Του Δημήτρη Συμεωνίδη JP,
δημοσιογράφος / ανταποκριτής
Ε.Σ.Ε.Μ.Ε. (Ένωση Συντακτών Ευρωπαϊκών
Μέσων Ενημέρωσης)
Η λέξη καμαριέρα έχει
απώτερη ελληνική καταγωγή. Και είναι αντιδάνειο. Η λέξη καμάρα υπάρχει στον Ηρόδοτο.
Καμαριέρα < (άμεσο δάνειο) βενετική camariera (ιταλική cameriera) < λατινική camara[1] + -iera < αρχαία ελληνική καμάρα.
καμαριέρα η, = υπηρέτρια (Μπερτολδίνος 136). [<βεν. camariera. Τ. καμε‑ στο Somav. H λ. και σήμ.]
Julius Pollux Gramm., Onomasticon
Book 10, section 52, line 5
...ἀλλὰ τὰ μὲν τῶν ὀχημάτων σκευοφόρα ἂν εἴη, τὰ δὲ ἐνθρόνια, τὰ δὲ εἰς τὸ ἐγκατακλῖναι ἐνεύναια, τὰ δὲ κατάστεγα καὶ στεγαστὰ καὶ καμάραι· οὕτω γὰρ Ἡρόδοτος (I 199) ὠνόμασεν, Ξενοφῶν δὲ ἐν τῇ Παιδείᾳ (VI 4. 11) τὸ ἐστεγασμένον μέρος τῆς ἁμάξης ὑποσημαίνων ἔφη ‘κατέκλιναν κατεκάλυψαν τὴν σκηνήν.
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
κᾰμάρα, Ιων. -ρη [μᾰ], ἡ, Λατ. camera, κάθε τι
που έχει θολωτό σκέπασμα, σκεπαστή άμαξα, σε Ηρόδ.
Η καμάρα εδώ («ἐπὶ
ζευγέων ἐν καμάρῃσι ἐλάσασαι πρὸς τὸ ἱρὸν ἑστᾶσι») είναι η σκεπαστή άμαξα (covered carriages στη
μετάφραση), αλλά, από διάφορες σημασίες σε σχέση με θόλο, τον 1ο
αιώνα π.Χ. επικράτησε η σημασία «θολωτό δωμάτιο», η οποία πέρασε στα λατινικά
σαν camera. Η λατινική φράση in camera περιγράφει υποθέσεις που δικάζονταν όχι
ενώπιον ακροατηρίου αλλά, παλιά, στο γραφείο του δικαστή (στα αγγλικά: in chambers), σήμερα
«κεκλεισμένων των θυρών».
Αργότερα, από τον σκοτεινό θάλαμο (camera obscura) φτάσαμε
στη φωτογραφική μηχανή camera, που γύρισε στα ελληνικά σαν τηλεοπτική κάμερα.
Ενώ η λατινική camera γινόταν camara και
επέστρεφε σε μας ως κάμαρα και κάμαρη και καμαράκι και καμαρούλα μια
σταλιά, η καμάρα έπαιρνε τη
σημασία της αψίδας. Από την άλλη, στα γαλλικά το δωμάτιο γινόταν chambre (> ρομπ ντε σαμπρ) και στα αγγλικά chamber (θάλαμος, θαλάμη όπλου, επιμελητήριο, τμήμα του
κοινοβουλίου, π.χ. upper chamber άνω βουλή, chamber music μουσική
δωματίου, chamber pot δοχείο νυκτός - δεν γράφω το λαϊκό για να
μην τα χαλάσουμε στην ορθογραφία, κλπ.).
Στο Ετυμολογικό του
Κέντρου Λεξικολογίας γράφει κάποια άκρως ενδιαφέροντα για το καμάρι:
Φαίνεται ότι ήδη κατά την ελληνιστική εποχή η λεξις καμάρα πρέπει να είχε αρχίσει να συνδέεται με την σημασία «κάτι το ξεχωριστό, που δηλώνει διάκριση». Υποκοριστικό τής λεξις καμάρα είναι το ελληνιστικό καμάριον «μικρό δωμάτιο με καμάρες», ενώ το επίθετον καμαρωτός σήμαινε «αυτός που έχει καμάρες, αψιδωτός». Είναι γνωστό ότι οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες έκτιζαν αψίδες για να απαθανατίσουν τους στρατιωτικούς θριάμβους τους, αλλά και για αρχιτεκτονικό διάκοσμο, ως κάτι εντυπωσιακό και ωραίο. Στοιχείο εντυπωσιακό, επίσης, ήταν οι αψιδωτές στοές, οι καμάρες στην ναοδομία στο Βυζάντιο κλπ., καθώς και η κατασκευή θολωτών στεγών σε ναούς και κτήρια. Από εκεί ίσως το επίθετον καμαρωτός να πέρασε βαθμηδόν στην σημασία «υπερήφανος», αφού καμαρωτά, δηλ. με καμάρες, ήταν τα σπουδαία κτήρια, δημόσια και ιδιωτικά, όχι τα χαμηλά φτωχόσπιτα (χαμόσπιτα). Συνεπώς, το μεσαιωνικό ρήμα καμαρώνω, εξέλιξη του ελληνιστικού καμαρόω «διακοσμώ με καμάρες», μπορεί να απέκτησε ομοίως την σημασία «υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι για κάτι». Η λεξις καμάρι, που μορφολογικά μπορεί να προέρχεται από το ελληνιστικό καμάριον «θολωτό δωμάτιο», δεν αποκλείεται να προέκυψε υποχωρητικά από το ρήμα καμαρώνω, όταν αυτό είχε ήδη αποκτήσει την σημασία της καύχησης, οπότε να πρόκειται για μεσαιωνικό τύπο που είχε εξ αρχής αυτήν την σημασία. Στήριξη στην υπόθεση της σημασιολογικής εξέλιξης από την σημασία «καμάρα, αψίδα» στην σημασία «καύχηση, υπερηφάνεια για κάτι» παρέχει ίσως και το γεγονός ότι στην λαϊκή γλώσσα
- αφ' ενός η λ. καμάρα χρησιμοποιείται σε σύνθετα όπως καμαροφρύδα, για να δηλώσει την ωραιότητα που προσδίδει σε κάτι η τοξωτή γραμμή της καμάρας,
- αφ'
ετέρου το μεσαιωνικό καμαρώνω απαντά και
με τις σημασίες «χαίρομαι, έχω εορταστική όψη», «θαυμάζω κάποιον για κάτι» και,
προκειμένου για άλογα, «κυρτώνω τον τράχηλο (σχηματίζοντας καμάρα)», το δε καμαρωτός σήμαινε
επίσης «αξιοζήλευτος, αξιοθαύμαστος». Οπότε από το «προκαλώ τον θαυμασμό»
πέρασε στο «καυχιέμαι επειδή με θαυμάζουν» και απλώς «καυχιέμαι για κάτι». […]
Στα γαλλικά αυτοί που μοιράζονταν τον ίδιο θάλαμο ονομάστηκαν camarades (και comrades στα
αγγλικά) και νά η λέξη για τους συντρόφους .
Η ισπανική camarilla, που σημαίνει «καμαράκι, αντικάμαρα,
αντιθάλαμος», μας έδωσε την καμαρίλα για τα
άτομα που περιβάλλουν κάποιον ισχυρό, έναν ηγεμόνα, και τον επηρεάζουν
παρασκηνιακά — μια πολύ ταιριαστή λέξη, αφού ριμάρει με διάφορες κακόσημες σε –ίλα,
π.χ. σαπίλα, ξεφτίλα. Στα χρόνια του βασιλιά της Ισπανίας Φερδινάνδου Ζ΄ η
καμαρίλα περιέγραφε τους μυστικοσύμβουλους του βασιλιά που συσκέπτονταν και
συνωμοτούσαν στον αντιθάλαμο (μέχρι που έκαναν… αντικάμαρα και τον ανέτρεψαν).
Το καμαρίνι των
ηθοποιών είναι από βενετσιάνικο υποκοριστικό camarin,
όπως και ο καμαρότος από
βενετσιάνικο camaroto για τον θαλαμηπόλο. Από εκεί μας ήρθαν και
ο καμαριέρης και η καμαριέρα.
Σύμφωνα
με τον Ηρόδοτο στο βιβλίο του Α που φέρει την ονομασία Κλειώ στην παράγραφο 199.1
-199.5 μας αναφέρει ότι υπήρχε έθιμο στην Βαβυλώνα, που έπρεπε κάθε γυναίκα μια
φορά στην ζωή της να σμίξει με ένα ξένο. Η λεγόμενη Ιερή Πορνεία. Και η
μεταφορά των πλουσίων γυναικών γινότανε με σκεπασμένα αμάξια στο ιερό της Αφροδίτης.
Επομένως
μαθαίνουμε από τον Ηρόδοτο ότι στην αρχαιότητα είχαν κλειστές άμαξες( ἐπὶ ζευγέων ἐν καμάρῃσι ἐλάσασαι πρὸς τὸ ἱρὸν
ἑστᾶσι)
ΗΡΟΔΟΤΟΣ
Ἱστορίαι
(1.199.1-1.199.5)
Αρχαίον
Κείμενον
[1.199.1] Και τώρα
νά ποιό είναι το χειρότερο έθιμο των Βαβυλωνίων: Κάθε εντόπια γυναίκα πρέπει
μια φορά στη ζωή της να μείνει στο ιερό της Αφροδίτης και να σμίξει μ᾽ έναν
ξένο άνδρα. Πολλές που το θεωρούν ανάξιό τους να ανακατεύονται με τις άλλες
γυναίκες, από υπερηφάνεια για τα πλούτη τους, πάνε με σκεπασμένα αμάξια και στέκονται πλάι στο ιερό, ενώ
από πίσω ακολουθεί ολόκληρη συνοδεία από υπηρέτες. [1.199.2] Όμως οι
πιο πολλές γυναίκες κάνουν το εξής: Κάθονται στο τέμενος της Αφροδίτης, έχοντας
στο κεφάλι τους στεφάνι από λινάρι, μαζί μ᾽ άλλες πολλές γυναίκες· γιατί άλλες
έρχονται και άλλες φεύγουν. Διάδρομοι από σχοινιά περνούν προς κάθε κατεύθυνση
ανάμεσα από τις γυναίκες, και εκεί κυκλοφορώντας οι ξένοι κάνουν την εκλογή
τους. [1.199.3] Μια φορά
και καθίσει εκεί κάποια γυναίκα, δε γίνεται να φύγει για το σπίτι της
προηγουμένως, προτού ένας ξένος βάλει στα γόνατά της χρήματα και σμίξει μαζί
της, έξω από το ιερό. Την ώρα που αφήνει τα λεφτά, πρέπει να πει αυτά τα λόγια
μόνο: «Στο όνομα της θεάς Μύλιττας». Μύλιττα ονομάζουν οι Ασσύριοι την
Αφροδίτη. [1.199.4] Το ποσό
μπορεί να είναι οσοδήποτε· δεν πρόκειται η γυναίκα να το αρνηθεί· δεν έχει αυτό
το δικαίωμα· γιατί τα χρήματα αυτά είναι ιερά. Ακολουθεί λοιπόν τον πρώτο που
θα της δώσει κάτι, και δεν αποδοκιμάζει κανέναν. Αφού σμίξει μαζί του κι
έχοντας εκπληρώσει το χρέος της προς τη θεά, φεύγει πια για το σπίτι της, και
στο εξής, ό,τι και να της δώσει κάποιος, δεν μπορεί να την κάνει δική του. [1.199.5] Όσες
λοιπόν συμβαίνει να είναι προικισμένες με ομορφιά και παράστημα, γλιτώνουν
γρήγορα· όσες όμως ανάμεσά τους είναι άσχημες περιμένουν εκεί πολύν καιρό, έτσι
που δεν μπορούν να ξεπληρώσουν το έθιμο. Γι᾽ αυτό συμβαίνει μερικές να κάθονται
και τρία και τέσσερα χρόνια. Παρόμοιο έθιμο υπάρχει και σε μερικά μέρη της
Κύπρου.
ΗΡΟΔΟΤΟΣ
Ἱστορίαι
(1.199.1-1.199.5)
Απόδοση
[1.199.1] ὁ δὲ δὴ αἴσχιστος
τῶν νόμων ἐστὶ τοῖσι Βαβυλωνίοισι ὅδε. δεῖ πᾶσαν γυναῖκα ἐπιχωρίην ἱζομένην ἐς ἱρὸν
Ἀφροδίτης ἅπαξ ἐν τῇ ζόῃ μιχθῆναι ἀνδρὶ ξείνῳ. πολλαὶ δὲ καὶ οὐκ ἀξιεύμεναι ἀναμίσγεσθαι
τῇσι ἄλλῃσι οἷα πλούτῳ ὑπερφρονέουσαι, ἐπὶ ζευγέων ἐν καμάρῃσι ἐλάσασαι πρὸς τὸ ἱρὸν ἑστᾶσι, θεραπηίη
δέ σφι ὄπισθε ἕπεται πολλή. [1.199.2] αἱ
δὲ πλεῦνες ποιεῦσι ὧδε· ἐν τεμένεϊ Ἀφροδίτης κατέαται στέφανον περὶ τῇσι κεφαλῇσι
ἔχουσαι θώμιγγος πολλαὶ γυναῖκες· αἱ μὲν γὰρ προσέρχονται, αἱ δὲ ἀπέρχονται.
σχοινοτενέες δὲ διέξοδοι πάντα τρόπον ὁδῶν ἔχουσι διὰ τῶν γυναικῶν, δι᾽ ὧν οἱ
ξεῖνοι διεξιόντες ἐκλέγονται. [1.199.3] ἔνθα ἐπεὰν ἵζηται γυνή, οὐ
πρότερον ἀπαλλάσσεται ἐς τὰ οἰκία ἤ τίς οἱ ξείνων ἀργύριον ἐμβαλὼν ἐς τὰ
γούνατα μειχθῇ ἔσω τοῦ ἱροῦ. ἐμβαλόντα δὲ δεῖ εἰπεῖν τοσόνδε· Ἐπικαλέω τοι τὴν
θεὸν Μύλιττα. Μύλιττα δὲ καλέουσι τὴν Ἀφροδίτην Ἀσσύριοι. [1.199.4] τὸ
δὲ ἀργύριον μέγαθός ἐστι ὅσον ὦν· οὐ γὰρ μὴ ἀπώσηται· οὐ γάρ οἱ θέμις ἐστί·
γίνεται γὰρ ἱρὸν τοῦτο τὸ ἀργύριον. τῷ δὲ πρώτῳ ἐμβαλόντι ἕπεται οὐδὲ ἀποδοκιμᾷ
οὐδένα. ἐπεὰν δὲ μιχθῇ, ἀποσιωσαμένη τῇ θεῷ ἀπαλλάσσεται ἐς τὰ οἰκία, καὶ τὠπὸ
τούτου οὐκ οὕτω μέγα τί οἱ δώσεις ᾧ μιν λάμψεαι. [1.199.5] ὅσαι μέν
νυν εἴδεός τε ἐπαμμέναι εἰσὶ καὶ μεγάθεος, ταχὺ ἀπαλλάσσονται, ὅσαι δὲ ἄμορφοι
αὐτέων εἰσί, χρόνον πολλὸν προσμένουσι οὐ δυνάμεναι τὸν νόμον ἐκπλῆσαι· καὶ γὰρ
τριέτεα καὶ τετραέτεα μετεξέτεραι χρόνον μένουσι. ἐνιαχῇ δὲ καὶ τῆς Κύπρου ἐστὶ
παραπλήσιος τούτῳ νόμος.
Καμαριέρα
Καμαριέρα θες να γίνεις, να φορέσεις την ποδιά,
να σε βλέπω κάθε βράδυ, μου 'χεις κάψει την καρδιά,
Μέσ’ στα πράσινα σαλόνια να σερβίρεις τα πιοτά,
τα λικέρ και τις σαμπάνιες, καμαριέρα μου γλυκειά,
Θα σκλαβώνεις τον καθέναν με την μαύρη σου ελιά,
με τα μαγικά σου μάτια, καμαριέρα μου γλυκειά
Συνθέτης: Τσιτσάνης, έτος ηχογρ. 1939
ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 20.1.2024.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
1.Ηροδότου Ιστορίαι (1.199- 1.199.5)
2.Ετυμολογικό Κέντρο Λεξικολογίας
3.LIDDELL & SCOTT Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
4.Julius Pollux Gramm., Onomasticon Book 10, section 52, line 5
5.Ανδρέα Λεντάκη: Ιερά Πορνεία
6.Μνημοσύνη - Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook