Τo ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ του Λουις Μπουνιουελ από τις 12.10.2023 σε ΨΗΦΙΑΚΑ ΑΠΟΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΗ ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΗ στους ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥΣ από την NEW STAR
Μια ταινία που βαδίζει δεξιοτεχνικά στο μεταίχμιο μεταξύ κωμωδίας και τραγωδίας
Ένα κατόρθωμα, ένας θρίαμβος από έναν σκηνοθέτη που χειρίζεται δεξιοτεχνικά τα πιο απίθανα μπλεξίματα και αντιφάσεις.
Είναι πολύ αστεία, αλλά να θυμάστε: Με τον Μπουνιουέλ, γελάς μόνο όταν πονάει…
«Τόσο συχνά βρισκόμαστε σε περίπλοκα σταυροδρόμα, που οδηγούν σε άλλα σταυροδρόμια, σε όλο και πιο φανταστικούς λαβύρινθους. Κάπως πρέπει να διαλέξουμε δρόμο» - ΛΟΥΙΣ ΜΠΟΥΝΙΟΥΕΛ
«Η παραγωγή οπτικά είναι εκθαμβωτική. Το καστ μεγάλο και πρώτης τάξης, αλλά η παρουσία που μας καταπλήσσει περισσότερο είναι ο γερο-δάσκαλος, έξω απ’ την οθόνη, που δοκιμάζει ανελέητα την λογική μας και το χιούμορ μας» - New York Times.
ΒΡΑΒΕΙΑ
New York Film Festival – 1974
ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ ΤΑΙΝΙΑ
National Board of Review
1974
ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ ΤΑΙΝΙΑ
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
Σκηνοθεσία: Luis
Buñuel
Σενάριο: Luis Buñuel, Jean-Claude
Carrière
Παραγωγή: Ulrich Picard, Serge
Silberman
Φωτογραφία: Edmond Richard
Με τους: Adriana
Asti, Julien Bertheau, Jean-Claude Brialy, Adolfo Celi, Michel
Piccoli,
Monica Vitti
ΣΥΝΟΨΗ
Η υπόθεση δεν έχει πολύ σημαντικό ρόλο και καμία ιστορία δεν ολοκληρώνεται. Τα γεγονότα που παρακολουθούμε πολλές φορές είναι εξωφρενικά, γκροτέσκα και κωμικά αλλά παρουσιάζονται με μεγάλη φυσικότητα, χωρίς να σχολιάζονται ποτέ. Αν προσπαθήσουμε να εκλογικεύσουμε όσα βλέπουμε στην ταινία, θα χάσουμε το νόημα. Η εικόνα είναι αυτή που έχει σημασία. Αυτή είναι και η ομορφιά της ταινίας: οι εικόνες είναι εκεί και απλώς υπάρχουν, ανοιχτές σε πολλές και διαφορετικές αναγνώσεις.
TRAILER NEW STAR.
LINK FLICKR για ΑΦΙΣΕΣ / ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ / BANNER
Η ΤΑΙΝΙΑ
Ένα γεγονός που απεικονίζεται στον πίνακα του Γκόγια «3 Μαΐου 1808», ζωντανεύει: Ισπανία, 1808. στρατιώτες του Ναπολέοντα εκτελούν μια ομάδα επαναστατών, που δεν θέλουν τη γαλλική κυριαρχία και την «ελευθερία» που τους επιβάλλεται. Πριν πεθάνουν φωνάζουν «Κάτω η ελευθερία». Μεταφερόμαστε στη σημερινή εποχή. Γαλλία. Παρακολουθούμε μια σειρά από ασύνδετα, παράδοξα, τυχαία, και, πολλές φορές, κωμικά γεγονότα στη ζωή των αστών. Ένας άντρας φαίνεται να πουλάει πορνογραφικά καρτ-ποστάλ σε κοριτσάκια, τα οποία όμως τελικά απεικονίζουν αξιοθέατα. Στην εξοχή, στρατιώτες επιδίδονται στο κυνήγι αλεπούς! Σε ένα επαρχιακό ξενοδοχείο, μια νοσοκόμα παίζει χαρτιά με μια παρέα καλόγερων, που χρησιμοποιούν εκκλησιαστικά αντικείμενα για μάρκες! Στο ίδιο ξενοδοχείο, άλλοι φιλοξενούμενοι είναι αιμομίκτες και σαδομαζοχιστές. Πίσω, στο Παρίσι, ένα κοριτσάκι αγνοείται ενώ βρίσκεται συνέχεια δίπλα στους γονείς του, ένας ελεύθερος σκοπευτής που σκοτώνει περαστικούς αθωώνεται από το δικαστήριο…. Ακόμα, σε ένα επίσημο δείπνο σε ένα αστικό σπίτι, οι καλεσμένοι κάθονται πάνω σε λεκάνες τουαλέτας χωρίς να τρώνε και πάνε για φαγητό στον καμπινέ-κουζίνα! Ένας επιθεωρητής της αστυνομίας δέχεται ένα τηλεφώνημα από το φάντασμα της νεκρής αδελφής του ενώ, αλλού, διαδηλωτές που φωνάζουν «Κάτω η ελευθερία» δέχονται τα πυρά της αστυνομίας…
Η πιο αντισυμβατική ταινία του Buñuel, Το φάντασμα της ελευθερίας είναι ένα σουρεαλιστικό «διαμάντι». Μέσα από την ασύνδετη αφήγηση και τον παραλογισμό, ο σκηνοθέτης αυτή τη φορά ερευνά όχι μόνο τις κοινοτυπίες της καθημερινής ζωής των αστών αλλά και πώς αυτές αποτελούν ένα είδος πλασματικής ελευθερίας, η οποία καταπιέζει την πραγματική φύση των ανθρώπων.
Μετά την επιτυχία της Διακριτικής γοητείας της μπουρζουαζίας, ο Buñuel είχε την ελευθερία να κάνει όποια ταινία ήθελε. Με συνεργάτες και πάλι τους Silberman-Carrière στην παραγωγή και το σενάριο αντίστοιχα, ο Buñuel γυρίζει άλλον έναν θρίαμβο ενάντια στην αστική ηθική, Το φάντασμα της ελευθερίας. Η ταινία, από την πιο ώριμη περίοδο του έργου του, συνοψίζει όλα τα θέματα που τον απασχολούσαν για πάνω από 30 ταινίες: εκκλησία, αστική συμβατικότητα, έμφυτες καταπιεσμένες ορμές, στρατός, εξουσία, δικαιοσύνη…
Η δομή της αφήγησης είναι πρωτότυπη και απρόβλεπτη. Ο θεατής βιώνει μια ακόμη μεγαλύτερη αίσθηση ασυνέχειας από προηγούμενες ταινίες του Buñuel, μια αίσθηση αφηγηματικής «ελευθερίας», η οποία, και αυτή, όπως και η αστική «ελευθερία», είναι απλώς ένα φάντασμα… Τα γεγονότα έχουν επεισοδιακό χαρακτήρα και, για τη μεταφορά μας από το ένα συμβάν στο άλλο, αποφεύγεται το μοντάζ. Αντίθετα, με έναν πανέξυπνο τρόπο, που εντείνει το τυχαίο των καταστάσεων, η κάμερα ακολουθεί τους διάφορους χαρακτήρες από το ένα αφηγηματικό κομμάτι στο άλλο, χρησιμοποιώντας τους ως «συνδετικούς κρίκους». Η υπόθεση δεν έχει πολύ σημαντικό ρόλο και καμία ιστορία δεν ολοκληρώνεται. Τα γεγονότα που παρακολουθούμε πολλές φορές είναι εξωφρενικά, γκροτέσκα και κωμικά αλλά παρουσιάζονται με μεγάλη φυσικότητα, χωρίς να σχολιάζονται ποτέ. Αν προσπαθήσουμε να εκλογικεύσουμε όσα βλέπουμε στην ταινία, θα χάσουμε το νόημα. Η εικόνα είναι αυτή που έχει σημασία. Αυτή είναι και η ομορφιά της ταινίας: οι εικόνες είναι εκεί και απλώς υπάρχουν, ανοιχτές σε πολλές και διαφορετικές αναγνώσεις.
Ωστόσο, μπορούμε να διακρίνουμε στην ταινία πολλά στοιχεία που επαναλαμβάνονται σε όλο το έργο του Buñuel. Εδώ, η καυστική σάτιρα και η ειρωνεία τσακίζουν κόκαλα: οι καλόγεροι είναι ιερόσυλοι και χαρτόμουτρα, οι αστυνομικοί δεν διαφέρουν από κακομαθημένα σχολιαρόπαιδα, η συγκαταβατικότητα της αστικής συμπεριφοράς φτάνει στο σημείο να αγνοεί το εμφανές (το κοριτσάκι που αγνοείται), οι στρατιώτες έχουν τον πόλεμο για σπορ, η ομαλότητα των ανούσιων τυπικών και της ευγένειας κρύβουν το σεξουαλικό βίτσιο ενώ και οι ανθρώπινες φυσικές ανάγκες αντιστρέφονται, για να δείξουν τη γελοιότητα της αστικής κοσμιότητας. Μέσα από όλα αυτά τα σουρεαλιστικά συμβάντα, ο Buñuel αμφισβητεί για άλλη μια φορά αυτή την επίφαση ελευθερίας που έχει «στοιχειώσει» την αληθινή ανθρώπινη φύση, με τη μορφή των αυστηρών ηθικών κανόνων από την εκκλησία, την εξουσία, την αστική κοινωνία.
Στο Φάντασμα της ελευθερίας ο «δαιμόνιος» Buñuel δεν αφήνει κανέναν από αυτούς τους κανόνες έξω από τη σουρεαλιστική, κωμική κριτική του. Οι αστοί είναι για γέλια, η ζωή είναι απρόβλεπτη, η κοινωνία αποτελείται από παράλογους, καταπιεστικούς και παρακμιακούς θεσμούς. Φαίνεται λοιπόν δίκαιο, όταν οι σημερινοί διαδηλωτές φωνάζουν «Κάτω η ελευθερία», όπως οι Ισπανοί πριν από δύο αιώνες, ενάντια στην ψεύτικη ελευθερία που προτείνεται σε κάθε εποχή από τους εξουσιαστικούς θεσμούς.
Ο ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ
Ο πατέρας του σουρεαλιστικού κινηματογράφου, Luis Buñuel Portolés, γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου 1900, στην
Ισπανία. Μεγάλωσε σε μια μικρή επαρχιακή κοινωνία, τόσο κλειστή, παραδοσιακή
και θρησκόληπτη, που ο ίδιος την αποκαλούσε «μεσαιωνική». Μέλος πολύ
ευκατάστατης οικογένειας, έλαβε από νωρίς αυστηρή καθολική μόρφωση. Σύντομα,
όμως, το ελεύθερο πνεύμα του και ο επαναστατικός του χαρακτήρας τον έκαναν να
αντιδράσει στον καθολικισμό -μια αντίδραση που θα συνεχιζόταν σε όλη του τη
ζωή.
Στο πανεπιστήμιο θα γίνει φίλος με
δύο μεγάλες μορφές της τέχνης, το ζωγράφο Salvador Dalí και τον ποιητή Federico
García Lorca. Αργότερα, θα μετακομίσει στο Παρίσι, όπου θα εργαστεί στον
κινηματογράφο και μάλιστα θα μαθητεύσει δίπλα στον Ζαν Επστάιν. Το 1929 ήταν
χρονιά ορόσημο για τον Buñuel, καθώς, μαζί με τον Dalí, θα γυρίσουν το Un chien
andalou, μια ταινία απόλυτα σοκαριστική για τα ήθη της εποχής, με την οποία
γράψανε κινηματογραφική ιστορία. Ο Buñuel χρησιμοποίησε την εμμονή του με τα
όνειρα και δημιούργησε ένα συνειρμικό όσο και βλάσφημο σύμπαν, κάτι που θα
αναπαράγει σε όλες του τις ταινίες στο εξής. Με την ταινία αυτή οι σουρεαλιστές
τον υποδεχτήκανε πανηγυρικά στους κύκλους τους και ο Buñuel ανακηρύχτηκε ο
σημαντικότερος σουρεαλιστής σκηνοθέτης.
Από την πρώτη στιγμή ο Buñuel ήταν
ένας άθεος, «βλάσφημος» σκηνοθέτης, που σκοπό είχε να προκαλέσει και να
επιτεθεί στους θεσμούς και την υποκρισία της αστικής τάξης. Η δεύτερη ταινία
του, L'Âge d'or (1930), βεβηλώνοντας τα ιερά και τα όσια του καθολικισμού, προκάλεσε
ακόμη μεγαλύτερο σκάνδαλο. Ο δεξιός Τύπος πολέμησε την ταινία και τελικά η
αστυνομία την απαγόρευσε, μια απαγόρευση που κράτησε 50 ολόκληρα χρόνια!
Το 1933, ο Buñuel επιστρέφει στην
Ισπανία, μέσα σε ένα φοβερά ταραχώδες πολιτικό κλίμα, και γυρίζει τη μικρού
μήκους ταινία Las Hurdes: Tierra Sin Pan (1933), ένα ντοκιμαντέρ για τις
δυσχέρειες των χωρικών. Όμως, η πολιτική κατάσταση της χώρας ήταν εκρηκτική και
το 1936 οδήγησε στον Ισπανικό Εμφύλιο. Με την επιβολή της δικτατορίας του
Franco, που έγινε και με την ισχυρή στήριξη της εκκλησίας, πολλοί καλλιτέχνες
αναγκάστηκαν να εκπατριστούν. Ο Buñuel έφυγε στην Αμερική και, αφού εργάστηκε
για ένα διάστημα στο μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, μετακόμισε στο
Μεξικό. Το 1948, με την εγκληματική κατάσταση να συνεχίζεται στη χώρα του από
το φασιστικό καθεστώς του Φράνκο, πήρε τη μεξικάνικη υπηκοότητα. Στο Μεξικό πια
θα βρει το έδαφος και την ελευθερία για να γυρίσει τις ταινίες του: Ανάμεσά
τους το Los Olvidados (1950), με το οποίο θριάμβευσε στις Κάννες (πρόσφατα η
ταινία εντάχτηκε και στη λίστα της UNESCO ως μέρος της παγκόσμιας πολιτιστικής
κληρονομιάς).
Όταν το 1960, για λόγους πολιτικής
προπαγάνδας, ο Φράνκο κάλεσε τον Buñuel να γυρίσει στην πατρίδα του και να
σκηνοθετήσει ένα φιλμ της δικής του επιλογής, ο Buñuel δέχτηκε. Και του
ανταπέδωσε την «ευγενική χειρονομία» γυρίζοντας τη Viridiana, μια εξοργιστικά
«βλάσφημη» ταινία, που μέσα στα άλλα, παρωδεί και τον Μυστικό Δείπνο! Το
αποτέλεσμα ήταν το καθεστώς να κάψει τις κόπιες, όχι όμως πριν προλάβει μια από
αυτές να περάσει στη Γαλλία και να βραβευτεί με τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες.
Στις δεκαετίες `60-`70 ο Buñuel
διανύει την ωριμότερη φάση του, τη λεγόμενη «Γαλλική περίοδο», όπου με
συνεργάτες τους Silberman and Carrière, θα σκηνοθετήσει στη Γαλλία τα μεγάλα
κινηματογραφικά του αριστουργήματα. Ανάμεσά τους, τα Le journal d'une femme de
chambre (1964), Belle de Jour (1967), Le Charme discret de la bourgeoisie
(1972) και, την τελευταία του ταινία, Cet obscur objet du désir (1977). Αυτές
θα είναι και οι διασημότερες ταινίες της καριέρας του και όχι άδικα: ο Buñuel
διακωμωδεί τις φαντασιώσεις της αστικής τάξης με απίστευτη μαεστρία. Με τη Διακριτική γοητεία της μπουρζουαζίας, κερδίζει το Oscar Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας ενώ με το Φάντασμα
της ελευθερίας, ο Buñuel εμπνέεται άμεσα από την ιστορία της χώρας του: η
απίστευτη βία και καταπίεση που έζησαν οι τότε Ισπανοί από την ναπολεόντεια
κυριαρχία και τους αυτοαποκαλούμενους «ελευθερωτές», γίνεται παράδειγμα για το
σήμερα. Συνδέοντας εκείνα τα γεγονότα με τη σημερινή κατάσταση του
«πολιτισμένου» κόσμου, ο Buñuel δείχνει ότι και η ελευθερία που προτείνεται
τώρα (η αστική σε αυτή την περίπτωση), είναι για άλλη μια φορά μια απάτη, ένα
φάντασμα, μια μορφή σκλαβιάς.
Στα τέλη του ΄70, ο Buñuel αποσύρθηκε από τη σκηνοθεσία μέχρι και το τέλος της ζωής του και μαζί με τον Carrière, έγραψε την αυτοβιογραφία του, Mon Dernier Soupir (1982). Ένα χρόνο μετά, το 1983, ο μεγάλος αιρετικός του κινηματογράφου πέθανε, αφήνοντας πίσω του ως κληρονομιά την αγάπη για την ανατροπή και το σκάνδαλο, ως τρόπους αλλαγής της κοινωνίας.
Ο ίδιος ο BUÑUEL για Το Φάντασμα της ελευθερίας:
- Από πού προέρχεται ο τίτλος της
ταινίας;
- Από μια συνεργασία μου με τον Μαρξ! Η πρώτη φράση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου λέει: «Ένα φάντασμα πλανάται πάνω απ’ την Ευρώπη…» Όσο για μένα, βλέπω την ελευθερία σαν φάντασμα που όλο προσπαθούμε να το πιάσουμε κι όλο μας ξεφεύγει, αφήνοντας στα δάκτυλά μας μια υγρασία ομίχλης…
- Είστε σκεπτικός, βλέπουμε, σε σχέση με την ελευθερία…
- Ναι. Σε κάποιες στιγμές της Ιστορίας, ο λαός οδηγήθηκε στην απόρριψη της ιδέας της ελευθερίας. Η κραυγή που ακούγεται στην αρχή της ταινίας («Ζήτω οι αλυσίδες!»), είναι κάτι που ο ισπανικός λαός, όντως φώναξε στη διάρκεια της κατοχής απ’ τα ναπολεόντεια στρατεύματα. Προτιμούσε τις μοναρχικές αλυσίδες απ’ τα ατομικά δικαιώματα και μια κάποια ελευθερία που του πρόσφερε η Γαλλική Επανάσταση.
- Τα περάσματα από τη μια περιπέτεια
στην άλλη, θυμίζουν πόρτες που ανοίγουν η μια μετά την άλλη.
- Πολύ σωστά. Νομίζω ότι υπάρχει ένας σουρεαλιστικός πίνακας με συνεχόμενες πόρτες που ανοίγουν. Το σκέφτηκα τώρα που χρησιμοποιήσατε αυτή τη μεταφορική εικόνα. Ναι: κάθε επεισόδιο ανοίγει σ’ ένα άλλο επεισόδιο, κάθε χαρακτήρας οδηγεί σε κάποιον άλλο, και θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε έτσι ad infinitum. Η ταινία δε θα τελείωνε ποτέ.
- Γιατί αυτή η διάλεξη για τα ήθη της
Πολυνησίας στην Αστυνομική σχολή;
- Δεν έχω πατήσει ποτέ το πόδι μου σε Αστυνομική Σχολή. Είπα, λοιπόν, μέσα μου: με τι μπορεί να μοιάζει: Η πρώτη εικόνα που μας έρχεται στο νου, είναι κάποιοι χωροφύλακες στα θρανία τους που ακούν τον καθηγητή, κοιτούν τον μαυροπίνακα, κάνουν μεταξύ τους αστεία και σκανδαλιές. Πρέπει ο καθηγητής να μιλά για κάτι, κι εγώ τον έβαλα να μιλά για ανθρωπολογία. Κάνει έναν μικρό πρόλογο για τις διαφορές στα ήθη ανάμεσα στις χώρες, για να δείξει πως κάτι που σε μια χώρα θεωρείται κακό, σε μια άλλη είναι καλό – και το αντίθετο. Η διάλεξη του μου χρησιμεύει ως πρόλογος για την επόμενη σκηνή, όπου καλλιεργημένοι άνθρωποι αφοδεύουν στα φανερά και τρώνε στα κρυφά: το αντίθετο απ’ ότι κάνουμε στην πραγματικότητα – δεν είν’ έτσι; Αφοδεύουμε μόνοι μας αλλά τρώμε συντροφιά. Ποιος, όμως, μπορεί να βεβαιώσει ότι αυτό που σήμερα θεωρείται φυσιολογικό και ευπρεπές, δε θα γίνει κάποια μέρα το αντίθετο; Εγώ σας λέω ότι και το να τρως είναι απωθητικό θέαμα: ανοίγεις το στόμα, βάζεις το φαγητό, μασάς, τρέχουν τα σάλια. Γιατί κάνουμε την αφόδευση μια μοναχική και μυστική πράξη.
- Ξαναβρίσκουμε την παρουσία των ζώων
– και μάλιστα, με τρόπο ανησυχητικό.
- Πράγματι, στο όνειρο του Jean-Claude Brialy εμφανίζονται ένας κόκορας και μια στρουθοκάμηλος. Δεν είναι όνειρο, αλλά μια ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ ύπνου και ξύπνου. Τα ζώα είναι πλάσματα γεμάτα ζωή, που σου δίνουν χαρά. Κάποιες φορές, όμως, δε λέω, μπορεί να σε ανησυχήσουν.
- Ξαναβλέπουμε τη στρουθοκάμηλο στο
τέλος. Η ταινία κλείνει με το βλέμμα της στραμμένο προς το θεατή.
- Κατά τη γνώμη μου, είναι η καλύτερη στιγμή της ταινίας… το κεφάλι του πουλιού, το περίεργο, σχεδόν γυναικείο βλέμμα του, οι σγουρές βλεφαρίδες του, και το ηχητικό φόντο: μπάντες, πυροβολισμοί, κραυγές. Είναι, νομίζω, τρομακτικό.
Luis
Buñuel (από το βιβλίο των José de la Colina kai Tomas Pérez Turrent Prohibido
asomarse al interior: Conversaciones con Luis Buñuel, Joaquin Mortiz – Planeta,
Πόλη του Μεξικού, 1986).
Από τον τόμο Luis Buñuel εκδόσεις Καστανιώτη. Αθήνα 2000 – Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης
Κριτική του Βασίλη Ραφαηλίδη για Το Φάντασμα της Ελευθερίας:
«Στα εβδομήντα πέντε του, και ύστερα από δουλειά
πενήντα χρόνων στο σινεμά, ο Μπουνιουέλ βάλθηκε να μας καταπλήξει για μια φορά
ακόμα. (Ας ελπίσουμε πως δε θα είναι και η τελευταία.)
Το μπουνιουελικό Φάντασμα της ελευθερίας
ξεπετιέται τρομακτικό και μαζί κωμικό μέσα απ' τον πίνακα του προγόνου του Γκόγια
Οι τουφεκισμοί της 3ης Μαΐου που ανοίγει την ταινία, για να μετατραπεί αμέσως
σε «ζωντανό» κινηματογραφικό πλάνο, όπου γίνεται δυνατή και η προσθήκη, στην
μπάντα του ήχου, της παράδοξης κραυγής: Κάτω οι Ελευθερωτές — Κάτω η
Ελευθερία!
Ελευθερωτές είναι οι στρατιώτες του
Ναπολέοντα και «Ελευθερία» μια λέξη κενή περιεχομένου, μια λέξη φαντασματική
που μόνο ως σλόγκαν λειτουργεί στα χείλη των απογόνων εκείνων που αγωνίστηκαν
για «ελευθερία-ισότητα-αδελφότητα».
Στο όνομα της οι Γάλλοι σκότωσαν την
3η Μαΐου 1808, στην Ισπανία, μερικές εκατοντάδες ρέμπελων που δεν ήθελαν να
«ελευθερωθούν», στο όνομα της δολοφόνησαν το φίλο του Μπουνιουέλ, Λόρκα, στο
όνομα της έγινε το μακελειό στο Βιετνάμ, στο όνομα της (και στο όνομα του
Ελεύθερου Κόσμου, που είναι το ίδιο) μας κάθισε στο σβέρκο ο Παπαδόπουλος
κτλ., κτλ. Όντως, υπάρχει πάντα ένα Φάντασμα της Ελευθερίας που μας προτείνεται
ως Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.
Η προβληματική της ταινίας είναι απλή
και ολοφάνερη. Και για να μην υπάρχει ίχνος αμφιβολίας για τις προθέσεις του,
ο Μπουνιουέλ κλείνει την ταινία του όπως την άνοιξε: σημερινοί διαδηλωτές,
καθώς πυροβολούνται απ' την αστυνομία φωνάζουν: Κάτω οι Ελευθερωτές — Κάτω η
Ελευθερία.
Η τρομακτική αλήθεια τούτης της κραυγής,
στη σχέση της και με τον τίτλο, μπαίνει από τον Μπουνιουέλ ως πρόβλημα για
λύση: πρέπει να δειχτεί περί ποιας ελευθερίας πρόκειται, ώστε η κραυγή «Κάτω η
Ελευθερία» να πάψει να ηχεί παράδοξα.
Οι όροι του προβλήματος, όπως το
βάζει ο Μπουνιουέλ έχουν δυο σκέλη: ένα λογικό κι ένα παράλογο. Το λογικό
συνίσταται στο επίμονο αίτημα για ελευθερία και το παράλογο στη μεταμόρφωση
αυτού του αιτήματος σε σλόγκαν — και σε μύθο.
Το ίδιο και η κάθε σκηνή της ταινίας
έχει δυο σκέλη: ένα ρεαλιστικό κι ένα σουρεαλιστικό. Στο πρώτο, το γεγονός
εκτίθεται και στο δεύτερο δείχνεται ο φαντασματικός-μυθικός χαρακτήρας της
ιδεολογίας που το «τροφοδοτεί». Ωστόσο, ο σουρεαλισμός εδώ δεν είναι παρά μέθοδος
με την οποία δοκιμάζεται η αντοχή του Λόγου, και όχι ένα ελεύθερο και αόριστο
παιχνίδισμα όπως στη Χρυσή εποχή (1930), με την οποία το Φάντασμα έχει μερικές
μορφικές συγγένειες.
Το φιλμ αποτελείται από μια σειρά
σεκάνς (κεφαλαίων), σχεδόν ασύνδετων μεταξύ τους, τόσο που να μοιάζει με
σπονδυλωτό. Είναι αναγκαίο να τις απαριθμήσουμε, ώστε να δούμε ποιο
συγκεκριμένο επιμέρους πρόβλημα τίθεται για εξέταση στην καθεμιά, και για ποιο
λόγο αυτό το πρόβλημα παίρνει μια μορφή φαντασματική-μυθική:
1) Η αστική οικογένεια. Ήπια
σχιζοφρένεια, που εκδηλώνεται με την προσπάθεια να εντοπίσουν οι γονείς τους
κινδύνους στη διαπαιδαγώγηση του παιδιού τους εκεί ακριβώς που δεν υπάρχουν.
2) Ο στρατός. Οι στρατιώτες κυνηγούν
στην εξοχή αλεπούδες με... άρματα! Ο πόλεμος δεν είναι παρά ένα «σπορ» για
όσους αγνοούν τα κρυμμένα του αίτια.
3) Κοινωνική ζωή. Στο ξενοδοχείο που
μοιάζει με πολλαπλή σκηνή θεάτρου παίζονται τα τυπικά αστικά δράματα της «καθ'
ημέραν ζωής». Συγκεκριμένα: α) Η μεταφυσική δεν είναι παρά μια αλλιώτικη μορφή
παιχνιδιού που «γεμίζει κενά». (Τέσσερις καλόγεροι περνούν απ' την προσευχή
στην... πόκα.) β) Ο έρωτας είναι ένα «βάλσαμο» και μια παρηγοριά για τους απελπισμένους.
(Η γριά, και ακόμα παρθένα θεία, είναι φουλ ερωτευμένη με τον ανήλικο ανιψιό
της, και αποφασίζει, επιτέλους, να «του δοθεί».) γ) Οι διαστροφές είναι ένα
δυνατό «καρύκευμα» για ένστικτα αχρηστεμένα. (Ο μαζοχιστής επαρχιώτης έμπορος
δέρνεται ανηλεώς απ' τη φιλενάδα του σ' ένα πρόχειρο πάρτι, παρουσία και των
καλογήρων.)
4) Η αστυνομία. Στη Σχολή
Χωροφυλακής, οι χωροφύλακες είναι αδύνατον να διδαχθούν Νομικά εξαιτίας των
συνεχών διακοπών λόγω «υπηρεσίας». Έτσι, οι φύλακες του Νόμου, το μόνο που δεν
ξέρουν είναι οι Νόμοι.
5) Φυσιολογικές λειτουργίες. Ο
καθηγητής της προηγούμενης σεκάνς παρακάθεται σε γεύμα, όπου όλοι συζητούν για
απορρίμματα, καθισμένοι πάνω σε λεκάνες τουαλέτας αντί για καρέκλες, χωρίς να
τρων! Όταν κάποιος πεινάσει κλειδώνεται στην κουζίνα-καμπινέ. Δύο φυσιολογικές
λειτουργίες (φαγητό και κένωση) έχουν αντιστραφεί εντελώς.
6) Υγεία. Ένας γιατρός αποκαλύπτει
στον ασθενή του, με τον πιο διακριτικό και ευγενικό τρόπο, ότι πάσχει από
καρκίνο. Ο τελευταίος εξοργίζεται και δέρνει το γιατρό.
Για τον αστό, η αρρώστια είναι
προσβολή — κυριολεκτικά και μεταφορικά. Η βιολογία και η ηθική έχουν μπλεχτεί
αξεδιάλυτα.
7) Σχέση του αστού με την εξουσία. Ο
αστός της προηγούμενης σεκάνς «χάνει» την κόρη του. Ωστόσο, αυτή βρίσκεται
σπίτι δίπλα του. Η αστυνομία γνωρίζει ότι δε χάθηκε κανένας αλλά ψάχνει το
«χαμένο» παιδί επί 14 μήνες, διότι της το ζήτησε το πραγματικό αφεντικό της.
8) Δικαιοσύνη. Ένας δολοφόνος τύπου
Όσβαλντ σκοτώνει στο σωρό από... ποιητική διάθεση! Και γι' αυτό το Δικαστήριο
αθωώνει τον ποιητή-δολοφόνο. Η δικαιοσύνη είναι είδος ποίησης: ενδιαφέρεται
πολύ για τη φόρμα.
9) Η ταυτότητα των αντιθέτων. Ο
διευθυντής της Αστυνομίας συλλαμβάνεται απ' την... αστυνομία τη στιγμή που
επισκέπτεται νυχτιάτικα τη νεκρή αδελφή του στον οικογενειακό της τάφο,
ύστερα από ένα τηλεφώνημα απ' το υπερπέραν. Οδηγείται στον... διευθυντή της
Αστυνομίας. Άγνωστο ποιος απ' τους δύο είναι ο πραγματικός και ποιος ο
ψεύτικος. Άλλωστε, αυτό δεν έχει σημασία διότι είναι φίλοι και διότι συνεργάζονται
αμέσως αρμονικότατα. Οι ρόλοι του «καλού» και του «κακού» είναι μεταλλάξιμοι.
10) Οι ελευθερωτές. Οι δύο διευθυντές
(και οι δύο είναι, πια, πραγματικοί) επισκέπτονται το ζωολογικό κήπο. Ξαφνικά
ακούγονται φωνές διαδηλωτών. Και οι δύο διατάσσουν πυρ. Οι διαδηλωτές
φωνάζουν: Κάτω οι Ελευθερωτές.
Τώρα ξέρουμε το μηχανισμό κατασκευής
του Φαντάσματος της Ελευθερίας: είναι ο αλ-αλλοτριωτικός μηχανισμός όπου ο
μύθος παίρνει τη μορφή της πραγματικότητας και αντίστροφα, κι όπου ο αστός
δεν έχει καμιά συνείδηση του μυθικού-φανταστικού χαρακτήρα της υπόστασης του.
Το τερατώδες ψέμα έχει γίνει πια μια αλήθεια «καθ' εαυτήν». Όπως, π.χ., στην
οντοποίηση στο πρόσωπο του βασιλιά ενός μύθου που περνιέται για «αλήθεια».
Τρομερέ γερο-Μπουνιουέλ! Για την αλλοτρίωση
γράφηκαν χιλιάδες σελίδες. Ωστόσο, έπρεπε να πάρει το θέμα στα χέρια του ένας
κινηματογραφιστής του δικού του αναστήματος, για να το φτάσει μέχρι τη ρίζα
του και να το ψάξει με τέτοια σαφήνεια και ενάργεια. Ας ελπίσουμε πως τούτο το
εκπληκτικό οπτικό δοκίμιο πάνω στην αλλοτρίωση δε θα αντιμετωπιστεί απ' τους
σοβαροφανείς σαν καλαμπούρι και σαν πασατέμπος. Σημείωση: Στο σενάριο
συνεργάστηκε και ο Ζαν-Κλοντ Καριέρ.»
ΠΗΓΗ: «Το Βήμα», 3.12.1974.
ΕΙΠΑΝ ΓΙΑ ΤΟΝ BUNUEL:
«Το να δουλεύεις με τον Buñuel ήταν ευτυχία» - Jean-Claude Carrière.
«Οι προφήτες του κινηματογράφου είναι λίγοι και μοναχικοί. Και πιο χαρακτηριστικός απ’ όλους, ο Ισπανός Buñuel» - Tony Richardson.
«Ο Buñuel είναι ένας εύθυμος πεσιμιστής. Δεν παραδίνεται στην απελπισία αλλά είναι σκεπτικιστής... Σαν τους συγγραφείς του 18ου αιώνα, ο Buñuel μας διδάσκει πώς να αμφισβητούμε...» - Francois Truffaut.
«Ο Buñuel είναι μια από αυτές τις φιγούρες του παγκόσμιου κινηματογράφου, που θα παραμένει για πάντα στο παγκόσμιο σινεμά» - Carlos Saura.
«Τον έχουν αποκαλέσει τα πάντα: προδότη, αναρχικό, διεστραμμένο, συκοφάντη, εικονοκλάστη. Αλλά τρελό δεν τον αποκαλούν. Και πράγματι, την τρέλα απεικονίζει στις ταινίες του αλλά όχι τη δική του.... δείχνει την τρέλα του πολιτισμού, το μεγαλύτερο κατόρθωμα του ανθρώπου μετά από δέκα χιλιάδες χρόνια εξευγενισμού» - Henry Miller.
ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΗ ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ:
Un chien andalou (Ο ανδαλουσιανός
σκύλος), 1929
L'âge d'or (Η χρυσή εποχή), 1930
Las Hurdes (Γη χωρίς ψωμί) (1933)
El gran calavera, 1949
Los olvidados (Ξεχασμένοι από την κοινωνία),
1950
Susana (Κυλισμένη στο βούρκο), 1951
El (Αυτός), 1953
El bruto, 1953
Las aventuras de Robinson Crusoe
(Ροβινσών Κρούσος), 1954
Ensayo de un crimen (Η εγκληματική
ζωή του Αρτσιμπάλντο ντε Λα Κρουζ), 1955
Nazarín (Ναζαρέν), 1959
Viridiana (Βιριδιάνα), 1961
El ángel exterminador (Εξολοθρευτής
άγγελος), 1962
Le journal d'une femme de chambre (Το
ημερολόγιο μιας καμαριέρας), 1964
Simón del desierto, 1965
Belle de jour (Η ωραία της ημέρας),
1967
La voie lactée (Ο γαλαξίας), 1969
Tristana (Τριστάνα), 1970
Le charme discret de la bourgeoisie
(Η διακριτική γοητεία της μπουρζουαζίας), 1972
Le fantôme de la liberté (Το φάντασμα
της ελευθερίας), 1974
Cet obscur objet du désir (Το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου), 1977
ΠΗΓΗ: NEW STAR, ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 4.10.2023.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook