Των αρχαιολόγων δρ. Μ. Λιλιμπάκη-Ακαμάτη και Λιάνας Γκέλου
Ο αρχαιολογικός χώρος
αποτελεί τμήμα μιας πόλεως του βασιλείου της Λυγκηστίδας στην Άνω Μακεδονία,
που άρχισε να ανασκάπτεται το 1981. Η κύρια φάση ακμής της πόλεως ανάγεται στα
Ελληνιστικά Χρόνια. Η ελληνιστική πόλις της Φλώρινας βρίσκεται στο νότιο τμήμα
της πόλεως, στον λόφο του Αγίου Παντελεήμονα. Η κατοίκηση στην περιοχή αυτή
φαίνεται ότι ήταν συνεχής από την 2η χιλιετία π.Χ. ως και τους
βυζαντινούς χρόνους, όπως μαρτυρούν κινητά ευρήματα και οικιστικά κατάλοιπα.
Στην βόρεια πλαγιά του λόφου,
στην θέση του πρώην ξενοδοχείου «Ξενία», κοντά στο εκκλησάκι του Αγ.
Παντελεήμονα, που έδωσε και το όνομα στο λόφο, την περίοδο 1930 - 1934
διενήργησαν συστηματική ανασκαφή οι Α. Κεραμόπουλλος και Γ. Μπακαλάκης. Αποκαλύφθηκε
τμήμα της αρχαίας πόλεως, τα λείψανα της οποίας κατεστράφησαν μέσα στην
δεκαετία του 1950 με την ανέγερση του ξενοδοχείου.
Το 1984 ο χώρος κηρύχτηκε αρχαιολογικός, ενώ οι ανασκαφές την δεκαετία αυτή έγιναν σε ασυνεχείς, μικρής χρονικής διάρκειας περιόδους, με περιορισμένη χρηματοδότηση (κυρίως του Υπουργείου Μακεδονίας - Θράκης).
Το αρχαιολογικό έργο στην
περιοχή αυτή εντατικοποιήθηκε την περίοδο 1995 – 1999, όταν η ανασκαφική έρευνα
και η συντήρηση του αρχαιολογικού χώρου εντάχθηκε στο Β’ ΚΠΣ και
χρηματοδοτήθηκε από το πρόγραμμα της Περιφέρειας Δυτ. Μακεδονίας. Την περίοδο
αυτή ο ανεσκαμμένος χώρος επεκτάθηκε και άρχισε να εκτελείται συστηματική
συντήρηση των αρχιτεκτονικών λειψάνων υπό την επίβλεψη της ΙΖ’ Εφορείας ΠΚΑ,
της διευθύντριας Μ. Λιλιμπάκη-Ακαμάτη και του καθηγητή Κλασσικής Αρχαιολογίας
του ΑΠΘ Ι. Μ. Ακαμάτη. Την ίδια περίοδο εκπονήθηκε και η μελέτη ανάδειξης του
χώρου, η οποία υλοποιήθηκε την περίοδο 2002 - 2005 με την ένταξη του έργου της
συντήρησης και ανάδειξης του χώρου στο πρόγραμμα της Περιφέρειας Δυτ.
Μακεδονίας του Γ’ ΚΠΣ.
Οι αποκαλυφθείσες αρχαιότητες
εντάσσονται σε μεγάλες οικοδομικές νησίδες, που διαχωρίζονται με βασικούς
οδικούς άξονες, πλάτους 3 μ. και στενότερους δρόμους, πλάτους 1 - 1,50 μ., που
δίνουν πρόσβαση στις ιδιοκτησίες. Στην διαμόρφωση των οικοδομικών νησίδων
μπορεί να διακρίνει κανείς την επιρροή του ρυμοτομικού συστήματος μεγάλων
πόλεων της Μακεδονίας.
Οι μεγάλοι οδικοί άξονες
γωνιάζουν μέσα στους δρόμους, ώστε να ανακόπτουν την φορά των κατερχόμενων
υδάτων. Μικρότεροι οχετοί μεταφέρουν τα ύδατα από τις αυλές και το εσωτερικό
των σπιτιών προς τους δρόμους και τις κεντρικές αποχετεύσεις δια μέσου μικρών
ανοιγμάτων στους τοίχους ή συνηθέστερα κάτω από το κατώφλι της εισόδου με την
χρήση καλυπτήριων κεραμίδων οροφής λακωνικού τύπου και μικρών λίθινων πλακών.
Την ύπαρξη συστήματος υδροδότησης αποδεικνύει η αποκάλυψη πήλινων αγωγών στους
δρόμους.
Στις οικοδομικές νησίδες με
τα καλύτερα διατηρημένα αρχιτεκτονικά λείψανα αποκαλύφθηκαν ως και 5 σπίτια, με
3-5 χώρους το καθ’ ένα. Οι τοίχοι των σπιτιών, πλάτους 0,45 - 0,50 μ. ήταν
κτισμένοι με αδρά διαμορφωμένους λίθους χωρίς συνδετικό υλικό ως το ύψος του 1
μ. περίπου. Το υπόλοιπο τμήμα τους ήταν πλίνθινο, όπως πλίνθινοι ήταν και
μερικοί εσωτερικοί τοίχοι. Αρκετοί τοίχοι ήταν επιχρισμένοι με λευκά κονιάματα.
Όπου η διαμόρφωση του εδάφους το απαιτούσε, οι τοίχοι ήταν πλατύτεροι, 0,60 -
0,80 μ., και υπερυψωμένοι, έτσι ώστε να βοηθούν την ανδηρωτή διάταξη του
συνόλου της πόλης. Ορισμένοι από αυτούς τους τοίχους έφεραν και αντηρίδες για
την συγκράτηση των πιέσεων των χωμάτων από τα υψηλότερα επίπεδα. Τα δάπεδα των
χώρων ήταν συνήθως χωμάτινα αλλά αρκετές φορές ήταν στρωμένα με κομμάτια
κεραμιδιών.
Η πόλη κατεστράφη από πυρκαγιά στις αρχές του 1ου αι. π.Χ. πιθανότατα από εχθρικές δυνάμεις, που την εποχή αυτή επωφελούμενες από τις διαμάχες των Ρωμαίων, εισχωρούσαν από βορρά και λεηλατούσαν τα μακεδονικά εδάφη.
Κατά την Βυζαντινή
περίοδο στην περιοχή φαίνεται ότι ιδρύθηκε μια εγκατάσταση που θα σχετιζόταν με
την οχύρωση της κορυφής του λόφου.
Ο χώρος περιφράχθηκε,
δημιουργήθηκαν προσβάσεις για το κοινό και τα ΑΜΕΑ, φυλάκειο, WC, αποθήκη,
κιόσκια ανάπαυσης και τα ευαίσθητα λείψανα στεγάστηκαν.
ΠΗΓΗ: ΥΠΠΟΑ, ΕΦΑ ΦΛΩΡΙΝΗΣ, ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 2.12.2021.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook