ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΚΑΙ ΜΟΙΡΑΙΑ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΜΕΛΑ - του Γ. Μόδη


ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΚΑΙ ΜΟΙΡΑΙΑ ΠΟΡΕΙΑ
ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΜΕΛΑ

Του Γεωργίου Μόδη (*) 


12 Οκτωβρίου 1904 ξεκίνησε ο Παύλος Μελάς με τους 35 άντρες του από την Μπελκαμενή (Δροσοπηγή) ψηλά στο Βίτσι για το Ζέλοβο (Ανταρτικό), να συνάντηση τον οπλαρχηγό Θύμιον Καούδη.
Είχε ήδη καταρτίσει Επιτροπές και διώρισε οδηγούς και αγγελιοφόρους σε κάμποσα χωριά της Φλώρινας.
Έκλαψε όμως 24 ώρες, όπως έγραψε στην σύζυγό του, και 72 ώρες δεν μίλησε στον Φλωρινιώτη οπλαρχηγό Λάκη Πίρζα, δεξί του τότε χέρι, γιατί είχε ξεκάμει ένα Βούλγαρο δάσκαλο και ένα Βούλγαρο παπά, που είχαν στείλει στον άλλο κόσμο δυο εφημερίους από το ίδιο χωριό και άλλους χωρικούς από άλλα χωριά. Ένοιωθε συντριβή, φρίκη, αποτροπιασμό για κάθε έγκλημα –και ήταν το μοναδικό- που έκαμαν άντρες και υπαρχηγοί του, έστω και χωρίς την έγκρισή του, ή απλώς το μελετούσαν!...
Έχασε στο μεταξύ και ένα εξαιρετικόν οπαδό και πρώτο νεκρό τακτικόν αντάρτη, τον Φίλιππο Καπετανόπουλο, φαρμακοποιό στο Μοναστήρι, γεννημένο στην Κατρανίτσα (Πύργον Εορδαίας) της Πτολεμαΐδας.
Ήταν ένας «ενθουσιώδης και κάλλιστος νέος» όπως έγραψε ο Μελάς. Ανήκε στην διοίκηση της παλιάς Άμυνας και της νέας και πολύ σοβαρώτερης «Εσωτερικής Οργάνωσης Μοναστηρίου». Και όταν δολοφονήθηκε στο γραφείο του από βουλγαρική σφαίρα που αποστρακίσθηκε (4 Σεπτεμβρίου), ο φίλος και συνεργάτης του Θεόδωρος Μόδης παράτησε ευθύς φαρμακείο, πλούτο, καλοπέραση και έφυγε στην Μπελκαμενή, να καταταχθή αντάρτης. Είχαν πάει στην Νερέτη (Πολυπόταμο), όπου είχε κατακρεουργηθή από κομιτατζήδες ο εφημέριος Παπακωνσταντίνος – είχε την ίδια τύχη και δεύτερος εφημέριος, ο Παπαγιάννης, αργότερα. Ο Παπακωνσταντίνος είχε πάνω του και 80 λίρες του χωριού να τις δώση στον Τούρκον ενοικιαστή της δεκάτης, που έκαμαν φτερά... Από τα σπίτια δυο πρακτόρων του Κομιτάτου τούς ρίχθηκαν πολλές τουφεκιές. Ο Μελάς δεν άφησε να τους βάλουν φωτιά, γιατί ακούσθηκαν από μέσα κλάματα γυναικοπαίδων...
Το πρωί, όταν έφευγαν και ανέβαιναν απότομο ανήφορο, τους πρόλαβε στρατιωτικόν απόσπασμα, που τους άρχισε στις ομοβροντίες. Τραυματίσθηκε πολύ άσχημα ο Καπετανόπουλος. Επιχείρησαν Μελάς και Λαμπρινός να τον σηκώσουν. Μα στάθηκε αδύνατο. Τον άφησαν σε μερικά χαμόκλαδα, για να τον πάρουν την νύχτα. Σε λίγη ώρα όμως ξεψύχησε... Ο Μελάς τον σκέπασε με την δική του κάπα και έμεινε με μια ψιλή καπαρντίνα πάνω σε μεγάλα βρεγμένα και χιονισμένα βουνά...
Ο Θύμιος Καούδης, που πήγαιναν να συναντήσουν, ένας ξανθός και φρόνιμος όσον και γενναίος Σφακιανός, είχεν έλθει με άλλους χωριανούς του τον Μάϊον 1903 να ενισχύσουν τον καπετάν Βαγγέλη από το Στρέμπενο (Ασπρώγεια), που είχεν κηρύξει απροκάλυπτο τον πόλεμο στο Κομιτάτο. Στις 20 Ιουλίου, στο περιβόητο Ήλιντεν, κομιτατζήδες και πολλοί ένοπλοι χωρικοί –μερικοί με τσεκούρια και ρόπαλα- μπήκαν στην Κλεισούρα.
Ο Βαγγέλης αντιστάθηκε πολλές ώρες. Ο τουρκικός όμως λόχος, που είχεν εκεί την έδρα του, το ’βαλε στα πόδια προς την Πτολεμαΐδα (Καϊλάρια). Αναγκάσθηκε και ο Βαγγέλης να υποχωρήση. Έγινε όμως αιτία να σωθή ένας πασάς που πήγαινε ξέγνοιαστος, με ένα αμάξι και τον υπασπιστή του, από τον σιδηροδρομικό σταθμό τού Αμυνταίου στην Νεάπολη (Λάψιστα), έδρα μεραρχίας.
Την νύχτα ο Σεϊμένης, ένας από τους εννέα μεγαλωμένους στην Κρήτη με αγώνες κατά των Τούρκων, αφήνει τους συντρόφους του και πηγαίνει στην Κλεισούρα, στους κομιτατζήδες. Ο Απάνσιος Τσακαλάρωφ πρόσταξε και τον θανάτωσαν...
Με την αυγή ανέβηκαν το απέραντο δάσος της Δροσοπηγής από οξυές και πήραν έπειτα την κορυφογραμμή του Βίτσι. Βάδιζαν πλάι της. Δρόμος δεν υπήρχε. Σε μερικά μέρη υπήρχαν δυσδιάκριτα σημάδια κατσικόδρομου, που τον είχαν εξαφανίσει τα χιόνια και οι βροχές. Οι 35 άντρες, ο ένας πίσω από τον άλλον, πατούσαν βράχους, χαράδρες, λακκούβες γεμάτες νερό και συχνά και χιόνια.
Και έβρεχε με το τουλούμι δέκα μέρες συνέχεια. Ένα διάστημα και χιόνιζε. Όλο το έδαφος ήταν βρεγμένο και γλιστερό. Οι κάπες βάραιναν από την βροχή πολλές οκάδες. Τα πόδια όλων μουσκεμένα.
Ο Μελάς σερνόταν με πολλή δυσκολία. Τα φουντοφόρα τσαρούχια είχαν πληγώσει άσχημα τα πόδια του. Δεν τα έβγαζε ούτε την νύχτα, γιατί δεν μπορούσε να τα ξαναφορέση!..
Με τα πρησμένα και πονεμένα πόδια του λογάριαζε να πάη στο Μεγάροβο και Τύρναβο, δυο κωμοπόλεις μια και μισή ώρα από το Μοναστήρι! Έπρεπε δηλαδή να διάσχιση την ατέλειωτη κορυφογραμμή του Περιστέρι, ψηλότερη και αγριώτερη από εκείνη του Βίτσι! Εννοούσε να υπερπηδήση όλα τα εμπόδια και να προσπεράση όλες τις αδυναμίες του με το αδάμαστο θάρρος και την αλύγιστη θέλησή του. Κάπου το μεσημέρι κάθησε σ’ ένα βράχο να ξαποστάση. Έτρεξε κοντά του ο Πίρζας.
—Τα άτιμα τα τσαρούχια! του είπε με έναν αναστεναγμό.
—Μα σου έχω ειπή τόσες φορές να φορέσης μπόττες. Αυτά τα τσαρούχια δεν είναι για όλα τα πόδια.
—Αντάρτης και κλέφτης με μπόττες γίνεται, μωρέ Νίκο;!
—Γιατί όχι; Οι Κρητικοί έχουν μπόττες. Οι μεγάλοι αρχικομιτατζήδες φορούν μπόττες και χακί στολές. Έτσι έπρεπε να ντυθής και συ. Και ο μανδύας και η φουστανέλλα δεν είναι για ανθρώπους της πολιτείας.
—Να μοιάζω με τους κομιτατζήδες;!
Συγκεντρώθηκαν γύρω οι άντρες και έτρωγαν το ψωμοτύρι τους. Μερικών το ψωμί τους είχε βραχή και γίνει αποκρουστικός πολτός. Ο Μελάς έφαγε ένα παξιμαδάκι. Τον πλησίασε ο Γιώργης Βολάνης, νεαρός από τους Λάκκους της Κρήτης με αγγελική μορφή, που αποδείχθηκε αργότερα φοβερός και τρομερός, και είπε:
—Να φορέσης, αρχηγέ, κρητικά στιβάνια. Είναι μαλακά, δεν πληγώνουν τα πόδια. Σου δίνω τα δικά μου.
—Και συ τί θα φοράς, μωρέ Γιώργη;
—Εγώ; Θα τα οικονομήσω. Φορώ και γουρουνοτσάρουχα.
—Δεν γίνεται, Γιώργη μου.
Ο Βολάνης αιχμαλωτίσθηκε την άλλη μέρα στην Στάτιτσα, εδραπέτευσε από τις φυλακές Μοναστηρίου και την άνοιξη 1906 ήλθε με δικό του σώμα στο Μορίχοβο, όπου επέδειξε παλικαριά καταπληκτική και σκληρότητα αρκετή.
—Εγώ μια φορά, είπεν ο Πίρζας, θα παραγγείλω από το Ζέλοβο στο Μοναστήρι ένα ζευγάρι μπόττες, από κείνες που ετοιμάζουν για τους Τούρκους αξιωματικούς. Όλοι οι τσαγκάρηδες είναι δικοί μας. Θα παραγγείλω και μια χακί στολή και δεν ρωτώ κανένα.
—Όλα αυτά για μένα,, Νίκο;
—Για σένα. Για ποιόν άλλον;!
—Και δεν με ρωτάς αν τα θέλω;
—Δεν θα σε ρωτάμε πιά.
—Εγώ λέγω, είπεν ο Χρήστος Μαλέτσκος ή Παναγιωτίδης, ψυχογιός του καπετάν Βαγγέλη, που αιχμαλωτίσθηκε την άλλη μέρα και το ’σκασε από τις φυλακές Μοναστηρίου τον Φεβρουάριο 1908. Εγώ λέγω να φορέσης αυτά τα τσαρούχια που φορούν στα χωριά μας. Δεν είναι γουρουνοτσάρουχα, είναι χοντρότερα, σκεπάζουν κάπως τα πόδια και δεν τα πληγώνουν. Τα φορούν οι Τούρκοι στρατιώτες και οι κομιτατζήδες.
—Τούρκον και κομιτατζή, μωρέ, θα με κάνετε; Διαμαρτυρήθηκε ο Μελάς.
—Καλύτερα τα ποδήματα, οι μπόττες, είπε ο Πίρζας.
Κείνη την στιγμή πρόβαλε ένας χωριάτης, που πήγαινε καβάλλα. Τρέχει αμέσως ο Πίρζας και του λέη στα βουλγαρομακεδονικά να κατέβη, για ν’ αναβή ο αρχηγός στο άλογο, που είναι άρρωστος.
Και πετάχθηκε πρόθυμος απ’ το άλογό του.
Καβαλλίκεψε ο Μελάς και πήγαινε μπροστά, τυλιγμένος στην καινούργια μεγάλη κάπα του, που την είχε αγοράσει στην Μπελκαμενή. Τα πόδια όμως τα έδερνε η βροχή.
—Γι’ αυτό χρειάζονται οι μπόττες, παρατήρησε ο Πίρζας.
Ακολουθούσαν πίσω όλοι οι άλλοι τυλιγμένοι στις κάπες. Τον χωρικόν έβαλαν στην μέση Πίρζας και Μαλέτσκος, για να μην καταλάβη ότι είχε να κάνη με Ελληνοαντάρτες.
—Από που είσαι; τον ρώτησε ο Πίρζας.
—Από την Στάτιτσα.
—Και εκεί πήγαινες;
—Πάω σπίτι. Είμαι μυλωνάς.
—Λίγο κλέφτης, παρατήρησε ο Μαλέτσκος.
—Όχι, βρέ αδελφέ. Άδικα μάς κατηγορούν. Έχουμε φτώχεια.
—Δεν έχετε δουλειές; Έχετε κεσάτια και οι μυλωνάδες;
—Έχουμε φτώχεια.
—Δεν αλέθει ο κόσμος; Δεν τρώει ψωμί;
—Αλέθει. Μα όχι πολύ. Ίσως έγιναν πολλοί μύλοι. Το κακό είναι άλλο, οι Τούρκοι. Πότε θα γκρεμοτσακισθούν τα σκυλιά; Μπορείτε να μού πήτε;
—Θα ξεκουμπισθούν. Θα ’ρθη η μέρα.
—Πολλά μάς έχουν ειπή. Και δεν βλέπομε τίποτε. Και οι Τούρκοι σκύλιασαν. Τώρα, λέγουν, φάνηκαν και οι Έλληνες αντάρτες.
—Μπά. Που τους βαστάει;!
—Όχι. Φάνηκαν σίγουρα. Μου το είπαν στην Φλώρινα. Έγιναν και συμπλοκές μαζί τους. Ακούσθηκαν οι τουφεκιές.
—Θα είναι για λίγες μέρες. Με το πρώτο χιόνι θα φύγουν στην Αθήνα.
—Μακάρι. Και σείς πού πηγαίνετε; Αν επιτρέπεται.
—Προς τα πέρα, είπε ο Πίρζας.
—Πάμε κατά το Ζέλοβο, είπε ο Χρήστος.
—Στο Ζέλοβο;! Είναι Γραικομάνοι.
—Πάμε να τους δώσουμε ένα μάθημα.
Πήγαιναν και κουβέντιαζαν κάτω απ’ την ατέλειωτη βροχή. Κάποια στιγμή όμως ο χωρικός κατάλαβε απ’ τις κουβέντες των άλλων ότι Έλληνες ήταν οι συνοδοιπόροι του. Και ζήτησε αμέσως να πάρη το άλογο.
—Βρέ παλιόσκυλο! του είπε θυμωμένος ο Πίρζας. Όσο μάς έπαιρνες για κομιτατζήδες δεν έλεγες τίποτε. Άμα κατάλαβες ότι είμαστε Γραικοί ζήτησες το άλογο.
—Όχι. Μα τον Θεό... Είναι μονάχη στον μύλο η γυναίκα μου.
—Με το καλό Νίκο. Με το καλό, του φώναξε ο Μελάς.
—Με το καλό τέτοιον άτιμο;! Όσο μάς έπαιρνε για κομιτατζήδες δεν μιλούσε. Ευθύς που κατάλαβε ότι είμαστε Έλληνες ζήτησε το άλογο.
—Δικαίωμά του, είπε ο Μελάς και κατέβηκε απ’ το άλογο.
—Μά... Μά... Μή κατεβαίνεις. Δεν θα το φάμε το άλογο.
Ρίχθηκαν τότε πολλοί με σηκωμένα τα ραβδιά στον χωρικό. Όχι. Όχι. Μή τον πειράζετε, επρόσταξε ο Μελάς.
Ο χωρικός έτρεμε απ’ τον φόβο του. Και έλεγε ας ξανανεβή στο άλογο ο αρχηγός. Τέτοιος άνθρωπος!... Τον είχε εντυπωσιάσει και η ευγενική μορφή του Μελά. Και δεν είμαι όπως νομίζετε. Ήμουν στενός φίλος του Κώτσα. Αυτός ήταν για μας τους χωριάτες. Δεν θα γεννήση άλλον Κώτσα άλλη μάννα.
—Μωρέ που έχετε πίστη εσείς, είπε ο Πίρζας.
—Μά τον Θεό. Μά τον Χριστό. Και είπε στον αρχηγό να ξανανεβή στο άλογο. Εγώ δεν το καβαλλικεύω. Πλησίασε και ο ίδιος στον Μελά και είπε: Άλογο ντικό σου. Να το παίρνης. Ο Μελάς άρχισε να βαδίζη. Και ένοιωθε τώρα μεγαλύτερους πόνους γιατί δεν είχεν περπατήσει πολλήν ώρα. Ο χωρικός ακολουθούσε πεζός. Έσερνε το άλογο με το σχοινί. Ο Πίρζας τον ρώτησε:
—Έρχεται στο χωριό ο Μητρο - Βλάχος;
—Αραιά... Πολύ αραιά. Αυτός ο Αρβανιτόβλαχος είναι σκυλί μοναχό. Δεν λογαριάζει τη ζωή ενός ανθρώπου περισσότερο από μια μύγα. Γι’ αυτό τούς φοβόμαστε.
—Και ο Τσακαλάρωφ; Έρχεται στο χωριό; Ακούεται; ρώτησε ο Μαλέτσκος.
—Δεν ακούεται καθόλου. Δεν θα είναι εδώ.
—Ά! Έφυγε ο Τσακαλάρωφ στην Βουλγαρία μαζί με τον Κλιάσεφ, αφού πέρασαν από την Ελλάδα, είπεν ο Πίρζας ελληνικά.
—Έτσι το ακούσαμε και εμείς, είπε στη διάλεκτό του ο χωρικός που τα κατάλαβε.
Ακούσθηκαν όμως πολλές και ζωηρές διαμαρτυρίες.
—Πώς;! Πώς;! φώναξαν πολλοί. Έφυγε ο Τσακαλάρωφ στην Βουλγαρία μέσω Ελλάδος; Και τί έκαμνε η Ελληνική Κυβέρνηση; Τυφλώθηκε;
—Ού να χαθούν... Είναι για τα πανηγύρια, φώναζαν άλλοι.
Και ο Γρηγόρης ο Βαγενάς απ’ τα παλικάρια του καπετάν Βαγγέλη είπε:
—Έδωσαν και δίνουν τα όπλα στους κομιτατζήδες για να μάς σκοτώνουν. Τους δίνουν και πλάτες για να φεύγουν στην Βουλγαρία! Και σε ποιόν; Στον Τσακαλάρωφ, τον χειρότερο.
Απ’ την Ελλάδα είχε προμηθευθή τα περισσότερα όπλα το Κομιτάτο.
—Έπρεπε, νομίζω να αρχίζαμε τον Αγώνα απ’ την Αθήνα, είπε ο Χρήστος ο Μαλέτσκος.
Ο Μελάς τούς άκουε και χαμογελώντας είπε:
—Έννοια σας παιδιά... Τα πράγματα τώρα έσιαξαν. Διορθώθηκαν.
Βράδιαζε πια. Βρέθηκαν στη ράχη πάνω απ’ την Στάτιτσα που φαινόταν. Ο χωρικός επρόσφερε πάλι το άλογο στον Μελά.
Εκείνος τον είπε: Ευχαριστώ. Ευχαριστώ πολύ. Πήγαινε με το άλογό σου. Και τού έσφιξε το χέρι. Ίσως και του έδωσε κανένα μετζίτη ή ένα «τέταρτο» (του μιτζοετού) μια χρυσή δραχμή.
Ο χωρικός καβαλλίκεψε το άλογο έκαμε με το χέρι ένα χαιρετισμό και τράβηξε για το σπίτι του.
—Πάμε και εμείς, είπε ύστερα από λίγο δισταγμό ο Μελάς.
—Πού; Στη Στάτιστα; ρώτησε ο Πίρζας.
Είχε ρωτήσει τον Δήμο, ένα παιδί απ’ την Στάτιτσα τί άνθρωπος ήταν ο μυλωνάς. Απάντησε:
—Δεν είναι κακός. Μα ξέρει κανείς;! Καλύτερα να μην πάμε στο χωριό μου απόψε. Δεν το έχομε προετοιμάσει.
—Είναι κουρασμένα και μουσκεμμένα τα παιδιά. Πρέπει να περάσουμε τη νύχτα κάτω από στέγη.
—Μα θα πηγαίναμε σε μια απ’ τες πολλές Ζελοβίτικες καλύβες. Είναι μια, μιάμιση ώρα μακριά.
—Να ψάχνουμε για καλύβες σε βουνά και δάση στο σκοτάδι με αυτή την κατακλυσμιαία βροχή;! Το πρωί θα φύγουμε απ’ την Στάτιτσα.
Αν είχε μείνει καβάλλα στο άλογο ίσως θα προχωρούσε για τις Ζελοβίτικες Καλύβες. Έμειναν και την ημέρα στο χωριό. Και ήρθε το μοιραίο, το παράξενο. Από τόσους άντρες μονάχα ο Μελάς σκοτώθηκε. Αιχμαλωτίσθηκαν ο Γ. Βολάνης, ο Χρήστος Μαλέτσκος και άλλοι τέσσαρες (4), αφού πολέμησαν και όλη τη νύχτα απ’ το σπίτι που είχαν κυκλωθή.
Απ’ τις Αθηναϊκές εφημερίδες έμαθαν οι Τούρκοι τον θάνατο του Μελά, και το μέρος της πρόχειρης ταφής του. Έτσι βρήκαν και το ακέφαλο πτώμα του. Το κεφάλι είχε ταφή στην Αγία Παρασκευή του Πισοδερίου.
Ο Μελάς είχε αναλάβει τον σκληρόν αυτόν Αγώνα σε άγρια βουνά με αγριανθρώπους, γιατί πίστευε ότι είχε υποχρέωση να το κάμη. Δεν ήταν παρασκευασμένος σωματικά, ακόμα λιγότερο ψυχικά. Είχεν όμως θέληση μεγάλη και αδάμαστη. Λογάριαζε να φέρη σε καλό τέλος τον Αγώνα με «ολίγην γενναιότηττα και πολλήν καλωσύνην και φιλανθρωπία». Και δεν είναι καθόλου αβέβαιο ότι δεν θα ήταν αποδοτικώτερη η τακτική αυτή από τους σκοτωμούς, τις σφαγές, τους εμπρησμούς.
Υπήρξε αναμφιβόλως ιδανικός ήρωας, ευγενέστατος άνθρωπος και λαμπρός Χριστιανός.

ΠΗΓΗ: Γ. Μόδης "Ο δραπέτης". ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 15.11.2019.



ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ για την ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, ΕΔΩ.

(*) Ο Γεώργιος Μόδης (14 Μαΐου 1887 – 18 Ιουνίου 1975) ήταν πολιτικός και ένας από τους κυριότερους συγγραφείς του Μακεδονικού Αγώνα, στον οποίο έλαβε μέρος μόλις αποφοίτησε το 1906 από το Γυμνάσιο του Μοναστηριού Πελαγονίας, ως μέλος του ανταρτικού σώματος του Γεωργίου Βολάνη.
Στα βιβλία του, μια συναρπαστική σύζευξη εντέχνου λόγου και ιστορικής αλήθειας, ξαναζωντανεύει η μαρτυρία ενός από τους κρισιμώτερους της φυλής μας Εθνικούς Αγώνες. Ο ίδιος, έχει προσφέρει και την δική του αγωνιστική παρουσία, από τον καιρό που έφηβος, πολεμούσε στα μακεδονικά βουνά με το τουφέκι.
    Η συγκεκριμένη σειρά, αποτελείται από 20 βιβλία, τα οποία μας τα έδωσε η Σχολή Ευελπίδων τον Ιούλιο του 1973, όταν αποφοιτήσαμε. Τα διάβασα όλα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, και από τότε μπορώ να πω ότι κατάλαβα τι ήταν ο Μακεδονικός Αγώνας, αφού στο σχολείο αυτό το κεφάλαιο έλαμπε με την απουσία του!

Α. Μελεζιάδης

ΛΕΞΕΙΣ: 12 Οκτωβριου 1904, Μελας, Μπελκαμενη, Δροσοπηγη, Βιτσι, Ζελοβο, Ανταρτικο, οπλαρχηγος, Καουδης, Φλωρινας, Φλωρινα, Πιρζας, Βουλγαροι, δασκαλος, παπας, εφημεριος, ανταρτης, Καπετανοπουλος, φαρμακοποιος, Μοναστηρι, Κατρανιτσα, Πυργος Εορδαιας, Εορδαια, Πτολεμαιδα, Στατιτσα, Ζελοβιτικες Καλυβες, Βολανης, Μαλετσκος, Τουρκοι, ακεφαλο πτωμα, Αγια Παρασκευη, Πισοδερι, Πισωδερι, Ζελοβο
Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ