την επανάσταση του 1905, ο Άϊζενσταϊν οικοδομεί την ταινία γύρω από δυό πόλους, το θωρηκτό και την πόλη της Οδησσού. Για αυτό το λόγο θα παραποιήσει και τη χρονική αλληλουχία των συμβάντων, μεταφέροντας τη σκηνή της σφαγής στα σκαλιά της Οδησσού (που αποτελεί και τη διασημότερη σεκάνς στην ιστορία του κινηματογράφου) μέσα στη δραματουργική εξέλιξη και σε πλήρη σύζευξη με την εξέγερση στο πλοίο, κάτι που ιστορικά δεν ίσχυε. Σκοπός του Άϊζενσταϊν δεν ήταν να ξεδιπλώσει τα γεγονότα βάση μιας ιστορικής εξιστόρησης αλλά να αποτυπώσει ανάγλυφα και συμπυκνωμένα όλο το χρονικό της Επανάστασης. Με όπλα το «μοντάζ των αντιθέσεων» και την εκτεταμένη χρήση του γκρο πλάνου σε φυσικά πρόσωπα και αντικείμενα (όπως για παράδειγμα, τα γυαλιά του γιατρού του πλοίου, τα αγάλματα των λιονταριών σύμβολα της Τσαρικής Δυναστείας που καταστρέφονται από τα κανόνια του θωρηκτού) δημιουργούν μια συνειρμική και ψυχολογική φόρτιση στον θεατή, που ο ίδιος ο σκηνοθέτης χαρακτηρίζει «νέο ψυχολογισμό». Τα αντικείμενα φορτίζονται με νοήματα και πάθος. Με το Θωρηκτό Ποτεμκιν ο Αϊζενστάιν έβαλε τη ρωσική πρωτοπορία στο κέντρο της παγκόσμιας κινηματογραφίας, ενώ η ταινία συγκαταλέγεται στις 10 καλύτερες ταινίες από καταβολής του κινηματογράφου. Σε ηλικία μόλις 27 ετών έχει κατακτήσει το κινηματογραφικό στερέωμα, ενώ οι πολιτικοί κομισάριοι περιμένουν νέες ταινίες στα πρότυπα του Ποτέμκιν.

Το 1927 αναλαμβάνει να γυρίσει τον Οκτώβρη, μια ταινία που θα αποτίσει φόρο τιμής για τα 10 χρόνια της Οκτωβριανής Επανάστασης. Η ταινία για την οποία διατέθηκαν τεράστιοι πόροι και όλα τα μέσα που χρειαζόταν ο σκηνοθέτης δεν ευτύχησε να έχει την ίδια αποδοχή από τον κομματικό μηχανισμό της ΕΣΣΔ.

Η χλιαρή υποδοχή του Οκτώβρη δεν πτοεί τον νεαρό Αϊζενστάιν, που αρχίζει τα γυρίσματα της Γενικής Γραμμής, μιας ταινίας που μιλάει για τη κολεκτιβοποίηση της αγροτικής παραγωγής και τις αντιδράσεις του παλιού κατεστημένου σ’αυτή. Η επιτυχία της ταινίας στην ΕΣΣΔ είναι τεράστια, παράλληλα όμως οι τεχνολογικές εξελίξεις και η εξάπλωση του ομιλούντος κινηματογράφου δεν μπορούν να αφήσουν ασυγκίνητο τον πρωτοπόρο Αϊζενστάιν. Έτσι το 1929 φεύγει μαζί με τον συνεργάτη του, Γκριγκόρι Αλεξαντρόφ και τον οπερατέρ του Εντουάρτ Τισέ για την Ευρώπη και το Χόλιγουντ. Στην Ελβετία , στο Συνέδριο του Ανεξάρτητου Σινεμά θα συναντηθεί με τους Χανς Ρίχτερ, Βάλτερ Ρούτμαν, Αλμπέρτο Καβαλκάντι, Μαν Ρέϊ, Λέον Μουσινιάκ κ.ά. Στη συνέχεια οι τρεις τους μετά από χρονοβόρες διαπραγματεύσεις μεταβαίνουν στο Χόλιγουντ για να γυρίσουν δυό ταινίες – διασκευές μυθιστορημάτων, το Χρυσάφι του Μπλεζ Σαντράρ και το Μια Αμερικάνικη Τραγωδία του Ντραϊζερ. Οι σεναριακές ωστόσο υποδείξεις του στούντιο και συγκεκριμένα του Τζέσι Λάσκι αντιπρόεδρου της Paramount, οδηγούν την συμφωνία σε ναυάγιο. Το κλίμα για τους τρεις «κόκκινους» κινηματογραφιστές δεν είναι δόκιμο και οι επιθέσεις από τον συντηρητικό Τύπο των ΗΠΑ είναι συνεχείς . Σαν επιστέγασμα έρχεται και η άρνηση του Τμήματος αλλοδαπών για την ανανέωση των αδειών παραμονής τους στη χώρα. Από τη δύσκολη αυτή θέση τους βγάζει ο σοσιαλιστής συγγραφέας Άπτον Σίνκλερ, που με τη βοήθεια προσωπικοτήτων του θεάματος όπως ο Τσάπλιν και ο Ρόμπερτ Φλάερτι ιδρύει μια ανεξάρτητη εταιρία παραγωγής και τους προτείνει να μεταβούν στο Μεξικό για να γυρίσουν μια ταινία για το έπος του Μεξικάνικου λαού, από την αρχαιότητα έως και την επανάσταση των Ζαπάτα και Βίλα, το Que viva Mexico!. Τα γυρίσματα ξεκινούν το 1931 όμως η ταινία δεν ολοκληρώνεται ποτέ. Στις αρχές του 1932 τα γυρίσματα διακόπτονται λόγω της υπέρβασης του προϋπολογισμού και το υλικό επιστρέφει στις ΗΠΑ.

Η επιστροφή του Αϊζενστάιν στην ΕΣΣΔ συνοδεύεται από επιθέσεις, αυτή τη φορά από τον κομματικό Τύπο και από άλλους συν-σκηνοθέτες του, που τον κατηγορούν για φορμαλισμό. Τα χρόνια που έλειψε έχουν σημαδέψει τη χώρα και συνακόλουθα τον κινηματογράφο της. Ο Αϊζενστάιν κάνει δημόσια αυτοκριτική και αρχίζει να διδάσκει σκηνοθεσία στο Κρατικό Κινηματογραφικό Ινστιτούτο της Μόσχας. Στον κινηματογράφο επικρατεί το δόγμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού (σινεμά της προσωπολατρίας και της ανάδειξης του θετικού σοβιετικού ήρωα), ενώ η σχολή της σοβιετικής αβαν-γκαρντ των Βερτόφ, Πουντόβκιν, Ντοβζένκο, Κόζιντσεφ, Τράουμπεργκ κ.ά ανήκει στο παρελθόν. Ο Άϊζενσταϊν επιχειρεί να γυρίσει το Λιβάδι του Μπετζίν το 1935 (επιστρέφοντας στην θεματολογία της Γενικής Γραμμής) και για δυο χρόνια ακροβατεί μεταξύ της σφύρας και του άκμονος του κομματικού κατεστημένου, μέχρι που το 1937 διακόπτεται οριστικά με άνωθεν εντολή, αφού σύμφωνα με τον Μπόρις Σουμιάτσκι-διευθυντή της Σοβιετικής κινηματογραφίας, ο δημιουργός της παραμένει ένας αδιόρθωτος φορμαλιστής, που αδυνατεί να αποτυπώσει το μεγαλείο του νέου Σοβιετικού ήρωα, υποβαθμίζει την ταξική πάλη και πριμοδοτεί τις δυνάμεις της φύσης. Το υλικό δεν έμελλε να βγει ποτέ απ’ τα κουτιά, καθώς καταστράφηκε σε βομβαρδισμό του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Η αποτυχία του εγχειρήματος δεν πτοεί τον Αϊζενστάιν Βρισκόμαστε πλέον στο 1938 και οι σειρήνες του πόλεμου ηχούν στα αυτιά όλου του κόσμου. Ο Στάλιν διατάζει προσωπικά τον Αϊζενστάιν να γυρίσει ένα πατριωτικό-ιστορικό έπος στα πλαίσια του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, τον Αλέξανδρο Νιέφσκι, που έμελλε να συναντήσει τεράστια επιτυχία και να εισάγει τον Αϊζενστάιν σε ένα νέο είδος κινηματογραφικής απεικόνισης αυτό της «σινέ-όπερας». Συνεργαζόμενος με τον σύνθετη Σεργκέι Προκόβιεφ προσπάθησε να εντάξει τον σοβιετικό ρεαλισμό στις νόρμες και τις τεχνικές του ανακαλύψεις. Η δράση εναρμονίζεται με τις ρυθμικές επιταγές της μουσικής του μεγάλου μουσουργού αλλά με τέτοιο τρόπο ώστε, να δημιουργείται μια αισθητική αντίστιξή της με τις εικόνες των πλάνων.

Ο πόλεμος αρχίζει και ο Ναζιστικός στρατός προελαύνει. Οι μάχες που μαίνονται στα μέτωπα της Μόσχας τον ωθούν στην δημιουργία του επίκαιρου «Η Μόσχα Αμύνεται» το 1941. Ενώ στη συνέχεια τα στούντιο μεταφέρονται στο Καζακστάν στην Άλμα Άτα, όπου ετοιμάζει το πιο φιλόδοξο σχέδιο που έχει οραματιστεί, τον Ιβάν τον Τρομερό. Οι συντελεστές του Αλέξανδρου Νιέφσκι (Νικολάϊ Τερκάσοφ ως Ιβάν, μουσική: Προκόφιεφ, σκηνογραφία του Ιωσήφ Σπίνελ και διεύθυνση φωτογραφίας του Εντουάρντ Τισέ), συγκεντρώνονται και πάλι για αυτή την μεγάλη παραγωγή που επιθυμία του Αϊζενστάιν είναι να ολοκληρωθεί σε τρία μέρη. Τα δυο πρώτα ασπρόμαυρα και το τελευταίο έγχρωμο. Τελικά ολοκληρώνονται μόνο τα δυο πρώτα. Επιθυμία του είναι να κάνει μια αλληγορία πάνω στην σχέση της εξουσίας και της ιστορικής προσωπικότητας με τις μάζες.

 Η ταινία καταδεικνύει ένα Τσάρο με ενδοιασμούς και αμφιταλαντεύσεις στην άσκηση του ηγετικού του ρόλου, μια θέση που εξαγρίωσε και θεωρήθηκε εντελώς απαράδεκτη από το κομματικό κατεστημένο και τον Στάλιν, αφού το σοβιετικό μοντέλο διακυβέρνησης είχε πλέον περιέλθει στη φάση της προσωπολατρίας. Η ταινία απαγορεύτηκε για 12 χρόνια και προβλήθηκε το 1958 στις Βρυξέλλες, 10 χρόνια μετά τον θάνατο του δημιουργού.

Ο θάνατος του Αϊζενστάιν σε ηλικία μόλις 50 ετών, εξοστρακισμένος από τους κομματικούς μηχανισμούς ήταν το επιστέγασμα μιας ζωής ενάντια σε συμβάσεις, ανατρεπτικής ως το βαθμό εκείνο, που θα του επέτρεπε να ολοκληρώσει το καλλιτεχνικό του όραμα. Ο Αϊζενστάιν βίωσε και δημιούργησε από ένα σημείο και μετά (το 1934 επιβάλλεται το δόγμα του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού» ως η επίσημη καλλιτεχνική σοβιετική άποψη), σε ένα περιβάλλον μονολιθικό και απόλυτο ως προς τις καλλιτεχνικές ελευθερίες και τις δυνατότητες έκφρασης. Το γεγονός ότι κατάφερε να κάνει αυτές τις ταινίες κάτω από αυτές τις αντίξοες συνθήκες καθιστά το έργο του ακόμα σημαντικότερο. Κλείνοντας, θα πρέπει να τονιστεί ότι ο Αϊζενστάιν άφησε πίσω του ένα μεγάλο θεωρητικό έργο, στο οποίο κατέγραψε αναλυτικά τις απόψεις του για το μοντάζ και τη σκηνοθεσία. Θεωρείται δικαιολογημένα απ’ όλους τους θεωρητικούς του κινηματογράφου ως ένας από τους σημαντικότερους (ίσως ο σημαντικότερος) σκηνοθέτης στην ιστορία της 7ης τέχνης, κυρίως λόγω των καινοτομιών που εισήγαγε στη φιλμική γραφή και το μοντάζ. Τέλος πρέπει να τονιστεί η βαθιά του επίδραση στη κινηματογραφική αισθητική των περισσότερων μεγάλων σκηνοθετών του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα ( Όρσον Γουέλς, Στάνλεϊ Κιούμπρικ, Φράνσις Φορντ Κόπολα κ.α.)

ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ

1946: ΙΒΑΝ Ο ΤΡΟΜΕΡΟΣ (β΄ μέρος)

1945: ΙΒΑΝ Ο ΤΡΟΜΕΡΟΣ (α΄ μέρος)

1938: Ο ΛΕΩΝ ΤΟΥ ΝΙΕΒΑ

1937: ΤΟ ΛΙΒΑΔΙ ΤΟΥ ΜΠΕΖΙΝ

1931: ΒΙΒΑ ΜΕΞΙΚΟ

1929: Η ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΗ

1927: ΟΚΤΩΒΡΗΣ

1925: ΤΟ ΘΩΡΗΚΤΟ ΠΟΤΕΜΚΙΝ

1924: Η ΑΠΕΡΓΙΑ

 

Sergei Prokofiev

Ο Προκόφιεφ γεννήθηκε στην Σόντοφσκα (σήμερα Κράσνογιε, στην περιφέρεια Ντονέτσκ) της Ουκρανίας, τότε μέρος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Έδειξε ασυνήθιστες μουσικές ικανότητες από την ηλικία των πέντε. Η πρώτη του σύνθεση για πιάνο που καταγράφηκε (από την μητέρα του) ήταν ένα «Ινδικό Γκαλόπ» σε Λύδιο τρόπο (Φα μείζονα με Σι φυσικό αντί για Σι ύφεση) καθώς ο νεαρός Προκόφιεφ «ήταν απρόθυμος να χτυπήσει τις μαύρες νότες». Σε ηλικία εφτά ετών άρχισε να μαθαίνει σκάκι. Όπως και η μουσική, το σκάκι παρέμεινε ένα από τα πάθη του για την υπόλοιπη ζωή του, ενώ γνωρίστηκε και με τους παγκόσμιους πρωταθλητές Καπαμπλάνκα και Μποτβίνικ. Σε ηλικία εννέα ετών συνέθετε την πρώτη του όπερα, Ο Γίγαντας, καθώς και μία εισαγωγή και διάφορα άλλα κομμάτια.

Το 1902, η μητέρα κανόνισε μία ακρόαση με τον Σεργκέι Τανέγιεφ, διευθυντή του Ωδείου της Μόσχας. Ο Τανέγιεφ συνέστησε στον Προκόφιεφ να αρχίσει μαθήματα σύνθεσης με τον Αλεξάντερ Γκόλντενβαϊζερ, ο οποίος αρνήθηκε, και τον Ράινχολντ Γκλιέρ. Ο Γκλιέρ επισκέφτηκε κατά την διάρκεια του καλοκαιριού τον Προκόφιεφ στην Σόντσοβκα, δύο φορές, προκειμένου να τον διδάξει. Μέχρι τότε ο Προκόφιεφ είχε συνθέσει αρκετά ευφάνταστα κομμάτια. Μόλις απέκτησε την απαραίτητη θεωρητική υποδομή, άρχισε να πειραματίζεται, θέτοντας τις βάσεις για το δικό του μουσικό ιδίωμα.

Μετά από λίγο καιρό ο Προκόφιεφ αισθάνθηκε ότι η απομόνωση στη Σόντσοβκα περιόριζε την περαιτέρω μουσική του ανάπτυξη. Έτσι παρόλο που οι γονείς του δεν ήθελαν ο γιος τους να αφοσιωθεί στην μουσική από τόσο μικρή ηλικία, μετακόμισαν στην Αγία Πετρούπολη το 1904 και τον έγραψαν στο Ωδείο της Αγίας Πετρούπολης μετά από προτροπή του Αλεξάντρ Γκλαζουνόφ, ο οποίος αργότερα δυσαρεστήθηκε από την μουσική του Προκόφιεφ. Μέχρι εκείνο το σημείο, ο Προκόφιεφ είχε συνθέσει ακόμα δύο όπερες, Έρημα Νησιά και Η γιορτή κατά την διάρκεια της πανούκλας και εργαζόταν πάνω στην τέταρτή του, την Ούντινε. Την ίδια χρονιά πέρασε τις εισαγωγικές εξετάσεις και ξεκίνησε μαθήματα σύνθεσης. Καθώς ήταν μερικά χρόνια νεότερος από τους περισσότερους συμμαθητές του, θεωρούνταν εκκεντρικός και αλαζόνας, ενώ συχνά εξέφραζε την δυσαρέσκειά του για το μεγαλύτερο μέρος της εκπαίδευσης, το οποίο έβρισκε βαρετό. Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου, είχε καθηγητές μεταξύ άλλων τον Άνατολ Λιάντοφ, τον Νικολάι Τσερέπνιν και τον Νικολάι Ρίμσκι-Κόρσακοφ. Έγινε ακόμα φίλος με τον Μπορίς Ασάφιεφ και τον Νικολάι Μιασκόβσκι.

Το 1910 πέθανε ο πατέρας του και έτσι έπαυσε η οικονομική του ενίσχυση από αυτόν. Εκείνο τον καιρό είχε αρχίσει να γίνεται γνωστός ως συνθέτης, παρόλο που συχνά τα καινοτόμα έργα του σκανδάλιζαν. Για παράδειγμα, στο έργο του Σαρκασμοί για πιάνο Op.17 (1912), έκανε εκτεταμένη χρήση της πολυτονικότητας, ενώ τα έργα του, Σπουδές Op.2 (1909) και Τέσσερα κομμάτια Op.4 (1908) είναι πολύ χρωματικά και γεμάτα διάφωνα. Συνέθεσε εκείνη την εποχή και τα πρώτα δύο κονσέρτα του για πιάνο , το τελευταίο εκ των οποίων προκάλεσε σκάνδαλο στην πρεμιέρα του (23 Αυγούστου του 1913 στο Παβλόσκ). Σύμφωνα με μία μαρτυρία, το κοινό έφυγε από την αίθουσα με αποδοκιμασίες όπως «Στο διάολο η φουτουριστική μουσική, οι γάτες στη σκεπή γράφουν καλύτερη μουσική», οι μοντεριστές όμως ενθουσιάστηκαν.

Το 1911 έλαβε την βοήθεια του αναγνωρισμένου ρώσου μουσικολόγου και κριτικού, Αλεξάντερ Οσσόβσκι, ο οποίος έγραψε στον γνωστό μουσικό εκδότη Π.Ι.Γιούργκενσον, υποστηρίζοντας τον Προκόφιεφ, και έτσι έκλεισε συμβόλαιο με τον εκδότη.

Το 1914 ο Προκόφιεφ αποφοίτησε από το Ωδείο με τον μεγαλύτερο βαθμό στην τάξη του, παίρνοντας έτσι ως βραβείο ένα πιάνο με ουρά. Αμέσως μετά ταξίδεψε στο Λονδίνο όπου συνάντησε τον ιμπρεσάριο Σεργκέι Ντιάγκιλεφ και ιδρυτή των Ballets Russes (Ρώσικα Μπαλέτα). Ο Ντιάγκιλεφ του παρήγγειλε το μπαλέτο Άλα και Λόλι αλλά απέρριψε το έργο όταν ο Προκόφιεφ του το παρουσίασε (ημιτελές ακόμα) στην Ιταλία το 1915. Παρόλα αυτά ο Ντιάγκιλεφ του παρήγγειλε μετά την σύνθεση του μπαλέτου Chout, και υπό την καθοδήγησή του επέλεξε το θέμα από μια συλλογή λαϊκών παραμυθιών του εθνογράφου, Αλεξάντρ Αφανασίγειφ.[25]. Η ιστορία είχε προταθεί προηγουμένως στον Ντιάγκιλεφ από τον Ιγκόρ Στραβίνσκι ως ένα πιθανό θέμα για μπαλέτο, και μαζί με τον χορογράφο του, Λεονίντ Μασίν (Léonide Massine) βοήθησε τον Προκόφιεφ να την μετατρέψει σε σενάριο μπαλέτου.[26]. Η σχετική έλλειψη εμπειρίας του Προκόφιεφ στη σύνθεση μπαλέτου είχε ως αποτέλεσμα να συμφωνήσει να κάνει εκτεταμένες αναθεωρήσεις στο μπαλέτο την δεκαετια του 1920 πριν το πρώτο ανέβασμα του έργου, ακολουθώντας την λεπτομερή κριτική του Ντιάγκιλεφ στην παρτιτούρα. Η πρεμιέρα έγινε στο Παρίσι στις 17 Μαΐου του 1921 με μεγάλη επιτυχία και προκάλεσε τον θαυμασμό του ακροατηρίου, στο οποίο ήταν και ο Ζαν Κοκτώ, ο Στραβίνσκι και ο Ραβέλ. Ο Στραβίνσκι αποκάλεσε το μπαλέτο: «Το μοναδικό κομμάτι της σύγχρονης μουσικής που μπορεί να ακούσει με ευχαρίστηση» ενώ ο Ραβέλ: «έργο μια ιδιοφυΐας.».

Κατά την διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ο Προκόφιεφ επέστρεψε στο Ωδείο, για να σπουδάσει εκκλησιαστικό όργανο ώστε να αποφύγει την επιστράτευση. Συνέθεσε την όπερα, Ο Παίχτης, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, όμως οι πρόβες αντιμετώπισαν αρκετά προβλήματα, ενώ η πρεμιέρα που προγραμματίζονταν για το 1917, ακυρώθηκε εξαιτίας της Φεβρουαριανής Επανάστασης. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, συνέθεσε την πρώτη του συμφωνία, την Κλασσική. Έτσι την ονόμασε ο ίδιος καθώς γράφτηκε, σύμφωνα με τον ίδιο, στο ύφος που θα είχε ο Φραντς Γιόζεφ Χάυντν αν ζούσε στον καιρό του. Μετά από ένα σύντομο διάστημα παραμονής του με την μητέρα του στο Κισλοβόντσκ του Καυκάσου εξαιτίας των φόβων για κατάληψη του Πέτρογκραντ (η νέα ονομασία της Αγίας Πετρούπολης) από τον εχθρό, επέστρεψε το 1918, αλλά ήταν πλέον αποφασισμένος να εγκαταλείψει την Ρωσία, έστω και προσωρινά. Υπό το νέο καθεστώς αστάθειας στην Ρωσία, αισθάνθηκε ότι δεν υπάρχει χώρος για την πειραματική μουσική του, και έτσι τον Μάιο έφυγε για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Παρόλα αυτά είχε ήδη αναπτύξει επαφές με υψηλά ιστάμενους μπολσεβίκους, όπως τον Ανατόλι Λουνατσάρσκι, Λαϊκό Κομισάριο Εκπαίδευσης, ο οποίος του είχε πει: «Εσύ είσαι επαναστάτης στην μουσική, εμείς στην ζωή. Οφείλουμαι να δουλέψουμε μαζί. Αλλά αν θες να πας στην Αμερική, δεν θα σταθώ εμπόδιο»

Όταν έφτασε στο Σαν Φρανσίσκο, αμέσως τον συνέκριναν με άλλους διάσημους αυτοεξόριστους Ρώσους, όπως ο Σεργκέι Ραχμάνινοφ). Ξεκίνησε με μία επιτυχημένη σόλο συναυλία στη Νέα Υόρκη. Δέχτηκε συμβόλαιο για την παραγωγή της νέας του όπερας Η αγάπη για τα τρία πορτοκάλια, αλλά λόγω της ασθένειας και τελικά του θανάτου του σκηνοθέτη, η πρεμιέρα αναβλήθηκε. Αυτή η αποτυχία είχε επίπτωση και στην καριέρα του ως σολίστ, καθώς στην όπερα είχε αφιερώσει το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου και της προσπάθειάς του. Σύντομα αντιμετώπισε οικονομικές δυσκολίες και έτσι τον Απρίλιο του 1920 έφυγε για το Παρίσι.

Το Παρίσι ήταν περισσότερο προετοιμασμένο για το μουσικό του ύφος. Επανέκτησε τις επαφές του με τα Ρώσικα Μπαλέτα του Ντιάγκιλεφ και επέστρεψε σε κάποια από τα παλαιότερα ημιτελή του έργα, όπως το τρίτο του κονσέρτο για πιάνο. Η Αγάπη για τρία πορτοκάλια τελικά έκανε πρεμιέρα στο Σικάγο τον Δεκέμβριο του 1921, υπό την διεύθυνση του ιδίου.

Τον Μάρτιο του 1922 ο Προκόφιεφ μετακόμισε με την μητέρα του στην πόλη Έτταλ στις βαυαρικές Άλπεις για πάνω από ένα χρόνο, ώστε να αφοσιωθεί πλήρως στην σύνθεση. Τον περισσότερο χρόνο ασχολήθηκε με την βασισμένη στο ομώνυμο έργο του Βαλέρι Μπριούσοφ όπερα, Πύρινος άγγελος. Εκείνη την περίοδο η μουσική του είχε αρχίσει να αποκτά οπαδούς στην Ρωσία και δέχτηκε προσκλήσεις να επιστρέψει, αλλά αποφάσισε να παραμείνει στην Ευρώπη. Το 1923, πριν επιστρέψει στο Παρίσι, παντρεύτηκε την Ισπανίδα τραγουδίστρια Λίνα Λιούμπερα (1897-1989).

Στο Παρίσι παρουσιάστηκαν αρκετά από τα έργα του (όπως η δεύτερη συμφωνία του) με υποτονικές όμως κριτικές. Εντούτοις η Συμφωνία ώθησε τον Ντιάγκιλεφ να του παραγγείλει ακόμα ένα μπαλέτο. Αυτό ήταν το Le Pas D'Acier, ένα νεωτεριστικό έργο που είχε σκοπό να απεικονίσει την εκβιομηχάνιση της Σοβιετικής Ένωσης. Έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από το παριζιάνικο κοινό και τους κριτικούς.

Ο Προκόφιεφ και ο Στραβίνσκι αποκατέστησαν την φιλία τους· εντούτοις δεν του άρεσαν ιδιαίτερα τα τελευταία έργα του Στραβίνσκι. Έχει γίνει η υπόθεση ότι η χρήση κειμένου από την Συμφωνία των Ψαλμών του Στραβίνσκι από τον Προκόφιεφ για τον χαρακτηρισμό των εισβολέων Τευτόνων ιπποτών στην μουσική του για την ταινία του Αϊζενστάιν, Αλέξανδρος Νιέφσκι (1938) συνιστούσε επίθεση στο μουσικό ύφος του Στραβίσνκι. Παρόλα αυτά ο Στραβίνσκι τον χαρακτήρισε ως τον μεγαλύτερο Ρώσο συνθέτη της εποχής του, πέρα από τον ίδιο.

Περί το 1927 είχε μερικές ακόμα αναθέσεις από τον Ντιάγκιλεφ και έκανε και μερικές μουσικές περιοδείες στην Ρωσία, ενώ η παραστάσεις της όπερας Η αγάπη για τα τρία πορτοκάλια στο Λένινγκραντ σημείωσαν μεγάλη επιτυχία. Δύο ακόμα παλαιότερες όπερές του παίζονταν στην Ευρώπη (η μία ήταν ο Παίχτης), ενώ το 1928 συνέθεσε την τρίτη του συμφωνία, η οποία βασίστηκε αρκετά στην όπερα Πύρινος Άγγελος (που δεν είχε παιχτεί ακόμα). Ο μαέστρος Σέργκε Κουσέβιτσκι χαρακτήρισε την τρίτη ως την «μεγαλύτερη συμφωνία μετά την έκτη του Τσαϊκόφσκι». Το 1931 και το 1932 τέλειωσε το τέταρτο και το πέμπτο από τα κονσέρτα του για πιάνο.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 ο Προκόφιεφ άρχισε να επιθυμεί την επιστροφή του στην Ρωσία. Όλο και περισσότερες πρεμιέρες των έργων του γίνονταν στην πατρίδα του αντί στο Παρίσι και περισσότερες αναθέσεις έργων προέρχονταν από εκεί. Μία από αυτές ήταν το έργο Υπολοχαγός Κιγιέ, το οποίο του είχε ανατεθεί ως μουσική επένδυση για μία ρώσικη ταινία. Μία άλλη ανάθεση ήταν το μπαλέτο Ρωμαίος και Ιουλιέτα, προερχόμενη από το Θέατρο Κιρόφ στο Λένινγκραντ. Αν και σήμερα το μπαλέτο είναι ένα από τα γνωστότερα έργα του, διάφορα προβλήματα σχετικά με το ευτυχές τέλος (εν αντιθέσει με το πρωτότυπο του Σαίξπηρ) ανέβαλαν την πρεμιέρα για αρκετά χρόνια.

Το 1935 ο Προκόφιεφ επέστρεψε μόνιμα στη Σοβιετική Ένωση και ακολούθησε τον επόμενο χρόνο η οικογένειά του. Εκείνο τον καιρό η επίσημη σοβιετική πολιτική ως προς την μουσική άλλαξε. Ιδρύθηκε ένα ειδικό γραφείο, η «Ένωση Συνθετών», προκειμένου να παρακολουθεί τους συνθέτες και τις δημιουργίες τους. Περιορίζοντας τις εξωτερικές επιρροές, αυτές οι πολιτικές σταδιακά απομόνωσαν τους σοβιετικούς συνθέτες από τον υπόλοιπο κόσμο. Και ο Προκόφιεφ και ο Σοστακόβιτς υπέστησαν αυστηρό έλεγχο για «φορμαλιστικές τάσεις». Αναγκάσμένος να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες συνέθεσε «τραγούδια για τις μάζες» (Opus 66, 79 και 89), χρησιμοποιώντας στίχους από εγκεκριμένους σοβιετικούς ποιητές. Την ίδια περίοδο συνέθεσε και μουσική για παιδιά (μεταξύ άλλων τα Τρία τραγούδια για παιδιά και Ο Πέτρος και ο Λύκος) καθώς και την γιγαντιαία Καντάτα για την εικοστή επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης, η οποία ωστόσο δεν εκτελέστηκε ποτέ.

Το 1938 ο Προκόφιεφ συνεργάστηκε με τον ρώσσο κινηματογραφιστή Σεργκέι Αϊζενστάιν στην ιστορική επική ταινία Αλέξανδρος Νιέφσκι, συνθέτοντας για αυτήν μέρος της πιο εφευρετικής και δραματικής μουσικής του. Παρόλα αυτά η ταινία είχε πολύ φτωχή ποιότητα ήχου. Ο Προκόφιεφ αναπροσάρμοσε το μουσικό υλικό της ταινίας δημιουργώντας την ομώνυμα καντάτα, η οποία έχει εκτελεστεί και ηχογραφηθεί εκτεταμένα. Μετά την επιτυχία του Αλεξάνδρου Νιέφσκι, συνέθεσε την πρώτη του σοβιετική όπερα, Σεμιόν Κότκο, η οποία είχε προγραμματιστεί να ανεβεί από τον σκηνοθέτη Βσέβολοντ Μέγιερχολντ.

Μετά την σύλληψη του Μέγιερχολντ, ο Προκόφιεφ συνέθεσε τις σονάτες για πιάνο Νο. 6, 7 και 8 (Opus 82 - 84), ευρέως γνωστές σήμερα ως «Πολεμικές Σονάτες», οι οποίες πρωτοπαίχτηκαν από τον Προκόφιεφ (Νο. 6, 8 Απριλίου 1940) από τον Σβιάτοσλαβ Ρίχτερ (Νο. 7, Μόσχα 18 Ιανουαρίου 1943) και τον Εμίλ Γκιλέλς (Νο. 8 Μόσχα, 30 Δεκεμβρίου 1944) και διαδόθηκαν στην συνέχεια ιδίως από τον Ρίχτερ. Αυτές οι σονάτες είναι δείγματα της πιο διάφωνης μουσικής για πιάνο του Προκόφιεφ και θεωρούνται ευρέως σήμερα ως μερικά από τα σημαντικότερα κομμάτια για πιάνο του 20ου αιώνα. Η έβδομη σονάτα έλαβε Βραβείο Στάλιν Δευτέρας Τάξεως και η όγδοη Πρώτης Τάξεως, παρότι εν συνεχεία δόθηκε η ερμηνεία ότι αναπαριστούν την «εκτόνωση της οργής και της απογοήτευσης του Προκόφιεφ με το σοβιετικό καθεστώς»

Ο Προκόφιεφ σχεδίαζε ήδη να γράψει μια όπερα βασισμένη στο επικό μυθιστόρημα του Τολστόι, Πόλεμος και Ειρήνη, όταν η γερμανική εισβολή στην Ρωσία το 1941 έκανε το θέμα ακόμα πιο επίκαιρο. Χρειάστηκε δύο χρόνια για να συνθέσει την δική του εκδοχή, Πόλεμος και Ειρήνη. Εξαιτίας του πολέμου μεταφέρθηκε μαζί με μεγάλο αριθμό καλλιτεχνών, αρχικά στον Καύκασο όπου συνέθεσε το δεύτερο κουαρτέτο εγχόρδων του. Μέχρι εκείνη την στιγμή η σχέση του με την Μίρα Μέντελσον (1915-1968) είχε τελικώς οδηγήσει στον χωρισμό του με την σύζυγό του, Λίνα, παρόλο που ποτέ δεν χώρισαν επίσημα. Για την ακρίβεια ο Προκόφιεφ προσπάθησε να πείσει την Λίνα και τους γιους του να τον συνοδεύσουν, αλλά η Λίνα προτίμησε να παραμείνει στην Μόσχα.

Κατά την διάρκεια του πολέμου οι περιορισμοί στο ύφος και η απαίτηση να γράφουν οι συνθέτες στο ύφος του σοσιαλιστικού ρεαλισμού είχαν χαλαρώσει, και έτσι ο Προκόφιεφ είχε ξανά την δυνατότητα να συνθέσει διάφωνα και χρωματικά έργα. Η Σονάτα για βιολί και πιάνο Νο. 1 Opus 80, Το Έτος 1941, Opus 90 και η Μπαλάντα για το αγόρι που παρέμεινε άγνωστο, Opus 93 είναι όλα έργα αυτής της περιόδου. Κάποιοι κριτικοί υποθέτουν ότι το συναισθηματικό εφαλτήριο για την πρώτη σονάτα για βιολί και πολλές άλλες συνθέσεις του Προκόφιεφ «μπορεί να είχε περισσότερο να κάνει με τον αντισταλινισμό του παρά με τον πόλεμο», και ότι πολλά από τα μεταγενέστερα έργα του «απηχούν σκοτεινές τραγικές ειρωνίες που μπορούν να ερμηνευτούν μόνο ως κριτικές της σταλινικής καταπίεσης».

Το 1943 ο Προκόφιεφ βρέθηκε στην Άλμα Άτα με τον Αιζενστάιν όπου συνέθεσε την μουσική για την ταινία Ιβάν ο Τρομερός και το μπαλέτο Σταχτοπούτα, Opus 87, ένα από τα πιο μελωδικά και διάσημα έργα του. Νωρίς την ίδια χρονιά έπαιζε αποσπάσματα από το Πόλεμος και Ειρήνη σε μέλη της κολεκτίβας του θεάτρου Μπολσόι. Οι απόψεις του σοβιετικού καθεστώτος πάνω στο συγκεκριμένο έργο είχαν ως αποτέλεσμα να κάνει πολλές αναθεωρήσεις. Το 1944 μετακόμισε σε μία αποικία συνθετών έξω από την Μόσχα προκειμένου να συνθέσει την πέμπτη συμφωνία του, η οποία επρόκειτο να γίνει και η δημοφιλέστερη από τις συμφωνίες του στη Ρωσία αλλά και στο εξωτερικό. Λίγο μετά έπαθε διάσειση μετά από μια πτώση εξαιτίας της χρόνιας υψηλής πίεσης του. Δεν ανάρρωσε ποτέ πλήρως από τον τραυματισμό, ο οποίος μείωσε αισθητά την παραγωγικότητά του τα επόμενα χρόνια, αν και κάποια από τα τελευταία του κομμάτια είχαν την ποιότητα των παλαιότερων.

Ο Προκόφιεφ πρόλαβε να γράψει μεταπολεμικά την έκτη συμφωνία του και την σονάτα για πιάνο Νο. 9 (για τον Σβιάτοσλαβ Ρίχτερ) πριν το Κόμμα, ως αποτέλεσμα του «δόγματος Ζντάνοφ», ξαφνικά αλλάξει την άποψή του για την μουσική του. Το τέλος του πολέμου είχε ως αποτέλεσμα το Κόμμα να σκληρύνει την κυριαρχία του στους καλλιτέχνες. Η μουσική του Προκόφιεφ θεωρήθηκε σοβαρό παράδειγμα φορμαλισμού, και χαρακτηρίστηκε «αντιδημοκρατική». Ένα τμήμα του έργου του απαγορεύτηκε, ενώ τα περισσότερα θέατρα και αίθουσες συναυλιών δεν δέχονταν να παίξουν καθόλου την μουσική του, δημιουργώντας του έτσι σοβαρά οικονομικά προβλήματα.

Οι παραστάσεις για τις τελευταίες του όπερες ακυρώθηκαν γρήγορα από το θέατρο Κιρόφ. Αυτή η ταπείνωση, σε συνδυασμό με την όλο και χειρότερη κατάσταση της υγείας του, τον έκαναν να αποσύρεται όλο και περισσότερο από την ενεργό μουσική ζωή. Οι γιατροί του συνέστησαν να περιορίσει τις δραστηριότητές του, με αποτέλεσμα να αφιερώνει πλέον μόνο μία ή δύο ώρες την ημέρα στην σύνθεση. Το 1949 συνέθεσε την Σονάτα για Τσέλο σε Ντο μείζονα, Opus 119 για τον εικοσιδυάχρονο τότε Μστισλάβ Ροστροπόβιτς, ο οποίος έκανε και την πρώτη εκτέλεση το 1950 μαζί με τον Σβιάτοσλαβ Ρίχτερ. Η τελευταία δημόσια παράσταση της ζωής του ήταν η περεμιέρα της έβδομης συμφωνίας του το 1952, ένα κομμάτι με γλυκόπικρο χαρακτήρα. Η μουσική είχε γραφτεί για ένα παιδικό τηλεοπτικό πρόγραμμα.

Ο Προκόφιεφ πέθανε σε ηλικία 61 ετών στις 5 Μαρτίου του 1953, την ίδια ημέρα με τον Στάλιν. Ζούσε δίπλα στην Κόκκινη Πλατεία και για τρεις ημέρες εξαιτίας του πλήθους που είχε συγκεντρωθεί για να θρηνήσει τον Στάλιν, ήταν αδύνατο να μεταφερθεί η σορός του στα γραφεία της Ένωσης Σοβιετικών Συνθετών για να γίνει η κηδεία, για την οποία χρησιμοποιήθηκαν χάρτινα λουλούδια και μία μαγνητοφωνημένη έκδοση για το πένθιμο εμβατήριο από το Ρωμαίος και Ιουλιέτα καθώς όλα τα λουλούδια και οι μουσικοί είχαν δεσμευτεί για την κηδεία του Στάλιν. Είναι θαμμένος στο Κοιμητήριο Νοβοντέβιτσι στην Μόσχα.

Το κορυφαίο σοβιετικό μουσικό περιοδικό ανέφερε την είδηση του θανάτου του Προκόφιεφ με μία μικρή παράγραφο στη σελίδα 116. Οι προηγούμενες 115 είχαν αφιερωθεί στον θάνατο του Στάλιν. Ο θάνατός του αποδίδεται σε εγκεφαλική αιμορραγία, όμως είναι γνωστό ότι για οκτώ χρόνια πριν πεθάνει ήταν συνεχώς άρρωστος, υποφέροντας από πονοκεφάλους, ναυτία και ιλίγγους και για αυτό δεν είναι ακόμα εξακριβωμένη η αιτία θανάτου του.

Η Λίνα Προκοφίεβα έζησε περισσότερα χρόνια από τον σύζυγό της και πέθανε στο Λονδίνο στις αρχές του 1989. Τα δικαιώματα από τις συνθέσεις του άντρα της της παρείχαν αξιοπρεπές εισόδημα. Οι γιοι τους, ο Σβιάτοσλαβ (γενν. 1924), αρχιτέκτονας και ο Ολέγκ (1928-1998), καλλιτέχνης, αφιέρωσαν μεγάλο μέρος της ζωής τους στην προαγωγή του έργου του πατέρα τους.

ΠΗΓΗ: NEW STAR, τηλ. 2108640054 - 2108220008 – 2108640017, e-mail: newstarcine@gmail.com. ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ.

Το πρόγραμμα της κάθε εβδομάδος ΕΔΩ.


Ιβαν ο Τρομερος 1944 1946 Αιζενσταιν Προκοφιεφ Προκοβιεβ σταλιν
Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ