ΣΑΛΠΙΣΜΑ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΡΙΟΝ - Η Ελλάς προς τα τέκνα της - του Αδ. Κοραή


ΣΑΛΠΙΣΜΑ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΡΙΟΝ
Η Ελλάς προς τα τέκνα της

Του Αδαμάντιου Κοραή


Αδελφοί, φίλοι και συμπατριώται,
απόγονοι των Ελλήνων και γενναίοι της ελευθερίας του ελληνικού γένους,
υπέρμαχοι, οι κατά την Αίγυπτον ευρισκόμενοι Γραικοί και όσοι άλλοι εις την Ελλάδα ή και αλλαχού διατρίβετε, προσμένοντες τον αρμόδιον καιρόν της κοινής του γένους ελευθερίας, αξιωματικοί τε και στρατιώται πάσης τάξεως και παντός βαθμού, χαίρετε, επειδή η χαρά σας είναι κοινή χαρά όλων των Γραικών υγιαίνετε, επειδή η υγεία σας είναι κοινή σωτηρίαν της Ελλάδος.

Όσα, φίλοι και αδελφοί, αναγνώσετε εις την παρούσαν εγκύκλιον επιστολήν, μη τα νομίσετε ίδικάς μου, αλλ’ ελεεινολογίας και παράπονα της Ελλάδος, της οποίας την εικόνα βλέπετε, διότι άλλα δεν γράφω πλην όσα ήθελε σας είπειν η κοινή μήτηρ ημών και πατρίς, η δυστυχής Ελλάς, αν ελάμβανε φωνήν και γλώσσαν. Φαντάσθητε λοιπόν, ότι έχετε προ οφθαλμών την μητέρα μας την παλαιάν εκείνην και περίφημον εις όλα τα έθνη και εις όλους τούς αιώνας Ελλάδα, η οποία με μαύρα και εξεσχισμένα φορέματα, εις όλα τα μέλη του σώματος πληγωμένη από τούς βαρβάρους τυράννους, με λυτούς της κεφαλής τούς πλοκάμους, ανυπόδητος και σχεδόν γυμνή, οδυρομένη και κλαίουσα την αθλίαν κατάστασιν εις την οποίαν την έρριψεν η θηριότης των Τούρκων, τρέχει προς ημάς τα τέκνα της, μας δείχνει τα κατεσχισμένα της φορεματα, μίαν προς μίαν μας ανακαλύπτει τας πληγάς της, μας βάφει με τα αίματά της, μας βρέχει με τα δάκρυά της, εναγκαλίζεται και ασπάζεται έκαστον από ημάς κατ’ ιδίαν, και ζητεί από όλους κοινώς εκδίκησιν με τούτα τα λόγια:

«Τέκνα μου αγαπητά, όσοι ονομάζεσθε Γραικοί, εις κανένα αιώνα, εις κανένα τού κόσμου τόπον, απ’ εμέ την μητέρα σας ούτε πλέον ευτυχής, ούτε πλέον λαμπρά άλλη καμμία δεν έφάνη. Τά πρώτα μου τέκνα, οι πρόγονοίσας, ήσαν οι πλέον φωτισμένοι, οι πλέον ανδρείοι άνθρωποι της Οικουμένης. Της ελευθερίας το γλυκύτατον όνομα απ΄εκείνους ευρέθη, εις εκείνους πρώτους ηκούσθη, απ’εκείνων τα στόματα πρώτον εξηφωνήθη. Αυτοί πρώτοι εύρηκαν και αύξησαν τας τέχνας και τας επιστήμας, ως μέχρι του νυν το μαρτυρούν και τα βιβλία, όσα εγράφησαν απ’αυτούς, και των χειρών αυτών τα δημιουργήματα, έργα θαυμαστά της αρχιτεκτονικής και ανδριαντοποιητικής τέχνης. Εις εμέ την Ελλάδα πρώτην εγεννήθησαν ποιηταί, ρήτορες, φιλόσοφοι, τεχνίται, στρατηγοί, παντός είδους και πάσης τάξεως άνθρωποι, τόσον μεγάλοι, τόσον παράδοξοι, ώστε όσα λέγοντα περί αυτών, ήθελαν αναμφιβόλως νομισθήν μύθοι, αν δεν είχαμεν την απόδειξιν από τα λείψανα της μεγαλουργίας των. Αυτοί, ολίγοι τον αριθμόν, και νόμους ευρήκασι, και πολιτείας συνέστησαν, και την ελευθερίαν των με μεγαλοψυχίαν απίστευτον υπεράσπισαν εναντίον εις κραταιούς και μεγάλους βασιλείς, εις έθνη και απ' αυτήν της θαλάσσης την άμμον πολυαριθμότερα. Αυτοί με στρατιώτας πολλά ολίγους, αλλά γέμοντας από τον άγιον τής ελευθερίας ενθουσιασμόν, αντεστάθησαν εις τα αναρίθμητα της Περσίας στρατεύματα, η οποία τότε ήτον η πλατυτέρα, η κραταιοτέρα και η φοβερωτέρα βασιλεία της οικουμένης. και εις ολίγου καιρού διάστημα, διά ξηράς και διά θαλάσσης και τους βαρβάρους κατατρόπωσαν, και τον υπερήφανον δεσπότην των βαρβάρων εις μικρόν πλοιάριον να φύγη με μεγάλην του καταισχύνην ηνάγκασαν, διά να μη ζωγρηθή από τους προγόνους σας, τους οποίους πρότερον τόσον ουτιδανούς ενόμιζεν, ώστε με μόνην του την παρουσίαν ήλπιζε να τούς ροφήση χωρίς πόλεμον, καθώς ο λέων καταπίνει το ασθενές και ανίσχυρον αρνίον.

»Αλλά, τέλος πάντων, οι πρόγονοί σας, ω τέκνα μου αγαπητά, όντες άνθρωποι, έπταισαν και αυτοί ως άνθρωποι. Μη συλλογισθέντες ότι τα παράδοξα και σχεδόν απίστευτα ανδραγαθήματα, όσα εκατώρθωσαν, ήσαν αποτέλεσμα της κοινής πάντων των Ελλήνων ομονοίας, ήρχισαν να ζηλοτυπώσι και να φθονώσιν αλλήλους, να κατατρέχωσιν ο εις τον άλλον, να σπείρωσι κατά πάσαν πόλιν και χώραν της διχονοίας τα ζιζάνια. Και τι συνέβη εκ τούτου; Ω τέκνα μου, τέκνα μου, αφήσατέ με προς ολίγον να σφογγίσω τα δάκρυά μου, διά να σάς διηγηθώ τα φαρμακερά της διχονοίας αποτελέσματα.

»Αλλ’ έπταισαν τέλος πάντων και οι Ρωμαίοι, πταίσμα τόσον βαρύτερον του ελληνικού πταίσματος, όσον επρεπε νά είναι προσεκτικώτεροι, έχοντες προ οφθαλμών της ελληνικής δυστυχίας το παράδειγμα. Εδιχονόησαν και αυτοί, μη συλλογισθέντες όσα κακά είχε προξενήσειν εις τούς Έλληνας η διχόνοια και χάσαντες την αυτονομίαν, έγιναν σύνδουλοι των Ελλήνων, και εκυβερνώντο εντάμα από την αυτοδέσποτον θέλησιν των Καισάρων της Ρώμης. Ο ζυγός ούτος ήτο βέβαια αισχρότερος εις τούς Έλληνας, αλλ’ είχε μ’ όλον τούτο κάποιαν παρηγορίαν. διότι και τα φώτα της Ελλάδος δεν είχαν ακόμη παντάπασιν αποσβεσθήν, και εσώζετο και εις αυτούς ακόμη τους δεσπότας κάποια αιδώς, ήτις τους ηνάγκαζε να μετριάζωσι τον ζυγόν. Αλλ’ οι δεσπόται της Ρώμης επολλαπλασιάζοντο καθ’ ημέραν, όχι πλέον εκλεγόμενοι από τήν θέλησιν των πολιτών, ή διαδεχόμενοι την ηγεμονίαν παις παρά πατρός, αλλ’ αναγορευόμενοι από την θορυβώδη των στρατευμάτων επανάστασιν. Αυτοί μετακομίσαντες έπειτα τον αυτοκρατορικόν θρόνον εις το Βυζάντιον, έδωκαν και εις εσάς, ω τέκνα μου, τους Γραικούς, των παλαιών Ελλήνων τους απογόνους, το όνομα των Ρωμαίων, όνομα το οποίον ούτε εις αυτούς πλέον δεν ήρμοζεν, επειδή τα στρατεύματα, αντί γνησίων Ρωμαίων ύψωναν πολλάκις εις τον αυτοκρατορικόν θρόνον Θράκας, Βουλγάρους, Ιλλυριούς, Τριβαλλούς, Αρμενίους και άλλους τοιούτους, τρισβαρβάρους δεσπότας. των οποίων ο ζυγός έγινε τόσον βαρύτερος, όσον και τα φώτα της Ελλάδος ηφανίζοντο εν μετά το άλλο, και οι ταλαίπωροι Έλληνες έχασαν έως και το προγονικόν αυτών όνομα, αντί Γραικών ονομασθέντες Ρωμαίοι. Μ’ όλον τούτο ο τόσον βαρύς ούτος ζυγός ήτον ακόμη υποφερτός, διότι οι βαστάζοντες αυτόν άθλιοι Γραικοί είχαν καν την άδειαν νά θρηνώσι τας συμφοράς των, ήτον εις αυτούς συγχωρημένον να πλησιάζωσι καν τους τυράννους των, και να ζητώσιν εκδίκησιν παρ’ αυτών δι’ όσα έπασχαν από των τυράννων τους υπηρέτας. Ήσαν βέβαια σκληροί του καιρού εκείνου οι τύραννοι, αλλ’όντες ομόθρησκοι και ομόγλωσσοι των Γραικών, υπεκρίνοντο κάποιαν συνείδησιν κάποιον θεού φόβον. Και αν η καρδία των έγεμεν από φαρμάκιον, εις τα χείλη ηναγκάζοντο να κρατώσι το μέλι. Διά ταύτας λοιπόν τας αιτίας, τέκνα μου ηγαπημένα, ονομάζω και τον ζυγόν των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων υποφερτόν, παραβαλλόμενον με την σημερινήν παναθλίαν κατάστασιν των Γραικών την οποίαν να περιγράψω ούτε φωνή πλέον μ’ έμεινεν ούτε δύναμις.

Ουαί, ουαί! τέκνα μου αγαπητά, δυστυχείς, απόγονοι των Ελλήνων. Εσυντρίφθη, τέλος πάντων και ο Ρωμαϊκός ζυγός, και οι Ρωμαίοι Αυτοκράτορες εκρημνίσθησαν από του Βυζαντίου τον θρόνον. Αλλά τους εκρήμνισαν τίνες; Τύραννοι ασυγκρίτως και βαρβαρώτεροι και σκληρότεροι απ’ εκείνους. και οι ταλαίπωροι Γραικοί αντί να αναψύξωσιν, έκλιναν ελεεινώς τον αυχένα υποκάτω εις ζυγόν τόσον βαρύν, τόσον απάνθρωπον ώστε να ποθήσωσι τον Ρωμαϊκόν ζυγόν. Έθνος τρισβάρβαρον, έθνος μιαρόν, έθνος διαφόρου γλώσσης και θρησκείας, είς ολίγα λόγια, το έθνος των Τούρκων, έπεσε, τέκνα μου, επάνω εις εμέ την δυστυχεστάτην μητέρα σας την Ελλάδα, ως ένας σφοδρός ανεμοστρόβιλος και κατέσβεσε τα μικρά και ασθενή φώτα, όσα των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων η τυραννία δεν είχεν ακόμη δυνηθήν να σβέση. εσκόρπισε τα ολίγα εκείνα μου τέκνα, τους αδελφούς σας, όσοι ολίγον σοφώτεροι παρά τους άλλους κατέφυγαν άλλος αλλαχού, φέροντες μεθ’ εαυτών της προγονικής αυτών σοφίας τα λείψανα. Έπεσεν επάνω μου το απάνθρωπον γένος των Μουσουλμάνων, ως άγριος λύκος. και ίδετε, τέκνα μου, εις ποίον ελεεινόν τρόπον με κατεσπάραξε, πώς κατέσχισε τα λαμπρά μου φορέματα, πώς αιμάτωσε και κατεπλήγωσε τας τρυφεράς μου σάρκας. Ίδετε πώς εξήρανε τους μαστούς μου, ώστε ούτε σταλαγμός γάλακτος δεν έμεινε πλέον εις αυτούς διά να σας θρέψω. Ίδετε πώς από τους παντοτινούς στεναγμούς και τα καθ’ ημερινά δάκρυα εβραγχίασε και αυτός μου ο λάρυγξ, ώστε δεν έμεινε πλέον εις εμέ ουδέ φωνή διά να σας παρηγορήσω.

»Ερωτώ σας λοιπόν την σήμερον, τέκνα μου αγαπητά, η δυστυχεστάτη σας μήτηρ, υποφέρετε να αφήσετε τόσα κακά ανεκδίκητα; Υποφέρετε να ακούσετε τους στεναγμούς, να θεωρήτε τα δάκρυά μου να με βλέπετε σπαραττομένην, ουδέ φοβείσθε μήπως η τυραννία μου αφαιρέση τέλος πάντων και την ζωήν; Μέχρι της σήμερον, τέκνα μου, δεν σας ενώχλησα με τα παραπονέματά μου, διότι η τυραννία δεν σας αφήκε κανέναν τρόπον να εκδικήσετε την μητέρα σας. Αλλά τώρα, ο καιρός της εκδικήσεως έφθασε, και από τούτον καιρόν άλλον αρμοδιώτερον ποτέ δεν θέλετε επιτύχειν. Έθνος μέγα, λαμπρόν, γενναίον και φωτισμένον, οι ενδοξότατοι και εις όλην την οικουμένην περιβόητοι Γάλλοι, ευτυχείς ζηλωταί της ανδρείας και της σοφίας των προγόνων σας με στρατεύματα συνθεμένα, καθώς εκείνα του Μαραθώνος, των Θερμοπυλών, της Σαλαμίνας, από Ήρωας, αφού έδειξαν εις όλην την Εύρώπην, τί δύναται να κάμη της ελευθερίας ο έρως, οδηγούμενος από την σοφίαν, ήλθαν και εις του τυράννου της Ελλάδος την επικράτειαν, και του απέσπασαν από τας αιμοβόρους χείρας την Αίγυπτον. Έπεσαν επάνω εις ταύτην την μακαρίαν γην, την οποίαν εφώτισαν εις των Πτολεμαίων τον καιρόν οι πρόγονοί σας, και εσκότισαν πάλιν οι τρισβάρβαροι Μουσουλμάνοι, έπεσαν λέγω επάνω εις την γην της Αιγύπτου, όχι ως Τούρκοι, όχι ως κεραυνός εξολοθρεύων, αλλ’ως δρόσος απ’ ουρανού, φέροντες εις τους Αιγυπτίους τα φώτα και την ελευθερίαν. Η Αίγυπτος, όταν φωτισθή, θέλει βέβαια εκδικήσειν και τα ιδικά μου αίματα. Μ’ ολον τούτο, εις τας χείρας σας είναι, τέκνα μου, να επιταχύνετε την εκδίκησιν ταύτην. εις τας χείρας σας είναι να ιατρεύσετε το γρηγορώτερον τας πληγάς μου, να με εκδύσετε χωρίς αργοπορίαν από τα σχισμένα τούτα και μολυσμένα ράκια, και να με στολίσετε πάλιν με την αρχαίαν μου δόξαν. ΤΙ λέγετε; κινούσιν εις έλεον τας ακοάς σας οι στεναγμοί και τα δάκρυα της ελεεινής μητρός σας, τους οφθαλμούς σας αι πληγαί και τα αίματα εις τα οποία με εβάπτισεν η τουρκική απανθρωπιά; ή δεν έμεινε πλέον εις τας καρδίας σας ουδέ παραμικρός σπινθήρ αγάπης πρός εμέ την αθλίαν μητέρα σας;»

Και ταύτα μεν λέγει προς ημάς όλους τους Γραικούς κλαίουσα και οδυρομένη η κοινή των Γραικών μήτηρ και πατρίς, η δυστυχής Ελλάς. Αλλ’ ημείς τί εχομεν να αποκριθώμεν προς αυτήν; Θέλομεν άρα φράξει τας ακοάς εις τους στεναγμούς της, και σφαλίσει τους οφθαλμούς διά να μη βλέπομεν τας αιματωμένας αύτης πληγάς; Μή γένοιτο! φίλοι καί συμπατριώται».

Οι Τούρκοι σήμερον είναι πληροφορημένοι ότι αισθανόμεθα πλέον παρά ποτέ του τυραννικού αυτών ζυγού το βάρος. Εξεύρουν καλώτατα ότι τους μισούμεν και απ’ αυτόν τον θάνατον περισσότερον. Τους εδίδαξεν η πείρα, ότι οι εχθροί των είναι φίλοι, και οι φίλοι των εχθροί ημέτεροι. Ανοίξατε τους οφθαλμούς, Γραικοί, και συλλογισθήτε εις ποίον φοβερώτατον κίνδυνον ευρίσκεται το ταλαίπωρον ημών γένος. Ο καιρός ίσως δεν είναι μακράν, όταν αιμοβόρος τις Σουλτάνος, διά να ελευθερωθή από πάσαν υποψίαν, θέλει, ως άλλος Ηρώδης, αποφασίσειν την φονοκτονίαν όλων ομού των Γραικών. Το άσπλαχνον γένος των Μουσουλμάνων είναι μαθημένον να τρέφεται με αίματα, να κυλίεται εις τα αίματα. Αίματα, και πάλιν αίματα χρειάζονται να σβέσωσι την δίψαν των αγριοτέρων και παρά τους λύκους Αγαρηνών.

Δια τους οικτιρμούς του Θεού! αδελφοί, μην αφήσωμεν να μας φύγη από τας χείρας ο αρμόδιος ούτος καιρός, τον οποίον προσφέρει εις των Γραικών το γένος, η άλωσις της Αιγύπτου. Όσοι ευρίσκεσθε εις Αίγυπτον μιμήθητε τας ανδραγαθίας των Γάλλων, οι οποίοι, μιμηθέντες τους προγόνους ημών, έφθασαν εις της δόξης τον ανώτατον βαθμόν. Όσοι είσθε την ηλικίαν νεώτεροι, προθυμήθητε να μάθετε από τους σοφούς Γάλλους την Τακτικήν, ήγουν την επιστήμην του πολέμου, επιστήμην η οποία πολλαπλασιάζει την φυσικήν δύναμιν, αυξάνει το θάρσος καί την ανδρείαν, επιστήμην, εις ολίγα λόγια, αναγκαιοτάτην εις εκείνους όσοι θέλουσι να ζώσιν ελεύθεροι. Ευταξία, ομόνοια, σύμπνοια μετ’ αλλήλων, ζήλος ελευθερίας θερμότατος, υποταγή εις τους νόμους, αγάπη θερμή και φιλία άδολος προς τους Γάλλους, ειρήνη μετά των κατοίκων της Αιγύπτου, τους οποίους επειδή υπετάχθησαν και αυτοί εις τους νόμους, εκδυθέντες την τουρκικήν αγριότητα, ως Τούρκους πλέον να στοχάζεσθε δεν είναι δίκαιον: ταύτα χρειάζονται, φίλοι και αδελφοί, διά να αυξήση η δύναμις και το κράτος σας, διά να βρέξη επάνω εις τα όπλα σας όλας τας ευλογίας του ουρανού, ο θεός των δυνάμεων, και να σας καταστήση ήρωας ανικήτους, καθώς ήσαν οι πρόγονοί σας, εν όσω εκυβερνώντο από νόμους καλούς, εν όσω ήσαν στολισμένοι με ήθη χρηστά.

Όσοι δε ευρίσκεσθε διασκορπισμένοι εις την Ελλάδα, μέρος μεν δράμετε με προθυμίαν και γρηγορότητα εις την Αίγυπτον, διά να αυξήσετε τον αριθμόν των αδελφών σας. Υπηρετήσατε τους Γάλλους με προθυμίαν, προσφέρετε εις αυτούς τα προς ζωήν αναγκαία. Βοηθήσατε με τα καράβια, με τας χείρας, με τας καρδίας, και με την ζωήν σας αυτήν, αν η χρεία το καλέση, τους φίλους του Ελληνικού γένους, εις την παντελή της Αιγύπτου κατάσχεσιν, της οποίας η ελευθερία είναι της Ελλάδος όλης κοινή σωτηρία. Εις την Αίγυπτον, αφού ημαυρώθη των Αθηνών η δόξα, κατέφυγαν αι τέχναι και επιστήμαι, και ανέζησαν πάλιν το δεύτερον οι Γραικοί, συστήσαντες ακαδημίας, συναθροίσαντες βιβλιοθήκας θαυμαστάς, τας οποίας έπειτα κατέκαυσαν οι εχθροί του Ελληνικού γένους, οι σημερινοί τύραννοι της Ελλάδος. Από την Αίγυπτον και πάλιν ας αναφθώσι τα φώτα, τα οποία έχουν να φωτίσωσι και τρίτον τους Γραικούς. Το δέ λοιπόν μέρος μείνατε εις την Ελλάδα εξωπλισμένοι, και έτοιμοι να δεχθήτε τους ελευθερωτάς της Ελλάδος τους Γάλλους, και τους φίλους των Γάλλων και συμμάχους, τους στρατιώτας του κραταιού Αυτοκράτορος της Ρωσίας, κληρονόμου της δόξης των αειμνήστων αυτού προπατόρων. Οι Ηπειρώται ενθυμηθήτε τα κατορθώματα των προγόνων σας. εσείς και παλαιά εφάνητε ανδρείοι, και σήμερον ακόμη εδείξατε με τας κατά των αγρίων Πασάδων νικάς, ότι δεν εχάσατε την προγονικήν μεγαλοψυχίαν. Οι Θεσσαλοί και Μακεδόνες ενθυμήθητε ότι οι πρόγονοί σας κατετρόπωσαν τον Δαρείον, όστις ήτον ασυγκρίτως φοβερώτερος βασιλεύς από τον σημερινόν άνανδρον και γυναικώδη τύραννον της Ελλάδος. Οι Πελοποννήσιοι και οι λοιποί Έλληνες μη λησμονήσετε τα τρόπαια, όσα κατά των βαρβάρων ανέστησαν οι προπάτορές σας. και σεις εξαιρέτως οι Μαϊνώται (Μανιάτες) συλλογίσθητε ότι είσθε αίμα Σπαρτιατών. Όλοι ομού, όσοι με το λαμπρόν όνομα των Ελλήνων δοξάζεσθε, βάλετε καλά εις τον νουν σας, ότι αφ’ όσας δυστυχίας δύναται να πάθη ο άνθρωπος, η πλέον απαρηγόρητος είναι η δουλεία ότι ο δούλος ούτ’ αρετήν, ούτε τιμήν ουδεμίαν δύναται να αποκτήση. ότι σιμά εις τάλλα κακά όσα καθ’ εκάστην πάσχει από τον τύραννον, υποφέρει ακόμη και την καταφρόνησιν όλων των άλλων εθνών, την φοβεράν καταισχύνην να λογίζεται κτήνος άλογον, και όχι άνθρωπος. Φίλοι και αδελφοί, μη φοβείσθε παντάπασι τους Τούρκους. Αυτοί δεν είναι πλέον ό,τι ήσαν προ τριακοσίων χρόνων. Αυτοί εξεύρουν να φονεύωσιν εις τας αγοράς, ανθρώπους ειρηνικούς και άοπλους. Αλλ’ εις πόλεμον, κατά πρόσωπον εχθρών ανδρείων, γίνονται και απ' αυτάς τας γυναίκας ανανδρότεροι, καθώς η πείρα σας επληροφόρησε περί τούτου, καθώς πολλάκις τους ίδετε φεύγοντας ως λαγωούς από προσώπου των Γραικών.

Πολεμήσατε λοιπόν, ω μεγαλόψυχα και γενναία τέκνα των Παλαιών Ελλήνων, όλοι ομού ενωμένοι τους βαρβάρους της Ελλάδος τυράννους. Ο κόπος είναι μικρός παραβαλλόμενος με την δόξαν, η οποία θέλει σας εξισώσειν με τους Ήρωας του Μαραθώνος, της Σαλαμίνος, των Πλαταιών, των Θερμοπυλών, τους ακαταμαχήτους προγόνους σας. Αλλά τί λέγω θέλει σας εξισώσειν; Των Τούρκων ο διωγμός από την Ελλάδα θέλει σας καταστήσειν τόσον ενδοξοτέρους και απ’αυτούς τους Μιλτιάδας, τους Θεμιστοκλέας και τους Λεωνίδας, όσον ευκολώτερον είναι να εμποδίση τις την αρχήν τον εχθρόν να εμβή εις την κατοικίαν του, παρά να τον διώξη αφού χρόνους πολλούς ριζωθή εις αυτήν.

Πολεμήσατε, φίλοι και αδελφοί, τους απανθρώπους και σκληρούς Τούρκους. όχι όμως ως Τούρκοι, όχι ως φονείς, αλλ’ ως γενναίοι της ελευθερίας στρατιώται, ως υπερασπισταί της ιεράς ημών θρησκείας και της πατρίδος. Χύσατε χωρίς έλεον το αίμα των εχθρών, όσους εύρετε εξωπλισμένους κατά της ελευθερίας, και ετοίμους να σας στερήσωσι την ζωήν. Ας αποθάνη όστις τυραννικώς σφίγγει των Γραικών τας αλύσεις, και τους εμποδίζει να ρίξωσι τα δεσμά των. Αλλά σπλαχνίσθητε τον ήσυχον Τούρκον, όστις ζητεί την σωτηρίαν του με την φυγήν, ή ευαρεστείται να μείνη εις την Ελλάδα, υποτασσόμενος εις νόμους δικαίους, και γευόμενος και αυτός τους καρπούς της ελευθερίας, καθώς οι Γραικοί, καθώς και αυτοί της Αιγύπτου οι Τούρκοι. Ας είναι η εκδίκησις ημών φοβερά, αλλ’ ας γένη με δικαιοσύνην. Ας δείξωμεν εις το άγριον των Μουσουλμάνων γένος, ότι μόνη της ελευθερίας η επιθυμία, και όχι η δίψα του φόνου και της αρπαγής, μας εξώπλισε τας χείρας. Άς μάθωσιν οι απάνθρωποι Τούρκοι από την ημετέραν φιλανθρωπίαν, ότι διά να παύσωμεν τας καθημερινάς αδικίας, την καθημερινήν έκχυσιν του ελληνικού αίματος, αναγκαζόμεθα προς καιρόν να χύσωμεν ολίγον αίμα τουρκικόν.

-Ναι, φίλοι και συμπατριώται, ολίγον αίμα τουρκικόν θέλει ρεύσειν, διότι ολίγοι Τούρκοι θέλουν τολμήσειν να αντισταθώσιν εις των Γραικών την ευψυχίαν. Αυτοί, όχι μόνον έχασαν την παλαιάν αυτών ανδρείαν, αλλ’ έχουν ακόμη νεαρά προ οφθαλμών τα παραδείγματα τοσούτων Ηγεμονιών της Ευρώπης, τας οποίας η ευμετάβολος τύχη ή παντελώς ανέτρεψεν, ή σφοδρώς εκλόνησεν. Αυτός ο κοινός των Τούρκων λαός, βεβαρυμένος από τον ανυπόφορον της δουλείας ζυγόν, ολίγον θέλουν φροντίσειν διά τον κρημνισμόν του τυράννου. Τέλος πάντων και αυτοί της ανατολικής και δυτικής Τουρκίας οι σατράπαι, οι οποίοι και τώρα ήρχισαν να καταφρονώσι τας προσταγάς του Σουλτάνου, θέλουν επιταχύνειν την πτώσιν του. Όλα ταύτα συντρέχουν με την ευψυχίαν των Γραικών να καταπλήξωσι τον άνανδρον τύρρανον της Ελλάδος, ο οποίος αδίκως κατέχει ξένον θρόνον, περικυκλωμένος, ως άλλος Σαρδανάπαλος, από γυναίκας και ευνούχους, ο οποίος εξησθενημένος και την ψυχήν και το σώμα, από των ηδονών την κατάχρησιν, δεν τολμά ουδέ την θύραν του παλατιού του να εξέλθη διά να δείξη καν εικόνα στρατηγού κατά των εχθρών του. Ο καιρός, φίλοι και συμπατριώται, της καταστροφής του τυράννου είναι τόσον αρμόδιος, ώστε θέλει πληρωθήν εις ημάς τό προφητικόν, λόγιον. Εις διώξεται  χιλίους.

Επικαλεσάμενοι λοιπόν την εξ ουρανού βοήθειαν, και ασπασάμενοι εις τον άλλον με τα δάκρυα της ελπίδος και της χαράς, οι νέοι με τα όπλα, οι γέροντες με τας ευχάς και τας παραινέσεις, οι ιερείς με τας εύλογίας και τας πρός Θεόν δεήσεις, 
όλοι ομού ενωμένοι, γενναίοι του ελληνικού ονόματος κληρονόμοι, πολεμήσατε γενναίως περί πίστεως, περί πατρίδος, περί γυναικών, περί τέκνων, περί πάσης της παρούσης και της ερχομένης γενεάς των Γραικών, τον τρισβάρβαρον, τον άσπλαχνον τύραννον της Ελλάδος, αν θέλετε να φανήτε άξιοι των παλαιών Ελλήνων απόγονοι, αν θέλετε να αφήσετε, ως εκείνοι, το όνομά σας αείμνηστον εις τους αιώνας των αιώνων.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ για την ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ του 1821, ΕΔΩ.
Το «Σάλπισμα» Πολεμιστήριον τυπώθηκε το 1801.


ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ για το 1801, ΕΔΩ.

Στην δευτέρα έκδοσή του, το 1821, ο Κοραής επρόσθεσε κι άλλα.


ΔΙΑΒΑΣΤΕ τα ΕΔΩ.

ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 1.1.2020.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ για τον ΚΟΡΑΗ, ΕΔΩ.


ΛΕΞΕΙΣ: ΣΑΛΠΙΣΜΑ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΡΙΟΝ
Η Ελλας προς τα τεκνα της, ΣΑΛΠΙΣΜΑ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΡΙΟ, Κοραης, 1801, Μαραθωνας, Θερμοπυλες, Πλαταιες, ιεροι προγονοι, Θανατος η ελευθερια, Σαλαμινα, Μαραθων, Θερμοπυλαι, Πλαταιαι, ισονομια, διχονοια, μουσουλμανοι, αγαρηνοι, επανασταση 1821, Μιλτιαδης, Θεμιστοκλης, Λεωνιδας, ΚΟΡΑΗΣ
Share on Google Plus

About ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

    ΣΧΟΛΙΑ
    ΣΧΟΛΙΑ ΜΕΣΩ Facebook

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ