Το
ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
παρουσιάζει την ηθοποιό
Άντεια Ολυμπίου
να ερμηνεύει έναν μονόλογο από την
ΗΛΕΚΤΡΑ του ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ
στο αρχαίο θέατρο
του Αμφιαράειου Ωρωπού.
ΔΕΙΤΕ το ΕΔΩ.
Διδασκαλία: Γ. Λεκάκης - Ελ. Ευριπιώτη
ΚΑΜΕΡΑ: Παναγ. Μπανταλάκης
ΗΧΟΣ – ΜΟΝΤΑΖ: Παναγ.
Μπανταλάκης
Drone: Badau j-drone
ΜΟΥΣΙΚΗ: Γ. Χατζής
p & c
ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
2024
(*) Η μαγνητοσκόπησις έγινε με ερασιτεχνικά μέσα, για εκπαιδευτικούς και μη κερδοσκοπικούς σκοπούς.
ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 24.3.2024.
ΗΛΕΚΤΡΑ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ
στ. 85-120
ὦ φάος ἁγνὸν
καὶ γῆς ἰσόμοιρ᾽ ἀήρ, ὥς μοι
πολλὰς μὲν θρήνων ᾠδάς,
πολλὰς δ᾽ ἀντήρεις ᾔσθου
στέρνων πλαγὰς αἱμασσομένων,
ὁπόταν δνοφερὰ νὺξ ὑπολειφθῇ·
τὰ δὲ παννυχίδων ἤδη στυγεραὶ
ξυνίσασ᾽ εὐναὶ μογερῶν οἴκων,
ὅσα τὸν δύστηνον ἐμὸν θρηνῶ
πατέρ᾽, ὃν κατὰ μὲν βάρβαρον
αἶαν
φοίνιος Ἄρης οὐκ ἐξένισεν,
μήτηρ δ᾽ ἡμὴ χὡ κοινολεχὴς
Αἴγισθος ὅπως δρῦν ὑλοτόμοι
σχίζουσι κάρα φονίῳ πελέκει.
κοὐδεὶς τούτων οἶκτος ἀπ᾽ ἄλλης
ἢ ᾽μοῦ φέρεται, σοῦ, πάτερ, οὕτως
ἀδίκως οἰκτρῶς τε θανόντος.
ἀλλ᾽ οὐ μὲν δὴ
λήξω θρήνων στυγερῶν τε γόων,
ἔστ᾽ ἂν παμφεγγεῖς ἄστρων
ῥιπάς, λεύσσω δὲ τόδ᾽ ἦμαρ,
μὴ οὐ τεκνολέτειρ᾽ ὥς τις ἀηδὼν
ἐπὶ κωκυτῷ τῶνδε πατρῴων
πρὸ θυρῶν ἠχὼ πᾶσι προφωνεῖν.
ὦ δῶμ᾽ Ἀίδου καὶ Περσεφόνης,
ὦ χθόνι᾽ Ἑρμῆ καὶ πότνι᾽ Ἀρά,
σεμναί τε θεῶν παῖδες Ἐρινύες,
αἳ τοὺς ἀδίκως θνῄσκοντας ὁρᾶθ᾽,
αἳ τοὺς εὐνὰς ὑποκλεπτομένους,
ἔλθετ᾽, ἀρήξατε, τείσασθε
πατρὸς
φόνον ἡμετέρου,
καί μοι τὸν ἐμὸν πέμψατ᾽ ἀδελφόν.
μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ
λύπης ἀντίρροπον ἄχθος.
ΗΛΕΚΤΡΑ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ
Ω άγιο φως τ᾽ ουρανού
και συ αγέρα, που ολόγυρα
ζώνεις τη γη,
πόσες μ᾽ άκουσες, πόσες φορές
να πικρό-θρηνωδώ
κι αιματό-στηθοδέρνομαι
όταν παίρν᾽ η αυγή να
χαράζει!
Κι όσο πια για τις όλονυχτίες
μου,
ξέρ᾽ η αθλία μου η κλίνη, στο
σκότεινο
μεσ᾽ αυτό το παλάτι, όσα
δάκρυα
για τον άμοιρο χύνω πατέρα
μου,
που εκεί κάτω στη χώρα τη
βάρβαρη
ο φονιάς δεν τον φίλεψε ο
Άρης,
μα η κακούργα μου η μάνα κι ο
Αίγιστος,
τ᾽ άξιο ταίρι της, σαν
ξυλοκόποι
ένα δέντρο, του σκίσανε
με πελέκι φονικό το κεφάλι,
κι άλλος, έξω από μένα, δε
βρέθη κανείς
για να σ᾽ έλεηθεί,
που με τέτοιο, πατέρα μου,
ελεεινό
κι ανάξιο θάνατο πήγες.
Όμως όχι, ποτέ τού ποτέ
δε θα πάψω τους θρήνους εγώ
και τα ολόπικρ᾽ αυτά
μοιρολόγια,
όσο πουθενα βλέπω τ᾽ αστέρια
τα ολόφεγγα
και το φως της ημέρας αυτό·
και σα μιας αηδόνας, που τ᾽
άλουβα
έχει χάσει παιδιά της, οι
βόγγοι μου
θ᾽ αντηχούν και θα κράζουνε σ᾽
όλους:
Ω δώματα του Άδη και της
Περσεφόνης,
ω Ερμή τ᾽ άλλου κόσμου, ω
δέσποιν᾽ αρά,
ω εσείς, κόρες θεών σεβαστές
Ερινύες,
που επιβλέπετε τους
αδικόσκοτωμένους
κι εκεινούς που κρυφά τα
κρεβάτια των κλέβουν,
μα ελάτε, βοηθάτε, εκδικήσετε
του πατέρα μου το φόνο
και σε μένα τ᾽ αδέρφι μου
στείλετε,
γιατί πια δε μπορώ
να υποφέρω μονάχη μου εγώ
του καημού το ανεσήκωτο βάρος.
Αποδοσις: Ι. Ν. Γρυπάρης.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook