Από την αρχαία ελληνική λέξη κάρα (κεφάλι) > καρίς / κάμμαρος = γαρίδα, η λατινική cammarus = γαρίδα, αστακός, κλπ. - του Δ. Συμεωνίδη

Από την αρχαία ελληνική λέξη
κάρα (= κεφάλι)
> καρίς / κάμμαρος = γαρίδα,
η λατινική cammarus, κλπ.

Του Δημήτρη Συμεωνίδη JP, dsymeonidis@outlook.com

δημοσιογράφος/ανταποκριτής

Ε.Σ.Ε.Μ.Ε. (Ένωση Συντακτών Ευρωπαϊκών Μέσων Ενημέρωσης) 

ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ: Παρὰ τὸ σκαίρω(*) σκαρὶς(*) καὶ καρίς· παρὰ τὸ κάρα καρίς· καὶ γὰρ ὅλη καρὶς σχεδὸν κεφαλή ἐστι.

Etymologicum magnum, Kallierges, 491, 42.

 

Η αρχαία λέξη κάμμαρος σημαίνει γαρίδα.

Η λέξη γαρίδα προέρχεται από την αρχαία επίσης λέξη καρίς που εννοούσαν μικρή γαρίδα ή σύμφωνα με τον Αριστοφάνη την μεγάλη γαρίδα. Η λέξη καρίς έχει σχέση με την κεφαλή (κάρα) γιατί οι γαρίδες έχουν μακράν κεφαλήν σε σχέση με το υπόλοιπο σώμα τους.

Σήμερα δεν χρησιμοποιούμε την λέξη αυτή αλλά την πήραν οι Λατίνοι (cammarus), οι Πορτογάλοι (camarão).

Λέγεται ότι ή λέξη κάμμαρος είναι πρωτοελληνική. Σύμφωνα με το Λεξικό του Ησυχίου οι αρχαίοι Έλληνες με την λέξη Κάμμαρος εννοούσαν τις ερυθρές γαρίδες.

Κάμμαρος, η καρίδα / γαρίδα,
πλατειά καρίδα = ο αστακός.

Ετυμολογία

γαρίς, γαρίδα, η < αρχαία ελληνική καρίς

καρίς, η· μαλακόστρακο ζώο που ανήκει στην τάξη των καρκινοειδών με διαφανές ή ροδαλό χρώμα, δέκα πόδια και νόστιμη σάρκα

κάμμαρος.

cammarus in Gaffiot, Félix (1934) Dictionnaire illustré latin-français, Hachette

cammarus, i.m (κάμμαρος) crevette ou écrevisse

camarão πορτογαλικά

Η γαρίδα σε νόμισμα της Ισλανδίας.

Dictionary of Standard Modern Greek

γαρίδα η Ο26: μικρό θαλάσσιο οστρακόδερμο, πολύ νόστιμο και ακριβό έδεσμα > έγινε γαρίδα το μάτι του = ορθάνοιχτο:

        α. για κπ. που λαχταράει κτ. πάρα πολύ.

        β. για κπ. που δεν μπορεί ή που δε θέλει να κοιμηθεί.

        γ. για κπ. περίεργο που προσπαθεί να δει ή να ακούσει κτ. γαριδούλα η Yποκορ. γαριδίτσα η Υποκορ. γαριδάκι το Υποκορ.

[μσν. γαρίδα < καρίδα (τροπή [k > γ] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-k > tiŋg > γ]) < αρχ. καρίς, αιτ. -ίδα· γαρίδα - γαριδούλα, γαριδίτσα]

γαριδάκι το Ο44α:

        1. μικρή γαρίδα.

        2. (συνήθ. πληθ.) τυποποιημένη παιδική λιχουδιά με αλμυρή γεύση. 

[υποκορ. γαρίδ(α) -άκι (η σημ. 2 από το σχήμα)

LIDDELL & SCOTT - Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας:

καρίς, γεν. καρίδος, , μικρή γαρίδα ή μεγάλη γαρίδα, σε Αριστοφ.

Αρχαίες Πηγές:

Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, 5ος / 4ος  αιώνας π.Χ. στ. 1522 (1518-1522):

ἄγ᾽, ὦ μεγαλώνυμα τέκνα | τοῦ θαλασσίου, | πηδᾶτε παρὰ ψάμαθον | καὶ θῖν᾽ ἁλὸς ἀτρυγέτοιο, | καρίδων ἀδελφοί·

Ω, αδερφάκια των γαρίδων

και θαλασσινού πατέρα

ξακουσμένα εσείς παιδιά,

δώστε πήδους στ᾽ ακρογιάλι,

μπρος, χορό στην αμμουδιά!

Μετάφραση Θρ. Σταύρου, Αθήνα, 1967.

ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΗΣ: Dioscorides Pedanius Med., De materia medica (recensiones e codd. Vindob. med. gr. 1 + suppl. gr. 28; Laur. 73, 41 + 73, 16 + Vind. 93) (0656: 003)
“Pedanii Dioscuridis Anazarbei de materia medica libri quinque, vols. 1–2”, Ed. Wellmann, M. Berlin: Weidmann, 1:1907; 2:1906, Repr. 1958. 3,73a,2:
δελφίνιον· οἱ δὲ διάχυτος, οἱ δὲ διάχυσις, οἱ δὲ παράλυσις, οἱ δὲ κάμμαρος, οἱ δὲ ὑάκινθος, οἱ δὲ ὕφαιμον, οἱ δὲ ἄρας, οἱ δὲ δελφινιάς, οἱ δὲ Νήρειον, οἱ δὲ Νηρειάδιον, οἱ δὲ σώσανδρον, οἱ δὲ Κρόνιον, Ῥωμαῖοι βουκίνους μίνορ.


ΗΣΥΧΙΟΣ Lexicogr.,
597, 1:
Αἰολεῖς καμμάρους· τὰς ἐρυθρὰς καρίδας (Epich. fr. 60?)

ΑΘΗΝΑΙΟΣ - Athenaeus Soph., Deipnosophistae (epitome), Vol. 2,1, 21,12:
πολλοῖς δὲ ἦν περισπούδαστος τοῦ καράβου βρῶσις, ὡς ἐν Θεσμοφοριαζούσαις Ἀριστοφάνης φησίν, ἔνθα καὶ πλατείας καρίδας λέγει τοὺς ἀστακούς, ὧν ἀστακῶν καὶ Ἀρχέστρατος μέμνηται· ἀλλὰ παρεὶς λῆρον πολὺν ἀστακὸν ὠνοῦ τὸν τὰς χεῖρας ἔχοντα μακρὰς ἄλλως τε βαρείας, τοὺς πόδας μικρούς, βραδέως δ' ἐπὶ γαῖαν ὀρούει.


Lexicon Artis Grammaticae, Lexicon artis grammaticae (e cod. Coislin. 345)
448, 15:

Καρίς: ἢ καριδάριον.


ΣΟΥΔΑ λεξ. 314,1:
Ὑπὲρ κάρα φοιτῶντα: ὑπὲρ κεφαλῆς ἐρχόμενον.

ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 19.1.2024.

ΣΧΟΛΙΟ Γ. Λεκάκη:

(*) Από το ρ. σκαίρω > σκαρώνω, σκαρφίζομαι.


αρχαια ελληνικη λεξη καρα κεφαλι καρις / καμμαρος γαριδα, λατινικη cammarus, Συμεωνιδης λεξις κεφαλη ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ σκαιρω σκαρις μικρη Αριστοφανης μεγαλη γαριδες μακρα σωμα λατινοι Πορτογαλοι Camarao καμαρος Πρωτοελληνικη Λεξικο Ησυχιου Ησυχιος αρχαιοι ελληνες ερυθρη Πορτογαλια μαλακοστρακο ζωο ταξη καρκινοειδων διαφανες ροδαλο χρωμα, δεκα 10 ποδια νοστιμη σαρκα δεκαποδο μικρο θαλασσιο οστρακοδερμο, ακριβο εδεσμα ματι ορθανοιχτο λαχταρα υπνος περιεργο γαριδουλα Yποκοριστικο γαριδιτσα γαριδακι γαριδακια καριδα τροπη γαριδτσα τυποποιημενη παιδικη λιχουδια αλμυρη γευση Γλωσσα σφηκες, μεγαλωνυμο τεκνο θαλασσιο ψαμαθος θινα ατρυγετοιο, καριδες αδελφοι αδερφοι θαλασσα θαλασσινος πατερας ξακουσμενο παιδι πηδος πηδημα ακρογιαλι, χορος αμμουδια αμμος 1967 Σταυρου δελφινιον διαχυτος, διαχυσις, παραλυσις, υακινθος, υφαιμον, αρας, δελφινιας, Νηρειον, Νηρειαδιον, σωσανδρον, Κρονιον, ρωμαιοι βουκινος μινορ δελφινιο διαχυτο, διαχυση, παραλυση, υφαιμο, αρα, δελφινι, Νηρειο, Νηρειαδιο, σωσανδρο, Κρονιο, κρονος Αιολεις ερυθρες περισπουδαστος καραβος καραβι βρωσις, βρωση Θεσμοφοριαζουσαις Θεσμοφοριαζουσες Θεσμοφορια Θεσμοφοριο πλατεια αστακος, αστακοι αρχεστρατος παρεις ληρον ωνου χειρας καριδαριον καριδαριο ΣΟΥΙΔΑ λεξικον καρα φοιτωντα νομισμα της Ισλανδιας Ισλανδια
Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ