Ρώμος Φιλύρας
Απ’
την αγάπη αρρώστησα
και
καρτερώ ένα φως…
Ο Ρώμος Φιλύρας εγεννήθη στο
Δερβένι Κορινθίας (κατ’ άλλους στο Άργος), το 1888/89. Το πραγματικό του όνομα
ήταν Γιάννης Οικονομόπουλος[1].
Είναι ο τελευταίος λυρικός ποιητής της λεγομένης Νέας Αθηναϊκής
Σχολής. Ανήκει σε αυτούς που συνέβαλαν στην ανανέωση της ποιήσεως![2]
Ο πατέρας του ήταν εκπαιδευτικός. Αυτός του έμαθε και τα
πρώτα γράμματα. Έπειτα ήρθε στον Πειραιά, όπου ετελείωσε το Γυμνάσιο. Στο
γνωστό καφενείο του Διονυσιάδη στο Πασαλιμάνι[3] συγκεντρώνονταν οι Γ.
Αξιώτης, Αλ. Βραχνός, Γερ. Βώκος, Γ. Ζουφρές, Αρίστος Καμπάνης, Εμμ.
Καψαμπέλης, Αγγ. Κοσμής, Αγαθοκλής Κωνσταντινίδης, Γ. Λαμπελέτ, Σπύρος Μελάς, Γ.
Μπόνης, Παύλος Νιρβάνας, Λάμπρος Πορφύρας, Π. Σεφερλής, Άντ. Σπηλιωτόπουλος,
Φεράς, κ.α. Μαζί τους έπινε καφέ και ο Ρώμος Φιλύρας!
Το 1902 εγράφη στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, εσπούδασε Νομικά,
αλλά ποτέ δεν ολοκλήρωσε αυτές τις σπουδές.
Το 1910 ασθένησε από γρίππη όντας στρατιώτης και νοσηλέυθηκε
στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο των Παραπηγμάτων. Εκεί – και σε βάρος των συναδέλφων
του δημοσιογράφων – σκάρωσε μια φάρσα: Επήρε στο τηλέφωνο μια εφημερίδα και
είπε: «Εδώ 2ον Στρατιωτικόν
Νοσοκομείον. Έχομεν να σας αναγγείλουμε μια αυτοκτονία, του στρατιώτου και
ποιητού Ρώμου Φιλύρα! Αυτές τις ημέρες ο ποιητής ήταν πολύ μελαγχολικός. Και
σήμερα επήρε το τουφέκι του, εδώ μέσα στο νοσοκομείο, που ενοσηλεύετο, το
στήριξε καταγής, κι επυροβόλησε το κεφάλι του! Έμεινε ο δυστυχής στον τόπο!
Αυτό είναι. Πρέπει να του γράψετε και μια καλή νεκρολογία!». Την επομένη οι
αθηναϊκές εφημερίδες εκυκλοφορούσαν με την είδηση της υποτιθεμένης αυτοκτονίας
του Φιλύρα. Κι εκείνος γελούσε στο κρεβάτι του νοσοκομείου, διαβάζοντάς τες!
Ηταν μια φάρσα που οι δημοσιογράφοι δεν του την συγχώρεσαν εύκολα…
Εργάσθηκε – για λίγο – ως γραμματεύς στην Στρατιωτική
Δικαιοσύνη. Παράλληλα δημοσιογραφούσε – επάγγελμα που θα γίνει το κύριό του. Την
δεκαετία του '20 έγραφε την κοσμική στήλη σε εφημερίδες και περιοδικά. Έως το
1927, όταν η κληρονομική σχιζοφρένεια[4] που είχε, εκδηλώθηκε
φανερά! Εβάδισε στα χνάρια των Γεωργίου Βιζυηνού και Μιχαήλ Μητσάκη… Γι’ αυτό
τον έκλεισαν – 19 χρόνια! - στο Δρομοκαΐτειον ψυχοθεραπευτήριο, όπου και τον
βρήκε ο θάνατος, επί Κατοχής, το 1942, χωρίς να προφθάσει να ολοκληρώσει το
έργο του.
Ο ίδιος στο "Ημερολόγιο" του γράφει: «Εδώ ήρθα κι εγώ. Εδώ κλεισμένος ολομόναχος είδα τη ζωή σαν ένα τραγικό
παιχνίδι της Μοίρας. Αποσυρμένος από τα εγκόσμια, πονεμένος και γελασμένος απ'
όλα. Η Ζωή μας ξεγελά - το είπε και ο Ουάιλντ από την τραγική φυλακή του
Ρήντιγκ - με μάταιες απρόσχαρες μορφές, απατηλές ομορφιές μικροχαρές,
στιγμιαίες ηδονές, κουκλένιες φήμες και δόξες. Εδώ έρχεται η αυγή θλιβερώτατη
από την κούρασή μας, την βαρεμάρα και τη μάταιη προσήλωσι στην ολέθρια
ψυχοφθόρο ρέμβη - κλήρα των ποιητών και μοίρα των ταραγμένων. Εδώ πέφτει η
νύχτα δονώντας μίαν αόριστη ελπίδα ότι τάχα θα ησυχάσουμε.
Ο μόνος που μας θυμάται συχνά
είν' ο θάνατος. Ακούει τη μυστική μας επίκλησι, στο αργό, ατέλειωτο μέτρημα των
ράθυμων στιγμών της βαρυθυμίας μας, την άφωνη εκ βαθέων ευχή μας, απάνω στον
ταραγμένο ύπνο μας κι έρχεται, παρηγορητής και γοργοϋπήκοος κοσμίζοντας τα
υπέρτατα δώρα του, τα γλυκόπιοτα δυνατά βάλσαμα του που μας χαρίζουν ό,τι δεν
μπορούν να μας χαρίσουν η βερονάλη και η χλωράλη, ούτε κανένα ναρκωτικό ή
παυσόδυνο... την τελειωτική, την υπέρτατη κάλμα... τη γλυκεία, δροσοπάροχη
λύτρωσι... Πόσες φορές δεν τον ονειρεύονται στον ύπνο τους και τον ξύπνιο, τα
πολυβασανισμένα νευρόσπαστα των ψυχώσεων, στα τραγικά φωτεινά τους διαλείμματα,
πόσες φορές δεν ονειρεύονται να τους χαμογελά, σαν μια θαμπή ελπίδα
γλυκοχαραυγής, ανάμεσα από την αχλύ και τον ζόφο του τους σκεπάζει τα ταραγμένα
τους λογικά...
Και ξέρουν πως το γλυκό τους
όνειρο, η ελπίδα κι η γλυκαπαντοχή των βασανισμένων αργά ή γρήγορα θα στέρξει
μια φορά. Είναι κι αυτό μια παρηγοριά, η μοναχή εδώ μέσα παρηγοριά μας... Όλοι
κι αν μας ξεχάσουν, αυτός θα θυμηθεί...».
Εργογραφία
Ποιήματα είχε αρχίσει να
γράφει από πολύ νέος. Μόλις στα 16 του χρόνια, στίχοι του είχαν δημοσιευθεί
στην «Διάπλασι των Παίδων».
Η πρώτη του ποιητική συλλογή («Ρόδα στον αφρό»)
εκυκλοφόρησε το 1911. Ακολούθησαν οι ποιητικές συλλογές: «Γυρισμοί» (1919), «Οι
ερχόμενες» (1920), «Πιερρότος» (1922), «Θυσία»
(1923). Το 1916 εκυκλοφόρησε το πεζογράφημα «Ο θεατρίνος της ζωής».
Το 1939 από τις εκδόσεις «Γκοβόστη» εκυκλοφόρησε ένας τόμος
με τα «Απαντά» του, με κριτικό πρόλογο του Αιμ. Χουρμούζιου. Ανηγγέλθη και
δεύτερος τόμος, με τα ανέκδοτά του, αλλά ουδέποτε εξεδόθη.
Ανθολογία
Τις
μυστικές αρμονίες
π’
ανεβαίνουν αόριστες,
την ώρα του
δειλινού
τις
αμφίβολες νοσταλγίες,
που
πληθαίνουν τα σούρουπα,
στα χάη του
ναού,
όλες να
προσωποποιούσα,
να
ενσαρκώσω πόθησα
και
σχεδίασα
στου νου τα
πρόθυρα,
το τέμπλο
ν’ αχναρώσω
ν’
αποτυπώσω
στο εμβαδόν
πρανού.
Στον Άδη
Μια
μέρα θα μισέψουμε στα σκότη:
Κι
αν δεν το ήπιαμε όλο το ποτήρι,
κι
αν δεν εμείναμε σε θείαν αγνότη,
το
κορμί μας στον τάφο θ’ απογείρει.
Στερνή
αγάπη θε να μοιάζει πρώτη:
Τόση
λαχτάρα μέσ’ στο πανηγύρι
της
ζωής, μας ανάρπαζε κι η νειότη
μας
φούντωνε του αίματος την πύρη.
Οι
κοπέλλες μονάχα θα εικονίζουν
κάθε
χαρά που επέρασε και πάει
Κι
ούτε κι ο νους θα ξέρει όταν θα σχίζουν
σαν
άγγελοι, των ουρανών τα χάη,
ποια
πιο πολύ μας χρύσωσε τα νειάτα!
Σ’ εκείνες
Δεν
ήταν πόθου ή νοσταλγίας μεθύσι
μονάχα,
που μ’ εκύλησε μαζί σας,
απ’
της σπουδής να πιω τη λάλα βρύση,
τάχα
για να ΄βρω τι ΄ταν η ψυχή σας.
Χύθηκα,
βρύση αγάπης, με σας, βρύση,
της
ωμορφιάς η γνώση να μου αυξήσει
τη
λαχτάρα, μέσ’ στο γλυκό φιλί σας!
Κι
αν τ’ απόσταγμα σύναξα, μελίσσι,
αιώνια
να φυλάξω σε κυψέλη,
το
κερί λυώνει κι αργοστάει το μέλι
στα
κύπελλα του στίχου, να μελίσει,
στης
ρίμας να γλυκάνει τη μαγεία,
την
πικρή της ζωής μας ιστορία.
Οι άλλες
Όλες εφύγαν οι όμορφες σε χώρα μακρινή,
όσες σε μια γλυκιά στιγμή τις έταξα δικές μου,
ή κάπου ξάφνου εκρύφτηκαν, τις πήραν οι ουρανοί,
κι έμειναν μόνες οι καλές κι οι συμπαθητικές μου.
Λίγο χλωμές, λίγο μικρές ή λίγο πιο μεγάλες,
ήσανε νόστιμες κι αυτές, μα όχι όπως οι άλλες
συνηθισμένες έμειναν, μα εκείνες που μου φύγαν
μου γνέφαν πάντα στ’ όνειρο, πλατιά αγκαλιά μ’ ανοίγαν.
Από τις
«Ερχόμενες»
[…] Θα μπουν μαζί και θ’ απλώσουν τα χέρια,
θα μας χαϊδέψουν μαλλιά, στον αγέρα σπαρμένα,
θα μας μιλήσουν γλυκά σ’ αγκαλιάσματα αιθέρια,
θα μας φιλήσουν με χείλη απαλά, μυρωμένα.
[…] Να μας ξεχωρίσουνε τελος τα σώματα εμπρός μου
απ’ την ανοιγμένη κουρτίνα στηλές να προβάλουν,
από μακριά κι αν φθασμένες, τα πέρα του κόσμου,
να γίνουν σωστές σιλουέττες, χωρίς ν’ αμφιβάλλουν.
[…] Ήρθαν, μα δεν τις θέλω τόσες κοντά μου,
είναι πάρα πολλές, με κουράζουν, μ’ αλλάζουν,
πάρ’ τες, μητέρα, να φύγουν αν ήρθαν - αλιά μου! –
όλα τα βίτσια μου αν δουν, θα σπαράξουν.
Είναι πολλές, ένα πλήθος εγκάρδιο για μένα,
γιατί δεν ήπια παρά την ψυχή των,
μόνο τα λόγια τους άκουσα, μάνα μου, τα χαϊδεμένα,
κι ύστερα φύγαν, ήταν πάρα πολλές, προς τη γη των […]
Διαθήκη
Εγώ
παρήλθα, τραγουδώντας τη χαρά
τις
έμορφες, τα ρόδα και τ’ αηδόνια,
χορεύοντας
και πίνοντας αδρά
ένιωσ’
απάνω στα μαλλιά τα χιόνια.
Στου
κύπελλου το κατακάθι η συμφορά
κι
η στάχτη, που αψηφούσα τόσα χρόνια,
τώρα
στο κύμα το πετώ, μακριά,
τώρα
με λιώνουν πόνοι και τριζόνια.
Σε
νότα και ρυθμό, στίχο μεστό
σ’
ένα τραγούδι επόθησα να κλείσω,
μιαν
αρμονία, νόημα σωστό,
μα
δεν κατόρθωσα θεία να μιλήσω.
Παλμό
να δώσω και να συγκλονίσω
την
άπειρη ψυχή του κόσμου, σε σεισμό.
Χωρίς σκοπό
Έτσι
χωρίς σκοπό η Ζωή ριγμένη,
και
ράθυμα, ενώ ζούμε στην ανία,
μια
φλόγα αγάπης ξάφνου ν’ ανασταίνη
την
καρδιά μας, κρυφή χαλκομανία!
Στο
περιθώριο τάχα πεταμένοι,
ξένοι
προς κάθε δράσεως την μανία,
ένα
λικέρ αδρό να μας προσδένει
μέσ’
στου Υπερπέραν την ευρυχωρία!
Χαρούμενοι
να ζήσουμε τα Νειάτα,
χωρίς
δεσμούς, που κυβερνά η ρουτίνα,
δίχως
συμβάσεις, συμφωνίες, γεμάτα.
Εφήμερα
τα ειδύλλια τα φίνα,
να
μαδούν στ’ άγγιγμα πνοής καινούργιας
σαν
ρόδου πρώιμου φύλλα, κρόσσια ούγιας.
Νεκροταφείο φρενοκομείου[7]
Νεκροταφείο
μακρινό κι απόμερο
πένθιμο
και θλιφτό, φρενοκομείου
-
νεκροταφείο πνευμάτων και ψυχών
κι
ύστερα, το ξεσύρσιμο φορείου…
Απόγνωση
στερνή, σε τόση απόγνωση
βυθός,
βυθού, σ’ άκραχτα σκότους βάθη:
Ολοφυρόμενον
ασκέρι σ’ έρημο,
μακριά
από πόνους, τόσα μαύρα πάθη.
Το
κυπαρίσσι, πένθιμο είναι σύμβολο
κι
όμως δεν φτάνει, θέλει κι άλλα ταίρια
λωτόν,
ελλέβορο, λιβανιστήρια πήλινα
κοράκια,
και σκουλήκια στα ξεφτέρια.
Σκυλιά
να ψάχνουνε σκυφτά στα μνήματα
ιχνήλατα
στα ολόθλιβα τα βράδια,
μέσα
στην άπειρη γαλήνη, την ολόπενθη,
μέσα
στο φως και μέσα στα σκοτάδια.
Ποιητής
Είχα
πέσει σε βύθος, είχα πάντα τη μαύρη
κι
ολαπέλπιδη νύστα του βραχνά καταλύτη
μέσ’
στο κάμα του θέρους, τη θλιμμένη και λαύρη
΄Εχω
λήθαργου μοίρα κι είχα παραμιλήσει
χρόνια,
κι όμως ο Στίχος, ο Ρυθμός δεν ελείπαν.
Είχα
ανέβει εκεί που ‘ναι μονάχα η Βρύση
κι
η Επιστήμη, αν δεν είχα, δεν θ’ ανέβαινα – είπαν.
ο
εμπνευσμένος ονείρων και κόσμων προφήτης,
ο
πηγαίος ποιητής, που στο σύννεφο κείμαι,
Πορτραίτο
Στον Αριστ. Προβελέγγιο
Στο δρόμο, που το
πλήθος τρέχει αδιάφορο
για κάθε ωραίο,
αγάλι επερπατούσες,
έμοιαζες σα να σε
ύψωνε πνοή
και τίποτα σα να
μην εμισούσες.
Το βήμα σου απαλό
σαν Απολύτρωση
κι η όψη σου
ολόασπρη σαν κρίνο
κι έπεφτε η λάμψη
της ματιάς κι εφάνταζε
το γαληνό χαμόγελό
σου εκείνο!
Ένας ιερεύς κάποιας
θρησκείας απόκοσμης
ή από του Βελασκέζ
το θείο χρωστήρα
ζωγραφισμένος
Ανδαλούσιος άρχοντας,
πρόβαινες μέσ’ την
ανθρωποπλημμύρα.
Στον πολυθόρυβο το
δρόμο ένα πρωί σ’ αντίκρυσα
όραμα πράο, άυλο,
της αγιωσύνης
και στην ψυχή μου
απόμεινες σαν είδωλο
μιας αιθερίας,
ονειρευτής γαλήνης.
Ο πιερρότος
Πιερρότοι εσύ κι
εγώ κι άλλοι κοντά του
κι αυτός τόσο
σωστός μ’ άσπρη ζακέττα,
παίζαμε με τη φόρμα
του, ρίχναμε κάτου
τ’ ομοίωμά του -
χρώμα σε παλέττα.
Φτιάναμ’ εμείς τη
στάση του μαζί του,
ήταν τυχαία και το
σύμβολό μας.
Στο πέταγμα, στην
τοποθέτησή του,
είχε τον ξένο
μορφασμό και τον δικό μας.
Ήταν ειρωνικός, μα
και θλιμμένος,
στο παλκοσένικο
ένας μώμος τραγικός,
ήταν ολοφυρόμενος,
απεγνωσμένος,
σαν εμπροστά σε
θαύμα, εκστατικός.
Ανάμπαιζε με τη
δική του κάθε πόζα,
ενώ την είχε πάρει
από τεχνίτη,
και στα κυττάγματά
του τα σκαμπρόζα,
εμάντευες το
δύσκολο και ψηλομύτη.
Ήταν αυτός,
ολόκληρος κι ωραίος,
ανθρώπινος πολύ στη
μπατιστένια
στολή του, στα
κουμπιά του, φευγαλέος,
βραχνάς απ’ τους
βαθύτερους στην έννοια.
Κι έξαφνα καθώς
έγερνε, ήταν όλος
μια σκεπτική κι
επιγνωσμένη εικόνα,
διανοητικός κι όμως
μαριόλος,
δίπλωνε χαριέστατα
το γόνα.
Σα νάταν
ανεμπόδιστος στην πλάση,
χωρίς την ψεύτικην
ευγένεια και τη γνώση,
ελεύθερος να κλάψει
ή να γελάσει,
δίχως ν’ ακούσει
σχόλια ή ν’ αρθρώσει.
Είχε του θετικού
την παρουσία,
το ρεμβασμό ενός
όντος νοητικού,
ευπρέπεια πολλή,
ετοιμολογία
κι ύφος κρυψίνου σ’
έμπασμα ιερού.
Άλλοτε είχε
αυθάδεια μεγάλη
κι έπαιρνε η φάτσα
του έκφραση πικρή,
περιφρονούσε τις
κυρίες, όπου οι άλλοι
θαυμάζανε, και του
φαινόντουσαν μικροί!
Είχε χολή σε
υπόσταση πανένια,
πλαστογραφούσε
υπόκριση ρητή
κι εσυγχυζότανε σα
νιόκοπη γαρντένια
με τεχνητή καμέλια
στο κουτί.
Είχε πρωθύστερη η
μορφή του σημασία
κι όμως μας
απατούσε όλους μαζί
κι ενώ ήταν
άνθρωπος σωστός, ουσία
γυρεύαμε και θέλαμε
να ζει…
Το ποίημα
"Πιερρότος" είναι από την Συλλογή «ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ - ΣΥΓΧΡΟΝΗ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ», επιμέλεια: Μανώλης Γιαλουράκης,
Δημήτρης Γιάκος, Δημήτρης Ιατρόπουλος, τ. 6, εκδόσεις «Ναυτίλος», Αθήναι,
1995.
Υπεράνω
Κι αν δοθήκαμε
ολάκεροι στη νειότη,
κι αν άφραστα
αγαπήσαμε ό,τι ζει,
κι αν οι στερνοί
δεν είμαστε, ούτ' οι πρώτοι
ένθεν η ορμή μας
ξεπετά εκεί
επάνω απ' της
αβύσσου τ' άγρια σκότη
και πέρα από του
πλήθους τη βοή:
δρόμο να μη
χαράξουμε προδότη,
στο χώμα χνάρι μας
να μη σταθεί.
Κι αν η πίστη στη
χίμαιρ' άλλης πλάσης
δε γλυκάνει την
πίκρα στην ψυχή,
Ανυπαρξία κι αν δε
μας ξεγελάσεις,
οι κοσμικοί κι οι
απόκοσμοι μαζί
να πούμε πως
εζήσαμε σ' αμάχη,
μέσα, μα και σαν
έξω απ' τη ζωή!...
Καρτέρι
Πάντα να περιμένω
στ' ακρογιάλι,
σαν άλλοτε, σα
χθες, σήμερα-χρόνια!
Μεσ’ απ' τη στάχτη
να πετιέμαι πάλι,
φοίνικας, κρίνο στα
τετράκρυα χιόνια.
Τον ίδιο εμένα να
θωρώ σε εικόνα,
σ' ένα γιαλό,
προσμονητή του αγνώστου,
που 'ρχεται τάχα σα
σε νάρκη αρρώστου,
μα γλιστρά κάτω
προς τον καλαμιώνα...
Καπνός να βγαίνει
από ένα τζάκι πέρα,
να φτάνει η βάρκα
χωρίς νέο πιλότο,
δίχως μαλλιά
κυματιστά στον αέρα,
όνειρο αγάπης και
στερνό και πρώτο.
Άγνωστη
Απόψε και να μ'
έβλεπε 'κείνη π' αναζητώ,
αυτή που δεν
εγνώρισα και που ποτέ δεν είδα,
που στη καρδιά μου
ευλαβικά τόσο καιρό κρατώ,
σα κάποια
προμηνυτική που με φωτίζει, αχτίδα.
Απόψε, που σκιρτά η
καρδιά, το μάτι λάμπει αδρό,
σπιθίζει το αίμα
μέσα σου κι αγάλλεται η ψυχή μου,
κι ανυψωμένη η
σκέψη μου στ' άπειρο, μ' αργυρό
φως φεγγαρίσιο,
αχνοφωτά, ντύνει την έκστασή μου...
Δεν ήτανε να γίνω...
Ένα πουλί που
λάλησε
στον άνεμο της νειότης,
στ' ολάνθιστο απαλό
κλαδί
κάποιας αγάπης
πρώτης,
και το τραγούδι του
άλλαξε
σε πικρό ξάφνου
θρήνο.
Δεν ήτανε να γίνω
ό,τι έχω
'νειρευτεί...
Έμπνευση
Δεν είν' άλλο στον
κόσμο απ' την έμπνευση μόνο,
μόνο αυτή
νανουρίζει τον πικρό μας τον πόνο
και μας σώνει απ'
του χρόνου τον βαρύ τον κασμά.
Να σε βλέπω, να
παίρνω τα όλα σου, όλα τα ωραία,
να τα λιώνω στου
στίχου τον κυλούμενο γύρο,
να τα κλώθω, να
γίνουν πολλά, ένα, μια ιδέα,
κι απ’ της
έμπνευσης όλα ραντισμένα το μύρο.
Έρωτας
Την πόρτα
εμαντάλωσες κι ήρθες σιμά μου πάλι
μού ΄σφιξες τα
χέρια μου κι έγειρες το κεφάλι,
να μου ειπείς τ΄
ανείπωτα που μόνο η νύχτα ξέρει,
μέσα στο τρισκόταδο
της κάμαρας, ω ταίρι!
Κι είπαμε όλα τα
κρυφά, που και τα ρόδα λένε
στο περιβόλι τις
βραδιές με λίγωμα και κλαίνε.
Κι άπλωσες τα χέρια
σου να μ΄ αγκαλιάσεις πάλι
κι ήρθε το ιερό
φιλί σαν τρόπαιο μέσ’ στην πάλη.
(α΄ δημοσίευση: Απρ. 1905).
Στον Έρωτα
Έρωτα,
Έρωτα, νιώθοντάς σε
νιώθω
να περνά της ψυχής μου σκότος
η
φωτεινή σου αχτίνα
και
να γίνομαι όλος
ένας
παλμός!
Ρέε
ήρεμα, ήρεμα μέσα μου
και
γίνου εσύ όλος ο εαυτός μου,
τόσο,
που να γίνω περήφανος
σαν
Θεός,
γιατί
θα κλείνω εντός μου τον μόνο Θεό,
γιατί
θα είμαι
ο
παλμός ο δικός σου!
(α´ δημοσίευσις: 15.11.1910).
Στον Έρωτα
Τι
σε ξυπνάει απ’ τον βαρύ σου λήθαργο,
που
ζώνει σε ως τα τώρα απ’ τον χειμώνα;
Ποιο
φως, ποιο μάγι εγήτεψε τη νάρκη σου
κι
αρχίζεις πάλιν τον ωραίον αγώνα;
Όλα
τριγύρω ελάμψανε στην άνοιξη,
θάλασσες,
ουρανοί, ρόδα και κρίνα...
Χαίρε
κι Εσύ που μου ήρθες, γλυκοξύπνητε,
να
χύσεις τη δική σου την αχτίνα...
(α´ δημοσίευσις: Απρίλιος 1908, από το «Ρώμος Φιλύρας:
Ποιήματα Άπαντα τα ευρεθέντα»).
Ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς
Σκουτάρι, μίτρα, στο
δεξί, κοντάρι
σταυρωτό και λοξό,
σ’ ευχή, στα στήθη
ο θρύλος της φυλής,
πάλι, αναστήθη,
και φτερουγούνε,
στο λιμάνι, οι γλάροι!
Κονεύουν, μάταια,
Ευρωπαίοι κουρσάροι,
στο σταυροδρόμι,
στην Πόλι, παραμύθι,
μήτε σπαλέττες, κι
ούτε γαύροι, ουσσάροι,
δεν λαλεί γι’ άλλους της αυγής τ’ ορνίθι!
Το παλαιό το
μάρμαρο, ανασταίνει,
στην μέση του
πελάγου, θεία γοργόνα,
τον Βέλθανδρο, την
γόνισσα Μαργαρώνα,
ο θρύλος
γιγαντώνεται και σβένει,
ανάβει το καντήλι
και ζεσταίνει,
πολέμων νέων,
θανάτων, την φωτιά.
7.3.1932. Από το «Πορτραίτα και κειμήλια ΡΩΜΟΥ ΦΙΛΥΡΑ»[11],
ανέκδοτα ποιήματα με την φροντίδα του Ναπ. Παπαγιωργίου.
Κάποιες
σκέψεις
Ο Μ. Μαλακάσης θεωρούσε τον Ρώμο Φιλύρα
την μεγαλύτερη ποιητική συνείδηση του καιρού του.
Πολλοί άλλοι
παραδέχονταν ότι ήταν ο πιο πηγαίος, ο πιο αγνός, ο πιο εκρηκτικός ποιητής.
ΑΙΜ.
ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΟΣ:
«Μια κρίσιμη καμπή
της νεοελληνικής ποιήσης, που αποτελεί αντίδραση την κηρυγματική ποίηση του
Παλαμά, τον παρνασσισμό, με την σχολαστική προσήλωση στην στιχουργική και την
γραμματική και λογική αρχιτεκτονική και στην κυρίαρχη ηθική ατμόσφαιρα του
καιρού του. Πρόκειται για ένα αισθηματικό υποκειμενισμό προβολής των ατομικών
συναισθημάτων, με αντικείμενο την φυσιολατρία. Υπάρχει λυρική έξαρση, παλμώδης
συγκίνηση και πυρετικός παλμός που εξαντλεί τις δυνατότητες της νεοελληνικής
μετρικής… Κατόπιν, η μεταπολεμική ποίηση, εγκαταλείποντας βίαια το μέτρο και
την ρίμα, θα ξεπέσει στην πεζολογία».
ΜΑΝ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ:
«Από τήν μετά Παλαμά γενεά, μέσα
στό κλίμα τής παραδοσιακής ποιήσεως, κάποιοι, μετρημένοι στα δάκτυλα του ενός
χεριού, ποιητές έχουν αυτό που θα μπορούσε κάποιος να ονομάσει “έργο” και όχι,
απλώς, καλά ποιήματα. Eίναι ποιητές, οι οποίοι δεν αρκέσθησαν στο φυσικό δώρο
το οποίο τους εδόθη, μικρό ή μεγάλο, αλλά επιμόνως, βασανιστικώς, “έσκαπτον
ένδον” και έστησαν μία ποιητική ταυτότητα, κατ’ άμεσο τρόπο αναγνωρίσιμη και
εντελώς προσωπική. Aποφεύγω τους χαρακτηρισμούς μεγάλη, σπουδαία κλπ. σε μία
ταυτότητα η οποία είναι, ήδη, κάτι το πολύ σημαντικό. Aυτοί οι ποιητές είναι: ο
Aπόστολος Mελαχροινός, ο Γρυπάρης, ο Pώμος Φιλύρας, ο Kαρυωτάκης, ο Tέλλος
Aγρας. Ίσως, μόνο για τόν Kαρυωτάκη υπάρχει μία γενική επιδοκιμασία και
κατάφαση. Oι άλλοι είναι πολύ λιγώτερο γνωστοί και, ίσως, τελείως άγνωστοι προς
τους νεωτέρους. Προσωπικώς, πιστεύω ότι μία ποιητική συνείδησις όπως αυτή του
Tέλλου Άγρα, δεν υπάρχει στις ημέρες μας. Δύο-τρία ποιήματα του Γρυπάρη θέλουν
πολύ γερά κότσια για να γραφούν. O Pώμος Φιλύρας - και δεν πρωτοτυπώ, αφού
αρκετοί συγχρονοί του το είχαν επισημάνει - είναι μία από τις πιο καθαρές,
λυρικές φύσεις της εποχής του».
Σε ραδιοφωνική συνέντευξή του προς τον Γ. Ζεβελάκη.
Γ. ΑΝΑΣΤΑΣΑΚΗΣ:
Η παράσταση «Να μου στείλετε μια ρεπούμπλικα!», σε
σκηνοθεσία Γιάννη Αναστασάκη, με την ομάδα «Στιγμή»[12],
την ζωή και το έργο του Ρ. Φιλύρα. Βασισμένη στο αυτοβιογραφικό του κείμενο «Η
ζωή μου εις το Δρομοκαΐτειον» (1929).
Είπε ο Αναστασάκης: «Συγκινήθηκα πολύ. Ο Φιλύρας γράφει σε
σκόρπια χαρτιά τις εντυπώσεις του από τα πρώτα δύο χρόνια της παραμονής του στο
ίδρυμα, σαν ένας άνθρωπος που ζει στο μεταίχμιο της τρέλλας και της λογικής. Η
διαύγειά του εκπλήσσει, το ποιητικό του ταλέντο ανθίζει, η ανατομία της
αρρώστιας του είναι αφοπλιστικά ακριβής. Ο Φιλύρας ήταν ένας "άνθρωπος του
κόσμου". Δεν υπήρξε ο μονήρης ποιητής, αλλά ένας λογοτέχνης που συνδύαζε
τη δημοσιογραφική του ιδιότητα με την ποιητική του παραγωγή. Στην παράστασή μας
παλεύει να λυτρωθεί απ' τη μνήμη και τη λογική σ' έναν ιλαροτραγικό χώρο
αφασίας, μανίας και παραισθήσεων. Αλλοτε αρπάζεται από το λυρισμό, άλλοτε
σαρκάζει κι επιτίθεται, άλλοτε υμνεί την απελευθερωτική φαντασία των
"καινούργιων συντρόφων" του κι άλλοτε αυτοσαρκάζεται με σπαρακτική
τόλμη. Ζητά να του στείλουν μια ρεπούμπλικα για να είναι "έτοιμος"
για την τελική εξοδό του. Η ερωτική επιθυμία δεν τον εγκατέλειψε ποτέ κι είναι
αποκαλυπτική στο κείμενό του. Κανείς τρόπος δεν υπάρχει να επιστρέψει σε μια
κανονική ερωτική ζωή, αλλά δεν μπορεί να δεχθεί ότι θα ζήσει την υπόλοιπη ζωή
του χωρίς τον έρωτα. Οι μνήμες των χαμένων ερώτων, ο οίστρος που τον κατέχει
ολόκληρον ("σύγκορμο και σύψυχο"), ο αυτοσαρκασμός για τον αθεράπευτο
λυρισμό του και η λατρεία του για το γυναικείο σώμα είναι οι μόνοι και οι
μόνιμοι σύντροφοί του ώς το τέλος. Κάποιες φορές ο λόγος του γίνεται
παραληρηματικός, αλλά - ακόμη και τότε - πατάει στέρεα στη λέξη, στη γραμματική
και στη σύνταξη. Είναι ένας ποιητής που ποθεί να αγαπήσει και ν' αγαπηθεί, ένας
άνθρωπος που δηλώνει με θάρρος στους θεατές πως είμαστε όλοι υποκριτές, αφού
"δεν επιτρέπομε στην αίσθησή μας να ομολογήσει πως διψάμε τον έρωτα κι όχι
την πνευματική κατάκτηση". Το φως και τα σκοτάδια του! Την τόλμη του να
αναμετρηθεί με τις επιθυμίες και τους εφιάλτες του. Βέβαια μ' ενδιαφέρει και η
κατάσταση που βιώνει ένας άνθρωπος με σαλεμένο νου. Είναι η τρίτη παράσταση της
"Στιγμής"[13], που προσπαθούμε να ανιχνεύσουμε
την περιοχή της "τρέλλας" και να ωθήσουμε τους θεατές μας να
αναλογιστούν τι σημαίνει "τρελλός" και πόσο εύκολα ορίζουμε έναν
άνθρωπο "τρελλό". Λίγα μέτρα μόλις πλάι στην τακτοποιημένη μας ζωή,
ζουν συνάνθρωποί μας που ξεχνάμε την ύπαρξή τους. Υποψιάζομαι ότι αντιμετώπιζε
συχνά την τραγική του μοίρα με έναν σχεδόν αποστομωτικό αυτοσαρκασμό. Οταν
γράφει, ως υποσημείωση κάτω από τα ποιήματα που στέλνει από το Δρομοκαΐτειο τη
φράση "Να μου στείλετε μια ρεπούμπλικα" ή όταν λέει το ίδιο στους
λιγοστούς επισκέπτες, νομίζω πως δεν πιστεύει πως όπου να 'ναι θα θεραπευθεί
και η ρεπούμπλικα - που ήταν της μόδας τότε - θα είναι απαραίτητη για την
αξιοπρεπή του έξοδο στην κοινωνία των λογικών. Μάλλον αυτοσαρκάζεται για την
επιμονή του εαυτού του να παραμένει κομψός ακόμη και μέσα στο άσυλο, για τη
βεβαιότητα πως όταν βγει δεν θα 'ναι πρέπον να κυκλοφορήσει στο Σύνταγμα, στα
καφέ και στα γραφεία ασκεπής ή με ψαθάκι ή με φθαρμένη ρεπούμπλικα! Και ίσως,
βλέποντας τον θάνατό του να πλησιάζει, θέλει στο κιβούρι του να κρατά σφιχτά με
τις παλάμες το αξεσουάρ του καλοραμμένου του κοστουμιού. Ετσι, για να πάει καθαρός
στο τελευταίο του όνειρο».[14]
ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
«Άπαντα» με κριτική εισαγωγή του Αιμ. Χουρμούζιου.
Περιλαμβάνει τα ποιήματα των συλλογών του. Εκδ. «Γκοβόστη», 1939.
Κόρφης Τ. «Ρώμος Φιλύρας», με κριτική, μαρτυρίες και
ποιήματα της Διασποράς, εκδ. «Πρόσπερος», 1974.
Παπακώστας Γ. (επιμ.) «Η ζωή μου στο Δρομοκαΐτειον» του
Ρώμου Φιλύρα, εκδ. Καστανιώτη.
Απόσπασμα από το
έργο του Γ. Λεκάκη «Μεγάλη ανθολογία ελληνικής ποιήσεως». Η ανθολόγηση του Ρ. Φιλύρα έγινε με την
συνεργασία των Μ. Βέργου, Ειρ. Μανωλούδη, Π. Μπανταλάκη, Ν. Νιώτη, Μ. Φίλου.
[1]
Εάν το επίθετον μπορεί να είναι δηλωτικόν καταγωγής, τότε επειδή υπάρχουν
πολλοί Οικονομοπουλαίοι στην Κορινθία, ο Ρ. Φιλύρας έχει έτσι περισσότερες
πιθανότητες να κατάγεται από εκεί.
[2]
Μαζί με τους Απόστολο Μελαχρινό (1880-1952), Κώστα Βάρναλη (1884-1974), Μάρκο
Αυγέρη (1884-1973), Νίκο Καζαντζάκη (1883-1957), Ναπολέοντα Λαπαθιώτη
(1888-1943) και Κώστα Ουράνη (1890-1953).
[3]
Ήταν εκεί που αργότερα έγινε ο κινηματογράφος «Σπλέντιτ».
[4]
Κατ’ άλλους τον εχτύπησε και η σύφιλις.
[5]
παράτα, η (< ιταλ. parata
< αρχ. ελλ. παράταξις) = παρέλασις
[6]
ειδή, η (< αρχ. ελλ. είδος) = η εξωτερική όψις, η φυσιογνωμία.
[7]
Θυμίζουμε, πως τα παλαιά χρόνια υπήρχαν ειδικά κοιμητήρια για τους ανθρώπους οι
οποίοι επέθαιναν στα φρενοκομεία, όπως και για τους χανσενικούς και γι’ αυτούς
που επέθαιναν στο Λοιμωδών, τους οποίους και έθαβαν εντός ειδικού χώρου της
εκτάσεως του νοσοκομείου.
[8]
νήτη, η = η εσχάτη.
[9]
ρέγουλο, το (< ρέγουλα < λατ. regula) = τάξις, ρυθμός, μέτρο.
[10]
υποφήτης, ο = προφήτης. Γενικώς οι ποιητές λέγονται «μουσάων υποφήται».
[11]
Η μόνη διαθέσιμη έκδοση ποιημάτων του Ρ. Φιλύρα στην Εθνική Βιβλιοθήκη!
Διαβάστε σε αυτήν τον συγκινητικό πρόλογο από τον Ναπολέοντα Παπαγιωργίου,
κυρίως λόγω της καταστάσεως που βρέθηκαν πολλά από τα ποιήματα του Ρ. Φιλύρα.
[12]
Διασκευή Γιάννη Αναστασάκη, σκηνικά-κοστούμια Ιουλίας Ιατρίδου, μουσική
επιμέλεια Κωνσταντή Σφέτσα. Έπαίζαν: Στο θέατρο «Αργώ», 2009.
[13]
Μετά από εκείνες για τον ποιητή Αλέξανδρο Μοντεσάντο ("Ουράκας",
2001) και την Ινές Κανιατί ("Τρελοβγενιώ", 2004).
[14]
Βλ. εφημ. «Ελευθεροτυπία», 7.10.2009.
ΣΧΟΛΙΑ
ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook