Ανθολογία: Εύα Παρασκευά

Εύα Παρασκευά


Μία όμορφη καλοκαιρινή Παρασκευή του Ιουνίου σε ένα μικρό νησί της λιμνοθάλασσας, στο Αιτωλικό, γεννήθηκα, δεύτερο παιδί σε μία πολύ γλυκειά και αγαπημένη οικογένεια. Έτσι ξεκίνησα το ταξίδι της ζωής μου με βάρκα τις αξίες που μεγάλωσα και οδηγό τα αστέρια για το κυνήγι του ονείρου μου.
Η πορεία ήταν άλλοτε εύκολη και άλλοτε περιπετειώδης μέσα από κύματα, φουρτούνες και λαδιές, αλλά πάντα εντυπωσιακή. Εικοσιπέντε χρόνια πορείας στο επιχειρείν με επιτυχίες, διακρίσεις και μόνιμη συνοδό την ευαισθησία μου, την φαντασία μου και την καλλιτεχνική διάθεσή μου. Οι προκλήσεις για τις δεξιότητες πολλές, ζωγραφική, χειροτεχνία, στιχουργική, μουσική παραγωγή και ό,τι άλλο με ενέπνεε κατά καιρούς.
Με όλα αυτά παρέα μου τα τελευταία χρόνια νιώθω και βιώνω την ζωή σαν καλλιτέχνης έχοντας οράματα και με εμπιστοσύνη αγκαλιάζω ό,τι έρχεται στον δρόμο μου ζώντας την στιγμή.

Αυτή η πόλη – Αθήνα

Πόσο αλλάζει αυτή η πόλη που σου μοιάζει
και αν την δεις δε σε τρομάζει,
γιατί είναι αυτή.
Είναι η ίδια με άλλο μάτι,
μοιάζει μ’ εκείνον τον ποδηλάτη,
σαν κινηθεί.

Είναι γεμάτη χρώματα, ήχους
και με χιλιάδες αστείους τύπους,
αρκεί να δεις.
Να δεις φώτα και λεζάντες,
να δεις αν θέλεις των δήμων μπάντες,
φτάνει να πεις.

Να πεις τα πάντα πως είναι ωραία
με μια γεύση από παρέα,
για να νοιαστείς.
Να δεις τα δέντρα σε όλους τους δρόμους
που στολίζουν υπονόμους,
γιατί μπορείς.
Να δεις τα φύλλα τα πεσμένα
του φθινοπώρου κιτρινισμένα,
γεμάτη αυλή.
Να νιώσεις λίγο πώς κελαηδάνε
και τα ρυάκια όταν περνάνε,
απ’ τη βροχή
και να χορέψεις στη μελωδία
που αγκαλιάζει όλα τα θεία,
σαν θα σε βρει.

Σκύψε και κοίτα πόσο αλλάζει
αυτή η πόλη που σε τρομάζει,
αν θες να δεις.
Κοίτα πώς δείχνει τις εποχές της
και μην την κλείνεις στις ενοχές της,
τρέχα να βγεις.

Δες πώς σου δείχνει πως δεν κοιμάται,
μα ζωντανή δεν σε φοβάται,
ζήσε κι εσύ.
Ρούφα τη μέρα σαν τον αέρα,
πιάσε αστέρια, καν’ τα φεγγάρια,
καν’ τα ό,τι θες.

Κοίτα ψηλά στον ουρανό σου
να διακρίνεις το όνειρό σου,
μέσα στο φως.
Άνοιξη μπήκε, μύρισε, ήρθε,
όλα τα βρήκε, φούσκωσε, βγήκε,
σαν κηπουρός.

Φέρνει λουλούδια στα μπαλκόνια
και τη γιορτή μέσ’ στα σεντόνια,
ψάξε να βρεις.
Τη γκρίζα πόλη μην την αφήσεις
να την μυρίσεις, να την γνωρίσεις
κι έτσι θα πει.

Έλα να μ’ εύρεις το καλοκαίρι
που θα είμαι μόνη χωρίς ασκέρι,
να τρελλαθείς.
Να κολυμπήσεις και στα νερά μου
που είναι γύρω μου πολύ κοντά μου,
για να βραχείς.
Μη μου θυμώσεις, αγάπησέ με,
είμαι ερωμένη, συνάντησέ με
και θα μου πεις,
πώς κι οι χειμώνες έχουνε χάρη
με λίγο χιόνι για μαξιλάρι,
τζάκι καυτό
και  μέσ’ στον ήλιο τα τραπεζάκια
γι’ αυτά τα κρύα μεσημεράκια,
με φαγητό.

Κι αυτή η πόλη θα σε τυλίξει
σε ένα πέπλο και θα σ’ αφήσει
να ερωτευτείς.
Κι όταν την ζήσεις, την αντικρύσεις
και την πιστέψεις, και την γνωρίσεις,
θα μαγευτείς.

Κι έτσι θα γίνεις, θα παραμείνεις,
και θα κινείσαι σαν επιμείνεις,
ο εραστής…


Στης θάλασσας τα μέρη

Μέσα στα πέλαγα του νου, της θάλασσας τα μέρη,
καράβια που περάσανε και πάνε μακριά
αέρας φύσηξε ούριος κι οι γλάροι τρελλαθήκαν
φτερά που απλωθήκανε σε όλη την στεριά…

Τα ψάρια που πετάχτηκαν στην πέτρα να λιαστούνε
μεζές που δοκιμάστηκε με καλή ρακή,
γοργόνα που ξεπρόβαλε και σάλεψε το κύμα
σύννεφο που νοστάλγησε και έκλαψε γι’ αυτή…

Μαούνα που ξανοίχτηκε το δίχτυ να μαζέψει
και σκούνα που στολίστηκε να βγει στην ξαστεριά.
νύχτα που περπατήθηκε και πρόσμενε τη μέρα
αγιόκλημα που άνθισε μέσα στη λησμονιά…

Νότες που τραγουδήθηκαν σε αυλές από ζουμπούλια
και μπλε που πλαισιώθηκε με ασβέστη στολισμό,
όνειρα που φωτίστηκαν με χρώματα γαλάζια
δρόμοι που ζωγραφίστηκαν τρεχούμενο νερό…

Λιμνοθάλασσα

Η λιμνοθάλασσα μικρή
και ο βυθός μεγάλος,
είναι η γεύση μου πικρή
και στην ψυχή μου μπάλλος…

Η λιμνοθάλασσα γλυκειά
και χάνεται η αρμύρα,
έχω τα χέρια μου ανοιχτά
κι αφήνομαι στην μοίρα…

Η λιμνοθάλασσα ζεστή,
ζεστή κι αγαπημένη,
μέσα σε εκείνη πλένομαι
κι απ’ όλα με ξεπλένει…

Απόσπασμα από το έργο του Γ. Λεκάκη «Μεγάλη ανθολογία ελληνικής ποιήσεως». 
Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ