του Χρήστου Γ. Μαλτέζου,
δρ. Χημικός και συγγραφέας,
μέλος της Εταιρείας Γραμμάτων και Τεχνών Πειραιά
Είναι γενικά παραδεκτό ότι το Βυζάντιο υπήρξε μια αυτοκρατορία οι λόγιοι της οποίας διακρίθηκαν και στις θετικές επιστήμες στην ιατρική και την τεχνική. Οι Βυζαντινοί μαθηματικοί και αστρονόμοι, καλλιέργησαν την αριθμητική, τη γεωμετρία, τη φυσική και την αστρονομία.
Ωστόσο,τα επιτεύγματα τόσο του αρχαίου
Ελληνικού πολιτισμού όσο και του Βυζαντινού πολιτισμού θα ήταν ανύπαρκτα, χωρίς
την ικανότητα του ανθρώπου να μετρά και να συγκρίνει και χωρίς τη χρήση μονάδων μέτρησης για κάθε τι που θα μπορούσε να μεριστεί.
Όλες οι εκφάνσεις
του πολιτισμού δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν χωρίς τις μετρήσεις τα αποτελέσματα
των οποίων χρησιμοποιήθηκαν τόσο για την ανάπτυξη των θετικών επιστημών όσο και
για την εξασφάλιση της απαιτούμενης ποιότητας, του υψηλού τεχνικού επιπέδου των
παραγόμενων προϊόντων και της άνθησης του εμπορίου. Γίνεται επομένως ολοφάνερη η
τεράστια κοινωνική σημασία των αποτελεσμάτων των μετρήσεων και του ποιοτικού
ελέγχου.
Στο Βυζάντιο, τα μέτρα και σταθμά έβρισκαν εφαρμογή σε όλες τις επιστήμες που
χρησιμοποιούν τη μέτρηση αλλά και σε τομείς της καθημερινής ζωής της
αυτοκρατορίας όπως οι εμπορικές συναλλαγές, η γεωργία, η παραγωγή αγαθών και ο
ποιοτικός τους έλεγχος, η οικοδομή, η στρατιωτική άμυνα, η υγεία , η ποιοτικά ορθή
λειτουργία των συστημάτων διοίκησης, κ.λ.π.
Στην βυζαντινή περίοδο οι μονάδες μέτρησης
ήταν πάρα πολλές. Σχεδόν για κάθε χρήση, κάθε υλικό, κάθε επάγγελμα υπήρχαν
μετρητικοί κανόνες και αντίστοιχες μονάδες.
Η μέτρηση των προϊόντων γινόταν με ειδικές μονάδες μήκους, βάρους, όγκου και επιφάνειας. Από την εποχή του Ιουστινιανού καθιερώνεται ένα ενιαίο σύστημα μέτρησης. Η κρατική εξουσία επιβάλλει τη χρήση των επίσημων μέτρων και σταθμών και αντίγραφά τους τοποθετούνται σε κάθε πόλη και χωριό. Η απάτη, εξαιρετικά διαδεδομένη σε ολόκληρη την αυτοκρατορία, τιμωρείται σκληρά από το νόμο.
«Το σημείον S, όπερ υπάρχει εν τοις συνδιασμοίς ΑS, ΔS, ΓS καλούσιν οι
Έλληνες μετρολόγοι[1]
‘Ρωμαϊκόν σίγμα‘ […] ορθώς ο Ιουστινιανός
άπηγόρευσεν έν ταίς διαθήκαις τούς ούγγιασμούς[2]
μή τοις συμβόλοις των αριθμών σημαίνεσθαι άλλα δι' ολων γραμμάτων δηλούσθαι»[3].
Παράλληλα με τα επίσημα μέτρα, πολλές περιοχές
χρησιμοποιούν και τις δικές τους μονάδες, διατηρώντας την τοπική παράδοση ή
επηρεασμένη από τους Άραβες και τους Ιταλούς.
Μόνο
μετά τη γέννηση του διεθνούς μετρικού συστήματος μονάδων άρχισε να περιορίζεται
το τεράστιο πλήθος των ιδιόμορφων μονάδων μέτρησης και να απλοποιείται η
μετρητική διαδικασία.
Βυζαντινά μέτρα και
σταθμά
Τα πρότυπα μέτρα
και σταθμά ονομάζονταν “σταθμία” και “ζυγία” από τους Βυζαντινούς. Ως πρότυπα
βάρη χρησιμοποιούσαν βάρη από χαλκό ή σίδηρο ή ακόμη στρογγυλά λιθάρια που
ονομάζονταν “βόλια”.
Ποιοτικός έλεγχος
και βαθμονόμηση (ρύθμιση) των ζυγών
Για την ορθή διεξαγωγή της ζύγισης,
προκειμένου οι έμποροι να μην μπορούν εύκολα να κλέβουν στο ζύγι, δηλαδή να μην
“παρακαμπανίζουν” (δηλ. να μην ζυγίζουν με έλλειμα, “καμπανίζω” = ζυγίζω ) ή
“παραζυγιάζουν” ή “κοντομετρούν” όπως έλεγαν οι Βυζαντινοί, υπήρχε ποιοτικός
έλεγχος. Όλα τα μέτρα και σταθμά ελέγχονταν και σφραγίζονταν με μέριμνα των
“αγορονόμων”, που ήσαν κρατικοί υπάλληλοι και υπάγονταν στον “ Έπαρχον” της πόλεως.
Οι αγορονόμοι είχαν ως βοηθούς τους
“βουλλωτάς”, οι οποίοι, αφού έλεγχαν την ακρίβεια των προτύπων μέτρων και
σταθμών, στην συνέχεια τα σφράγιζαν με την “βούλλαν” (σφραγίδα) του “Επάρχου”,
αποτρέποντας έτσι την αλλοίωση της ακρίβειας τους. Δηλαδή το καθήκον των “βουλλωτών”
ήτο να καταστήσουν τα πρότυπα βάρη “πρότυπα αναφοράς” με σκοπό την σύγκριση
στις ενδείξεις μιας ζύγισης, τον έλεγχο για τυχόν αποκλίσεις και την διόρθωση
του ζυγού. Αυτή η διαδικασία ρύθμισης στην επιστήμη της μετρολογίας ονομάζεται
διακρίβωση.
Βυζαντινές μονάδες
βάρους
Υπήρχαν 4 είδη της μετρητικής μονάδας που
ονομάζετο “λίτρα”. Η “λογαρική”, η
“θαλασσία”, η “χρυσαφική” και η “σουαλία λίτρα”.
Η “λογαρική λίτρα” ή απλώς “λίτρα” υπήρξε
μονάδα βάρους αλλά και μονάδα εκτάσεων. Ως μονάδα βάρους ήταν ισοδύναμη με 320
γραμμάρια. Ως μονάδα μέτρησης εκτάσεων ήταν ισοδύναμη με 1/40 του θαλασσίου
“μοδίου” (ένας “μόδιος” ισοδυναμούσε
με 889 τετραγωνικά μέτρα). Η “λογαρική λίτρα” που εχρησιμοποιείτο ως μονάδα
βάρους για το εμπόριο μέσω θαλάσσης ονομάζετο “θαλασσία λίτρα”.
Η “χρυσαφική λίτρα” ή “λίτρα χρυσού” υπήρξε
μονάδα του Βυζαντινού νομισματικού συστήματος και ισοδυναμούσε με 322, 56
γραμμάρια χρυσού.
Η “σουαλία λίτρα” υπήρξε μονάδα βάρους για τα
έλαια και την ξυλεία και ισοδυναμούσε με τα 4/5 της “λογαρικής λίτρας”, δηλαδή
με 256 γραμμάρια.
Υποδιαιρέσεις της βυζαντινής
λίτρας
Η “ουγγία”
ισοδυναμούσε με το 1/12 της “λογαρικής λίτρας” (δηλ. 26,7 γραμμάρια) ή το 1/12
της “σουαλίας λίρας” (δηλ. 21,3 γραμμάρια).
Το “εξάγιον”
ισοδυναμούσε με το 1/72 της “λογαρικής λίτρας”, δηλαδή με 4,44 γραμμάρια.
Επειδή το χρυσό νόμισμα των Βυζαντινών που ονομάζετο “σόλιδος” , ζύγιζε 4,48 γραμμάρια, δηλαδή σχεδόν όσο και ένα
“εξάγιον”, ο όρος “εξάγιον” χρησιμοποιήθηκε και ως συνώνυμο του “σολίδου”.
Το “κεράτιον”
ή “σιλίκουα” ισοδυναμούσε με το 1/1728 της “λογαρικής λίτρας”, (δηλ. 0,185
γραμμάρια). Το “κεράτιον” αποτελούσε επίσης υποδιαίρεση του βυζαντινού
νομισματικού συστήματος (βλέπε “μετρητικά χαρακτηριστικά στα βυζαντινά νομίσματα”).
Το “σιτόκοκκον”
(δηλ. ισοδύναμον με το βάρος 1 κόκκου σίτου) ή “σιτάριον σπόριμον” ή
“κοκκοσιτάριον” ή “πίρος”. Τούτη η μονάδα βάρους ισοδυναμούσε με το 1/4 του
“κερατίου” (δηλ. 0,046 γραμμάρια).
Υπήρχε επίσης και το “κριθόκοκκον” (δηλ. ισοδύναμον με το βάρος 1 κόκκου κριθής). Σε
ορισμένα Βυζαντινά κείμενα το “σιτόκοκκον” ορίζεται με το 1/5 του “κερατίου”
και το “κριθόκοκκον” με το 1/4 του “κερατίου”.
Ως ισοδύναμη μονάδα τούτων χρησιμοποιείτο και
το “ξυλόκοκκον”, δηλαδή ο κόκκος
ξυλοκεράτου (χαρουπιού).
Επειδή οι τελευταίες αυτές μετρητικές μονάδες
ήτο πολύ μικρές, οι Βυζαντινοί τις χρησιμοποιούσαν σε αριθμητικές πράξεις μόνον
ως θεωρητικές μονάδες.
Επισημαίνεται ότι το ως άνω μετρητικό σύστημα
υποδιαιρέσεως στο Βυζάντιο ήτο δωδεκαδικόν και όχι δεκαδικόν. Δηλαδή, με βασική
μετρητική μονάδα τη “λίτρα”, η “ουγγία” ήτο υποδιαίρεση της σε 12 μέρη, το
“εξάγιον” σε 72 μέρη (6Χ12), το “κεράτιον” σε 1.728 μέρη (144Χ12), το
“σιτόκοκκον” σε 6.912 μέρη (576Χ12) ή σε 8640 μέρη (720Χ12).
Μέτρηση βάρους
μικρών αντικειμένων
Για τα μικρά
αντικείμενα οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν ως όργανο μέτρησης βάρους το “ζύγιν” (ζυγός). Ο ζυγός αυτός
αποτελείτο από μία στενόμακρη μεταλλική ή σπανιότερα ξύλινη ράβδο (βραχίονας).
Στα δύο άκρα της ράβδου βρίσκονταν, κρεμασμένοι από τρεις αλυσίδες, ανά ένας,
συνήθως, μεταλλικός δίσκος (πλάστιγξ). Στο κέντρο της ράβδου, εκεί όπου ο ζυγός
ισοζύγιζε, υπήρχε ένας χαλκάς ή ένα άγγιστρο, απ΄ όπου ο ζυγιστής (έμπορος,
κ.α.) μπορούσε να το κρατά ή να το κρεμά προκειμένου να το χρησιμοποιήσει. Στον
αριστερό δίσκο τοποθετούσαν τα πρότυπα βάρη (σταθμά) και στον δεξιό το
αντικείμενο προς ζύγιση (εμπόρευμα, κ.α.)
Μέτρηση βάρους μεγάλων αντικειμένων
Για τα μεγάλα βάρη οι Βυζαντινοι χρησιμοποιούσαν τον “κάμπανον” ή “στατήρα” (καντάρι). Το είδος αυτό του ζυγού λειτουργούσε σαν μοχλός, με το υπομόχλιό του να βρίσκεται στο σημείο στήριξης του (με χαλκά ή γάντζο). Από την μια υπήρχε ο σταθερός μοχλο-βραχίονας (μικρού μήκους) στον οποίο βρίσκονταν, κρεμασμένος είτε μεγάλος γάντζος ή μεταλλικός δίσκος κοίλου σχήματος (πλάστιγξ) για την τοποθέτηση του αντικειμένου προς ζύγιση, κι από την άλλη ο μοχλο-βραχίονας (μεγάλου μήκους) με υποδιαιρέσεις χαραγμένες για το κινούμενο αντίβαρο (πρότυπο βάρος). Η θέση του αντίβaρου, όταν ισορροπούσε ο ζυγός, προσδιόρίζε το βάρος του προς ζύγιση αντικειμένου (εμπόρευμα, κ.α.).
Πολλαπλάσια της βυζαντινής
“λίτρας”
Το “κετηνάριον”
που ισοδυναμούσε με 100 “λογαρικάς λίτρας” ή 32,56 κιλά. Στα αττικίζοντα βυζαντινά
κείμενα το “κετηνάριον” αναφέρεται με τις αρχαίες ονομασίες “τάλαντον” και “μνα”.
Από τα μέσα του 6ου αιώνα το “κετηνάριον” εισήχθη στο βυζαντινό
νομισματικό σύστημα και ισοδυναμούσε με 100 “λίτρες” χρυσού.
Ο “μόδιος”
αποτέλεσε μονάδα βάρους και όγκου δημητριακών, καθώς και εκτάσεως ορόσημης γης.
Στις μονάδες βάρους πολλαπλάσιου της λίτρας περιλαμβάνονται οι εξής “μόδιοι”: “Αννωνικός”
ή “σταυρικός μόδιος” που ισοδυναμούσε με 26,667 “λογαρικάς λίτρας” ή με 8,533
κιλά. Ο “Μοναστηριακός μόδιος” που ισοδυναμούσε με 32 “λογαρικάς λίτρας” ή
10,24 κιλά. Ο “Θαλάσσιος” ή “βασιλικός μόδιος” που ισοδυναμούσε με 40 “λογαρικάς
λίτρας” ή 12,8 κιλά. Ο “Μέγας μόδιος” ισοδυναμούσε με 4 “θαλασσίους μοδίους” ή
160 “λογαρικάς λίτρας” ή 51,2 κιλά. Ο “Πολιτικός μόδιος”
που ισοδυναμούσε με 18 “θαλασσίους μοδίους” ήτοι 720 “λογαρικάς λίτρας” ή 230,4
κιλά και εχρησιμοποιείτο συνήθως κατά τις εμπορικές συναλλαγές.
Βυζαντινές μονάδες μήκους
Το “μίλλιον” ισοδυναμούσε με 1387,5 μέτρα Το “στάδιον” ισοδυναμούσε με 185 μέτρα. Η απλή “οργυιά” ισοδυναμούσε με 1 μέτρο και 87 εκατοστά. Η “γεωμετρική” ή “βασιλική
οργυιά” αποτελούσε μονάδα μέτρησης καλλιεργήσιμων εδαφών και ισοδυναμούσε μέχρι
τις αρχές του 11ου αιώνα με 2 μέτρα και 10 εκατοστά, ενώ από την
εποχή του Μιχαήλ Δ’ με 2 μέτρα και 17 εκατοστά. Ο βυζαντινός “πήχυς” ισοδυναμούσε με 62,48 εκατ. του
μέτρου. Το “βήμα” ισοδυν αμούσε με
77,08 εκατ. του μέτρου. Ο βυζαντινός “πούς”
(πόδι) είχε μήκος από 31,23 εκατοστά του μέτρου. Η κοινή “σπιθαμή”, που αποτελούσε μέτρο καθημερινής χρήσης και ισοδυναμούσε
με 20, 8 εκατ. του μέτρου. Η “βασιλική” σπιθαμή αποτελούσε επίσημη μονάδα
μέτρησης μήκους και ισοδυναμούσε με τα 3/4 του “ποδός”, δηλ. με 23,4 εκατ. του
μέτρου. Το “δίμοιρον” ισοδυναμούσε
με 15,62 εκατ. του μέτρου. Ο “δάκτυλος”
ήταν η μικρότερη μονάδα μήκους και ισοδυναμούσε με το 1/16 του “ποδός”, δηλ. με
1,95 εκατ. του μέτρου
Βυζαντινές μονάδες επιφάνειας (έκτασης)
Ο “θαλάσσιος μόδιος” εκτός από μονάδα βάρους αποτελούσε και μονάδα μέτρησης εκτάσεων καλλιεργήσιμης γης. Στην περίπτωση αυτή ονομάζετο και “γεωμετρικός” ή “σπόριμος μόδιος”. Ο “θαλάσσιος μόδιος” ως μονάδα μέτρησης καλλιεργήσιμων εκτάσεων ισοδυναμούσε με 888 τετρ. μέτρα και 73 τετρ. εκατοστά. Υπήρχε και ένας μεγαλύτερος “θαλάσσιος μόδιος” που ισοδυναμούσε με 1279 τετρ. μέτρα και 78 τετρ. εκατοστά, ενώ από τον 14ο αιώνα και μετά ισοδυναμούσε με 1 “στρέμμα”.
Το “σχοινίον” ή “σοκάριον” ή “σχοινομέτριον”
για την μέτρηση των αμπελώνων ή των εύφορων εδαφών. Μέχρι τις αρχές της τρίτης
δεκαετίας του 11ου αιώνα, ισοδυναμούσε με 21 μέτρα και 10 εκατοστά.
Επί αυτοκράτορα Μιχαήλ Δ’ του Παφλαγόνος (1034 -1041) το μήκος του “σχοινίου”
αυξήθηκε σε 21 μέτρα και 70 εκατοστά. Κατά τις ίδιες χρονικές περιόδους κατά
την μέτρηση πτωχών (άγονων) εδαφών το “σχοινίον” ισοδυναμούσε με 25 μέτρα και
32 εκατοστά ή σε 26 μέτρα και 04 εκατοστά αντίστοιχα.
Το “εποπτικόν σχοινίον” ήταν το “σχοινίον”
που εχρησιμοποιείτο από τους επόπτες καλλιεργήσιμης γης. Το “γεωμετρικόν σχοινίον” ισοδυναμούσε με
το 1/2 του “θαλασσίου μοδίου”. Για τα εύφορα εδάφη με 445 τετρ. μέτρα και 21
τετρ. εκατοστά μέχρι τις αρχές του 11ου αιώνα και από την εποχή του
Μιχαήλ Δ’ και μετά, με 471 τετρ. μέτρα και 89 τετρ. εκατοστά. Κατά τις ίδιες
χρονικές περιόδους κατά την μέτρηση πτωχών (άγονων) εδαφών το “σχοινίον”
ισοδυναμούσε με 641 τετρ. μέτρα και 10 τετρ. εκατοστά ή σε 678 τετρ. μέτρα
αντίστοιχα.
Η “λογαρική λίτρα” ή απλώς “λίτρα” ως μονάδα εκτάσεων ισοδυναμούσε με το
1/40 του “θαλασσίου μοδίου” δηλ. με 22 τετρ. μέτρα και 22 τετρ. εκατοστά.
Βυζαντινές μονάδες όγκου και χωρητικότητας
Ο “μόδιος” ή το “μόδιν” ήταν ένα στρογγυλό ξύλινο δοχείο που το
χρησιμοποιούσαν ως μετρική μονάδα, κυρίως δημητριακών. Ισοδυναμούσε με 8 “λογαρικάς
λίτρας”. Το “χοινίκιν” ή “σοινίκιν”
ήταν ογκομετρικό δοχείο που διαιρούνταν σε δύο “ημιχοίνικα” και ισοδυναμούσε με
1,25 μοδίους, δηλ. με 10 “λογαρικάς λίτρας”. Το βυζαντινό “μέτρον” ήταν δοχείο που αποτελούσε βασική μετρική μονάδα τόσο των
υγρών, όπως του οίνου, όσο και των στερεών, όπως των δημητριακών κ.α. Ήταν
επίσης γνωστόν ως “μιστάτον” ή “μίτρον”.
Υπήρχαν πολλοί τύποι βυζαντινού μέτρου, όπως: Το “θαλάσσιον μέτρον” ως η βασική
μονάδα μέτρησης των υγρών από τον 9ο αιώνα και μετά. Συνήθως
ονομαζόνταν απλώς “μέτρον” και ισοδυναμούσε με 30 “λογαρικάς λίτρας” λευκού
οίνου ή 32 “λογαρικάς λίτρας” ύδατος ή 10,25 λίτρα.
Το “μοναστηριακόν μέτρον” που
ισοδυναμούσε με 25 “λογαρικάς λίτρας” ή 8,5 λίτρα. Το “ελαϊκόν μέτρον” ή “μέτρον
ελαίου” που ήταν ισοδύναμο με το “μοναστηριακόν μέτρον”. Το “αννωνικόν μέτρον” που ισοδυναμούσε με
τα 2/3 του “θαλασσίου μετρου” ή 6,8 λίτρα. Το “μέτρον” αυτό πήρε την ονομασία
του από τον “αννώνα”, όπως
ονομάζονταν το βοήθημα σε τρόφιμα που παρείχε κάθε χρόνο ο αυτοκράτορας στους
άπορους πολίτες. Το “μεγαρικόν” ή “μαγαρικόν”
ή “μαδαρικόν μέτρον” ισοδυναμούσε με 6 “θαλασσίους μοδίους” ή 240 “λογαρικάς
λίτρας” ή 102, 503 λίτρα. Ήταν μεγάλο πήλινο δοχείο που κατασκευάστηκε πιθανώς
για πρώτη φορά στα Μέγαρα απ’όπου πήρε και το όνομα του. Στα βυζαντινά κείμενα
αναφέρεται μαζί με τους πίθους.
Το “βασιλικόν κάλαθον” που αναφέρεται σε βυζαντινό κείμενο του 1339
πρόκειται πιθανώς για “μεγαρικόν μέτρον” δημητριακών. Συνηθίζονταν, κατά τις
εμπορικές συναλλαγές, η αξία των εμπορευμάτων να αποτιμάται σε “μεγαρικά” πλήρη
μελιού, οίνου ή δημητριακών. Κατά τον 12ο αιώνα ο τελωνειακός φόρος
στην Κωνσταντινούπολη ορίζονταν με βάση την αξία του “μεγαρικού”. Η “μίνα” ήταν μικρή μονάδα χωρητικότητας
που ισοδυναμούσε με 3 “λογαρικάς λίτρας” ή 1,023 λίτρα. Το “λαγήνιον” και ο “βίκος” ήταν μικρά πήλινα δοχεία μέτρησης υγρών. Το “λαγήνιον”
προορίζονταν για την μέτρηση του ελαίου και ο “βίκος” για την μέτρηση του
οίνου. Η χωρητικότητά τους δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί, διότι
χρησιμοποιήθηκαν σε διαφορετικές περιοχές και χρονικές περιόδους. Τα αγγεία τα οποία
μεταχειρίζονταν οι βυζαντινοί για να πίνουν κρασί ονομάζονταν “ποτήρια” αλλά το κυριότερο ποτήρι, το
πιο κατάλληλο για κρασί, λεγόταν “καύκος”
ή καυκίον”.
Μετρολογικά[4] χαρακτηριστικά των βυζαντινών νομισμάτων
Στη χιλιόχρονη και πλέον διάρκεια της
Βυζαντινής αυτοκρατορίας το νόμισμα που επικράτησε στις εμπορικές συναλλαγές
της Μεσογείου ήταν το χρυσό νόμισμα που χαρακτηρίζετο για την διάρκεια και την
σταθερότητα του.
Το χρυσό νόμισμα υποδιαιρείτο σε ασημένια “μιλιαρήσια”
και χάλκινες “φόλλεις”, στη μια όψη έφερε την μορφή του βυζαντινού αυτοκράτορα,
συμβολίζοντας έτσι τη δύναμη και το κύρος της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η
περιεκτικότητα των νομισμάτων σε χρυσό ανέρχετο στα 22 – 24 καράτια, δείχνοντας
έτσι την ανάπτυξη των εμπορικών συναλλαγών.
Σημειωτέον ότι η μονάδα βάρους “καράτι(ον)”
που μετρά την καθαρότητα του χρυσού σε κράματα χρυσού, καθώς και το βάρος των
πολυτίμων λίθων, πήρε την ονομασία της από την βυζαντινή μονάδα βάρους “κεράτιον”
(βλέπε “υποδιαιρέσεις της λίτρας”).
Από τις αποτυπωμένες ενδείξεις πάνω στην επιφάνεια των νομισμάτων υποδηλώνεται ότι οι διαδικασίες του ποιοτικού ελέγχου παραγωγής ήταν ιδιαίτερα συστηματικές. Ήδη από τα μέσα του 3ου αιώνα καθιερώνεται στις περισσότερες νομισματικές εκδόσεις η αναγραφή δηλωτικών γραμμάτων του νομισματοκοπείου και των επιμέρους εργαστηρίων.
Οι μεταρρυθμίσεις του έτους 368, που προέβλεπαν τη μέγιστη δυνατή καθαρότητα μετάλλου για τα χρυσά και αργυρά νομίσματα, είχαν αντίκτυπο και στους τύπους. Ως πρώτη ύλη χρησιμοποιούνταν πλέον ράβδοι χρυσού με τίτλο 0,995, και στο νόμισμα χαρασσόταν το διακριτικό “CONΟΒ” που σήμαινε “CONstantinopoli OBryziacus”, δηλ. “σόλιδος” από καθαρό χρυσό κομμένος στην Κωνσταντινούπολη. Το ΟΒ(ρύζον) αργότερα ερμηνευόταν ως το αριθμητικό 72, καθώς τόσοι “σόλιδοι” κόβονταν από μία λίτρα χρυσού. Κάτι ανάλογο συνέβαινε και με τον άργυρο.
Το 498 μπορεί να θεωρηθεί ως η αρχή του βυζαντινού νομίσματος. Δημιουργείται ο “φόλλις” που ήταν ένα βαρύ χάλκινο νόμισμα. Η επιτυχία του βρισκόταν στο γεγονός ότι το νέο νόμισμα παρείχε μια αξιοπιστία που οφειλόταν στο γεγονός ότι, αφού δεν επιδεχόταν καμία αλλοίωση στη σύνθεσή του, κάτι πολύ ευάλωτο στην περίπτωση του κράματος που είχε καθιερωθεί στην κοπή νομισμάτων κατά την προηγούμενη περίοδο. Το διαφορετικό βάρος, ωστόσο, ορισμένων στυλιστικών ομάδων οφείλονταν μάλλον στη σταδιακή μείωση των τιμών σε προϊόντα καθημερινής κατανάλωσης ή στην ταυτόχρονη κυκλοφορία “φόλλεων” διαφορετικού βάρους και επομένως διαφορετικής αξίας, σύμφωνα με τις ανάγκες της αγοράς και τις τρέχουσες τιμές των διαφόρων προϊόντων. Για παράδειγμα, κατά την περίοδο της βασιλείας του Θεόφιλου στην Κόρινθο και στη Θήβα κυκλοφορούν σχεδόν αποκλειστικά “φόλλεις” δύο συγκεκριμένων στυλιστικών ομάδων, το θεωρητικό βάρος των οποίων είναι μικρότερο από το βάρος άλλων ομάδων που απουσιάζουν παντελώς από την περιοχή. Οι στυλιστικές αυτές ομάδες έχουν ωστόσο εντοπιστεί και σε άλλα μέρη της αυτοκρατορίας, όπως στην ίδια την πρωτεύουσα, στη Μ. Ασία, στα Βαλκάνια, ακόμη και στη μακρινή Γεωργία. Η σχεδόν αποκλειστική κυκλοφορία τους στην Κόρινθο και γενικά στην Πελοπόννησο και στην Κεντρική Ελλάδα πιθανώς είναι ενδεικτική για ένα χαμηλότερο κόστος ζωής στην περιοχή από ό,τι σε άλλες περιοχές.
Από
τα τέλη του 5ου αιώνα παρατηρείται εξέλιξη στον τρόπο ποιοτικού ελέγχου της
ετήσιας παραγωγής του χάλκινου νομίσματος, η κοπή του οποίου δεν προστατευόταν,
όπως των χρυσών νομισμάτων, από ειδικές νομοθετικές διατάξεις. Σημειώνονται εναλλαγές
διακοσμητικών στοιχείων πάνω από το δηλωτικό γράμμα της νομισματικής αξίας του
οπισθότυπου ή και εκατέρωθεν αυτού. Μετά το 537 (δηλ. κατά το 12ο έτος
βασιλείας του Ιουστινιανού) χαράσσεται επίσης και το έτος της βασιλείας που
συντελείται η συγκεκριμένη κοπή. Από τον
Αναστάσιο Α΄(491-518) μέχρι τα μέσα του 8ου αιώνα, οι χρυσές
νομισματικές εκδόσεις αποτελούνται από τον “σόλιδο” που ισούται με 1/72 της “λίτρας”, δηλ. 4,55
γραμμάρια, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Οι
υποδιαιρέσεις αυτού ήταν το “σεμίσσιο” και το “τρεμίσσιο”, που αντιστοιχούσαν στο 1/2 και το 1/3 του “σόλιδου”
αντίστοιχα.
Διαφορετικά
εικονογραφικά στοιχεία-σύμβολα, καθώς και άλλες λεπτομερείς στη χάραξη της
παράστασης, σε συνδυασμό με στυλιστικές διαφοροποιήσεις δήλωναν την προέλευση
του νομίσματος. Για παράδειγμα, η απουσία του δηλωτικού γράμματος του
εργαστηρίου και κυρίως η προσθήκη ενός δεύτερου αστερίσκου στο πεδίο του
οπισθότυπου είναι οι κύριες διαφοροποιήσεις των χρυσών “σόλιδων” της
Θεσσαλονίκης από τα αντίστοιχα νομίσματα της Κωνσταντινούπολης, στις αρχές του
6ου αιώνα.
Τα διακοσμητικά θέματα που προστίθενται πάνω
και κάτω από τη θρησκευτική επιγραφή της οπίσθιας όψης των ανώνυμων “φόλλεων”
της περιόδου 976-1035 και των αργυρών κοπών του 10ου και 11ου αιώνα φαίνεται ότι
αποτελούν με τη σειρά τους μυστικά σύμβολα ποιοτικού ελέγχου μιας συγκεκριμένης
σειράς εκδόσεων. Την ίδια ερμηνεία επιδέχονται και οι μικρές εικονογραφικές
αποκλίσεις στα χρυσά νομίσματα του Βασιλείου Β', οι οποίες αφορούν στην απόδοση
και διακόσμηση του φωτοστέφανου του Ιησού, του αυτοκρατορικού ενδύματος και του
τύπου του πατριαρχικού σταυρού που κρατούν ανάμεσα τους οι δύο συναυτοκράτορες.
Παρόμοιες παρατηρήσεις έχουν γίνει και για τη
νομισματοκοπία του 12ου αιώνα. Κατά τον 13ο και πρώιμο 14ο αι. τα “υπέρπυρα” αλλά
και οι ασημένιες και οι χάλκινες νομισματικές εκδόσεις εμφανίζουν μεγάλη
ποικιλία παραπληρωματικών συμβόλων, όπως σταυρούς, αστερίσκους, γράμματα και μονογραφήματα
τα οποία υποδηλώνουν πολύπλοκο σύστημα νομισματοκοπίας. Στο Κλητορολόγιο
του Φιλόθεου συναντούμε τον “άρχοντα του χρυσοχείου”, τον υπεύθυνο
δηλαδή υπάλληλο για το λιώσιμο των μετάλλων. Αλλού συναντούμε τον “χρυσοεψητή”,
ο οποίος ταυτίζεται με τον “άρχοντα του χρυσοχείου” και το αξίωμα του “ζυγοστάτου”,
του ελεγκτή της ποιότητας και του ελέγχου βάρους των νομισμάτων.
Στα χρόνια της βασιλείας του νικηφόρου Φωκά (963-969) εμφανίζεται ένα νέο χρυσό νόμισμα, το λεγόμενο “τεταρτηρό” ίδιο σε σχήμα και εμφάνιση με το κανονικό νόμισμα αλλά λίγο ελαφρύτερο από αυτό. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο αυτής της περιόδου είναι ότι ύστερα από 7 αιώνες περίπου το παραδοσιακό χρυσό βυζαντινό νόμισμα, ο “κωνσταντίνιος σόλιδος”, χάνει το κύριο χαρακτηριστικό του γνώρισμα, την καθαρότητα των 24 καρατίων σε πολύτιμο μέταλλο. Από τη βασιλεία του Αλεξίου Α΄ (1081-118) μέχρι το τέλος του 13ου αιώνα. Σημείο έναρξης αυτής της περιόδου θεωρείται η μεγάλη νομισματική μεταρρύθμιση του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού το 1092. Το “υπέρπυρο” παίρνει τη θέση του παλιού νομίσματος του λεγόμενου “ιστάμενον”. Έχει το βάρος του παλιού νομίσματος αλλά η καθαρότητα σε πολύτιμο μέταλλο είναι μικρότερη. Το πρώτο είναι τραχύ, από ήλεκτρο, ένα νόμισμα από κράμα χρυσού και αργύρου. Το δεύτερο είναι το τραχύ από κράμα, ένα νόμισμα από κράμα χαλκού και αργύρου. Το 1294 ο Ανδρόνικος Β΄ και ο Μιχαήλ Θ΄ καθιερώνουν το λεγόμενο “βασιλικό νόμισμα” το οποίο είναι ίδιο με τα ασημένια “δουκάτα”. Αποτελείται από καθαρό ασήμι και έχει επίπεδο σχήμα. Την περίοδο 1330-1340 το βάρος του νομίσματος αυτού ελαττώνεται και τον 14ο αιώνα τη θέση του την παίρνει ένα καινούργιο αργυρό νόμισμα το “σταυράτο”. Ταυτόχρονα συνεχίζουν να κυκλοφορούν νομίσματα από κράμα και χάλκινα. Επιπλέον τα νομίσματα φέρουν στοιχεία τα οποία υποδηλώνουν συστηματικό και εξελιγμένο ποιοτικό έλεγχο της νομισματικής παραγωγής.
Ο αυστηρός ποιοτικός έλεγχος
παραγωγής και διακίνησης του βυζαντινού νομίσματος συνεπάγεται οργανωμένη
μεθόδευση αποτροπής αισχροκερδείας και διαφθοράς του νομίσματος εκ μέρους των
πολιτών. Άλλωστε οι γραπτές πηγές επιβεβαιώνουν παρόμοιες μεθοδεύσεις καθ’ όλη
τη διάρκεια της αυτοκρατορίας. Το “Βιβλίο του Έπαρχου” για παράδειγμα αναφέρει
ότι οι τραπεζίτες της πρωτεύουσας κατά το 10ο αιώνα δε θα
πρέπει “ξέειν ή τέμνειν ή παραχαράττειν” τα νομίσματα. Στα τέλη του 11ου αιώνα ο
Κεκαυμένος αποτρέπει το φτωχό πολίτη να γίνει πλούσιος εμπλεκόμενος σε
πολυκερδείς τεχνικές, δηλαδή “παραχαράσσειν” και “ψαλιδίζειν” τα νομίσματα και
“φαρσογραφείν” και “βούλας επισφραγίζειν και τα τούτοις όμοια”.
Η πιο κοινή πρακτική
αισχοκέρδειας εκ μέρους των πολιτών ήταν το “ψαλίδισμα” της περιφέρειας των
νομισμάτων. Σε πάπυρο του 4ου αιώνα μαθαίνουμε
ότι ο πολίτης Ευδαίμων προσκαλεί στο σπίτι το φίλο του Λογγίνο και του
παραγγέλλει να φέρει μαζί την ύαλο- προφανώς ειδικό κοπίδι με ενσωματωμένο
κρύσταλλο στην κόψη του, ,ώστε να προβούν στην περικοπή νομισμάτων.
Το
κράτος προφανώς από πολύ νωρίς θέσπισε αυστηρούς νόμους για την αντιμετώπιση
του προβλήματος. Στο “Θεοδοσιανό Κώδικα” διασώζεται νόμος του Κωνσταντίνου Α΄ ο
οποίος ως τιμωρία του σχετικού παραπτώματος καθορίζει την ποινή του θανάτου,
ποινή η οποία επιβάλλεται επίσης και σε όποιον διοχετεύσει στην αγορά πλαστές
απομιμήσεις “σόλιδων”. Επίσης ο ίδιος κώδικας μας πληροφορεί ότι ο αυτοκράτορας
Ιουλιανός το 363 δημιούργησε ειδική τάξη δημοσίων λειτουργών σε κάθε πόλη, τους
“ζυγοστάτες” (υπευθύνους ποιοτικού
ελέγχου) με κύριο μέλημα την επιδίκαση διαφορών που προέκυπταν μεταξύ
συναλλασσομένων από υποψίες μείωσης του μεγέθους των νομισμάτων. Παρόμοιες
διευθετήσεις εντοπίζονται στον “Ιουστινιάνειο Κώδικα”, σύμφωνα με τον οποίο η
παραχάραξη του χρυσού νομίσματος εξισώνεται με το παράπτωμα της εσχάτης
προδοσίας, καθώς και σε μεταγενέστερες νομοθετικές διατάξεις.
Ο μοναχός έμπορος Κοσμάς Ινδικοπλεύστης περιγράφει τον 6ο αιώνα το βυζαντινό νόμισμα ως θείο δώρο και το χαρακτηρίζει ως διεθνή νομισματική μονάδα της εποχής του, κατάλληλης για τη διεκπεραίωση μεγάλων εμπορικών συναλλαγών: «Έτερον δέ σημεϊον δυναστείας των 'Ρωμαίων δ αυτοίς κεχάρισται ό Θεός, λέγω δη δη εν τω νομίσματι αυτών εμπορεύονται πάντα τα έθνη καί εν παντί τόπω απ' άκρου γης εως άκρου γης δεκτόν εστί, θαυμαζόμενον παρά παντός ανθρώπου καί πάσης βασιλείας, όπερ ετέρα βασιλεία ούχ υπάρχει το τοιούτο».
Ζυγοστάτης (υπεύθυνος ποιοτικού ελέγχου).
Η πολύ μεταγενέστερη κατάθεση του Μεσαρίτη
δείχνει ότι ακόμη και στα τέλη του 12ου αιώνα το βυζαντινό νόμισμα είχε κύρος
και δύναμη <<... ες άπασαν εγκεχαραγμένος διασκίδονται την ύφ'
ηλιον..>>
Η μετρολογική αρμονία στα βυζαντινά οικοδομήματα
Τον κύριο ρόλο στην κατασκευή ενός
οικοδομήματος έπαιζαν οι “μηχανοποιοί” , οι οποίοι ήταν κάτι ανάλογο των
σημερινών πολιτικών μηχανικών και αρχιτεκτόνων, ήταν, δηλαδή, οι άνθρωποι που
σχεδίαζαν τη μορφή της κατασκευής. Την υλοποίηση των σχεδίων του “μηχανοποιού”
αναλάμβανε ο “επιστάτης” ή “εργολάβος”, υπεύθυνος για την ολοκλήρωση της
οικοδομής.
Οι απλοί τεχνίτες, όπως ήταν οι οικοδόμοι, οι λιθοξόοι, οι ξυλουργοί και οι “χρίστες”, δηλαδή αυτοί που έβαφαν τους τοίχους, ήταν οργανωμένοι σε συντεχνίες ή “συνεργεία”, που συχνά ταξίδευαν για να αναλάβουν ένα έργο. Επικεφαλής του “συνεργείου” ήταν ο “πρωτομάστορας”, ο οποίος καθοδηγούσε τους “μαθητάδες”. Οι ξυλουργοί διακρίνονται σε “λεπτουργούς” (ξυλογλύπτες) και “τέκτονες” (ξυλουργούς).
ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 16.5.2023.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
1. Κίμων Εμμ. Πλακογιαννάκης, “Δημόσιος και
Ιδιωτικός βίος και πολιτισμός των βυζαντινών, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2006.
2. Ειρήνη-Σοφία Κιαπίδου, Ἡ Σύνοψη Ἱστοριῶν
τοῦ Ἰωάννη Σκυλίτζη καὶ οἱ πηγές της (811‐1057).
Συμβολὴ στὴ βυζαντινὴ ἱστοριογραφία κατὰ τὸν ΙΑ΄ αἰώνα, εκδ. Κανάκη, Αθήνα 2010.
3. Στράτος Θεοδοσίου – Μάνος
Δανέζης, “Στα χρόνια του
Βυζαντίου oι θετικοί επιστήμονες, ιατροί,
χρονολόγοι και αστρονόμοι”,εκδ.
Δίαυλος, Αθήνα 2010.
4. Βασιλική Πένα, “Βυζαντινό νομισματικό σύστημα: παραγωγή και κυκλοφορία”, (Η Ιστορική
Διαδρομή της Νομισματικής Μονάδας στην Ελλάδα), Ε.Ι.Ε, Αθήνα 2002.
5.Τρωϊανός Σπύρος, “Έγκλημα και
τιμωρία στο Βυζάντιο”, Ίδρυμα Γουλανδρή-Χόρν, Αθήνα 1997.
6. N. G. Wilson, “Οι λόγιοι στο Βυζάντιο”, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1991.
[1] Μετρολόγος είναι ο επιστήμων που ασχολείται με την
Μετρολογία, δηλ. τις μετρήσεις, τα όργανα μέτρησης, την αξιοπιστία των οργάνων
και των μετρήσεων, τις μονάδες μέτρησης και με ότι αφορά στον ακριβή και
αποδεκτό προσδιορισμό των τιμών των μεγεθών που προσδιοριίζουν τις ιδιότητες
των σωμάτων ή των συστημάτων
[2] ουγγιασμός = υπολογισμός με ουγγιές
[3] ‘‘Αρχαιολογική Εφημερίς‘‘, περίοδος Β’- τεύχος ΙΔ’ , 10 Απριλίου 1870.
[4] Βλ. υποσημ. 1.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook