Το ελληνικό λαϊκό τραγούδι των πόλεων στον 20ό αιώνα - του Δημ. Κοντογιάννη


Το ελληνικό λαϊκό τραγούδι
των πόλεων στον 20ό αιώνα

Του Δημήτρη Κοντογιάννη


Το Ρεμπέτικο είναι ένα πολύ σημαντικό μουσικοποιητικό φαινόμενο. Ένα είδος τραγουδιού που γνώρισε μεγάλη ακμή στην Αθήνα, στον Πειραιά, στη Θεσσαλονίκη, στην Ερμούπολη, και σε άλλες ελληνικές πόλεις ανάμεσα στο 1930 και στο 1955. Οι ρίζες του χάνονται μέσα στην προ-δισκογραφική περίοδο του τραγουδιού, ενώ κάποιοι ερευνητές έχουν αναζητήσει την μακρινή προέλευσή του στα αστικά κέντρα της... Βυζαντινής αυτοκρατορίας!
Το σίγουρο πάντως είναι ότι υπάρχουν καταγραφές ρεμπέτικων τραγουδιών (από τον Ανδρέα Καρκαβίτσα και άλλους) τον 19ο αιώνα. Και όταν αναφερόμαστε σε καταγραφές, εννοούμε καταγραφές στίχων (και όχι μουσικής) που έχουν περιεχόμενο αντίστοιχο με αυτό που συναντάμε στα ηχογραφημένα ρεμπέτικα της πρώτης φάσης της ελληνικής δισκογραφίας των αρχών του 20ου αιώνα.
Στις δεκαετίες του 1910 και 1920 ηχογραφούνται και εκδίδονται στο εξωτερικό (κυρίως στην Αμερική) τα πρώτα τραγούδια που χαρακτηρίζονται ρεμπέτικα, με έντονες επιρροές από την μουσική της Μικράς Ασίας. Ωστόσο το είδος αυτό της μουσικής μορφοποιείται στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1930, όταν ιδρύεται το εργοστάσιο της COLUMBIA στην Αθήνα και ηχογραφούνται τα πρώτα τραγούδια με μπουζούκι, κιθάρα και μπαγλαμά και αναδεικνύεται ως κορυφαίος παράγοντας ο μπουζουξής, συνθέτης και τραγουδιστής Μάρκος Βαμβακάρης. Το πρώτο συγκρότημα που έπαιξε ζωντανά σε κέντρο αυτό ακριβώς το είδος ήταν η περίφημη «Τετράς η Ξακουστή του Πειραιώς», που εμφανίστηκε το 1934 στην Δραπετσώνα. Την αποτελούσαν ο Μ. Βαμβακάρης, Αν. Δελιάς, Στρ. Παγιουμτζής και Γιώργος Μπάτης.
Σ’ αυτή την πρώτη περίοδο της δισκογραφίας του Ρεμπέτικου κυριαρχεί πλέον το μπουζούκι (ένα πανάρχαιο ελληνικό όργανο, που επιβίωνε επί αιώνες μέσα στο δημοτικό τραγούδι, αλλά δεν είχε σημαντικό ρόλο), επικρατούν οι ρυθμοί-χοροί ζεϊμπέκικος και χασάπικος, ενώ οι δημιουργοί του αντλούν τα θέματά τους από τον κόσμο του περιθωρίου, της φτώχειας, της προσφυγιάς και του κατατρεγμού.
Στην επόμενη περίοδο, με κυρίαρχη φυσιογνωμία τον Βασίλη Τσιτσάνη, η θεματογραφία του ρεμπέτικου διευρύνεται. Και με τον τρόπο αυτόν διευρύνεται και η επιρροή του σε όλα σχεδόν τα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Το ρεμπέτικο γίνεται λαϊκό (popular). Εμφανίζονται δεκάδες συνθέτες, στιχουργοί, και τραγουδιστές και το είδος αυτό του τραγουδιού κυριαρχεί στην δισκογραφία αλλά και στην ελληνική κοινωνία ως τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950.


Η εμφάνιση του Καζαντζίδη στη δεκαετία αυτή και οι επιρροές από το δημοτικό τραγούδι της υπαίθρου, το τραγούδι των χωρών της Εγγύς Ανατολής, σε συνδυασμό με την αστυφιλία και την μετανάστευση, δίνουν στο ρεμπέτικο τραγούδι μια νέα τροπή, πλουτίζουν τις μουσικές του, αλλά και τα θέματα των στίχων του. Ταυτόχρονα όμως τίθενται και οι προϋποθέσεις για την παρακμή του καθώς η ελληνική κοινωνία αλλάζει.
Ραγδαία με ταυτόχρονες και μεγάλες αλλαγές στο «γούστο» των ανερχόμενων μικροαστικών στρωμάτων. (Στα χρόνια αυτά δημιουργείται και το νέο, ας πούμε, είδος το οποίο αποκαλούμε ειδικά «λαϊκό» για να το ξεχωρίσουμε από το ρεμπέτικο. Με σπουδαίους συνθέτες και ερμηνευτές, αλλά και εξαιρετικά τραγούδια. Αλλά το κεφαλαίο αυτό δεν είναι αντικείμενο αυτής της σύντομης εισήγησης).
Επανερχόμενοι στο κυρίως θέμα μας, αξίζει νομίζω να αναφέρουμε και το ότι στα χρόνια της μεγάλης δημιουργικής του περιόδου (1930-1955), το Ρεμπέτικο αμφισβητήθηκε έντονα και από πολλές πλευρές. Οι επικρίσεις ήταν κατά βάση:
ΠΡΩΤΟΝ ότι ήταν τραγούδι του υποκόσμου, επειδή το ένα κομμάτι της θεματογραφίας του αφορούσε φυλακισμένους, εξαρτημένους από ουσίες, ανθρώπους του περιθωρίου γενικότερα... Και
ΔΕΥΤΕΡΟΝ ότι η μουσική του είχε επιρροές από την Ανατολή, από αραβοπερσικές τουρκικές ακόμη και ινδικές μελωδίες.
Η αλήθεια είναι ότι και οι δυο αυτές αιτιάσεις έχουν κάποια βάση. Αλλά επίσης είναι αλήθεια ότι το ρεμπέτικο τραγούδι ακόμη κι όταν κατέγραψε και εξέφρασε, εν μέρει βέβαια τα προβλήματα των ανθρώπων του περιθωρίου, το έκανε με αλήθεια, με αυθεντικότητα και με δύναμη. Όσον αφορά το μουσικό μέρος, το ρεμπέτικο είχε κάποιες επιρροές από την (πλούσια και πολύ σημαντική) παράδοση των χωρών της ανατολικής Μεσογείου, αλλά όλα αυτά τα στοιχεία τα αφομοίωσε και τα συνδύασε με ένα θαυμαστό τρόπο με την δυτική μουσική και με στοιχεία του λεγόμενου ελαφρού τραγουδιού και της αθηναϊκής καντάδας, δημιουργώντας ένα καινούργιο εξαίσιο μουσικό είδος --- το οποίο σημειωτέον πριν λίγες εβδομάδες η ΟΥΝΕΣΚΟ το συμπεριέλαβε στην παγκόσμια, άυλη πολιτιστική κληρονομιά!

ΔΙΑΒΑΣΤΕ το άρθρο του Γ. Λεκάκη

Γιώργος Λεκάκης και Δημήτρης Κοντογιάννης,
πολλά-πολλά χρόνια πριν...
Συζητήσεις, σκέψεις, ανταλλαγές απόψεων και στοχασμών...

Είναι επίσης σημαντικό να αναφέρουμε ότι κάποιοι φωτισμένοι Έλληνες, από πολύ νωρίς αναγνώρισαν την αξία του ρεμπέτικου τραγουδιού και κλείνω αναφέροντας ενδεικτικά ότι:
Ο Κάρολος Κουν χρησιμοποίησε τη μουσική του τραγουδιού «Οι λαχανάδες» (Κάτω στα λεμονάδικα) του Βαγγέλη Παπάζογλου στην παράσταση του Πλούτου του Αριστοφάνη το 1936.
Αργότερα έχουμε την διασκευή που έκανε ο Νίκος Σκαλκώτας το 1943 της μουσικής από το τραγούδι «Μάγισσα της αραπιάς» του Τσιτσάνη. Ο Σκαλκώτας έγραφε ένα δικό του έργο το «Κονσέρτο για βιολί». Το έργο αυτό δεν εκδόθηκε στην εποχή του και δεν έγινε ευρύτερα γνωστό, αλλά ηχογραφήθηκε πολλά χρόνια μετά το θάνατό του…
Το τρίτο γεγονός είναι η περίφημη διάλεξη που έδωσε ο Μάνος Χατζιδάκις το 1949, υπερασπιζόμενος θερμά το ρεμπέτικο τραγούδι.
Το τέταρτο είναι μια πρωτοσέλιδη επιφυλλίδα στην εφημερίδα Τα Νέα το 1952 (*) της αυστηρής μουσικοκριτικού Σοφίας Σπανούδη, η οποία αφού ζήτησε αρχικά συγνώμη για όσα κατά καιρούς είχε σούρει στο ρεμπέτικο, έπλεξε το εγκώμιο ιδίως του Βασίλη Τσιτσάνη, τον οποίον είχε ακούσει να παίζει και να τραγουδάει σε ένα φιλικό της σπίτι, όπου ο συνθέτης είχε κληθεί να παρουσιάσει την εργασία του...
Σε κάθε περίπτωση, στα χρόνια μας το Ρεμπέτικο δεν αμφισβητείται πια από καμμιά πλευρά. Θεωρείται κορυφαίο πολιτιστικό αγαθό και ένα από τα σημαντικότερα κομμάτια του νεοελληνικού πολιτισμού... Και τα τραγούδια του Βαμβακάρη, του Τσιτσάνη, του Παπαϊωάννου, του Μητσάκη, του Χιώτη, του Καλδάρα και πολλών ακόμη άξιων δημιουργών της εποχής εκείνης εξακολουθούν να παίζονται, να τέρπουν, να διασκεδάζουν και να παρηγορούν τους περισσότερους Έλληνες.


ΠΗΓΗ: Δημ. Κοντογιάννη cd "Παραβατικά και ερωτικά ρεμπέτικα - Κυρ αστυνόμε μη βαράς".


ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ για το ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ, ΕΔΩ.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ θέματα ΜΟΥΣΙΚΗΣ-ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ, ΕΔΩ.

(*) σ.σ.: Σφάλλει εδώ ο Δ. Κοντογιάννης. Το άρθρο της Σ. Σπανούδη με τίτλο «Οι κόσμοι της λαϊκής τέχνης: ο Τσιτσάνης», δημοσιεύθηκε στα Νέα, στις 1.2.1951.

ΛΕΞΕΙΣελληνικο λαικο τραγουδι, Κοντογιαννης, ρεμπετικο, μουσικη, ποιηση, Αθηνα, Πειραιάς, Θεσσαλονικη, Ερμουπολη, Συρος, 1930, 1955, δισκογραφια, Βυζαντινη αυτοκρατορια, Καρκαβιτσας, στιχος, ηχογραφηση, Αμερικη, Μικρα Ασια, Κολουμπια, μπουζουκι, κιθαρα, μπαγλαμας, μπουζουξης, συνθετης, τραγουδιστης, Βαμβακαρης, Τετρας η Ξακουστη του Πειραιως, 1934, Δραπετσωνα, Δελιας, Παγιουμτζης, Μπατης, δημοτικο τραγουδι, ζειμπεκικος, χασαπικος, περιθωριο, φτωχεια, προσφυγια, Τσιτσανης, Καζαντζιδης, Εγγυς Ανατολη, αστυφιλια, μεταναστευση, παρακμη, μικροαστοι, υποκοσμος, φυλακη, εξαρτηση, ουσιες, ναρκωτικα, αραβια, περσια, τουρκια, ινδια, μελωδια, Μεσογειος, ελαφρο τραγουδι, αυλη πολιτιστικη κληρονομια, Κουν, λαχαναδες, λαχανας, Κατω στα λεμοναδικα, Παπαζογλου, Πλουτος, Αριστοφανης, 1936, Σκαλκωτας, 1943, Μαγισσα της αραπιας, αραπια, Κονσερτο για βιολι, Χατζιδακις, 1949, επιφυλλιδα, εφημερίδα Τα Νεα, 1951, μουσικοκριτικος, Σπανουδη, συγγνωμη, Παπαιωαννου, Μητσακης, Χιωτης, Καλδαρας, Παραβατικο, ερωτικο, Κυρ αστυνομε μη βαρας
Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ