Ξερριζωμός! «Θα πάμε στην Σμύρνη. Εκεί είν’ ασφάλεια. Οι σύμμαχοι δεν αφήνουν να μας πειράξει κανείς» - της Ιφ. Χρυσοχόου


«Θα πάμε στην Σμύρνη.
Εκεί είν’ ασφάλεια.
Οι σύμμαχοι δεν αφήνουν
να μας πειράξει κανείς»…

Της ΙΦΙΓΕΝΕΙΑΣ ΧΡΥΣΟΧΟΟΥ


Τα σταφύλια απλωμένα στο σεργί[1], κόντευαν να σταφιδιάσουν. Οι ρόγες, κάτω απ’ τον Αυγουστιάτικο ήλιο, ζεστές, μαλακιές, ολοένα ζάρωναν και ξάνθαιναν.
Το μελαχροινό κοριτσάκι με τα μαύρα μάτια και τα κατάμαυρα μαλλιά, σκαρφαλωμένο πάνω στη συκιά, διαλέγει τα γινωμένα σύκα, τα καθαρίζει βιαστικά τα δαγκάνει λίγο, και τα υπόλοιπα τα πετά. Ύστερα κατεβαίνει απ’ τη συκιά, κι’ ανάμεσα απ’ τα κλίματα και τα δέντρα τρέχει στον κούλα[2] τους.
Η μαμά κ’ οι γειτόνισσες καθισμένες κάτω απ’ την κληματαριά κάνουν φιδέ. Το ζυμάρι, στην αριστερή φούχτα στριφογυρίζει ανάμεσα στα δυο μεγάλα δάκτυλα σαν όρθιο σουβλί. Στριφογυρίζει ασταμάτητα, ενώ το δεξί χέρι κόβει κάθε τόσο την άκρη και την τινάζει πάνω στο μπρουμιτισμένο κόσκινο.
Το κοριτσάκι κοιτάει τα χέρια που ασταμάτητα δουλεύουν. Τί γρήγορα που πάνε τα χέρια της Ανανίαινας!... Και τί πολλοί φιδέδες που πέφτουν πάνω στο κόσκινο!...
Κείνη την ώρα φάνηκε ο μπεξής[3], το μούτρο του είναι άγριο κ’ η ματιά του γιομάτη θολούρα.
– Τρέχει, τίποτα, Αγγελή;
– Έσπασε το μέτωπο. Ο στρατός μας φεύγει.
Τινάχτηκαν μονομιάς οι γυναίκες.
– Χωρατεύεις, Αγγελή;
– Χωρατεύω; Τα τραίνα είναι φίσκα απ’ το στρατό μας. Η ανατολή αδειάζει.. Οι Τούρκοι, έρχονται.
– Παναγιά μου!...
– Θα μας σφάξουν.
Πάνω στην ώρα ήρθε κι’ ο μπαμπάς με τον αδερφό του το θείο Μήτσο, και τον άντρα της Ανανίαινας.
– Τί λέει, ο Αγγελής; ξεστόμισαν τα πανιασμένα χείλια.
– Αλήθεια είναι. Τί κοιτάτε έτσι; Το τσαρσί[4] έκλεισε.. Ετοιμαστείτε. Θα φύγουμε.
– Θα φύγουμε;
– Και η σταφίδα που είναι αμάζωτη;
– Κ’ εγώ που είμαι στο μήνα μου;...
– Κ’ εγώ που έχω γιαπί;
– Και μένα που η μάνα μου είναι «πιασμένη»;
– Και που θα πάμε;
– Θα πάμε στη Σμύρνη. Εκεί είν’ ασφάλεια. Οι σύμμαχοι δεν αφήνουν να μας πειράξει κανείς.
– Ά, εγώ δεν το κουνώ.
– Ούτ’ εγώ. Που θαφήσω έτσι έρημο το βιός μου;...
– Σάς είπαμε. Θα πάμε στη Σμύρνη. Μπόρα είναι και θα περάσει.
Το μαυρόμαλλο κοριτσάκι, κοιτάει τις ανταριασμένες φυσιογνωμίες. Γιατί κάνουν έτσι; Γιατί κλαίνε;... Τί καλά να φύγουν... να πάνε στη νενέ[5]... Στη Σμύρνη θα παίζει με τις ξαδέρφες της: τη Βασιλεία και την Αργυρώ...
Πριν καλοβραδυάση είχαν αδειάσει κι’ όλας οι κουλάδες. Οι σταφίδες απόμειναν απλωμένες.
Ίσαμε τη νύχτα βροχή έρχονταν τα νέα.
Η απόφαση πάρθηκε πιά. Θα φύγουνε.
Το κοριτσάκι κουρασμένο απ’ τα παιχνίδια και τις πρωτόγνωρες εντυπώσεις, έπεσε σε ύπνο ταραγμένο.
Κ’ ήρθε το όνειρο. Τρέχανε λέει, κάτι λύκοι, Θεούλη μου!... Τί άγριοι που είτανε!... Κι, όλοι τρέχανε κατά πάνου τους. Στο δρόμο τρώγανε τους Χριστιανούς. Ήρθανε και στ’ αμπέλι τους και φάγαν τον μπεξή. Πήγαν να φάνε και το μπαμπά... Ξύπνησε το κοριτσάκι τρομαγμένο. Είτανε πιά μέρα.
Να και το τελευταίο τραίνο. Ούτε κατάλαβε, πώς βρέθηκε μέσα, στριμωγμένο κοντά, στην πόρτα.
Σαν κόντευαν να φτάσουν στη Σμύρνη, είδε κάτι που δεν είχε ξαναδεί. Κόσμος, χιλιάδες κόσμος, είταν όξω στους δρόμους. Άλλοι κοιμόνταν χάμω, πάνω σε λογής - λογής στρωσίδια, κι’ άλλοι κάθονταν πάνω στους μπόγους και τα ντέγκια.
– Πώς κάθονται έτσι, ζαλίζεται το παιδικό μυαλουδάκι. Κι’ αν βρέξει; Ά, αυτοί θα πάνε στη νενέ, που έχει σπίτι όμορφο!...
Τί πολύς κόσμος που είχε κουβαληθεί στης νενές!...
Οι πρώτες μέρες πέρασαν με γνωριμίες από καινούργιες φιληνάδες για το κοριτσάκι και με την αγωνία του άγνωστου για τους μεγάλους.
Ένα απόγεμμα, απανωτά χτυπήματα τράνταξαν την ξώπορτα. Πριν να καλοανοίξουν, χύθηξαν μέσα οι Τούρκοι.
Η νενέ που ήξερε τα τούρκικα φαρσί[6] έτρεξε να τους δεχτεί με το χαμόγελο στα ξασπρισμένα απ’ τον τρόμο χείλια. Με μια σπρωξιά την ξάπλωσαν χάμω.
– Παρά, παρά...
Τρέξαν οι γυναίκες, τούς δίνουν παράδες, τούς δίνουν χρυσαφικά. Δεν τους φτάσαν αυτά. Σπάνουν μπαούλα. Ξεκοίλιασαν μπόγους. Πήραν ό,τι καλό βρήκαν. Ύστερα δώσαν μια στα τζάμια με το όπλο που σκορπίστηκαν με δαιμονισμένο κρότο, και φύγαν.
Μόλις βγήκαν όξω, έτρεξε η μαμά με τη θεία Βαγγελία να βοηθήσουν τη νενέ να σηκωθή. Εκείνη τους κοιτά με μάτι γυαλωμένο, χωρίς να μπορεί να σαλέψει.
Τη βάλαν στο κρεβάτι. Κατάλαβαν πώς της κατέβηκε κόλπος..
– Έναν γιατρό, έναν γιατρό...
Μα ποιος να βγει όξω, που οι Τούρκοι σφάζουν και σκοτώνουν;...
Ξάφνου είδαν τη φωτιά. Σα λαφιασμένος ξεχύθηκε ο κόσμος στους δρόμους.
– Στη θάλασσα, στη θάλασσα, φώναζαν όλοι.
Και τότε μονομιάς, λες κ’ έγιναν οι δρόμοι ποτάμια από ανθρώπους που τρέχαν στη θάλασσα χωρίς τίποτα να μπορεί να τους σταματήσει.
Βάζουν κι’ αυτοί τη νενέ, τα ντέγκια και τους μπόγους σ’ έναν αραμπά[7] που είχαν σύρει από κει κοντά ο αδερφός ο Κλητός κι’ ο ξάδερφος ο Λεωνίδας, και ξεκίνησαν για την παραλία.
Εκεί είχε μαζευτή κόσμος αμέτρητος φορτωμένος με μωρά, με μπόγους, έσερνε ντέγκια, αραμπάδες.
Η φωτιά όλο και δυνάμωνε. Τεράστιες φλόγες χυμούσαν ψηλά, φωτίζοντας αλλόκοτα το βραδυνό ουρανό, λες κι’ είχαν ξωτικά και φαντάσματα, που χόρευαν παράξενα με μουσική το θρήνο, τα ουρλιάσματα και τα βογγητά του κόσμου.
Κάποτε το μπουλούκι που ακολουθούσαν, λες και στόμωσε. Ούτε μπρός, ούτε πίσω. Μπρός η θάλασσα, πίσω η φωτιά. Κι’ απ’ τις δύο μεριές άλλα μπουλούκια, και πίσω απ’ αυτά, οι Τούρκοι, που δεν άφησαν να κουνηθεί κανείς. Σφηνώθηκαν εκεί ίσαμε το πρωί.
Το πρωί άρχισε μεγάλο κακό. Οι Τούρκοι μάζευαν τους άντρες. Τότε πήραν και το θείο Μήτσο (αργότερα έμαθαν πώς τον κρέμασαν).
Μες την ανεμπουμπούλα και το κακό, ξέφυγαν το κοριτσάκι με τους δικούς του, και χώθηκαν σ’ ένα δρομάκο.
Σε λίγο είδαν ένα σκοτωμένο. Είταν μισοσκεπασμένος μ’ ένα παλτό. Το κοριτσάκι πρώτη φορά βλέπει σκοτωμένο. Κοιτάει τα γυμνά ξυλιασμένα πόδια με τα κιτρινισμένα νύχια που εξείχαν απ’ το παλτό. Δεν ήξερε, καθώς το κοίταζε, πως από κείνη τη μέρα, μόλις θάβγαζε τη νύχτα τα πόδια του απ’ το σκέπασμα, αμέσως θαρχόταν στο νου ο σκοτωμένος της Σμύρνης, και τρομαγμένο θα τα ξανατραβούσε μέσα.
Στο δρόμο που πήγαιναν σμίξαν και με άλλους, και με άλλους, κι' όλοι μαζί φτάσαν στο νεκροταφείο. Μπήκαν μέσα, εκεί νοιώσαν πιο σίγουρα.
Η πρώτη δουλειά όλων τους είταν ν’ ανοίξουν μνήματα να κρύβουν μέσα τους άντρες. Να μουντζουρώσουν τα κορίτσια, να τα ντύσουν γριές.
Πάει η μαμά να ξεσκεπάσει τη νενέ βλέπει πως είταν πεθαμένη. Μάνι μάνι ετοίμασαν ένα τάφο να τη θάψουν. Βρέθηκε κ’ ένας παπάς.
– Τύχη που είχε η γριά!... Τη διάβασαν κι’ όλας!... Κάνει ένας Αρμένης που είχε κρυφτεί στον πλαϊνό τάφο. Αλλοί σ’ εμάς που θα πάμε αδιάβαστοι!...
Κάμποσες μέρες μείναν στο νεκροταφείο.
Τα μαντάτα έρχονταν απανωτά.
– Οι Τούρκοι σφάζουν, σκοτώνουν, κρεμούν...
– Η φωτιά τίποτα δεν αφήνει όρθιο...
– Οι σύμμαχοι δεν βοηθούν...
– Βαπόρια έρχονται και παίρνουν κόσμο για την Ελλάδα...
Με την ελπίδα να βρούν βαπόρι, ξεκίνησαν για την παραλία. Πήραν μαζί τους μονάχα λίγους μπόγους. Όσους μπορούσαν να σηκώσουν. Τα άλλα πράγματα τα άφησαν στο νεκροταφείο.
Μόλις κάναν να προχωρήσουν λίγο τους σταματούν οι Τούρκοι. Τους πήραν τα λεφτά και τα χρυσαφικά, και τους άφησαν να περάσουν. Σε λίγο τους φράξουν το δρόμο άλλοι Τούρκοι. Αυτοί είναι ζόρικοι. Αφού τους ξεγύμνωσαν και τους πήραν ό,τι καλό κι’ ακριβό είχαν, με χτυπήματα και κοντακιές, τους ανάγκασαν ν’ αλλάξουν δρόμο, κατά τον Άη - Κωνσταντίνο. Σαν προχώρησαν καμπόσο, σκοντάφτουν σ’ ένα άλλο μπουλούκι που έρχονταν απ’ αντίκρυ και που το σπρώχνουν στο μέρος τους άλλοι Τούρκοι. Σπρώξε απ’ εδώ, σπρώξε απ’ εκεί σφηνώθηκαν οι χριστιανοί στη μέση. Αγριεύουν οι Τούρκοι. Χτυπάνε όπου βρούνε. Σαν είδε μια γριά να χτυπάνε τη γκαστρωμένη κόρη της, αρπάει τα χέρια ενός Τούρκου. Θεριό γίνεται ο Τούρκος. Δίνει μια στη γριά και την ξαπλώνει. Αυτό λες κ’ είταν σύνθημα κι’ αρχίζουν τη σφαγή. Μες στο μακελιό, τα ξεφωνητά, την ανεμοζάλη, γλύστρησαν κάμμποσοι, κι’ ανάμεσα σ’ αυτούς το κοριτσάκι με τους δικούς του.
Τρέχοντας σαν τρελλοί φτάσαν στην παραλία. Εκεί ο κόσμος σπρώχνει για την αποβάθρα, να πάει στα αραγμένα βαπόρια. Απ’ την εξάντληση και το συνωστισμό, κάθε τόσο κι’ αφήνουν όλοι από κανένα μπόγο. Όλα τα πολύτιμα και τ’ ακριβά της Μικράς ’Ασίας είταν σκορπισμένα στην παραλία της Σμύρνης. Για τίποτα δε νοιάζονταν. Ο σκοπός είταν μονάχα να φτάσουν στο καράβι. Ώρες πολλές περνούν για να κάνουν ένα βήμα.
– Παναγιά μου, βοήθησε να σωθούμε, και ζητιάνοι ας γυρίζουμε σ’ όλη μας τη ζωή.
– Χριστέ μου, δώσε να φτάσουμε στην Ελλάδα, κι’ όρκο δίνω, σε μοναστήρι να κλειστώ.
– Άη Λεφτέρη μου, λεφτέρωσέ μας και τάμα κάνω ξυπόλυτη νάρχομαι στην εκκλησία σου ν’ ανάβω το καντήλι.
Ακόμα λίγο και κοντεύουν. Στα πλάγια η θάλασσα λερωμένη, και τα πτώματα φουσκωμένα, ίδια τούμπανα, χτυπιούνται τόνα πάνω στ’ άλλο.
Με το τελευταίο σπρώξιμο βρέθηκαν πιά στο καράβι, ξεσκισμένοι, ξεμαλλιασμένοι, χωρίς ούτε ένα μπουγαλάκι, με τους διδούς τους τούς πιο πολλούς χαμένους.
Και σαν ξεκίνησε το καράβι, και σιγουρεύτηκε η ψυχή και το μυαλό ξελαγάρισε, τότε απ’ τ’ ανθρώπινα ρημάδια που ξερριζώνονταν απ’ τον τόπο τους, ένα ουρλιαχτό άρχισε να ξεσκίζει τα λαρύγγια, ουρλιαχτό για τους άντρες που μείναν πίσω, και που ίσως δε θα ξανάβλεπαν πιά.

ΠΗΓΗ: ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, 1957.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] Αλώνι που απλώνουν τα σταφύλια.
[2]Αγροικία.
[3] Αγροφύλακας.
[4] Αγορά.
[5] Γιαγιά.
[6] Άπταιστα.
[7] Κάρρο.


ΛΕΞΕΙΣ: ξερριζωμος, ξεριζωμος, Μικρα Ασια, 1922, Σμυρνη, Χρυσοχοου
Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ