Του Γιώργου Λεκάκη
Η αρχαία ελληνική λέξις αὐδή
(δωρ. αὐδά), σημαίνει ανθρωπινος ήχος, ανθρώπινη φωνή, λαλιά, ομιλία. Αναφέρεται
από τον Όμηρο ακόμη.[1]
Επίσης, σημαίνει λόγος, φήμη[2], χρησμός
(= φωνή θεού)[3], άσμα ή
ύμνος (προς τιμήν τινος)[4], κ.ά.
«Του θείου είσαι λειτουργός. Σοι έδωκε τον κλήρον
του κάλλους και του έαρος. Μελίρρυτος αυδή»
Κ. Καβάφης Ο Ποιητής και η Μούσα»
Η αυδή ετυμολογείται από το αρχαιοελληνικό
ρήμα αὐδάω[5].
Αυδή ελέγετο και ο ήχος «ὃν ἐξέπεμπε
τὸ ἄγαλμα τοῦ Μέμνονος»! Διότι για τους Έλληνες και τα αγάλματα είχαν φωνή –
αυδή, συμμετείχαν είχαν αλληλεπίδραση.[6]
Αυδή ήταν η ανθρώπινη εκπομπή ήχων / φθόγγων.
- Των θεών ελέγετο ὀμφή (= η θεϊκή φωνή)[7].
- Των
ζώων ελέγετο φωνή[8]. - ΔΙΑΒΑΣΤΕ επίσης: Γ. Λεκάκης "Μουσικής μύησις".
Από την ίδια ρίζα επίσης η αηδών(*) (στην εκτεταμένη μορφή αFηδ-), αυδάζομαι, αυδήεις (= αυτός που μιλά με ανθρώπινη φωνή), αυδώ, άναυδος (άφωνος, χωρίς φωνή), έναυδος, ἀναύδητος (= ανέκφραστος), αοιδός, αυδής (= ο έχων δυνατή φωνή, ο φωνακλάς), αλλά και ο Ησίοδος (Ησί-(Ϝ)οδος) και η Γαύδος (γαίας αυδή) > α(F)είδω, τα ύδη > υδέω, ύδω, ύδης, ὐδήεσσα (> ουδήεσσα)[**], Foδόv (γοδόν), Foδάν (γοδάν), αυγ- / αFεγ- (αύξω, aFέξω), κ.ά.
Από την αυδή τα σανσκριτικά (= σαν κρητικά) vad, va (= πνέω), ισπ. voz (= αυδή) > voice, ρίζα wed-, αρχ. ινδ. vadati (= μιλώ), λιθουανικά vadinu (= καλώ, ονομάζω) > udita και εν τέλει l'audio και aigu (γαλλ.), audio, áudio (πορτ.), κλπ.Αυδή ελέγετο και ο οξύς ήχος ή
η κλαγή της νευράς του τόξου, ο ήχος της σάλπιγγος[9], κλπ.
ΠΗΓΗ: LS, ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛIΤΙΣΜΟΥ, 15.6.2018.
[1] «ἀντίθετον τῷ ὀμφή, μέλιτος γλυκείων ῥέεν αὐδὴ» (Ομ. Ἰλ.
Α. 249).
Λέει ο ομηρικός υμνος «Εἰς Μούσας καὶ Ἀπόλλωνα»:
Μουσάων ἄρχωμαι Ἀπόλλωνός τε
Διός τε·
ἐκ γὰρ Μουσάων καὶ ἑκηβόλου Ἀπόλλωνος
ἄνδρες ἀοιδοὶ ἔασιν ἐπὶ χθονὶ
καὶ κιθαρισταί,
ἐκ δὲ Διὸς βασιλῆες· ὁ δ’ ὄλβιος,
ὅν τινα Μοῦσαι
φίλωνται· γλυκερή οἱ ἀπὸ
στόματος ῥέει αὐδή.
Χαίρετε τέκνα Διὸς καὶ ἐμὴν
τιμήσατ’ ἀοιδήν·
αὐτὰρ ἐγὼν ὑμέων τε καὶ ἄλλης
μνήσομ’ ἀοιδῆς.
[2] φήμη > Φήμιος. «ἔργων ἀΐοντες αὐδὴν», «κάκιστ' αὐδώμενος» (= η
χειρότερη φήμη) - Σοφ. Ο. Κ. 240, Εὐρ. Ἱκ. 600, Ἱππ. 567.
[3] Εὐρ. Ι. Τ. 976.3. Την συναντάμε και στους σιβυλλικούς
χρησμούς:
«νερτερίοις
ψυχὰς καὶ πνεῦμα καὶ αὐδήν» […] «οὐδέ σφιν δακρύων κόρος ἔσσεται οὐδὲ μὲν αὐδή».
[4] Πινδ. Ν.9.10.
[5] Αυδάω = βγάζω φωνή, μιλώ, φθέγγομαι, λέγω, εκφωνώ,
διακηρύττω, απευθύνομαι, πλησιάζω, επικαλούμαι έναν θεό, παραγγέλλω, διατάσσω, απαγορεύω
καλώ, ονομάζω, εννοώ - αόρ. αʹ ηὔδησα, παρατ.
ηὐδᾶτο.
[6] Ἐπιγραμμ. Ἑλλ. 990.7. Θυμηθείτε:
- τον μύθο του Πυγμαλίωνος και της Γαλάτειας.
- Το παραδοσιακό παιδικό παιγνίδι των Ελληνόπουλων «Τα αγαλματάκια».
- Αλλά και τους λαϊκούς στίχους «με το άγαλμα στον δρόμο προχωρήσαμε»
(Λευτ. Παπαδόπουλος), «μου γελούν τ’ αγάλματα» (Γ. Λεκάκης), κλπ.
[7] Εξαιρούνται η Καλυψώ και η Κίρκη («θεὸς αὐδήεσσα»[**] = θεά που χρησιμοποιεί την γλώσσα των θνητών).
[9] Εὐρ. Ρῆσ. 989.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook