Του Δημήτρη Συμεωνίδη JP,
δημοσιογράφου / ανταποκριτού
Ε.Σ.Ε.Μ.Ε (Ένωση Συντακτών Ευρωπαϊκών Μέσων Ενημέρωσης)
Σύμφωνα με το Λεξικό ΣΟΥΔΑΣ Ή ΣΟΥΙΔΑΣ η λέξη Μάταιος σημαίνει ο μη χρήσιμος άρα και ο νεκρός είναι άχρηστος και οι Γάλλοι από την λέξη Μάταιος πήραν την ρίζα της λέξης και έφτιαξαν την λέξη « Ματ» και οι Άραβες πήραν την λέξη από τους Πέρσες και χρησιμοποίησαν την λέξη مات που σημαίνει πεθαμένος, με την έννοια ότι είναι μη χρήσιμος πλέον, γιατί σαπίζει. Αυτό που μου κάνει εντύπωση γιατί οι Άραβες και οι Πέρσες δεν πήραν την αρχαία Ελληνική λέξη Νέκυς.
Την λέξη Ματ την βρήκα στο δίτομο Γαλλικό Λεξικό των Γαλλικών Λέξεων που
προέρχονται από την Ελληνική και που έχει 1.014 σελίδες. Επίσης μου προξένησε
εντύπωση και η Λέξη Ταυρομάχος που στα Ισπανικά ονομάζεται matador, που σημαίνει φονιάς, που αποτελείται από την σύνθεση δύο λέξεων Μata και Dor.
Οι Άραβες κατέκτησαν την Ισπανία ήδη από τις αρχές του 8ου αιώνα.
Η επιρροή αυτή, διήρκεσε περίπου 8 αιώνες, αφήνοντας ένα μεγάλο λεξιλογικό πλούτο στην γλώσσα, ο οποίος όμως με το πέρασμα των αιώνων παραγκωνίστηκε με αποτέλεσμα λίγες λέξεις να χρησιμοποιούνται σήμερα. Φυσικά, σ’ αυτήν την επιρροή συνέβαλε και το γεγονός ότι τα χριστιανικά βασίλεια, που βρίσκονταν στην περιοχή τότε είχαν απομονωθεί, αδυνατώντας έτσι να περιορίσουν την εξάπλωση των Αράβων και κατ’ επέκταση την γλωσσική διείσδυση. Σήμερα στην ισπανική γλώσσα υπάρχουν περίπου 4.000 ισπανικές λέξεις πιστεύεται ότι προέρχονται απευθείας από την αραβική γλώσσα.
Γαλλικό Ετυμολογικό των Γαλλικών Λέξεων, που
προέρχονται από την Ελληνική, J. B. Morin, Παρίσι, 1803
Μετάφραση από τα γαλλικά από τον Δημήτρη
Συμεωνίδη
ΜΑΤ, επίθ. που δεν έχει λάμψη, και το ματ, στο
παιχνίδι του σκακιού, παρασύρεται, σύμφωνα με τον Henri Étienne
από το
ιταλικό matto, που προέρχεται, σύμφωνα με το ίδιο
μαθημένος, από μάταιος (mataios), vain,
useless, mad (1). Άλλοι αντλούν, με περισσότερη αληθοφάνεια, την έκφραση ματ
από το περσικό مات
(schah mat), η σαπίλα είναι σε αμηχανία.
Dictionnaire étymologique des mots françois dérivés du Grec, J. B. Morin, Paris, 1803
MAT, adj. qui n’a point
d’eclat, et Mat, au jeu des échecs, dérivant, selon Henri Étienne
de I’italien matto, qui
vient, selon le même
savant, de μάταιος (mataios),
vain, inutile, fol (1). D’autres dérivent , avec plus de vrai- semblance, I’expression échec et mat
du persan مات (schah mat), le rot est
dans 1’embarras.
mat - Βικιλεξικό, το δωρεάν λεξικό
(Επίθετο
1) (11ος αι.) Από παλαιογαλλικό ματ. Ωστόσο, ο Louis Marcel Devic
το παίρνει από το αραβικό mat, māt
(«θάνατος»)[1] → βλέπε ματ.
(Επίθετο
2) (12ος αιώνας) Από τα αραβικά مات māt («θάνατος») → βλέπε ματ.
(Κοινή
ονομασία 3) (Η ημερομηνία θα καθοριστεί) Μόνο επιβίωση στα σύγχρονα γαλλικά του
παλιού γαλλικού mat, που σημαίνει «τρελός, παράφρων».
mat \ma\ ou \mat\
Που
δεν έχει λάμψη, που δεν αντανακλά το φως. Αναφέρεται κυρίως σε μεταλλικά
αντικείμενα που δεν έχουν λάβει το τελικό γυάλισμα ή στα οποία έχει δοθεί
ειδική πατίνα.( λεπτό
στρώμα πρασινωπής ουσίας που καλύπτει τα χάλκινα και ορειχάλκινα αντικείμενα ως
αποτέλεσμα της χημικής τους διάβρωσης)
mat — Wiktionnaire, le dictionnaire libre
(Adjective 1) (Xie siècle) De lancin François mat. Cependant Louis Marcel Devic le tire de laree مات, māt (« mort »)[1] →
voir échec et mat.
(Adjectif 2) (XIIe siècle) De l’arabe مات, māt (« mort ») → voir échec et mat.
(Nom commun 3) (Date à préciser) Seule survivance en français
moderne de l’ancien français mat, signifiant « fou, insensé ».
mat \ma\ ou \mat\
Qui n’a pas d’éclat, qui ne réfléchit pas la lumière. Se dit surtout des objets de métal qui n’ont pas reçu le poli définitif ou auxquels on a donné une patine spéciale.
On Line Ετυμολογικό Λεξικό
ταυρομάχος (ονομ.)
Μετάφραση
από τα Γαλλικά από τον Δημήτρη Συμεωνίδη
"ο
δολοφόνος του ταύρου σε μια ταυρομαχία", 1670, από το ισπανικό matador,
κυριολεκτικά "δολοφόνος", από το matar "to kill",
του οποίου η προέλευση είναι αβέβαιη. Πιθανώς από το λατινικό mactāre «να
σκοτώνεις», αρχικά «να τιμάς μέσω θυσίας», αλλά αυτό παρουσιάζει φωνητικές
δυσκολίες: «η τακτική εξέλιξη αυτής της λατινικής βάσης θα είχε δώσει *meitar στα
πορτογαλικά και *mechar στα ισπανικά» [Eva Núñez Méndez,
Διαχρονικές Εφαρμογές στην Ισπανική Γλωσσολογία»]. Η εναλλακτική θα μπορούσε
να είναι το αραβικό mata "he is dead," από τα περσικά (βλ. το δεύτερο στοιχείο
στο ματ). Η γυναικεία ονομασία είναι matadora.
Σχετικές
καταχωρήσεις της λέξης matador
Ματ
= Checkmate
Στα μέσα
του 14ου αιώνα στο σκάκι, ένας βασιλιάς λέγεται ότι ήταν υπό έλεγχο και δεν
μπορούσε να ξεφύγει, από το παλιό γαλλικό eschec mat (σύγχρονο
γαλλικό σκάκι και mate), το οποίο (με το ισπανικό jaque y mate, ιταλικό scacco-matto)
προέρχεται από τα αραβικά shah mat «ο
βασιλιάς είναι νεκρός» (βλ. έλεγχος (n. 1)), που
σύμφωνα με τον Barnhart είναι παρερμηνεία του περσικού ματ «να
εκπλαγείς» ως mata «να πεθάνει», mat «είναι
νεκρός». Οπότε το περσικό shah mat, αν είναι
η απόλυτη πηγή της λέξης, θα ήταν κυριολεκτικά «ο βασιλιάς μένει
ανυπεράσπιστος, ο βασιλιάς είναι μπλοκαρισμένος».
Το Γαλλικό κείμενο
(n.)
"le tueur du taureau dans une corrida," 1670, en
provenance de l'espagnol matador , littéralement
"tueur," de matar "tuer," dont l'origine
est incertaine. Probablement du latin mactāre "tuer,"
à l'origine "honorer par le sacrifice," mais cela présente des
difficultés phonétiques : "l'évolution régulière de cette base latine
aurait donné *meitar en portugais et *mechar en
espagnol" [Eva Núñez Méndez, "Diachronic Applications in Hispanic
Linguistics"]. L'alternative pourrait être l'arabe mata "il
est mort," du persan (voir le deuxième élément dans checkmate ). La forme
féminine est matadora .
Également de :1670s
Entrées associées matador
Au milieu du 14ème
siècle, en échecs, on dit d'un roi qu'il est en échec et qu'il ne peut pas
s'échapper, du vieux français eschec mat (français
moderne échec et mat), qui (avec l'espagnol jaque y mate,
l'italien scacco-matto) vient de l'arabe shah mat "le
roi est mort" (voir check (n.1)), qui selon
Barnhart est une mauvaise interprétation du persan mat "être
étonné" comme mata "mourir", mat "il
est mort". Ainsi, le persan shah mat, s'il est la source
ultime du mot, serait littéralement "le roi est laissé sans défense, le
roi est bloqué".
Από τον Θησαυρό της Ελληνικής Γλώσσας (TLG):
Suda, Lexicon
Alphabetic letter
mu, entry
712, line 1
μάταιος,
πρὸς οὐδὲν χρήσιμος.
Scholia In Sophoclem, Scholia in Sophoclem (scholia vetera) (5037: 004)
“Scholia in Sophoclis tragoedias vetera”, Ed. Papageorgius, P.N.
Leipzig: Teubner, 1888.
Play Tr, verse 862, line 1
πότερον ἐγὼ μάταιος ὁ χορὸς τῆς τροφοῦ ἀκούων θρηνούσης ἐπὶ τῇ ἀναιρέσει τῆς Δηιανείρας φησὶ τοῦτο, ἆρα ἀναίσθητός εἰμι ἢ κατακούω θρήνου τινός;
Κι ένα δημώδες ποίημα του 16ου
αιώνα
«Πένθος θανάτου, ζωής μάταιον και προς Θεόν επιστροφή»
του Γιούστου Γλυκού
Το
δημώδες, λυρικό και ηθικοδιδακτικό, ομοιοκατάληκτο ποίημα που επιγράφεται
“Πένθος θανάτου, ζωής μάταιον και προς Θεόν επιστροφή” (1520) του Γιούστου
Γλυκού από την Κορώνη της Πελοποννήσου ήταν ένα πολύ αγαπητό ανάγνωσμα σε όλο
τον 16ο αι. Παραδίδεται σε ένα χειρόγραφο αντίγραφο και σε τέσσερις έντυπες
βενετικές εκδόσεις (με αρχικό επιμελητή τον Ζακυνθινό Δημήτριο Ζήνο). Κεντρική
ιδέα του, το λεγόμενο “memento mori” (= θυμήσου πως θα πεθάνεις), άρα η
παροδικότητα της ζωής και των γήινων αγαθών, το ευμετάβολο της ανθρώπινης τύχης
και το αναπόφευκτο όσο και φρικτό γεγονός του θανάτου.
ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 12.6.2024.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Λεξικό
ΣΟΥΔΑ ή ΣΟΥΙΔΑ.
- Γαλλικό
Ετυμολογικό των Γαλλικών Λέξεων που προέρχονται από την Ελληνική, J.
B. Morin,
Παρίσι, 1803.
- Dictionnaire
étymologique des mots françois dérivés du Grec, J. B. Morin, Παρίσι, 1803.
- Wiktionnaire, le
dictionnaire libre.
- On Line Etymology
Dictionary.
- Θησαυρός
Ελληνικής Γλώσσας (TLG).
- Γ. Γλυκού "Πένθος Θανάτου", εκδόσεις Ίδρυμα Τριανταφυλλίδη, Αθήνα, 2019.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook