Του Γιώργου Λεκάκη
Τα ἔντεα (ενικός το έντος) είναι τα εργαλεία, παν ό,τι ανήκει στην προπαρασκευή, κυρίως τα πολεμικά όπλα, η πανοπλία, και ο εξοπλισμός:
χάλκεα έντεα = χάλκινα άρματα,
έντη δίφρου[1] = η σαγή[2]), για
την προπαρασκευή μάχης, τα σκεύη, τα μουσικά όργανα
> εντύω = εξοπλίζω,
προπαρασκευάζω:
έντεα δαιτός = σκεύη
συμποσίου,
έντεα νηός = αρματωσιά, τα
εξάρτια / ξάρτια πλοίου,
έντεα ίππεια = τα σκεύη των
ίππων, ιπποσκευή, (τα) φάλαρα, κοινώς τα χάμουρα[3].
Τα όπλα, ως γνωστόν, φέρνουν
ένα τέλος…
Ο έντης στα (αρχαία) ελληνικά
είναι «αυτός που τελειώνει, που φέρνει ένα τέλος, που αποτελειώνει, που
πραγματοποιεί κάτι».
- αυθέντης[4] (κύριος,
κυρίαρχος, δυνάστης, άρχων, κυβερνήτης, επιστάτης, επόπτης > αφέντης > αυθεντέω
= έχω εξουσία επί τίνος > αυθέντης φόνος = βίαιος θάνατος, θάνατος προελθών
εκ φόνου. Η ελληνική γλώσσα μαρτυρά πως ο δυνάστης σκοτώνει),
Και με δασεία και τόνο έντης
= ο εαυτόν επαφείς εις πάντα, και ων αυτεξούσιος, καί μη άλλου άλλ’ έαυτού ων.
- αυτοέντης (= αυτόχειρ, ο
φονιάς),
- κέντης: Αυτός που κεντά (με
τον κοντό[5] του και
φέρνει ένα τέλος): Ταυροκέντης = αυτός που κεντρίζει / φονεύει ταύρο.[6]
- συθέντης (= άναξ, άρχων, κύριος,
δεσπότης, κυβερνήτης, βασιλευς): Από τον κυβερνήτη αναμένουν οι πολίτες να
φέρει ένα τέλος.
- συνέντης (= συνεργὸς – βλ. Ησυχ.),
κλπ.
Γενικώς, λοιπόν, έντης είναι
αυτός δηλ. που συνδράμει, επεμβαίνει και φέρνει ένα τέλος, τέρμα.
Προσοχή, δεν ισχύει το ίδιο,
εάν το δεύτερο συνθετικό είναι οξύτονο (εντής και όχι έντης), λ.χ. χαριεντής,
κλπ. Ποιητικώς δε χαλκεντής λέγεται ο με χαλκὸ ωπλισμένος, δηλ. ο πόλεμος (βλ. Πινδ.
Ν. 1. 23, 11. 45), κλπ.
Τέλος, από την ρίζα εν > sen =
όπλο > σένιος, ο καλώς ωπλισμένος.
Αυτή η ελληνική λέξη, έντης, εγέννησε σε όλες τις γλώσσες την λέξη για το τέλος:
- την αγγλική λέξη end,
- την γερμανική Ende,
- την λουξεμβουργιανή Enn,
- την ολλανδική einde,
- την ισλανδική enda
και εν τέλει
> fin, fine, fim (πορτογ.),
κλπ. κλπ.
Τέλος καλό, όλα καλά… -
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΠΡΟΣΕΧΩΣ…
ΠΗΓΗ: Γ. Λεκάκης «Ελληνικό Λεξικό - Ρίζες
λέξεων». ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 5.1.2021.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] δίφρος = μέρος του πολεμικού άρματος, όπου κάθονταν ο
οδηγός και ο πολεμιστής, και το πολεμικό άρμα εν γένει κ.ά. σχετικά.
[2] σαγή = σάγμα, το σύνολο των τιθεμένων εξαρτημάτων
ιππεύσεως, ζεύξεως, φορτώσεως, επί ιπποζυγίων, σκεύη, έπιπλα, οπλισμός, κλπ.
[3] χάμουρα = σαγή ίππων, ιδίως έλξεως, που έμεινε
υβριστικώς να λέγεται και για γυναίκα που «έλκει» άνδρες (χαμούρα, χαμάδα).
[4] >
AUTHENTlQUE, autentico, authentic, κλπ.
[5] Κεντώ > κοντός, κοντάρι.
[6] Πολλοί ετυμολογούν τον Κένταυρο εξ αυτού. Αλλά ο διαπερών, o διατρυπών, o κονταρομάχος Κένταυρος, ανήκε στην άγρια φυλή ιππέων, που ήσαν έφιπποι βουκόλοι, μεταξύ Πηλίου και Όσσης Θεσσαλίας. Δεν κεντρούσαν κανέναν ταύρο και καμμία… αύρα. Άρα η ετυμολογία αυτή δεν φαίνεται πιθανή.
Οι Κένταυροι ετυμολογούνται από το ρήμα κεντέω + επίρρημα αύρι (= ταχέως):
- κεντέω, κεντώ, κεντρώ, κεντρίζω = νύσσω, πληγώνω,
τραυματίζω, μαχαιρώνω, κομματιάζω > kentr = σπειρούνι.
- αύρι > αυριβάτας (= ο βαδίζων ταχέως), αύροι = οι λαγωοί /
λαγοί, που τρέχουν γρήγορα, auro = ίππος,
δρομεύς, αύριο = αυτό που έρχεται γρήγορα...
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook