Ανθολογία: Βουκολικά

 Ο βίος με τον τράγο

Του Βάιου Φασούλαpelasgos@fasoulas.de

Αλλάζοντας λίγο το καθημερινό σκούρο μοτίβο με ένα ελαφρύ γύρισμα της ματιάς μας, βρισκόμαστε στον ορεινό όγκο της Πίνδου και ανταμώνουμε με τα χωριά μας, τα ζωντανά και τις ιστορίες τους. Για τις φίλες και τους φίλους, γηγενείς και απόδημους, για τους θαυμαστές και νοσταλγούς του βουνού και της στάνης, πριν «μελανιάσουμε» από τον «πολιτικό», μόνιμο χειμώνα ας αρχίσουμε με ένα διαφορετικό άνοιγμα στην καρδιά της άνοιξης, εκεί που ζει το βουνό και ο κάμπος, τα μαντριά και τα πρόβατα κι επικρατεί ο βουκολικός λόγος, όπως στο μαντρί του Μήτρου.

Για το καλό της άνοιξης, λοιπόν και για όλων τη χαλάρωση, μια βουκολική εύθυμη ιστορία από τις ασυνήθιστες.

 

ΣΤΟ ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΥ


Στης Αργιθέας τα βουνά σε κάποιο χωριουδάκι,
ο Μήτρος ζει στη στάνη του, καθάριος σα νεράκι
Πράτα, καμιά ογδονταριά και τόσα τα κατσίκια
κριάρια έχει κι απ’ αυτά και κάνα δυο καμτσίκια

Κάποιοι τον λένε παλαβό, άλλοι τον λένε βλάχο
κι άλλοι τον λέγαν δυνατό ίσαμε ένα βράχο
Άλλοι τον λένε, τσέλιγκα και χρυσονοικοκύρη
μα ξέρει μόν’ απ’ άρμεγμα και από γαλοτύρι

Όσοι τον ξέρουν απορούν για τα υπάρχοντά του
και κάνα δυο κρυφοκοιτούν τα μύρια αγαθά του
Τραγούδια ξέρει μπόλικα και παίζει στη φλογέρα     
και με τα ζώα του μαζί χορεύουν κάθε μέρα

Να τραγουδά για τα βουνά, για στάνες, για βρυσούλες
κι όταν ο άνεμος φυσά τα σέρνει στις ραχούλες
Τριγύρω του πολλές φορές, στα κοντινά λιβάδια
ζώα συντάσσονται κοντά, ακόμα και τα βράδια                    

Στις Δύσεις, στις Ανατολές, λιοπύρια και χειμώνες
στις Άνοιξες, στις χαραυγές και μες στις ανεμώνες
Της φύσης κάλλη χαίρετε και πάντα τα θαυμάζει
κομμάτι της νιώθει κι αυτός κι από χαρά στενάζει

Και το Θεό ευχαριστεί, που δίνει γεια στο βιό του
και έχει πάντοτε σοδιά, σ’ όλο το αρχοντικό του
Μα κάμποσοι συχωριανοί δείχνουν πως τον ζηλεύουν         
και τ’ αρχοντλίκι του αυτό συχνά κουτσομπολεύουν.


Προξενιές
Κάποιοι του φέρνουν προξενιές με νύφες νιες κι αφράτες,
μα ο Μήτρος κάνει ζαβολιές, παίζει με τις παράτες
Η μια του φαίνεται κοντή, άλλη πως έχει γένια,                    
μια άλλη με μακριά μαλλιά είχε το νου στα χτένια

Η άλλη πως καμπούριασε κι ασπρίσαν τα μαλλιά της
γέρασε και σταφίδιασε από την μοναξιά της
Μια άλλη που εγύρεψε, τ’ απάντησε με ινάτι:
«μυζήθρα», του ’πε, μύριζε, με γυρισμένη πλάτη

Ο Μήτρος στέλνει προξεντή στην παχουλή Ασήμω
μα κείνη το αρνήθηκε και άδραξε το Δήμο
Να τον δαγκώσει ήθελε, που τόλμησε να πάει,                     
κι απ’ την Ασήμω κόντεψε ξύλο πολύ να φάει.

Κακά χαμπέρια του ’στειλε και χίλιες δυο κατάρες
«τα τρυφερούδια», του ’λεγε, «θέλουν λεβέντες άντρες»
Κι ο Μήτρος της απάντησε, πολύ πεισματωμένος,                
πως ο καιρός της, φαίνεται, χάθηκ’ ο καημένος:                    

«Μωρέ, μωρέ κι απείσμωσες, αλουγοματιασμένη
και δεν τηράς, που λίγδωσες, μασταροτραβηγμένη
Τα ξίγκια σου δεν τα θωράς, πάνω τους βόσκουν μύγες
μα να, διαλέεις κι αζητάς και τσι λεφτάδες πήγες»

Μια άλλη του εμήνυσε τα πρόβατα ν’ αφήσει,
κι ο Μήτρος πείσμωσε με μιας και έχει κοκκινίσει:
«Τη λευτεριά σου να χαρείς κι εγώ τα πρόβατά μου 
μα αν θέλεις να με παντρευτείς, κόπιασ’ εδώ κοντά μου»    

Κι ο Μήτρος εφουρκίστηκε και φύσαγε σαν μπλάρι
ίσα που δεν ορκίστηκε στ’ αγνό του μαξιλάρι:
«Βαρύ πράμα η ζευγαριά, σε τούτα δω τα μέρη
πού να βρεις τσούπρα άγγιχτη για να την κάνεις ταίρι!

Αυτή με βάνει μαχαιριά, βαθιά στα σωθικά μου
χούι, χούι κι ανάθεμα, πού να ’ταν και κυρά μου
Απ, θα μου πει, η αχάριστη, τα γίδια μου ν’ αφήσω,
αλαφροκοκορόμυαλη, δεν θα σε προσκυνήσω»

Μα πιο πολύ τον πείραξε μία καμπίσια Λένη ,
ανάθεμά της, άστραφτε, σαν κρυσταλλοβγαλμένη
Αυτή ο Μήτρος, θάρρεψε, πως ήτανε για στάνη
κι ας έπεφτε κι ας καίγονταν κάτω απ’ το φουστάνι

Άναψε και κοκκίνισε, ο Μήτρος για τη Λένη
κι αλλήθωρα την κοίταγε, σα να ’ταν ερωμένη
Μα εκείνοι του εστείλανε χαμπέρι θυμωμένο,
κωφάλαλο τον βγάλανε και λίγο γερασμένο:

«Ανάθεμα τα σόγια σας, να μην αβασκαθείτε,
δεν κάντε σεις για τα βουνά και προκοπή μη δείτε
Άι στα τσακίδια, κουρνιαχτοί, καμπολασποχωριάτες,           
την τσούπρα σας στα ράφια σας κρατάτε με παράτες»

Μια άλλη που εχάλεψε, ξανθιά γαλανομάτα,
σαν άνοιξη τη θάρρεψε, με λούλουδα κρινάτα
Κι εκείνη σαν τον κοίταξε ένιωσε ανατριχίλα
γιατί ο Μήτρος μύριζε σκορδίλα και τραγίλα

Μέχρι που κάποιος τόλμησε τον τράγο να ζητήσει,
αν ήθελε τη Βαγγελιώ γρήγορα ν’ αποχτήσει
Κι ο Μήτρος κει τον άδραξε να τον ξυλοφορτώσει,              
«ακούς εκεί», σαν άκουσε, τον τράγο του να δώσει:

«Να βράσω ούλο το σόι σου, γδάρτη και λωποδύτη
που έβαλες στον τράγο μου τη βρώμική σου μύτη
Φέγα και κόσιεψε να πεις τσι Βαγγελιώς χαμπάρια, 
η Μήτρος είναι μπεσαλής και δεν χαρίζει κριάρια»   

Μόνο που δεν τον σκότωσε, στη στάνη να τον θάψει
τα μάτια του θολώσανε κι έκανε να τον χάψει
Και βάζ’ εκείνος τις φωνές, σαν να ’χε το μαχαίρι                
κι ακούγονταν ως στις πλαγιές κι έτρεχε σαν τ’ αγέρι:

«Ζουρλάθ’κε η Μήτρος στα βουνά, κουσιέψτε χωριανοί!
Φλάξτε γυναίκες και παιδιά, μη δίντε ούτε σκλί
Αυτός δεν είναι μαναχά, αρκουδογελαδάρης,                       
είν’ και τρελός, μυγιάγγιχτος, γρουσούζης και ψωριάρης»

Γέλαγ’ ο Μήτρος ως τ’ αφτιά στου προξεντού τα πάθη:
«Σου μπήκε ωρέ, κλεφταρά, η τράγος μου αγκάθι»
Κι έτσι το αποφάσισε λίγο να ησυχάσει                    
τον προξεντή ξαπόστειλε στην κόλαση να βράσει     

Πάντα με τους προξενητές, έστελνε τα χαμπέρια,
ματιές πετούσε μακρινές και του ’τρεμαν τα χέρια:
«Αμ δε σ’ λέου, ρε Μήτρακλα, απ’ μου ζητάς παντρειά,      
αν χωριστείς τη στάνη σου, ποιος θα νογάει τ’ αρνιά!

Βρε, ούστ! Κι αλάργα από δω, ούλες οι συρλοϊές σας,
που θα με βγάλτε και χαζό, ανάθεμα τσι γ’νιές σας!
Κάτσετε στα καλύβια σας με τα γαλιά αντάμα                      
και πλέξτε στα τσαντίρια σας καλάθια μες στο κάμα!»

Στα πρόβατα μία ζωή με τράγους και με γίδες
στα μάτια του δεν είχε δει μήτε εφημερίδες
Κι η φύση τον εμάγεψε και είναι σκλαβωμένος,       
συχνά το νου του έχανε, στη Δέσπω, ο καημένος     

Κοντά κι αυτός να λιμπιστεί, λίγο να της μιλήσει,
απ’ το χεράκι να πιαστεί τα χείλη να φιλήσει
πολλά τραγούδια να της πει, γλυκά απ’ την καρδιά του
μαζί της ν’ αγαπηθεί, μες στη ζεστή αγκαλιά του

Κρυφά στη Δέσπω έχει δοθεί κι έχει στην ψυχή του
του φαίνεται και καρπερή, τη θέλει για καλή του
Και του χειμώνα η σοδιά πλημμύρισε τη στάνη,
τούτα τα νεογέννητα δε θέλει να μαράνει

Μαλλιά, ξινόγαλα, τυριά του φέρνουνε παράδες
κι από φαί, δεν υστερεί, τρώει σαν τους πασάδες
Παλούκια μπήγει συνεχώς, τους φράχτες μεγαλώνει            
και τις τσαντίλες με χορό στον ήλιο της απλώνει

Σε άλλους φράχτες γύρα του γκιούμια έχει στοιβάξει,
κι αν έρθει η καλοκαιριά τεμπέλικα θ’ αράξει:
«Πολύ δουλειά, πιλάλημα, πα στων βουνών τσι ράχες         
Ανάθεμα κι απόστασα και θα με φαν οι στράτες».


Ο γάιδαρος του Μήτρου

Μονολογά πολλές φορές και του ’ρχονται λαχτάρες
και στο μυαλό του κολλητές, οι γίδες οι γαλάρες
Ένα γαϊδούρι δυνατό για χαμαλοδουλειές,                
έρημο κι υπομονετικό δεμένο με τριχιές

Κάποιες φορές τον ξέχασε, δεμένο, διψασμένο
και μια φορά εκόντεξε, να τον έβρει σκασμένο
Ο γαϊδαράκος πλάνταξε, μέσα στις καλαμιές
έτσι κι αυτός δεν άντεξε κι έσπασε τις τριχιές

Στου γείτονα τον Κωσταντή, πο’ χει κι αυτός μια στάνη,
κι έχει τη Δέσπω αδελφή κι όποιος τηρά τα χάνει
κάπου στο δειλινό κοντά, να κι ο γάιδαρός του
στου Κωσταντή στάνη πηδά να σβήσ’ ο καημός του.

Του βγήκε ξύδι, του φτωχού, κείνη η κουταμάρα
κι η οργή του αφεντικού, γίνεται μια τρομάρα
Τις άρπαξε, ο δύστυχος για το μασκαραλίκι,             
τον μαύρισε, ο άχαρος, ο Μήτρος με καμτσίκι

Γι’ αυτό τον έχει σήμερα δεμένο στις ποδάρες
και για παντροδοσίματα, άλλος έχει τις χάρες:
«Ακούς εκεί, ξετσιπωσιά, στου Κωσταντή γαϊδάρα
και γκάριζε, ο κιαρατάς, που να του ’ρθει τρομάρα»

Ανάθεμα στο σόι σου, γόμαρ’ αμολυσμένο
βρήκες, ωρέ, το μπόι σου να δείξεις, το βλαμμένο
Θα μας περάσ’ ο άνθρωπος, βαρβάτους, λυσσασμένους,     
για νηστικούς, ο δύστυχος κι ούλους μας ουργασμένους».


Το μουλάρι του Μήτρου

Ένα μουλάρ’ αρχοντικό το έχει για καμάρι
πιστά το Μήτρο σεργιανά στην πλάτη καβαλάρη
Τη λυγερή ψάχνουν μαζί στο άλλο χωριουδάκι
και το μουλάρι έχει στο νου κανένα φοραδάκι.

Βαρβάτο και περήφανο με τρίχα σηκωμένη,             
και γίνεται καμιά φορά, λαχτάρα παθιασμένη
Του Μήτρου αγριέματα, μήτε που τα ακούει
αυτό παίρνει τη στράτα του κι ο Μήτρος λέει «χούι!»

Στο κάρο του το δίτροχο τραγουδιστά τον ζεύει
και πάνω στον καρόδρομο, η σκέψη ζωντανεύει
στο νου του φτάν’ η Δέσποινα και του χαμογελάει:
«ούι, ούι, τύχη, βρε μούλαρε, στον κύρη τριγυρνάει»

Ώχου κι αυτόν, το μούλαρο, πολλά του ’χε μαζέψει:
«Διαόλ’ ράτσα, ο άτιμος, πολύ έχ’ αλητέψει»
Κάποια φορά που πήγαιναν σε κάποιο πανηγύρι                   
κει που ο Μήτρος σκέφτονταν απάνω της να γείρει               

Στην όμορφη τη λυγερή, π’ άναβε η καρδιά του
ανάθεμα, και να της πει, κάποτε το σεβντά του:
«Πέρδικα, ρούσα μου γλυκιά, στολίδι της λαμπράδας
στη στάνη θα φεγγοβολάς σαν άστρο ομορφάδας»

Μα να, καθώς την έβλεπε, τα ’χανε ντροπιασμένος, 
και με το νου του βρίσκονταν στη στάνη τρομαγμένος         
Έτσι και τούτη τη φορά χάνει το λογισμό του,
μ’ αυτό το παλιομούλαρο βρήκε το μπλέξιμό του

Και το μουλάρι σκέφτεται τα ίδια με τον κύρη
να κουβαλά βαρέθηκε, τούτον το κακομοίρη
Τα βήματά του μπέρδεψε, το μάτι του θολώνει
στη ράχη του να κουβαλά και να τον μαστιγώνει

Ψηλά τ’ αφτιά του σκώθηκαν, τα χείλη του κουνάει
τα νεύρα του τεντώθηκαν κι αρχίζει, χλιμιντράει
Κοιτάζει στα καπούλια του το Μήτρο τρομαγμένο
φοράδα τα ρουθούνια του μυρίζουν, τον καημένο,   

Τρανήτερ’ απ’ του γαϊδουριού είναι η γαϊδουριά του
τα φρου- φρου -φρου του άρχισε και σκύβει στ’ αχαμνά του
Στα πισινά τα πόδια του, σηκώνεται, φυσάει
και άπληστα τη μυρουδιά ρουφάει και κοιτάει

Τριγύρα του και σκέφτεται την καρπερή φοράδα                  
σφίγγει τα δόντια κι έρχεται στο στόμα του αφράδα
Κι άφησε τη στράτα του και στα φαράγγια ορμάει
και κουρδισμένος πέταξε το Μήτρο, που βογκάει

Όχου, τι πάλι του ’λαχε, τι του ’μελλε να ζήσει!
Στην αυλακιά τον άδειασε, κι άγρια έχει κλωτσήσει
Σαν άκουσε, ο μούλαρος, να χλιμιντρά φοράδα
αδάμαστος κι ακράτητος, άναψε σαν λαμπάδα

«Τσουκ! τσουκ! Όι, μάνα μου όι, μου κόπκε η χολή μου,
κάτσε καλά βρε, άναμμα και γύρνα στο στρατί μου!»           
Πώς πιλαλεί, ο άτιμος, σα να’ ναι στοιχειωμένος!
Λουριά, τριχιές, ο άχαρος, τα ’λυσε, ο παρμένος

Και το σαμάρι πέταξε να’ ναι ελευθερωμένος          
και στη φοράδα έτρεξε γοργά κι αλαφιασμένος        
Γι’ αυτό πάλι το σκέφτηκε πώς θα τα ζευγαρώσει    
κι απ’ τις παράτες που ’δινε για πάντα να γλιτώσει.


Τα μεράκια του Μήτρου

Θαμπά στο νου του έρχεται, η Δέσπω π’ αγαπάει
κι από μακριά η φωνούλα της στ’ αφτί του γαργαλάει:
«Μήτρο μ’ θαρρώ τη μοναξιά, άλλο δεν την αντέχω
η υπομονή μου στέρεψε κι άλλη πια δεν έχω».

Κι όλο παράτες έδινε ο Μήτρος κι όλο δίνει
και το χειμώνα σκέφτεται μονάχος του μη μείνει
Κάπου κοντά στον παχνιστή θα πάει να τη γυρέψει
κρυφή αγωνία τον τρυγά, μήπως καλογυρέψει

Κι άλλωστε τα ’πανε οι δυο, ο Μήτρος κι ο αδελφός της
κι η Δέσπω πα στον αργαλειό την έτρωγε ο καημός της
Τον Μήτρο της που λαχταρά προικιά του ’χει στοιβάξει
και μία στρούγκα από παιδιά, του ’ταξε να του φτιάξει.


Στη στάνη κι ο τράγος

Κοκόρια έχ’ αμέτρητα, αβγά, κοτοπουλάκια
δέκα μοσχάρια θραψερά, που φέρνουν παραδάκια
Κουνέλια σκάβουνε τη γη, και την κατατρυπούνε
κι όταν ακούσουν σαματά, τρέχουνε να κρυφτούνε

Φύλακες στο κοπάδι του μια σκύλα κι ένας σκύλος
αχώριστος και μπεσαλής, ο πιο καλός του φίλος
Τεμπέλικα και οκνηρά, που ο ύπνος τα μεθάει:                     
«ανάθεμα, τα σόγια σας, κι ο λύκος θα μας φάει»     

Μα να, κι αυτά γκρινιάζουνε και είναι κακιωμένα
σε μόνιμη διάσταση ζούνε και μαλωμένα
Κοντά στα ξημερώματα η σκύλα του γυρίζει            
κι ο σκύλος πάντα με καβγά τη στάνη αλωνίζει        

Σαν άρχοντας στη στάνη του γυρνάει και το τραγί
με κέρατα και αχαμνά που κρέμονται ως τη γη
Του κοπαδιού το χάρισμα, του Μήτρου το καμάρι,
του τράγου τα καμώματα τα χαίρετε με χάρη

Ο πιο τρανός και αρχηγός και σκιάζοντ’ οι γιδούλες
ανένδοτος, τυραννικός, διαλέγει τις μικρούλες
Χάρη στον τράγο γίνονται οι πιο τρανοί καβγάδες    
κι ο σκύλος να τον κυνηγά σε ξένους μαχαλάδες

Έτσι κυλούν τα πρωινά με χλαλοή κι αντάρα
κι οι σαματάδες απ’ τα ζα φτάνουν σε φαγωμάρα
Βαρβάτο κι άγριο το τραγί σηκώνει ταραχή
Μια άσπρη γίδα αναζητά, τη θέλει μοναχή

Όμορφη γίδα, γελαστή, άσπρη, χαριτωμένη              
κάμποσες μέρες στο μαντρί όλο μπροστά της μπαίνει
Μία από δω, μια από κει, κόλπα πολλά του κάνει
Κι όλο ξεφύγει απ’ το τραγί και ο θυμός τον πιάνει

Μόνο ως τώρα μια φορά, που ζύγωσε κοντά της                  
ίσα που έσκυψε να δει την κάτασπρη κοιλιά της       
Τώρα το αποφάσισε κι ανέβηκε στην πλάτη
κι η μάνα γίδα αγρίεψε και τον χτυπά με άχτι

Προτού ο τράγος ανεβεί τον έβλεπε ο Μήτρος                      
κι απάνω από να σκαμνί του φώναξε με σφρίγος:     
«Μπήδα κακό ψόφο να έχ’ ς, χέστη και φοβητσιάρη
ρεζίλη μ’ έκανες μαθές, ψεύτη και κατεργάρη

Τσουκ! τσουκ! κι ούιιι! Αμπήδα, ρε και θα σι μολοχίσω
κρίμα σου, ρε παλιότραε και θες ν’ αγαναχτήσω       
Τσουκ! τσουκ! ανέβα ρε, κι έτριβε τις μουστάκες,
κατσικοβότανο θες ρε, να σου ’ρθουν οι ατάκες;»

Και η μορφή της Δέσποινας έφτασε εκεί κοντά του  
το Μήτρο κρυφοκοίταγε πώς θόλων’ η ματιά του                 
Και να, ο μούργος ο «Ψαρός» που ’ψαχνε για καβγάδες
πετάχτηκε κι ολοταχώς στον τράγο κάνει σάλτες.


Καβγάς στη στάνη

Όχου, κυνηγητό τρανό, τι άγριο πρωινό!                  
Ετούτος ο παλιόσκυλος, θεριό είναι φοβερό             
Φούντωσ’ η στάνη κουρνιαχτό σα να ’ταν λατομείο
κι όλα τα ζώα σκιάχτηκαν λες κι ήταν σε σφαγείο:

«Χμμμ! Θ’ αρχίσω και τα γέλια» μουρμούρισε ο τράγος     
καθώς κάτω απ’ τα σκέλια τον άγγιξε σαν μάγος:
«Μωρέ, μωρέ κι ανάθεμα, θαρρώ πικρά θα βήξεις
χο, χο! και πόσο θα ’θελα, να το δεις και να φρύξεις

Τη μούρη σου, βρωμόσκυλε και ζαροφοβιτσιάρη                 
πα στ’ αχαμνά, κοπρόσκυλε την έβαλες, χεζιάρη,     
Χο! χο! Κι είχα ο άμοιρος μίνια κακιά ημέρα
μα τώρα νιώθω ξάλαφρος, σκύλε, κακή σου μέρα!»

Σε μια στιγμή που στάθηκε, στο μέτωπο τηράει,
τη στάνη αφουγκράστηκε, στο φράχτη πα πηδάει:
«Ζηλιάρη, κουτοπόνηρε και ερωτοκαμμένε,
κράχτη και αχαΐρευτε και κακοχρονεμένε

Άλλο από γαυγίσματα δεν ξέρεις, καημένε               
παράτα με, μουργόπλασμα, γεροξεκουτιασμένε                   
Που δεν κοιτάς τη σκύλα σου, που όλο σ’ αποφεύγει
εσύ μέσα στη νύστα σου κι αυτή με σκύλους τρέχει

«Γαβ γαβ, γαβ γουβ! Ρε κέρατο και ονειροπαρμένε
πήδημα, παλιοτόμαρο μόν’ σκέφτεσαι, στριμμένε
Τα νιάτα σου, απέρασαν και φτάνεις στο μαχαίρι
μούχλιασες και σακούλιασες κι έσβησες σαν αστέρι

«Μπεεε! Μπεεε! και μη μου ματαπείς τέτοια, συχωρεμένε
τη στάνη μου δε την θωρείς πως αβγατάει, παρμένε!
Κι αν στο μπόι μ’ απερνάς, δε σκιάζομαι, καημένε, 
παράτα με και να κοιτάς, τη σκύλα πουλημένε»        

«Έλα δω κάτου αν κοτάς, τα κότσια μας να δούμε,   
με δόντια και με κέρατα οι δυο μας ν’ αρπαχτούμε   
Θα σε δαγκώσω, ρε τραϊ και θα σε φαρμακώσω,
στα κέρατά σου τ’ αχαμνά για στέγνωμα θ’ απλώσω

«Έλα δω πάνου αν μποράς τα κότσια μας να δούμε  
έλα χεσμένε, κόπιασε οι δυο μας να τα πούμε»
«Αχά και μη το ματαπείς, κι ακούσουν τα παιδιά μου
σ’ ούλες τις στάνες, δε θωρείς, σκυλιά έχουν δικά μου»

«Χα, χα», του λέει ειρωνικά πετώντας το φαρμάκι               
θυμίζοντας σκυλοκαβγά που έχει στο κονάκι:                       
«Τήρα εσύ τη σκύλα σου, κερατοφορτωμένε
σε βλέπω στα κουτάβια σου, να ’σαι νουνός, καημένε!»

Κάτω απ’ τον ίσκιο τον παχύ στον πλάτανο δεμένος            
ο γάιδαρος που ’ταν εκεί, τους λέει οργασμένος:      
«Χε χε! Κι είσαι ανήμπορος, βρωμότραε, βλαμμένε
ανίκανο σε κράζουνε, τα γίδια σου, καημένε

Ρεζίλη, ρε, σε κάνανε δειλέ, ταπεινωμένε
και ν’ απορούμε φτάσαμε για σένα, γερασμένε                    
Για τήρα, ρε, εμένανε, σταγόνα να μου μοιάσεις
τύχει και δε με δένανε, πού να ’ρθεις να με πιάσεις!

Όχου! κι αν ήμουνα εγώ, τώρα θα’ χα ξεμπλέξει      
όχου!, λέει, και πώς πονώ, για με πότε θα φέξη»
Κι ο σκύλος που εγαύγιζε και τον επροκαλούσε
πιότερο τώρα αγρίεψε με λύσσα του μιλούσε:

«Μία φορά να ματαδώ τα γίδια να πειράξεις             
θα σε δαγκώσω στ’ αχαμνά κι έλα να με τρομάξεις»            
«Χε, χε!» κάνει σαρκαστικά ο τράγος απ’ το φράχτη
και τον αέρα μύρισε και ξύνονταν στην πλάτη:

«Τα όργανά μου, σκύλαρε, μήτε να τ’ αντικρίσεις
κι αν δεν τρομάξεις, φουκαρά, μπορεί να ξεψυχήσεις!
Χμ! σα να είδα αλεπές να μπαίνουν στο κοτέτσι
τεμπέλη κι ο αφέντης μας κι εσένα θα σε δέσει»

Κι όπως ο τράγος μίλαγε με σκέψη και σοφία,
με δυο άλματα έφυγε ο σκύλος με μανία
κι ο γάιδαρος εγκάρισε σα να παραπονιόταν
μια γαϊδάρα θα’ θελε κοντά του να βρισκόταν.


Στη βοσκή

Και το κοπάδι κίνησε για τη βοσκή με χάρη
κι ο «ψαρός» εγαύγιζε κι όλα τα ρεγουλάρει
Πα στις πλαγιές ανέβηκαν χορτάρι για να βρούνε
και πέρα κει απλώθηκαν κι όλα τους βοσκούνε.

Το πάθημα δεν μπόρεσε, ο τράγος να ξεχάσει,
ρεζίλεμα, δεν τ’ άντεχε, πώς να το ξεπεράσει;
Ακούς εκεί δεν ντρέπονται, ο γόμαρος κι ο σκύλος,
που έφτασαν και συμμαχούν, να χάν’ ο τράγος κύρος;

Γι’ αυτό και τ’ αποφάσισε στη γίδα πα ν’ ανέβει
και να τους δείξει όλους τους, ο τράγος αν θεριεύει
Έτσι και πάλι άρχισε, τ’ αργά βελάσματά του
και τα ρουθούνια να κουνά, τα κέρατα, τ’ αφτιά του  

Μία γιδούλα έβαλε στο μάτι από μέρες
μα κείνη δε τον κοίταγε και ένιωθε φοβέρες
Κι εκεί που ήταν ήρεμα μέσα σε αρμονία                 
ο τράγος επλησίασε τη γίδα μ’ αγωνία                      

Κι οι γίδες αμερόληπτα π’ άρχισαν τη βοσκή τους
μάσαγαν πουρναρόθαμνα, που ήταν η ψυχή τους
Τρέχουν οι γίδες ξαφνικά και το τραγί ορμάει,
τη γίδα έχει στη ματιά, που όλο τον τυραννάει

Μα αυτή του λέει, «άσε με» η γίδα η μικρούλα                    
κι ένα κλαράκι άδραξε κι έκραζε τη μανούλα
Κι αυτός πλησίασε δειλά κι ήταν λαχανιασμένος,
μ’ άγρια του ’ριξε ματιά κι έφυγε, σαν καημένος

Και άρχισε το βέλασμα, λες και την γαργαλούσαν    
κι ένα κλαράκι τράβαγε, που άλλες το τσιμπούσαν   
Και μια κατσίκα πιο τρανή που ήτανε παρέκει
«φύγε από δω, τη μάλωσε, είναι δικό μας στέκει»

Σα να ’χαν προηγούμενα αυτές οι δυο γίδες:
«Φύγε από δω, βρε νιάνιαρο, εμένα δε με είδες;»
Κι έφτασε η μάνα στο λεπτό, την κόρη να φυλάξει
και το τραγί που ζύγωνε, στους βάτους να πετάξει

Και να, όλο πλησίαζε, ο τράγος οργασμένος,            
άγριος, αποφασιστικός και ήταν παθιασμένος
Δύο βελάσματα στριγκά αφήνει και του φεύγουν
τη γη σκαλίζει νευρικά και τ’ αχαμνά του τρέμουν

Λίγες στιγμές περάσανε κοιτάζοντας τριγύρα
και τα ρουθούνια στάζουνε κι όλο φέρνει γύρα
Και να, ορμά και στήνεται στα πισινά του πόδια
πάνω στη γίδα ξάπλωσε και έτριζε τα δόντια

Το ένα πόδι σήκωσε τη γίδα να φρενάρει                  
κι κείνη όλο γυρόφερνε κι αυτός την εφρακάρει
Κι απάνω στη μισή στροφή που έφερναν με φόρα
τηρά η γίδα τη φυγή κι αυτόν έφτασ’ η ώρα

Τα κέρατά του έτριψε  κάτω απ’ την κοιλιά της         
και με τη γλώσσα έγλειφε τη ραχοκοκαλιά της                     
Κι οι γίδες που αγριέψανε του ρίχνουν κουτουλιά
ανάμεσα στα κέρατα και κάτω απ’ την κοιλιά

Τις κοίταξε κι απόρησε απ’ τα βελάσματά τους         
κι ο οργασμός του χάθηκε απ’ τα χτυπήματά τους
Η κερατιά που έφαγε του έφερε λαχτάρα
κι αυτός αντράλα ένιωσε, κι αυτές θα δουν τρομάρα

Αγρίεψε και βόγκηξε κι έσκυψε στην κοιλιά του      
ο δόλιος παντού πόναγε, ως και στα κέρατά του       
Και στην αρένα πια ορμά, σα να’ ναι ταυρομάχος
πα στις δυο γίδες και χιμά με πείσμα σαν πυγμάχος

Κι από τη φόρα που ’βαλε τις γίδες να χτυπήσει                   
τα κέρατά του ζύγιζε να τις κατατρυπήσει                 
Μ’ αυτές με μιας προλάβανε και άλλαξαν τσαπουρνιά,
μέσα στους θάμνους χώνεται, σε αγκάθια σαν καρφιά

Του δύστυχου δεν του ’φτανε, τ’ αγκάθια που ’χαν σκίσει
κι από τους θάμνους σκώθηκε σύννεφο το μελίσσι              
Όχου κι άλλη μια συμφορά, που του ’λαχε, τι φρίκη!
Σαν τύμπανο τα όργανα, όχου μασκαραλίκι

Στο βόμβισμα των μελισσών, στου τράγου βογκητό,
οι γίδες τρέχουν ξέφρενες και σκώνουν κουρνιαχτό
Λίγο πιο πέρα στην πλαγιά κι ο Μήτρος αφουγκριέται,
βάζει το χέρι αντηλιά, κοιτά και συλλογιέται

Κοντά του είναι συντροφιά κι οι δυο πιστοί του σκύλοι,       
με τον τορβά κι όλο κοιτά, για πού τα ζα να στείλει  
Πλούσια που είναι η βοσκή τούτο το καλοκαίρι!
Αλλά τα γίδια την ταγή ζητούν στ’ άγρια μέρη

Την ίδια ώρα τ’ αφτιά κουνιόντουσαν των σκυλιών, 
συνηθισμέν’ η καταντιά των τράγων και γιδιών        
Μα τούτοι, οι κοπρόσκυλοι, πού να έχουν συλλοή;
Οι γλώσσες τους έχουν κρεμαστεί και ακουμπούν στη γη

Και τι δε θα ’διναν τα δυο για μια παχιά σκιούλα!    
Κι ας ψάξει το αφεντικό, να βρει αυτός βοσκούλα!   
Να ξαπλωθούν τ’ ανάσκελα και να τριφτούν στις πλάτες
και να τηρούν στα διάσελα αλπούδες και δραγάτες

Να ρίξουνε ροχαλητά δίπλα απ’ την πηγούλα           
και στα αφτιά κοπαδιαστά, ας σφύζει η μυγούλα                  
Και να λαλήσει του βοσκού η μαγική φλογέρα
κι αργά τ’ αστέρια τ’ ουρανού να διώξουνε τη μέρα

Τότε κι αυτοί να σηκωθούν να φύγει η τεμπελιά τους
πάντα πιστοί στην ώρα τους, να πάνε στη δουλειά τους        
Προτού ο αφέντης ξεχαστεί, παίζοντας στη φλογέρα,
τη Δέσπω του να καρτερεί να ’ρχεται από πέρα

Η πείνα τους είν’ αφόρητη, σκληρή και τους τρυπά,
τ’ άντερα και σφυρίζουνε κι η ζέστη τους χτυπά
Άντε, καιρός για τη δουλειά, την πείνα να ξεχάσουν
πριχού ο κύρης τσατιστεί, ώρα να ξεμουδιάσουν:

«Χούι, χούι, σκυλόμουργοι και αχαϊρευτάδες
κοσιέψτε, βρε μουργόσκυλοι, παλιοτεμπελχανάδες!
Τηράτε βρε, πού πλάλισαν τα πράτα και τα γίδια
Τσουκ, άι, βουρ, βρε ανάθεμα, να πάτε στα τσακίδια».


Επιστροφή στη στάνη

Πέρα μακριά ακούστηκε μακρόσυρτο το κλάμα,      
άλλο γομάρι έκλαιγε κι έσκαγε μες στο κάμα
Τ’ αφτιά του τίναζε σιγά, και ήταν μπερδεμένος
σε μια γκορτσιά με μια τριχιά, στα πόδια, ο καημένος

Ο κύρης του τον ξέχασε ώρες τώρα δεμένος,                       
μέσα στην κάψα πλάνταζε, μόνος και διψασμένος                
Γι’ αυτό σαν άκουσε φωνές του κοπαδιού στις ράχες
άνοιξε όλες τις χορδές και έβαλε τις κλάψες

Κι απέρασε απ’ τα πολλά και τούτη δω η μέρα                     
στο δειλινό τα ζωντανά στάλιασαν κουρασμένα       
Ο γάιδαρος ακούστηκε παράπονα να κάνει
κι ο Μήτρος τον λυπήθηκε και την τριχιά του βγάζει

Μόνο ο τράγος μοναχός πόναγε, ο καημένος            
κι ο «εχθρός» του, ο «ψαρός» ήτανε μαραμένος                   
Κοντά του πήγε θαρρετά γλείφει τα κέρατά του
κοντά του γλείφει στην κοιλιά που ήταν τ’ αχαμνά του

Κάπου κοντά στο χάραμα σ’ απόλυτη ηρεμία                       
του τράγου μαύρα δάκρυα γίνονταν μελωδία            
Τους πόνους όλους έδιωχνε και ήταν διπλωμένος
μέσα στις σκέψεις έπλεε, βαριά βαλαντωμένος

Ήρθε η γιδούλα, κόπιασε και έκατσε κοντά του
στα κερατά του έπαιζε και μες στα βλέμματά του!
Κι ο τράγος αργά βέλαξε, τους πόνους του ξεχνάει
και στη γιδούλα άρχισε πάνω της να φυσάει.

ΠΗΓΗ: Β` Ποιητική Συλλογή – Βουκολικά, 16.12.1996.

Ο Μήτρος και ο Νικολιός


Χρόνια πολλά του Νικολιoύ o μπάρμπας ζούσε στην ξενιτιά
κι όλο μακριά απ’ τα ξένα του έστελνε λεφτά,
να πάρει λίγα πρόβατα, τα γίδια του ν’ αυξήσει
και τα χωράφια στην πλαγιά κι αυτά να τ’ αυγατίσει.

Μπούχτισε στο μαντήλι του παράδες να μαζεύει,
τα σκότια του από καιρό βγάζαν πολύ καπνό
και τα ρουθούνια σαν μπουρού φυσούσαν με ρυθμό.

Γυαλιά στη μύτη φόραγε κι έμοιαζε με προφέσορ,
να βλέπει μακριά και κοντινά ή και τα δυο μαζί
κι αγάλι αγάλι οι πλάτες του φούσκωναν σαν ασκοί.

Στην καραφλή του κεφαλή φορούσε ένα καπέλο
και τ’ άλλαζε ο άνθρωπος σε κάθε εποχή,
να τον φυλάει απ’ τις βροχές κι από τις παγωνιές
και να του δίνει τη δροσιά στις μέρες τις καυτές.
  
Παράξενο του φαίνονταν, πώς διάολο; Γιατί;
Τα πανταλόνια του, ένα κοντά απ’ τ’ άλλο, γινότανε μακριά
και την κοιλιά που χόντραινε, κρέμασε με σχοινιά.

Στον παπουτσή παράγγειλε παπούτσια εκλεκτά
γιατί εθάρρευε, ο φτωχός, πως έγινε κοντός,
τόσα κουστούμια που ’φτιαξε, τι να τα πρωτοκάνει,
να τα πετάξει δεν μπορεί, πονάει η ψυχή του,
να τα χαρίσει γύρευε κάποιον στη ξένη γη.

Και να, περνάει ο καιρός, δυο τρεις χρονιές μετρά,
τη σύνταξη να πάρει και άιντε σας για χαρά,
τα προβατάκια στο χωριό τού έδιναν ελπίδα
και για τον ανεψούλη του είχε λίγο παρά,
για να τον κάνει άρχοντα, να ζει σαν τον πασά.

Μπεκιάρης όλη τη ζωή, μπεκιάρης θ’ απομείνει
πολύ παλιά που ζήτησε κάποια να παντρευτεί,
του ’παν να πάει στην ξενιτιά να φτιάξει προκοπή,
κι όσο να ’ρθει στον τόπο του αυτή θε να τον καρτερεί.

Όταν περάσανε τρεις χρόνοι δύσκολοι και πικροί,
έστειλε ο Μήτρος μια γραφή στη Βαγγελιώ,
αυτή π’ αγάπαγε και για δική της χάρη είχε ξενιτευτεί
μα εκείνη του απάντησε πως είχε παντρευτεί.

Καημό βαρύ και σπαραγμό ένιωσε ο θειος του Νικολιού
τέτοιο μασκαραλίκι, πού να το φανταστεί!
Ποδάριζε και ούρλιαξε σα να ’τανε θεριό
κι έβγαζε από μέσα του θλίψη, οργή, θυμό.

Γρήγορα το ξεπέρασε κι είχε παρηγοριά,
τ’ ανίψι του, ο Νικολιός, του έδωνε φτερά,
η αδερφή του η Λαμπρινή, που ’χε εφτά παιδιά
το Νικολιό του χάρισε για να τον κάνει γιο
σαν έρθει απ’ τη ξενιτιά να ’χει αυτόν γονιό.

Έτσι κι αυτός σαν μάζευε με πόνο τα λεφτά
τα έστελνε στο Νικολιό να κάνει καταντιά,
«αγάλι, αγάλι, έλεγε, και βία δε χωρά,
αρκεί να είναι ο Νικολιός σωστά στα λογικά».

Γι’ αυτό και τ’ αποφάσισε τούτο το καλοκαίρι,
τον τόπο του τον πατρικό να τον επισκεφθεί
και να τηράξει από κοντά αν έχει ο Νικολιός,
όπως συχνά του έγραφε, βάλει κάποια σειρά.

Ανασκουμπώθηκε καλά και πήγε στο παζάρι
και ψώνισε διάφορα εργαλεία για τη στάνη,
δυο προβατοψάλιδα, σύρμα ανοξείδωτο γερό
να δέσει τα παλούκια στα σύνορα που θα ’ταν στην πλαγιά,
τανάλια και λοστό και άλλα σύνεργα αμερικανικά.
Έφτασε κάποτε η στιγμή που είχε μες στα στήθια
κι απ’ το ανασκούμπωμα χάθηκε η καμπούρα,
πέταξε το καπέλο του, άφκε και τα γυαλιά του
και σήκωσε όλος χαρά τ’ αποσκευάσματά του.

Ο ήλιος μόλις είχε ανεβεί τρεις πιθαμές ψηλά
και άφησε τα μάτια του να φτάσουν στα ριζά,
εκεί που άρχιζε το βουνό μαζί με την πλαγιά,
κει είχε ο Μήτρος απ’ το γονιό, γη, μια αυλακιά.

Τώρα όμως πια ο Νικολιός την έχει αυγατίσει,
και απ’ το κοπάδι θ’ άκουγε χαρμόσυνα κουδούνια,
βελάσματα πολλά και τρυφερά από τα γεννητούρια
κι απ’ τη «Μαρίκα» με τα τρανά μαστάρια 
θε να χαρεί ο Μήτρος χιονάτα κατσικάκια.

Λαχανιασμένος έφτασε στη στάνη την παλιά,
φτωχή τη βρίσκει τώρα ακόμα πιο πολύ,
πρόβατα μετρημένα σταλιάζουν στο φτελιά
και τα παλούκια γύρα της σάπια, ξεριζωμένα.

Ο γάιδαρός του, γέρος πια, βόσκει μονάχος στην πλαγιά,
ο σκύλος του, γέρος κι αυτός, γκαβός οσφραίνεται αργά
κι αφήνει δυο γαυγίσματα τεμπέλικα, πικρά.

Μετά του σκύλου τα γαυγίσματα ξυπνά κι ο Νικολιός,
βαρύς και μαχμουρλής, ξενύχτης, θεονήστικος,
όλα και ψες το βράδυ τα ’ριξε στα χαρτιά
κι αμάν τώρα θα έλεγε, ώσπου να ’ρθουν λεφτά.
  
Μέσα απ’ τα μάτια τα θολά και τ’ άγρια του τα γένια,
νωθρά κοιτά το μπάρμπα του και τρέμει ελαφρά,
τέτοια οργή που καρτερεί θέλει κι αυτή εξυπνάδα,
θέλει διπλωματία, παιχνίδι δυνατό, όπως και στα χαρτιά.
Και να η οργή του Μήτρου ανάβει σαν κερί
και σήκωσε με δύναμη, ψυχή, κορμί, φωνή
και άδραξε τον ανιψιό απ’ το γιακά να τον εκαταπιεί.

Μα ο Νικολιός δε τα ’χασε καθόλου τα αυγά,
μόνο καθώς του έριχνε ο ήλιος στα μάτια μια σκιά,
του φάνηκε για μια στιγμή πως έβλεπε μπροστά του δράκο,
που ’χε μεγάλα κέρατα, δόντια από ατσάλι
και στόμα που ’βγαζε φωτιές, καπνούς και κρότους.

Έκανε λίγο προς τα κει τ’ άδραγμα να ξεφύγει,
σαν τον βαλέ σπαθί τον έβλεπε μπροστά του,
δύσκολα τούτα τα χαρτιά μα τέλος τα κατάφερε
κι έβαλε μια φωνή, το μπάρμπα απ’ την Αμερική
να τον καλοδεχτεί:

«Καλώς το μπάρμπα μ’ τον καλόν απ’ το ξωτερικό,
καλώς τη σκιάδα μ’ τη στερνή που φέρνει γιατρικό,
κι τα φαρμάκια μ’ τα πουλλά, μαζί να μοιραστούμε,
τσι συφουρές που ’γω περνώ αντάμα να τσι πιούμε».

Πέρασαν κάμποσες στιγμές και άφριζε ο Μήτρος
και στη ματιά του κάνανε παρέλαση οι σκιές,
μαύρες οι πιο πολλές από την ξενιτιά,
στ’ αυτιά του πέφταν σαν σφυριά τα ψευτοπαρακάλια
της αδελφής του Λαμπρινής που του ’χε κάνει δώρο
το Νικολιό το γιόκα της και τρέμει τώρα ο Μήτρος
κι απ’ τα χείλη του φεύγουνε του πόνου οι κραυγές:

«Αχ, αχ, ωχ, ωχ μανούλα μ’  κι μου ’ρθε να δακώσω!».

Τριγύρα του μαζώχτηκαν τα λιγοστά αρνιά,
ο γάιδαρός του απ’ την πλαγιά ήρθε κι αυτός κοντά
κι ο γέρος σκύλος του π’ αλύχταγε σιγά,
άνοιγε με τα πόδια μια γούρνα με χαρά.
«Πού’ ναι ανίψι μου το λάιο μας τ’ αρνί;
Δεν το θωρεί η ματιά μου!»

«Λύκος μπαρμπούλη μ’ το ’φαε μαθές
και πλάνταξε η καρδιά μου!»

«Πού’ ναι η γιδούλα η καρπερή, που έσταζε από γάλα;»

«Λύκος την έφαε, μαθές και κόπ’κε η χολή μου!»

«Κείνο τον τράγο τον ψιλό, δεν τον εβλέπω, πού ’ναι;»

«Αρκούδια, αγέλες λύκων το ’φααν αντάμα κι άλλα αρνιά,
λύθ’καν τα σωθικά μου!»

«Θαρρώ πως βλέπω, ωρ’ ανεμόσπαρμα, κείνο το περβολάκι,
το σύνορό του κόντυνε και το ’ζωσαν πασσάλοι!»

«Λύκια, σου λέω, τσάκαλοι, φέραν την ερημιά.
Τήρα σα δω, τήρα σα κει
και τα παλούκια γκρέμισαν να βόσκουν μοναχοί.
Μήτε τσαντίλα απ’ του τυρί μ’ απόμειν’ σωστή,
πάν’ στη μεγάλη πείνα τους, την έφαγαν κι αυτή.
Κι τσι κοτούλες, απ’ σου ’λεα, π’ έφιαξα μερικές,
μας τσι έφααν οι αλπές
κι κάθε μέρα που ξυπνώ, λείπ’ ένα ζουντανό.
Άντες μπαρμπάκο μου καλέ κι σ’ έφερε αέρας θεοτ’κός
κι να μπουρέσου κι εγώ σταλιά να πιστευτώ!»

«Πού ’ναι κείνη η λυγερή, που μου ’γραφες συχνά
κι σ’ έστελνα ο άμοιρος δολάρια με ουρά;»

«Έφυγε μπάρμπα απ’ το χωριό και πήγε αλαργινά,
σαν χάροντες των λύκων οι φωνές την σκίσαν την καρδιά!»

«Τι το ’κανες το όπλο σου, τι τα ’κανες τα βόλια,
πούν’ το λυκόσκυλο που φύλαγε πιστά και κόστισε παρά;»

«Ούλα μας τα’ φααν μαθές τα ζλάπια και τα λύκια,
πάρε με μπάρμπα να χαρείς προτού να φαν κι μένα...»

Κι άλλα πολλά ο Νικολιός ήθελε για να πει,
μα ο γερογάιδαρος του ’δωσε μια κλωτσιά
κι έσκασε ο ανεψιός σαν μπράσκα, στου φράχτη τα κλαριά.
Στα γρήγορα σηκώθηκε και πήρε τη φυγή
Και φώναζε στο γάιδαρο μην έβρει προκοπή:

«Δε φταις εσύ κι ανάθεμα σ’ μα φταίω εγώ
όταν οι γύφτοι μου ’δωναν τρεις κότες,
τριάντα αυγά και μια με σκόρδα αρμαθιά,
εγώ δε σ’ έδωκα.
Μα να που εγώ σ’ λυπήθηκα κι ανάθεμα την ώρα
μου βγήκε σε κακό,
θα σ’ έτρωαν οι γύφτοι προτού το παρ’ς χαμπάρι!»

Κι όπως ο Νικολιός ξεστόμιζε στο γάιδαρο κατάρες,
χλιμίντρησε αυτός και του ’δειξε τα δόντια
και δίχως άλλα άργητα τον πήρε από κοντά.
Γκαρίσματα, γαυγίσματα
κι από τα λίγα πρόβατα βελάσματα
μα πιο πολύ του Μήτρου η φωνή
έσκισε τα φαράγγια σα να ’ταν ιαχή:

«Άντες μωρ’ Λαμπρινή κι ανάθεμα σ’ εσένα
και τούτο τ’ αλεπουδόβγαλμα,
μου φάγατε τ’ αρνάκια μ’, τη γίδα μου την καρπερή
κι εμένα την ψυχή».


ΠΗΓΗ: Από την β` ποιητική συλλογή - ενότητα βουκολικά  17.10.1995.


Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ