Η Ρώμη επήρε το όνομά της από την Ελληνίδα Ρώμη, που πρώτη έβαλε φωτιά στα πλοία των Τρώων Ελλήνων, όταν έφτασαν στην Ιταλία, για να εγκατασταθούν εκεί, όπου είδαν ότι το έδαφός ήταν καλλιεργήσιμο και δεν ήθελαν άλλο να ταλαιπωρούνται από μέρος σε μέρος… Ο μύθος για τους Ρώμο / Ρέμο και Ρωμύλο είναι μεταγενέστερος - Αρχαίοι Έλληνες και Λατίνοι ήταν συγγενείς, κατά Ευριπίδη και Πλούταρχο - του Δ. Συμεωνίδη

Αρχαίοι Έλληνες και Λατίνοι
ήταν συγγενείς,
κατά Ευριπίδη και Πλούταρχο
Η Ρώμη επήρε το όνομά της
από την Τρωιάδα Ελληνίδα Ρώμη,
που πρώτη έβαλε φωτιά στα πλοία των Τρώων Ελλήνων,
όταν έφτασαν στην Ιταλία,
για να εγκατασταθούν εκεί,
όπου είδαν ότι το έδαφός ήταν καλλιεργήσιμο
και δεν ήθελαν άλλο να ταλαιπωρούνται
από μέρος σε μέρος…
Ο μύθος για τους Ρώμο / Ρέμο και Ρωμύλο
είναι μεταγενέστερος

Του Δημήτρη Συμεωνίδη JP

δημοσιογράφου / ανταποκριτού

Ε.Σ.Ε.Μ.Ε. (Ένωση Συντακτών Ευρωπαϊκών Μέσων Ενημέρωσης)

Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές αποδεικνύεται η συγγένεια μεταξύ Λατίνων και Ελλήνων και ότι από τα αρχαία χρόνια οι Έλληνες πήγαν στην Ιταλία (Εύανδρος) και ότι ο Ίταλος έδωσε το όνομα στην χώρα και επίσης ότι η πόλη Ρώμη πήρε το όνομά της από την Τρωιάδα Ρώμη που πρώτη έβαλε φωτιά στα πλοία των Τρώων για να εγκατασταθούν στην Ιταλία, όπου είδαν ότι το έδαφός της ήταν καλλιεργήσιμο και δεν ήθελαν άλλο να ταλαιπωρούνται και να πηγαίνουν από μέρος σε μέρος. Ο Μύθος για τον Ρωμύλο και Ρέμο ή Ρώμο που έδωσαν το όνομα στην Ρώμη είναι ένας μύθος μεταγενέστερος 438 χρόνια μετα τον Τρωικό πόλεμο. Ο Ευριπίδης στην τραγωδία του Τρωάδες μιλάει για την τύχη επώνυμων γυναικών της Τροίας (Ελένη, Εκάβη, Κασσάνδρα, Ανδρομάχη). Ο Πλούταρχος χρησιμοποιεί το όνομα Τρωιάδες και αναφέρεται γενικά για την τύχη των γυναικών της Τροίας. Οι μαθητές στα σχολεία δεν διδάσκονται σωστά την ιστορία γι’αυτό και οι γνώσεις τους είναι περιορισμένες.

Plutarchus Biogr., Phil., Mulierum virtutes (242e–263c) (0007: 083)
Plutarchi moralia, vol. 2.1”, Ed. Nachstädt, W.
Leipzig: Teubner, 1935, Repr. 1971.
Stephanus page 243, section E, line 2

Πλούταρχος: ἨθικάΓυναικῶν Ἀρεταί

Αι Τρωιάδες

Απόδοση

ΤΡΩΙΑΔΕΣ: Μετά την άλωσιν της Τροίας, όσοι κατάφεραν να διαφύγουν μέσα στα καράβια μαζί με τις γυναίκες τους, φθάνοντας στην Ιταλία, τούς έπιασε τρικυμία. Άπειροι και αδαείς, που ήσαν οι άνδρες, κατέφυγαν στ” αγκυροβόλια και τα λιμάνια, που είχαν ανάγκη, κοντά στον Τιβεριν ποταμόν, περιπλανώμενοι ανά την χώραν, δια να συλλέξουν τις όποιες πληροφορίες εχρειάζοντο.

Οι γυναίκες τους, ταλαιπωρημένες όπως ήσαν και ζητώντας οπωσδήποτε πατρίδα, έλαβαν απόφαση να πυρπολήσουν τα πλοία, για ν’ αναγκάσουν τούς άνδρες τους να μείνουν εκεί. Μάλιστα, η πρώτη, που έβαλε φωτιά, ελέγετο Ρώμη.

ΤΡΩΑΔΙΤΙΣΣΕΣ βάζουν φωτιά στα πλοία τους - Cl. Lorrain - Gellée.

Μόλις έβαλαν την φωτιά, πήγαν να συναντήσουν τούς άνδρες τους, οι οποίοι έτρεχαν προς την θάλασσα για να σώσουν τα πλοία. Φοβούμενες, όμως, την οργή τους, άλλες μεν αγκάλιαζαν τούς άνδρες των, άλλες δε φιλούσαν θωπευτικώς τούς συγγενείς των, με αποτέλεσμα, δια του τρόπου αυτού, να τους καταπραΰνουν!

Από τότε έμεινε και η συνήθεια στις γυναίκες των Ρωμαίων να χαιρετίζουν με φιλήματα τούς συγγενείς των…

Αφού, λοιπόν, κατάλαβαν ,όπως φαίνεται ,οι Τρώες την αναγκαιότητα και ταυτόχρονα ήρθαν σε επαφή με τους ντόπιους, οι οποίοι τους δέχθηκαν με ευμένεια και ανθρωπιά, συμφιλιώθηκαν με την πράξη των γυναικών και συγκατοίκησαν εκεί με τους Λατίνους

Τρωιάδες

Αρχαίον κείμενον

Τῶν ἀπ’ Ἰλίου περὶ τὴν ἅλωσιν ἐκφυγόντων οἱ πλεῖστοι χειμῶνι χρησάμενοι καὶ δι’ ἀπειρίαν τοῦ πλοῦ καὶ ἄγνοιαν τῆς θαλάττης ἀπενεχθέντες εἰς τὴν Ἰταλίαν καὶ περὶ τὸν Θύμβριν ποταμὸν ὅρμοις καὶ ναυλόχοις ἀναγκαίοις μόλις ὑποδραμόντες, αὐτοὶ μὲν ἐπλανῶντο περὶ τὴν χώραν φραστήρων δεόμενοι, [243F] ταῖς δὲ γυναιξὶν ἐμπίπτει λογισμός, ὡς ἡτισοῦν ἵδρυσις ἐν γῇ πάσης πλάνης καὶ ναυτιλίας εὖ τε καὶ καλῶς πράττουσιν ἀνθρώποις ἀμείνων ἐστί, καὶ πατρίδα δεῖ ποιεῖν αὑτοῖς τοὺς ἀπολαβεῖν ἣν ἀπολωλέκασι μὴ δυναμένους. ἐκ δὲ τούτου συμφρονήσασαι κατέφλεξαν τὰ πλοῖα, μιᾶς καταρξαμένης ὥς φασι Ῥώμης. πράξασαι δὲ ταῦτα τοῖς ἀνδράσιν ἀπήντων βοηθοῦσι πρὸς τὴν θάλασσαν, καὶ φοβούμεναι τὴν ὀργὴν αἱ μὲν ἀνδρῶν αἱ δ’ οἰκείων ἀντιλαμβανόμεναι καὶ καταφιλοῦσαι λιπαρῶς, [244A] ἐξεπράυναν τῷ τρόπῳ τῆς φιλοφροσύνης. διὸ καὶ γέγονε καὶ παραμένει ταῖς Ῥωμαίων γυναιξὶν ἔτι νῦν ἔθος ἀσπάζεσθαι μετὰ τοῦ καταφιλεῖν τοὺς κατὰ γένος προσήκοντας αὐταῖς. συνιδόντες γὰρ ὡς ἔοικε τὴν ἀνάγκην οἱ Τρῶες καὶ ἅμα πειρώμενοι τῶν ἐγχωρίων, εὐμενῶς καὶ φιλανθρώπως προσδεχομένων, ἠγάπησαν τὸ πραχθὲν ὑπὸ τῶν γυναικῶν καὶ συγκατῴκησαν αὐτόθι τοῖς Λατίνοις.

Ο Πλούταρχος μας διηγείται την ιστορία αυτή

και μετά ο Αινείας με διαφορετικό τρόπο

Η πρώτη ιστορία της συλλογής του Πλούταρχου έχει παρόμοιο μήνυμα. Είναι η ιστορία των Τρώων γυναικών προσφύγων που καίνε τον στολίσκο των σκαφών τους και είναι παρόμοια με την ιστορία που λέγεται στην Αινειάδα του Βεργίλιου. Υπάρχουν, ωστόσο, διαφορές, μία από τις οποίες είναι ότι ο Πλούταρχος προτείνει ένα διαφορετικό κίνητρο για τις πράξεις των γυναικών. Η περιγραφή του Βεργίλιου για το καμένο σκάφος είναι γραφική και δραματική, αλλά περιγράφει τις γυναίκες ως δύο διαφορετικών σκέψεων, αδικαιολόγητα επηρεασμένες από τη θεά αγγελιοφόρο, την Ίριδα, και την συμπεριφορά τους σχεδόν σαν έκσταση:

Αντίθετα, ο Πλούταρχος είναι πολύ λιγότερο ποιητικός, αλλά οι γυναίκες συμπεριφέρθηκαν ορθολογικά και είχαν περισσότερα λογικά κίνητρα:

«Ενώ οι άντρες περιπλανιόντουσαν στη χώρα, αναζητώντας πληροφορίες, ξαφνικά οι γυναίκες σκέφτηκαν ότι για έναν ευτυχισμένο και επιτυχημένο λαό, κάθε είδους εγκατεστημένη κατοικία στη στεριά είναι καλύτερη από κάθε περιπλάνηση και ταξίδια, και ότι οι Τρώες πρέπει να δημιουργήσουν μια πατρίδα, αφού δεν μπόρεσαν να ανακτήσουν αυτή που είχαν χάσει. Τότε, έχοντας ένα μυαλό, έκαψαν τα πλοία, μια γυναίκα, με το όνομα Ρώμη πρωτοστατούσε.»

Για δραματικό αποτέλεσμα, η εκδοχή της ιστορίας του Βεργίλιου είναι ο ξεκάθαρος νικητής. Αλλά η εκδοχή του Πλούταρχου επιτρέπει στη γυναίκα αποφασιστικότητα και αιτιολογημένη συμπεριφορά. Το μήνυμα σε αυτή την ιστορία, και στην ιστορία της συζύγου του Pythes, είναι ότι μερικές από τις γυναίκες κατάλαβαν ότι ήταν η παραγωγή τροφής, και ως εκ τούτου η σχέση των ανθρώπων με τη γη, που επέτρεπε στους ανθρώπους να ζήσουν.

Μετάφραση από τα Αγγλικά από τον Δ, Συμεωνίδη

Το ποίημα του Βεργίλιου

Οι γυναίκες με τα απειλητικά μάτια

κοίταξαν τα πλοία. Οι αμφίβολες καρδιές τους σκίστηκαν

μεταξύ δακρύβρεχτου πάθους για το πανέμορφο νησί

τα πόδια τους μετά πάτησαν, και αυτό το προφητικό κάλεσμα

της Μοίρας σε εδάφη άγνωστα. Στη συνέχεια σε φαρδιά φτερά

πετάχτηκε η Ίρις στον ουρανό και μέσα από τα σύννεφα

σκελίδα μια τεράστια αψίδα φωτός. Με απορία ζαλισμένη,

οι γυναίκες σε ένα τρελό τριαντάφυλλο που ουρλιάζει,

πήραν χόβολα από τις πέτρες της εστίας, έκλεψαν τις φωτιές

πάνω στους βωμούς – δεμάτια ραβδιών, κλαδιά, και δαυλούς-

και τα περιέλουσαν τα καράβια. Ο θεός της φωτιάς,

μέσα από ανατροπές και κουπιά και τόξα από βαμμένο έλατο,

έτρεξε σε αχαλίνωτη φλόγα».

Το Κείμενο στα Αγγλικά

The first story in Plutarch’s collection has a similar message. It is the story of the Trojan women refugees burning their flotilla of boats, and it is similar to the story told in Vergil’s Aeneid. There are, however, differences, one of which is that Plutarch suggests a different motivation for the women’s actions. Vergil’s description of the boat burning is picturesque and dramatic, but he describes the women as being of two minds, unduly influenced by the messenger goddess, Iris, their behaviour almost trance-like:

The Poem by Vergil in English

‘The women with ill-boding eyes

looked on the ships. Their doubting hearts were torn

‘twixt tearful passion for the beauteous isle

their feet then trod, and that prophetic call

of Fate to lands unknown. Then on wide wings

soared Iris into heaven, and through the clouds

clove a vast arch of light. With wonder dazed,

the women in a shrieking frenzy rose,

took embers from the hearth-stones, stole the fires

upon the altars—faggots, branches, brands —

and rained them on the ships. The god of fire,

through thwarts and oars and bows of painted fir,

ran in unbridled flame.’ 

In contrast, Plutarch is much less poetic, but the women behaved rationally and had more logical motivations:

‘While the men were wandering about the country, in search of information, it suddenly occurred to the women to reflect that for a happy and successful people any sort of a settled habitation on land is better than all wandering and voyaging, and that the Trojans must create a fatherland, since they were not able to recover that which they had lost. Thereupon, becoming of one mind, they burned the ships, one woman, Roma, taking the lead.’[11]

For dramatic effect, Vergil’s version of the story is the clear winner. But Plutarch’s version allows the women agency and reasoned behaviour. The message in this story, and in the story of Pythes’ wife, is that some of the women understood that it was food production, and hence people’s relationship to land, which enabled people to live. 

Πλούταρχος: ΗθικάΓυναικών Αρεταί

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΠΥΘΕΩ

Απόδοση

Λέγεται ότι και η γυναίκα του Πύθη, που έζησε τον καιρό του Ξέρξη, ήταν σοφή και μυαλωμένη. Αυτός, πράγματι, ο Πύθης, έπεσε κατά τύχη, καθώς φαίνεται, πάνω σε μεταλλεία χρυσού και, αφού δέχτηκε τον πλούτο που του χάριζαν όχι σαν άνθρωπος μετρημένος, αλλά με απληστία και υπερβολή, ο ίδιος περνούσε τον καιρό του ασχολούμενος με αυτά, αλλά κατέβαζε εκεί και όλους τους πολίτες και τους ανάγκαζε να σκάβουν αδιάκοπα, να κου­βαλούν ή να καθαρίζουν το χρυσάφι, χωρίς να εργάζονται αλλού ούτε να έχουν την παραμικρή άλλη ασχολία. Καθώς όμως πέθαναν πολλοί και όλοι είχαν απαυδήσει, οι γυναίκες πήγαν ως ικέτιδες στην πόρτα της γυναίκας του Πύθη. Εκείνη τις προέτρεψε να φύγουν και να είναι αισιόδοξες, ενώ, από την άλλη, αφού κάλεσε από τους τεχνίτες του χρυσού εκείνους, στους οποίους είχε περισσότερη εμπιστο­σύνη, και τους έκλεισε μέσα, τους πρόσταζε να φτιάξουν χρυσά ψωμιά και κάθε είδους γλυκά και φρούτα και ιδιαί­τερα όσους μεζέδες και φαγητά ήξερε ότι αρέσουν στον Πύθη. Αφού ετοιμάστηκαν όλα λοιπόν, γύρισε κι ο Πύθης από την ξένη χώρα, διότι έτυχε να λείπει ταξίδι. Όταν ζήτησε να δειπνήσει, η γυναίκα του παρέθεσε χρυσό τρα­πέζι, που δεν είχε τίποτα φαγώσιμο αλλά τα πάντα χρυσά. Στην αρχή, βέβαια, χάρηκε ο Πύθης με τα ομοιώματα, όταν όμως χόρτασε να τα βλέπει, ζήτησε να φάει. Εκείνη τότε του έφερε ό,τι έτυχε να λαχταρήσει σε χρυσό. Καθώς αυτός δυσανασχετούσε και φώναζε ότι πεινάει, του είπε: «Εσύ ωστόσο δεν μας έχεις αφήσει πέρα απ’ αυτά κανέναν άλλο πόρο, κάθε εμπειρία και τέχνη είναι μάταιη, κανείς δεν ασχολείται με τη γεωργία, αλλά, αφήνοντας πίσω τη σπορά, τη φυτεία και τις τροφές που βγαίνουν από τη γη, σκάβουμε και αναζητούμε άχρηστα πράγματα, ταλαιπω­ρώντας τους εαυτούς μας και τους πολίτες». Τα λόγια τούτα τάραξαν τον Πύθη, που δεν κατάργησε, βέβαια, κάθε ενασχόληση με τα μεταλλεία, αλλά έβαλε το ένα πέμπτο των πολιτών να δουλεύουν ως εργάτες και έστρε­ψε τους υπόλοιπους στη γεωργία και στις τέχνες.

Όταν ο Ξέρξης άρχισε την εκστρατεία του για να επι­τεθεί στην Ελλάδα, αφού του έκανε λαμπρότατη υποδοχή και του πρόσφερε δώρα, ζήτησε χάρη από τον βασιλιά, επειδή είχε πολλά παιδιά, να απαλλάξει ένα από τη στρά­τευση και να το αφήσει για να τον γηροκομήσει. Ο Ξέρξης όμως πάνω στην οργή του, έσφαξε το παιδί, που του ζήτησε να εξαιρέσει, το έσκισε στα δύο και διέταξε το στράτευμα να περάσει ανάμεσα στα δυο κομμάτια του- ενώ πήρε μαζί του τα υπόλοιπα, που σκοτώθηκαν όλα στις μάχες. Ο Πύθης απογοητεύτηκε πολύ με το γεγονός και πέρασε καταστάσεις όμοιες με αυτές που παθαίνουν πολλοί κακοί και ανόητοι άνθρωποι. Από τη μια φοβόταν τον θάνατο, από την άλλη του ήταν βάρος η ζωή. Προτι­μούσε να μη ζει, δεν μπορούσε όμως να εγκαταλείψει τη ζωή καθώς, λοιπόν, υπήρχε ανάχωμα μεγάλο μέσα στην πόλη και ποταμός που τη διέσχιζε και τον ονόμαζαν Πυθοπολίτη, μέσα στο ανάχωμα κατασκεύασε μνημείο και άλλαξε τη ροή του ποταμού, ώστε να περνάει ο ποταμός μέσα από το ανάχωμα και να αγγίζει τον τάφο. Αφού ολοκληρώθηκε το έργο, ο ίδιος κατέβηκε στον τάφο, ανέ­θεσε την όλη διακυβέρνηση της πόλης στη γυναίκα του και τη διέταξε να μην πλησιάσει, αλλά να του στέλνει κάθε μέρα το φαγητό μέσα σε βάρκα, μέχρις ότου περάσει η βάρκα από τον τάφο με το φαγητό άθικτο, και τότε να σταματήσει να του στέλνει φαγητό, αφού ο ίδιος θα έχει πεθάνει. Εκείνος, λοιπόν, έτσι πέρασε την υπόλοιπη ζωή του, ενώ η γυναίκα του φρόντισε σωστά για τη διακυβέρ­νηση της πόλης και απάλλαξε τους ανθρώπους από τις συμφορές.

 

Πλούταρχος: ἨθικάΓυναικῶν Ἀρεταί
Plutarchus Biogr., Phil., Mulierum virtutes (242e-263c)
Stephanus page 262, section D, line 5

ΠΥΘΕΩ ΓΥΝΗ

Αρχαίον κείμενον

 Λέγεται δὲ καὶ τὴν Πύθεω τοῦ κατὰ Ξέρξην γυναῖκα σοφὴν γενέσθαι καὶ χρηστήν. αὐτὸς μὲν γὰρ ὁ Πύθης ὡς ἔοικε χρυσείοις ἐντυχὼν μετάλλοις καὶ ἀγαπήσας τὸν ἐξ αὐτῶν πλοῦτον οὐ μετρίως ἀλλ' ἀπλήστως καὶ περιττῶς, αὐτός τε περὶ ταῦτα διέτριβε καὶ

τοὺς πολίτας καταβιβάζων ἅπαντας ὁμαλῶς ὀρύττειν ἢ φορεῖν ἢ καθαίρειν ἠνάγκαζε τὸ χρυσίον, ἄλλο μηδὲν ἐργαζομένους τὸ παράπαν μηδὲ πράττοντας. ἀπολλυμένων δὲ πολλῶν πάντων δ' ἀπαγορευόντων αἱ γυναῖκες ἱκετηρίαν ἔθεσαν ἐπὶ τὰς θύρας ἐλθοῦσαι τῆς τοῦ Πύθεω γυναικός. ἡ δ' ἐκείνας μὲν ἀπιέναι καὶ θαρρεῖν ἐκέλευσεν, αὐτὴ δὲ τῶν περὶ τὸ χρυσίον τεχνιτῶν οἷς ἐπίστευε μάλιστα καλέσασα καὶ καθείρξασα, ποιεῖν ἐκέλευεν ἄρτους τε χρυσοῦς καὶ πέμματα παντοδαπὰ καὶ ὀπώρας, καὶ ὅσοις δὴ μάλιστα τὸν Πύθην ἐγίνωσκεν ἡδόμενον ὄψοις καὶ βρώμασι. ποιηθέντων δὲ πάντων ὁ μὲν Πύθης ἧκεν ἀπὸ τῆς ξένης· ἐτύγχανε γὰρ ἀποδημῶν· ἡ δὲ γυνὴ δεῖπνον αἰτοῦντι παρέθηκε χρυσῆν τράπεζαν οὐδὲν ἐδώδιμον ἔχουσαν ἀλλὰ πάντα χρυσᾶ. τὸ μὲν οὖν πρῶτον ἔχαιρε Πύθης τοῖς μιμήμασιν, ἐμπλησθεὶς δὲ τῆς ὄψεως ᾔτει φαγεῖν· ἡ δὲ χρυσοῦν ὅ τι τύχοι

ποθήσας προσέφερε. δυσχεραίνοντος δ' αὐτοῦ καὶ πεινῆν βοῶντος, ‘ἀλλὰ σύ γε τούτων’ εἶπεν ‘ἄλλου δ' οὐδενὸς εὐπορίαν πεποίηκας ἡμῖν· | καὶ γὰρ ἐμπειρία καὶ τέχνη πᾶσα φροῦδος, γεωργεῖ δ' οὐδείς, ἀλλὰ τὰ σπειρόμενα καὶ φυτευόμενα καὶ τρέφοντα τῆς γῆς ὀπίσω καταλιπόντες ὀρύσσομεν ἄχρηστα καὶ ζητοῦμεν, ἀποκναίοντες αὑτοὺς καὶ τοὺς πολίτας.’ ἐκίνησε ταῦτα τὸν Πύθην, καὶ πᾶσαν μὲν οὐ κατέλυσε τὴν περὶ τὰ μέταλλα πραγματείαν, ἀνὰ μέρος δὲ τὸ πέμπτον ἐργάζεσθαι κελεύσας τῶν πολιτῶν τοὺς λοιποὺς ἐπὶ γεωργίαν καὶ τὰς τέχνας ἔτρεψε.

Ξέρξου δὲ καταβαίνοντος ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα λαμπρότατος ἐν ταῖς ὑποδοχαῖς καὶ ταῖς δωρεαῖς γενόμενος χάριν ᾐτήσατο παρὰ τοῦ βασιλέως, πλειόνων αὐτῷ παίδων ὄντων, ἕνα παρεῖναι τῆς στρατείας καὶ καταλιπεῖν αὐτῷ γηροβοσκόν. ὁ δὲ Ξέρξης ὑπ' ὀργῆς τοῦτον μὲν, ὃν ἐξῃτήσατο, σφάξας καὶ διατεμὼν ἐκέλευσε τὸν στρατὸν διελθεῖν, τοὺς δ' ἄλλους ἀπηγάγετο, καὶ πάντες ἀπώλοντο κατὰ τὰς μάχας. ἐφ' οἷς ὁ Πύθης ἀθυμήσας ἔπαθεν ὅμοια πολλοῖς τῶν κακῶν καὶ ἀνοήτων· τὸν μὲν γὰρ θάνατον ἐφοβεῖτο, τῷ βίῳ δ' ἤχθετο. βουλόμενος δὲ μὴ ζῆν, προέσθαι δὲ τὸ ζῆν μὴ δυνάμενος, χώματος ὄντος ἐν τῇ πόλει μεγάλου καὶ ποταμοῦ διαρρέοντος, ὃν Πυθοπολίτην ὠνόμαζον, ἐν μὲν τῷ χώματι κατεσκεύασε μνημεῖον, ἐκτρέψας δὲ τὸ ῥεῖθρον, ὥστε διὰ τοῦ χώματος φέρεσθαι ψαύοντα τοῦ τάφου τὸν ποταμόν, ἐπὶ τούτοις συντελεσθεῖσιν αὐτὸς μὲν εἰς τὸ μνημεῖον κατῆλθε, τῇ δὲ γυναικὶ τὴν ἀρχὴν καὶ τὴν πόλιν ἀναθεὶς ἅπασαν ἐκέλευσε μὴ προσιέναι, πέμπειν δὲ τὸ δεῖπνον αὐτῷ καθ' ἑκάστην ἡμέραν εἰς

βᾶριν ἐντιθεῖσαν, ἄχρις οὗ τὸν τάφον ἡ βᾶρις παρέλθῃ τὸ δεῖπνον ἀκέραιον ἔχουσα, τότε δὲ παύσασθαι πέμπουσαν, ὡς αὐτοῦ τεθνηκότος. ἐκεῖνος μὲν οὕτω τὸν λοιπὸν

βίον διῆγεν, ἡ δὲ γυνὴ τῆς ἀρχῆς καλῶς ἐπεμελήθη καὶ μεταβολὴν κακῶν τοῖς ἀνθρώποις παρέσχεν. 263.C.10 

Ο Αινείας εναντίον της Ρώμης και οι Τρωιάδες γυναίκες

που καίνε πλοία

και με αυτόν τον τρόπο παρέμειναν

και έτσι ιδρύθη η Ρώμη

Μετάφραση από τα Αγγλικά από τον Δημήτρη Συμεωνίδη

Ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, Έλληνας ιστορικός που έγραψε στη Ρώμη λίγα χρόνια μετά την κυκλοφορία της Αινειάδας, ανέφερε:

Ο άνθρωπος που συνέταξε τις Ιέρειες στο Άργος και τα γεγονότα κατά τη διάρκεια της θητείας καθεμιάς από αυτές λέει ότι ο Αινείας πήγε με τον Οδυσσέα από τη χώρα των Μολοσσών στην Ιταλία. Ίδρυσε την πόλη Ρώμη και την ονόμασε από τη Ρώμη, μια από τις Τρώες. Αυτή η γυναίκα, λέει, παρότρυνε τις άλλες Τρώες και μαζί τους έβαλε φωτιά στα πλοία, αφού είχε βαρεθεί να τριγυρνάει. Μαζί του συμφωνούν και ο Δαμάστης από το Σίγειον και κάποιοι άλλοι.

Αγγλικό Κείμενο

Dionysius of Halicarnassus, a Greek historian writing in Rome a few years after the Aeneid began circulating, reported:

The man who compiled the Priestesses at Argos and the events during the tenure of each of them says that Aeneas went with Odysseus from the land of the Molossians to Italy. He founded the city Rome and named it after Rhome, one of the Trojan women. This woman, he says, urged the other Trojan women on and, together with them, set the ships on fire, since she was tired of wandering around. Damastes of Sigeum and some other people also agree with him.


Dionysius Halicarnassensis Hist., Rhet., Antiquitates Romanae
Book 1, chapter 72, section 2, line 6

Αρχαίον κείμενον

ὁ δὲ τὰς ἱερείας τὰς ἐν Ἄργει καὶ τὰ καθ' ἑκάστην πραχθέντα συναγαγὼν Αἰνείαν φησὶν ἐκ Μολοττῶν εἰς Ἰταλίαν ἐλθόντα μετ' Ὀδυσσέα οἰκιστὴν γενέσθαι τῆς πόλεως, ὀνομάσαι δ' αὐτὴν ἀπὸ μιᾶς τῶν Ἰλιάδων Ῥώμης. ταύτην δὲ λέγει ταῖς ἄλλαις Τρωάσι παρακελευσαμένην κοινῇ μετ' αὐτῶν ἐμπρῆσαι τὰ σκάφη βαρυνομένην τῇ πλάνῃ. ὁμολογεῖ δ' αὐτῷ καὶ Δαμαστὴς ὁ Σιγεὺς καὶ ἄλλοι τινές. 1.72.3.1

 

Ο άνθρωπος που συνέταξε τις Ιέρειες στο Άργος ήταν ο Ελλάνικος της Λέσβου.

Στον Αριστοτέλη τον φιλόσοφο αποδίδεται μια πιο ορθολογική αναφορά για γυναίκες που έκαιγαν πλοία για να ιδρύσουν τη Ρώμη. Αμέσως μετά την αφήγηση του Ελλάνικου για την ίδρυση της Ρώμης, ο Διονύσιος παρείχε μια αφήγηση που απέδωσε στον Αριστοτέλη τον φιλόσοφο:


Aristoteles et Corpus Aristotelicum Phil., Fragmenta varia (0086: 051)
Aristotelis qui ferebantur librorum fragmenta”, Ed. Rose, V.
Leipzig: Teubner, 1886, Repr. 1967.
Category 8, treatise title 45, fragment 609, line 6

Απόδοση από τον Δημήτρη Συμεωνίδη

Ο Αριστοτέλης ο φιλόσοφος αφηγείται ότι μερικοί από τους Αχαιούς που επέστρεφαν στην πατρίδα τους από την Τροία, καθώς έπλεαν γύρω από τη Μαλέα, ξαφνικά καταλήφθηκαν από μια σφοδρή καταιγίδα. Για πολλή ώρα τριγυρνούσαν σε πολλά μέρη της θάλασσας, παρασυρόμενα από τους ανέμους. Τελικά έφτασαν σε εκείνο το μέρος στη χώρα των Οπικών που ονομάζεται Latinium και βρίσκεται κοντά στο Τυρρηνικό πέλαγος. Ευτυχισμένοι που είδαν στεριά, τράβηξαν τα πλοία τους στη στεριά σε εκείνη την τοποθεσία και πέρασαν τη χειμερινή περίοδο εκεί, προετοιμάζοντας να πλεύσουν στις αρχές της άνοιξης. Όταν όμως τα πλοία τους πυρπολήθηκαν τη νύχτα, μη γνωρίζοντας πώς θα μπορούσαν να σαλπάρουν, αναγκάστηκαν παρά τη θέλησή τους να εγκαταστήσουν την κατοικία τους στο μέρος όπου είχαν αποβιβαστεί. Αυτό τους συνέβη εξαιτίας των γυναικών κρατουμένων, τις οποίες έτυχε να κουβαλούν μαζί τους από την Τροία. Αυτές οι γυναίκες είχαν κάψει τα πλοία από φόβο για την επιστροφή των Αχαιών στα σπίτια τους, πιστεύοντας ότι θα μεταφερθούν στη σκλαβιά.


Aristoteles et Corpus Aristotelicum Phil., Fragmenta varia (0086: 051)
Aristotelis qui ferebantur librorum fragmenta”, Ed. Rose, V.
Leipzig: Teubner, 1886, Repr. 1967.
Category 8, treatise title 45, fragment 609, line 6

Αρχαίο Κείμενο

Dion. Halic. ant. Rom. 1, 72: <Ἀριστοτέλης> δὲ ὁ φιλόσοφος Ἀχαιῶν τινας ἱστορεῖ τῶν ἀπὸ Τροίας ἀνακομισαμένων περιπλέοντας Μαλέαν, ἔπειτα χειμῶνι βιαίῳ καταληφθέντας, τέως μὲν ὑπὸ τῶν πνευμάτων φερομένους πολλαχῇ τοῦ πελάγους πλανᾶσθαι, τελευτῶντας δ' ἐλθεῖν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς Ὀπικῆς, ὃς καλεῖται Λάτιον ἐπὶ τῷ Τυρρηνικῷ πελάγει κείμενος. ἀσμένους δὲ τὴν γῆν ἰδόντας ἀνελκύσαι τε τὰς ναῦς αὐτόθι καὶ διατρῖψαι τὴν χειμερινὴν ὥραν παρασκευαζομένους ἔαρος ἀρχομένου πλεῖν. ἐμπρησθεισῶν δὲ αὐτοῖς ὑπὸ νύκτα τῶν νεῶν οὐκ ἔχοντας ὅπως ποιήσονται τὴν ἄπαρσιν, ἀβουλήτῳ ἀνάγκῃ τοὺς βίους ἐν ᾧ κατήχθησαν χωρίῳ ἱδρύσασθαι. συμβῆναι δὲ αὐτοῖς τοῦτο διὰ γυναῖκας αἰχμαλώτους, ἃς ἔτυχον ἄγοντες ἐξ Ἰλίου· ταύτας δὲ κατακαῦσαι τὰ πλοῖα φοβουμένας τὴν οἴκαδε τῶν Ἀχαιῶν ἄπαρσιν ὡς εἰς δουλείαν ἀφιξομένας. 8.45.609.15

 

Plutarchus Biogr., Phil., Aetia Romana et Graeca (263d-304f)
Stephanus page 265, section C, line

Απόδοση από τον Δημήτρη Συμεωνίδη

 

Γιατί οι γυναίκες φιλούν τους συγγενείς τους στο στόμα; … Είναι για τον λόγο που διηγήθηκε ο Αριστοτέλης ο φιλόσοφος; Διότι εκείνη την γνωστή πράξη, που λέγεται ότι έγινε σε πολλές τοποθεσίες, τόλμησαν, φαίνεται, και οι Τρώες στην Ιταλία. Όταν, μετά την αποβίβαση, οι άντρες αποχώρησαν, οι γυναίκες έβαλαν φωτιά στα πλοία, αφού ήθελαν να βάλουν τέλος στις περιπλανήσεις τους στη θάλασσα με κάθε μέσο. Φοβούμενοι τους άντρες, χαιρετούσαν τους συγγενείς τους και τα άλλα μέλη του νοικοκυριού φιλώντας και αγκαλιάζοντας όποιον τους συναντούσαν. Και όταν οι άντρες έβαλαν τέλος στον θυμό τους και συμφιλιώθηκαν, οι γυναίκες συνέχισαν να χρησιμοποιούν αυτόν τον τρόπο να τους χαιρετούν.

 

Plutarchus Biogr., Phil., Aetia Romana et Graeca (263d-304f)
Stephanus page 265, section C, line 7

 

Αρχαίον Κείμενον 

Διὰ τί τοὺς συγγενεῖς τῷ στόματι φιλοῦσιν αἱ γυναῖκες;’ πότερον, ὡς οἱ πλεῖστοι νομίζουσιν, ἀπειρημένον ἦν πίνειν οἶνον ταῖς γυναιξίν· ὅπως οὖν αἱ πιοῦσαι μὴ λανθάνωσιν ἀλλ' ἐλέγχωνται περιτυγχάνουσαι τοῖς οἰκείοις, ἐνομίσθη καταφιλεῖν; ἢ δι' ἣν Ἀριστοτέλης (fr. 609) ὁ φιλόσοφος αἰτίαν ἱστόρηκε; τὸ γὰρ πολυθρύλλητον ἐκεῖνο καὶ πολλαχοῦ γενέσθαι λεγόμενον ὡς ἔοικεν ἐτολμήθη καὶ ταῖς Τρῳάσι περὶ τὴν Ἰταλίαν. τῶν γὰρ ἀνδρῶν, ὡς προσέπλευσαν, ἀποβάντων ἐνέπρησαν τὰ πλοῖα, πάντως ἀπαλλαγῆναι τῆς πλάνης δεόμεναι καὶ τῆς θαλάττης· φοβηθεῖσαι δὲ τοὺς ἄνδρας ἠσπάζοντο τῶν συγγενῶν καὶ οἰκείων μετὰ τοῦ καταφιλεῖν καὶ περιπλέκεσθαι τοὺς προστυγχάνοντας. παυσαμένων δὲ τῆς ὀργῆς καὶ διαλλαγέντων ἐχρῶντο καὶ τὸ λοιπὸν ταύτῃ τῇ φιλοφροσύνῃ πρὸς αὐτού. 265.D.1


Αίθυλλα

Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του βασιλιά της Τροίας 

Λαομέδοντα και αδελφή του Πριάμου. Στην άλωση της Τροίας αιχμαλωτίστηκε. Το πλοίο που τη μετέφερε στην Ελλάδα, 

μαζί με άλλους αιχμαλώτους, στάθμευσε στη χερσόνησο της Παλλήνης της Μακεδονίας για να προμηθευτούν νερό. Τότε η Α. παρακίνησε τους συναιχμαλώτους της να κάψουν το πλοίο για να μείνουν εκεί και να αποφύγουν τη δουλεία στην 

Ελλάδα. Τελικά οι αιχμάλωτοι κατόρθωσαν να παραμείνουν εκεί και ίδρυσαν την πόλη Σκιώνη.

 

ΨεύδοΑπολλόδωρος – Επιτομή 6,15 c

Απόδοση από τον Δημήτρη Συμεωνίδη

Ο Ναύαιθος είναι ποταμός της Ιταλίας. Ονομάστηκε έτσι, σύμφωνα με τον Απολλόδωρο και τους υπόλοιπους, επειδή μετά την κατάληψη του Ιλίου οι κόρες του Λαομέδοντος, οι αδερφές του Πρίαμου, μεταξύ άλλων, η Αίθυλλα, η Αστυόχη και η Μεδεσικάστη, μαζί με τις άλλες γυναίκες αιχμάλωτες, που βρέθηκαν σε εκείνο το μέρος της Ιταλίας, και φοβούμενες τη σκλαβιά στην Ελλάδα, πυρπόλησαν τα πλοία. από όπου ο ποταμός ονομαζόταν Ναύαιθοςκαι οι γυναίκες ονομάζονταν Ναυπρήστιδες. και οι Έλληνες που ήταν μαζί με τις γυναίκες, έχοντας χάσει τα σκάφη εγκαταστάθηκαν εκεί.


[Επ. 6, 15γ] Ναύαιθος ποταμός ἐστιν Ἰταλίας· ἐκλήθη δὲ οὕτω κατὰ μὲν Ἀπολλόδωρον καὶ τοὺς λοιπούς, ὅτι μετὰ τὴν Ἰλίου ἅλωσιν αἱ Λαομέδοντος θυγατέρες, Πριάμου δὲ ἀδελφαί, Αἴθυλλα Ἀστυόχη Μηδεσικάστη μετὰ τῶν λοιπῶν αἰχμαλωτίδων ἐκεῖσε γεγονυῖαι τῆς Ἰταλίας, εὐλαβούμεναι τὴν ἐν τῇ Ἑλλάδι δουλείαν τὰ σκάφη ἐνέπρησαν, ὅθεν ὁ ποταμὸς Ναύαιθος ἐκλήθη καὶ αἱ γυναῖκες Ναυπρήστιδες· οἱ δὲ σὺν αὐταῖς Ἕλληνες ἀπολέσαντες τὰ σκάφη ἐκεῖ κατῴκησαν> 

 

APOLLODORUS, EPITOME 6.15.c

 

[E.6.15c] Navaethus is a river of Italy. It was called so, according to Apollodorus and the rest, because after the capture of Ilium the daughters of Laomedon, the sisters of Priam, to wit, Aethylla, Astyoche, and Medesicaste, with the other female captives, finding themselves in that part of Italy, and dreading slavery in Greece, set fire to the vessels; whence the river was called Navaethus and the women were called Nauprestides; and the Greeks who were with the women, having lost the vessels, settled there. (Tzetzes, Scholia on Lycophron, 921)


Etymologicum Magnum Kallierges page 598 Lines 36-45

Ναύαιθος: Ποταμὸς ᾿Ιταλίας. Τῶν ἐξ ᾿Ιλίου πλεόντων ῾Ελλήνων κατήχθησαν τινὲς εἰς τὸν ποταμὸν τοῦτον· αἱ δὲ αἰχμάλωτοι, εὐλαβούμεναι τὴν ἐν τῇ ῾Ελλάδι δουλείαν, καὶ τὴν ἐσομένην ζηλοτυπίαν τῶν γυναικῶν αὐτῶν, ἐνέπρησαν τὰς ναῦς· καὶ ὁ μὲν ποταμὸς ὠνομάσθη Ναύαιθος, ἀπὸ τοῦ αἴθω· αἱ γὰρ γυναῖκες, ναυπρήστιδες· καὶ αἱ νῆες, πρηστίδες.


Ο Τρως ή Τρώας ήταν μυθικός βασιλιάς της Τροίας.

 

Ο Τρως ή Τρώας ήταν βασιλιάς της Δαρδανίας. Ο γιος του Ίλιος / Ίλος ίδρυσε πόλη, και της έδωσε το όνομα του πατέρα του: Τροία. Ο Τρώας ήταν γιος του Εριχθόνιου βασιλιά της Δαρδανίας, που τον διαδέχτηκε στον θρόνο, και της Αστυόχης, κόρης του Σιμόεντα. Νυμφεύτηκε την κόρη του ποτάμιου θεού Σκαμάνδρου, Καλλιρρόη· ή την Ακαλλαρίδα, κόρη του Ευμήδη. Παιδιά του ήταν ο Ασσάρακος, ο Ίλος του Τρώα, ο Γανυμήδης, η Κλεοπάτρα και η Κλεομήστρα. Από το όνομά του η χώρα, που πριν ονομαζόταν Δαρδανία, ονομάστηκε Τρωάδα και η πόλη Τροία

 

Απολλόδωρου Βιβλίο Γ 12,2

γενομένων δὲ αὐτῷ παίδων Ἴλου καὶ Ἐριχθονίου, Ἶλος μὲν ἄπαις ἀπέθανεν, Ἐριχθόνιος δὲ διαδεξάμενος τὴν βασιλείαν, γήμας Ἀστυόχην τὴν Σιμόεντος, τεκνοῖ Τρῶα. οὗτος παραλαβὼν τὴν βασιλείαν τὴν μὲν χώραν ἀφ᾽ ἑαυτοῦ Τροίαν ἐκάλεσε, καὶ γήμας Καλλιρρόην τὴν Σκαμάνδρου γεννᾷ θυγατέρα μὲν Κλεοπάτραν, παῖδας δὲ Ἶλον καὶ Ἀσσάρακον καὶ Γανυμήδην

 

Dionysius Halicarnassensis Antiquitates Romanae

Book 1. Chapter 62 Section 2 Lines 1-8

᾿Εριχθονίου δὲ καὶ Καλλιρρόης τῆς Σκαμάνδρου γίνεται Τρώς, ἀφ' οὗ τὴν ἐπωνυμίαν τὸ ἔθνος ἔχει· Τρωὸς δὲ καὶ ᾿Ακαλλαρίδος τῆς Εὐμήδους ᾿Ασσάρακος ἦν· τούτου δὲ καὶ Κλυτοδώρας τῆς Λαομέδοντος Κάπυς· Κάπυος δὲ καὶ νύμφης Ναϊάδος ῾Ιερομνήμης ᾿Αγχίσης· ᾿Αγχίσου δὲ καὶ ᾿Αφροδίτης Αἰνείας. ὡς μὲν δὴ καὶ τὸ Τρωικὸν γένος ῾Ελληνικὸν ἀρχῆθεν ἦν δεδήλωταί μοι.

 

Βεργίλιος Αε.8 102-183

Συνάντηση Αινεία με Εύανδρο και Πάλλαντα

Έτυχε την ημέρα εκείνη ο Αρκάς Βασιλιάς να προσφέρει ιερές τιμές στον γιό του Αμφιτρύωνα, τον μέγα και τους θεούς στο άλσος μπροστά στην πόλη. Μαζί του εκεί ήταν κι ο γιός του ο Πάλλας, μαζί και οι πρώτοι από τους νέους και η λιτοδίαιτη σύγκλητος πρόσφεραν θυμίαμα και το ζεστό αίμα κάπνιζε πάνω στους βωμούς. Καθώς βλέπουν τα ψηλά πλοία να γλιστράνε ανάμεσα στο σκιερό δάσος και να πλέουν με ήρεμα κουπιά, τρομάζουν από το ξαφνικό θέαμα και όλοι σηκώνονται εγκαταλείποντας τα τραπέζια. Ο τολμηρός Πάλλας τους εμποδίζει να σταματήσουν την ιερουργία και αρπάζοντας το τόξο του τρέχει ο ίδιος να τους συναπαντήσει και πάνω από ένα ύψωμα φωνάζει: «Νέοι, ποια αιτία σας ανάγκασε να ψάξετε άγνωστους δρόμους; Για πού τραβάτε; Ποια η γενιά; Πούθ’ έρχεστε; Ειρήνη φέρνετε ή πόλεμο;»

Τότε ο πατέρας Αινείας έτσι μιλά από του καραβιού την ψηλή πρύμνη, προτείνοντας με το χέρι του κλαδί ειρηνοφόρας ελιάς:

«Τρώες βλέπεις και όπλα εχθρικά για τους Λατίνους που με πόλεμο αλαζονικό τους ανάγκασαν να τραπούν σε φυγή. Ψάχνουμε τον Εύανδρο. Μεταφέρετε αυτά και πείτε πως διαλεχτοί Δαρδάνιοι αρχηγοί έχουν έρθει ζητώντας συμμαχικά όπλα». Συγκλονίστηκε ο Πάλλας από το τόσο μεγάλο όνομα και έμεινε έκθαμβος.

«Όποιος κι αν είσαι, βγες από το πλοίο, είπε, και μίλα κατά πρόσωπο με τον πατέρα μου και ως φιλοξενούμενος πέρνα το κατώφλι του σπιτιού μας». Άπλωσε το χέρι και πιάνοντας το δεξί του χέρι τον αγκάλιασε. Προχωρούν και μπαίνουν στο δάσος και αφήνουν το ποτάμι. Τότε ο Αινείας με φιλικά λόγια μιλά στον βασιλιά:

«Άριστε των Ελλήνων, που η τύχη θέλησε να ικετεύσω και να σου προσφέρω κλαδιά στολισμένα με ταινίες, δεν με τρομάζει που είσαι βασιλιάς των Δαναών και Αρκάς και έλκεις την καταγωγή σου από τη γενιά και των δύο Ατρειδών. Αλλά η ανδρεία μου και οι ιεροί χρησμοί των θεών και η συγγένεια των προγόνων μας και η φήμη σου, που απλώθηκε στον κόσμο, με ένωσαν με σένα και με τη θέλησή μου να ακολουθήσω την μοίρα μου. Ο Δάρδανος, ο γενάρχης και ιδρυτής της πόλης του Ιλίου, της Ατλαντίδας Ηλέκτρας γιος, όπως λένε οι Έλληνες, ήρθε στη γη των Τεύκρων. Την Ηλέκτρα γέννησε ο μέγιστος Άτλαντας, που σήκωνε στους ώμους του τους αιθέριους κύκλους. Δικός σας γενάρχης είναι ο Ερμής, που η λαμπρή Μαία συνέλαβε και γέννησε στην παγωμένη κορφή της Κυλλήνης.

Όμως την Μαία, αν πιστέψουμε έστω και σε κάτι ελάχιστο τις διαδόσεις, την γέννησε ο Άτλαντας, ο ίδιος Άτλαντας που σηκώνει τα άστρα του ουρανού.

Έτσι η γενιά και των δυο μας προέρχεται από το ίδιο αίμα.

Σε αυτά έχοντας εμπιστοσύνη ούτε πρέσβεις έστειλα ούτε με κάποια τέχνη προσπάθησα προηγουμένως να συμμαχήσω μαζί σου. Εμένα, εμένα τον ίδιο και τη ζωή μου σου προσφέρω και ως ικέτης στο κατώφλι σου έχω έρθει.145 Με καταδιώκει με άγριο πόλεμο του Δαύνου η γενιά, η ίδια γενιά που κι εσένα καταδιώκει. Αν διώξουν εμάς, πιστεύουν πως δεν θα υπάρχει κανείς που να τους εμποδίσει όλη την Εσπερία ολωσδιόλου να κατακτήσουν, καθώς και την θάλασσα που ολόγυρα την βρέχει.

Δώσε και πάρε πίστη. Έχω στράτευμα δυνατό με πολεμοχαρή καρδιά και με ψυχή και νιότη που μιλά με τις πράξεις της». Έτσι μίλησε ο Αινείας. Εκείνος στο πρόσωπο και στα μάτια του ομιλητή και σ’ όλο του το κορμί έριχνε ματιές τόση ώρα.

Τότε του λέει αυτά τα λίγα: «Πώς σε δέχομαι, γενναιότατε των Τρώων, και πρόθυμα σε αναγνωρίζω! Πώς ανακαλώ στη μνήμη τα λόγια του πατέρα σου και τη φωνή και το πρόσωπο του μεγάλου Αγχίση!

Γιατί θυμάμαι πηγαίνοντας να επισκεφτεί τα βασίλεια της αδερφής του, Ησιόνης, ο Πρίαμος, ο γιος του Λαομέδοντα, στον δρόμο για τη Σαλαμίνα πρώτα επισκέφτηκε τα παγωμένα σύνορα της Αρκαδίας.

Τότε σκέπαζε τα μάγουλά μου της πρώτης νιότης το άνθος 160 και θαύμαζα τους Τρώες αρχηγούς, θαύμαζα και εκείνον, τον γιο του Λαομέδοντα, όμως ο πιο ψηλός από όλους ήταν ο Αγχίσης. Το νεανικό μου μυαλό καιγόταν από την επιθυμία να μιλήσω με τον άνδρα και να σφίξουμε τα χέρια.

Πλησίασα και πρόθυμα τον οδήγησα στου Φενεού τα τείχη. Εκείνος φεύγοντας μου έδωσε θαυμάσια φαρέτρα με βέλη από την Λυκία και χλαμύδα μου έδωσε πεποικιλμένη με χρυσό και δυο χαλινάρια ολόχρυσα, που τώρα ο Πάλλας μου τα έχει. Επομένως, το χέρι που ζητάτε έχει ενωθεί δηλώνοντας πίστη. Και πρώτα-πρώτα, μόλις το αυριανό φως ανατείλει στη γη, θα σας στείλω χαρωπούς με βοήθεια και θα σας ενισχύσω με τις δυνάμεις μου.

Στο μεταξύ, αυτές τις ετήσιες ιερουργίες, μιας και ήρθατε ως φίλοι, με καλή διάθεση γιορτάστε μαζί μας, αφού είναι ανόσιο να τις αναβάλουμε, και συνηθίστε στο εξής τα συμμαχικά τραπέζια».

Αυτά αφού είπε, δίνει διαταγή και ξαναφέρνουν τα φαγητά και τα κύπελλα που είχαν σηκώσει και ο ίδιος τοποθετεί τους άνδρες σε θέσεις στο χορτάρι.

 Ξεχωριστά παίρνει τον Αινεία σε θρόνο στρωμένο με δέρμα μαλλιαρού λιονταριού και τον προσκαλεί σε σκαμνί από σφένδαμο.

Τότε επίλεκτοι νέοι και ο ιερέας του βωμού φέρνουν γρήγορα σωθικά ταύρων καλοψημένα και γεμίζουν τις πιατέλες με καλοζυμωμένα ψωμιά και κερνούνε κρασί.

Τρώνε ο Αινείας μαζί κι οι νέοι Τρώες από την πλάτη τεράστιου βοδιού και σπλάχνα θυσιασμένα.

 

 

Ο Αινείας λέει στον Εύανδρο

Βεργίλιος: Αινειάς βιβλίον 8 στίχος 142

Έτσι η γενιά και των δυο μας προέρχεται από το ίδιο αίμα.

Vergil Aeneid book 8 verse 142

Translation into English

So both our races branch from the one root.

 

P. VERGILI MARONIS AENEIDOS LIBER OCTAVVS .Verse 142

sic genus amborum scindit se sanguine ab uno.

Από εδώ έχουμε και την παροιμιώδη φράση

“Una Faccia, Una Razza”:

Γιατί και οι δύο λαοί είναι συγγενείς

 

ΤΗΛΕΓΟΝΟΣ

Τον Τηλέγονο, τον γιο του Οδυσσέα και της Κίρκης, τον έστειλε ή μητέρα του να βρει τον πατέρα του και τελικά οδη­γήθηκε στην Ιθάκη από μια θύελλα. Ωθούμενος από την πείνα, λεηλατούσε τα χωράφια. Ο Οδυσσέας και ο Τηλέμαχος, χωρίς να γνωρίζουν ποιος ήταν, πήραν τα όπλα και συγκρούστηκαν μαζί του. Ο Οδυσσέας σκοτώθηκε από τον γιό του Τηλέγονο.,όπως είχε προβλέψει ο χρησμός, ότι δηλαδή έπρεπε να φοβάται τον θάνατο από το χέρι του γιου του Όταν έμαθε ο Τηλέγονος ποιόν είχε σκοτώσει, με εντολή της Αθηνάς, επέστρεψε με τον Τηλέμαχο και την Πηνελόπη στο νησί της Αιαίας, όπου είχε γεννηθεί, για να μεταφέρει την σορό του Οδυσσέα στην Κίρκη και να ταφεί εκεί. Πάλι με την εντολή της Αθηνάς, ο Τηλέγονος νυμφεύθηκε την Πηνελόπη και ο Τηλέμαχος την Κίρκη Από την Κίρκη και τον Τηλέμαχο γεννήθηκε ο Λατίνος, ο οποίος έδωσε το όνομά του στην Λατινική γλώσσα και από την Πηνελόπη καί τον Τηλέγονο γεννήθηκε ό Ίταλος που έδωσε το όνομά του στην Ιταλία.

 

Ο Μάντης Τειρεσίας είχε χρησμοδοτήσει στον Οδυσσέα όταν τον είχε συναντήσει κατά την κάθοδό του στον Άδη, ότι ο θάνατός του θα ερχόταν από την θάλασσα.

Ομήρου Οδύσσεια λ. στίχοι 133-140

Απόδοση Αργύρη Εφταλιώτη

καὶ γύρνα στὴν πατρίδα σου ἑκατοβοδιὲς νὰ κάμης

ἱερὲς γιὰ τοὺς ἀθάνατους ποὺ ὁρίζουνε τὰ οὐράνια,

μὲ τὴ σειρὰ τοῦ καθενοῦ· κι ὁ θάνατος θὰ σοῦ 'ρθη

ὄξω ἀπὸ θάλασσα, ἀλαφρός, καὶ θὰ σε γλυκοπάρη
μὲς στὰ καλὰ γεράματα, ποὺ ὁλόγυρα οἱ λαοί σου
θὰ χαίρουνται καλοτυχιά. Σοῦ 'πα ὅλη τὴν ἀλήθεια.”

Αὐτἀ εἶπε, κι ἐγὼ γύρισα κι ἀπολογήθηκά του·
Ἔτσι θὰ τά 'χουνε οἱ θεοὶ κλωσμένα, ὦ Τειρεσία.

Ομήρου Οδύσσεια λ. στίχοι 133-140

Αρχαίον κείμενον

 

οἴκαδ᾽ ἀποστείχειν ἔρδειν θ᾽ ἱερᾶς ἑκατόμβας
ἀθανάτοισι θεοῖσι, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσι,
πᾶσι μάλ᾽ ἑξείης. θάνατος δέ τοι ἐξ ἁλὸς αὐτῷ

ἀβληχρὸς μάλα τοῖος ἐλεύσεται, ὅς κέ σε πέφνῃ
γήραι ὕπο λιπαρῷ ἀρημένον· ἀμφὶ δὲ λαοὶ
ὄλβιοι ἔσσονται. τὰ δέ τοι νημερτέα εἴρω.᾽

ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον·
"Τειρεσίη, τὰ μὲν ἄρ που ἐπέκλωσαν θεοὶ αὐτοί.

 

Ο Ίταλος ο ήρωας που έδωσε το όνομα της Ιταλίας

Ο Ίταλος ήταν ήρωας που έδωσε το όνομά του στην Ιταλία (ο «επώνυμος ήρωας» της Ιταλίας). Η χώρα μέχρι τότε ονομαζόταν Αυσονία από τον Αύσονα. Κατά μίαν εκδοχή ήταν βασιλιάς του Βρουττίου καταγόμενος από την Οινωτρία. Ο Ίταλος έδωσε νόμους στους υπηκόους του και εκπολίτισε τον λαό του. Σύμφωνα με άλλες παραδόσεις, ο βασιλιάς Ιταλός καταγόταν από τη Σικελία (Θουκυδ,, 6.2.4), τη Λιγουρία ή την Κέρκυρα. Λεγόταν ότι ήταν εγγονός του Μίνωα ως γιος της κόρης του Σατυρίας. Είναι προφανές ότι υπάρχει μεγάλη σύγχυση των μύθων που σχετίζονται με τον Ίταλο Κάποιες παραδόσεις τον συγχέουν με την Κίρκη και τον Οδυσσέα. Πιθανώς ήταν γιος της Πηνελόπης και του Τηλεγόνου.

 

Ο Εύανδρος

Ο Εύανδρος στην Ελληνική μυθολογία ήταν ένας θρυλικός ήρωας από την Αρκαδία, που έφερε στην Ιταλία το Ελληνικό δωδεκάθεο, τους νόμους και το αλφάβητο. Ίδρυσε την πόλη Παλλάντιον και είναι ο οικιστής του Παλατίνου λόφου στη Αρχαία Ρώμη εξήντα χρόνια πριν ξεκινήσει ο Τρωικός Πόλεμος. Το όνομα του ετυμολογείται στην Ελληνική γλώσσα ως "ισχυρός άνδρας" ή "καλός άνδρας". Οι αρχαίοι Ρωμαίοι πίστευαν ότι ήταν αυτός που μετέφερε την Ελληνική λατρεία των θεών στην Ιταλία (π.χ. λατρεία του Πάνα, Λουπερκάλια) και αυτός που επινόησε το Λατινικό αλφάβητο. Ο Εύανδρος λατρεύτηκε σαν θεότητα μετά τον θάνατό του με έναν βωμό, που οικοδομήθηκε προς τιμή του στον Αβεντίνο λόφο. Ο Στράβων γράφει ότι σύμφωνα με παλαιούς θρύλους η Ρώμη είναι Αρκαδική αποικία με οικιστή τον Εύανδρο.

 

Ρωμύλος και Ρέμος μυθικοί ιδρυτές της Ρώμης

Η Ρώμη ιδρύθηκε το 753 π.Χ. από τον Ρωμύλο και τον Ρέμο (ή Ρώμο), δίδυμα αδέλφια, απογόνους του Τρώα πρίγκηπα Αινεία, που ανατράφηκαν από μια λύκαινα. Η παράδοση θέλει την ίδρυση της Ρώμης να λαμβάνει χώρα στις 21.4.753 π.Χ. Η Ρώμη ιδρύθηκε 438 χρόνια μετά την πτώση της Τροίας (1182 π.Χ.) σύμφωνα με την συμβατική ιστορία.

ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 10.7.2024.

 

Βιβλιογραφία

        - Απολλόδωρος «Βιβλιοθ.», 6,15c

        - ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

        - Gutenberg Project.

        - Βιργίλιος «MARONIS AENEIDOS», LIBER OCTAVVS Verse 142

        - Ευριπίδης «Τρωάδες».

        - Θησαυρός Ελληνικής Γλώσσας (TLG)

        - Μιχαλόπουλος Α. Ν. – Χ. Μιχαλόπουλος «Ρωμαϊκή Επική Ποίηση - Βεργίλιος Αινειάδα, Οβίδιος Μεταμορφώσεις».

        - Ομηρος «Οδύσσεια» λ,133-140.

        - Πλούταρχος: Ηθικά, τόμος 7ος, Γυναικών Αρεταί.

        - Υγίνος «Μύθοι».

 

Αρχαιοι ελληνες Λατινοι συγγενεις, συγγενεια Ευριπιδης Πλουταρχος πολη Ρωμη ονομα ετυμολογια Τρωιαδα φωτια πυρποληση καψιμο πλοια πλοιο Τρωες Ελληνων, Ιταλια, εγκατασταση καλλιεργεια μυθος Ρωμος / Ρεμος Ρωμυλος Συμεωνιδης Απριλιος ιδρυση 8ος αιωνας 753 πΧ διδυμα αδελφια, απογονοι Τρωας πριγκηπας Αινειας, ανατροφη λυκαινα παραδοση 21 πτωση Τροιας 1182 12ος ιστορια Απολλοδωρος Βιργιλιος Ευριπιδης Τρωαδες τροια Μιχαλοπουλος Ρωμαικη Επικη Ποιηση Αινειαδα, Οβιδιος Μεταμορφωσεις Ομηρος Οδυσσεια Ηθικα Γυναικων Αρεται Γυναικες Αρετες Υγινος Μυθοι Λατινος Ελληνων αρχαια χρονια Ιταλια Ευανδρος ιταλος πολις Τρωαδα Ελενη, Εκαβη, Κασσανδρα, Ανδρομαχη τυχη γυναικα ΤΡΩΑΔΙΤΙΣΣΕΣ
Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ